XVIII Ρέγκουλους

Το νέο του κελί ήταν επαρκώς καθαρό και λιγότερο υγρό. Και ψηλό, στην κορυφή του ψηλότερου πυργίσκου της φυλακής, όχι στα υπόγεια. Από τον στενό φεγγίτη του μικρού, ψηλοτάβανου δωματίου ο Ρεγκ έβλεπε το χείλος ενός γκρεμού, και από κάτω τη θάλασσα. Την απέραντη, στιλπνή επιφάνειά της που πάφλαζε και άφριζε και κυμάτιζε.

Έβλεπε το χρώμα της να αλλάζει ανάλογα με την ώρα. Από μουντό, δροσερό γαλάζιο το πρωϊνό, έγινε έντονο μπλε με ασημένιες λάμψεις το μεσημέρι. Εκείνη την ώρα που του έφεραν να τσιμπήσει δυο βρεγμένα παξιμάδια μαζί με το κρύο στήθος από ένα κοτόπουλο, ελιές και ένα τσαμπί σταφύλια «Εντολή του Πρίγκιπα» του είχε πει ο νέος δεσμοφύλακας «Θέλει να προσφέρεις ένα δυνατό θέαμα το βράδυ» είχε συμπληρώσει με κάποια κακεντρέχεια. Μα αυτό ίσα ίσα πείσμωσε τον Ρεγκ. Τον έπεισε πως καλώς εχόντων των πραγμάτων η αποψινή μάχη θα έφερνε ακριβώς το αποτέλεσμα που ήθελε. Αν όχι, ε τότε το Συμβούλιο θα έπρεπε να στείλει έναν νέο αγγελιαφόρο στη Γη. Αλλά αυτό προτιμούσε να μη το σκέφτεται.

Όταν τα νερά έξω από το παράθυρό του έγιναν σκούρα μενεξεδί η πόρτα του άνοιξε για μια ακόμα φορά. Ένας υπηρέτης μπήκε μέσα φέρνοντας μια αλλαξιά ρούχα. Δίπλα στους μεντεσέδες της πόρτας παραφυλούσε ο φρουρός με το μαχαίρι του γυμνωμένο.

«Συγγνώμη, με αυτά θα μονομαχήσω μέχρι θανάτου;» ρώτησε σχεδόν γελώντας ο Ρέγκουλους. Πάνω στο αχυρένιο στρώμα του ο υπηρέτης είχε απλώσει μια λινή πουκαμίσα, ένα στενό, δερμάτινο παντελόνι και ένα σκούρο γιλέκο με ασημένιες πόρπες και κεντητούς γρύπες στο στήθος

«Όχι φυσικά» του απάντησε ο στρατιώτης απ' έξω «Με αυτά ο Πρίγκιπας θα σε παρουσιάσει στους υπόλοιπους ευγενείς. Φαίνεται, πως τους αρέσει να γνωρίζουν και να εξετάζουν τους μονομάχους πριν τον αγώνα. Αυξάνει τα στοιχήματα». Έγειρε πάνω στο κούφωμα της σιδερόφραχτης πόρτας και τον κοίταξε σηκώνοντας το ένα του φρύδι «Άντε και να στοιχηματίσει υπέρ σου καμιά μικρούλα, άμαθη, που θα της γυαλίσουν τα μούσκουλά, τα κατσαρά μαλλιά και το πηγούνι σου» ο άντρας σήκωσε την προσωπίδα της περικεφαλαίας του και χασκογέλασε με το αστείο του «Αλλά μη γελιέσαι. Οι ψημένοι στα θεάματα στις αρένες και στα στοιχήματα απλά θα σε χαζέψουν και μετά θα ποντάρουν τα λεφτά τους στον Ουνμπάμπα και θα πίνουν το κρασί τους με τις φυσαλίδες όσο αυτός ξεσκίζει τη συκωταριά απ΄το κουφάρι σου»

Οι υποψίες του Ρεγκ για τη φήμη του αντιπάλου του και την όλη κερδοσκοπία με τα στοιχήματα στις αρένες επιβεβαιωνόταν όσο περνούσε η ώρα. Τέλεια.

Ο δούλος τον πλησίασε και πήγε να του βγάλει την κουρελιασμένη του πουκαμίσα. Ο Ρεγκ τραβήχτηκε πίσω ξαφνιασμένος

«Τί κάν-»

«Άντε ωρέ ξεντύσου να σε ξεβρωμίσει και σταμάτα να κάνεις σα παρθένα» του γαύγισε γελώντας ο φρουρός.

Ο Ρεγκ πέταξε από πάνω του το κουρελιασμένο πανωφόρι και τις μπότες και βάλθηκε να ξεδένει τα κορδόνια στο παντελόνι του.

«Μπα... και δε σου φαίνεται για πολυταξιδεμένος» δήλωσε ο φρουρός δείχνοντας το μπράτσο του Ρέγκ

«Ορίστε;» ο Υπερίωνας είχε όντως μπερδευτεί αυτή τη φορά

«Λέω» έκανε ο άλλος «Πώς τέτοια κάνουν μόνο στο Νότο. Άρα έχεις πάει εκεί. Αυτό που έχεις στο μπράτσο σου Εγράς. Αυτό.» ο στρατιώτης πλησίασε τον Ρέγκουλους και έκανε πέρα τον δούλο που τον έτριβε με μια μαλακή πετσέτα βουτηγμένη σε λεμονόνερο. Του έδειξε για μια ακόμα φορά το μπράτσο του. Στο σημείο που ο Ρεγκ φορούσε το βραχιόλι από Σαχρακίτη. «Με βελόνες και μελάνι δε στο χάραξαν;»

Ο Ρεγκ δε καταλάβαινε «Ναι ναι...» και μετά του ήρθε. Στο ανθρώπινο μάτι ο Σαχρακίτης των Υπεριώνων ήταν μαγεμένος και έμοιαζε με σημάδι στο μπράτσο του. «Ναι ναι... Ήμουν στο πλήρωμα ενός εμπορικού για δυο Κύκλους και το έκανα σε ένα λιμάνι στο Νότο. Στα Νότια της Αυτοκρατορίας». Έκανε νόημα στον υπηρέτη να συνεχίσει και στράφηκε με προσποιητή αδιαφορία στον φρουρό.

«Αυτός ο Φετάρ'χι. Ο...»

«Ο Ουνμπάμπα»

«Ναι αυτός. Αν είναι τόσο καλός γιατί τον βάζει τώρα να κάνει αγγαρείες;»

«Αν είναι τόσο καλός;» ο φρουρός γέλασε τρανταχτά «Δεν είναι απλά καλός. Είναι θηρίο. Τουλάχιστο πολεμάει σαν τέτοιο. Και μαζί σου δε θεωρείται καν άξια λόγου μάχη. Κι ένα κουνούπι, περισσότερο κακό θα μπορούσε να του κάνει από σένα. Μη κολακεύεσαι. Θα σε λιώσει» του είπε αδιάφορα, όχι με κακεντρέχεια, απλά αδιάφορα. Σα να μιλούσε για κάποιο άλλο.

Ο υπηρέτης άρχισε να ντύνει τον Ρεγκ. Αυτός, είχε προσηλωθεί τόσο στα λεγάμενα του άλλου που σήκωνε τα μέλη του σχεδόν μηχανικά

«Πάει καιρός που ο Ουνμπάμπα καθάριζε μονομάχους. Ο Πρίγκιπας τον έχει για να παλεύει με θηρία. Τίγρεις, λιοντάρια... Φήμες λένε πως του έφεραν από το Γάι Του ένα ζευγάρι Μαντίκορες.» καθάρισε τον λαιμό του «...τέλος πάντων, απόψε σας έχει για ορεκτικό. Υπολογίζει σε ένα μικρό αιματηρό πανηγυράκι με το οποίο θα ξαναπαρουσιάσει τον αγαπημένο θηριομάχο του στον λαό. Η περίοδος των μονομαχιών στην Πρωτεύουσα αρχίζει σε λίγες Αυγές και πρέπει να βρει τρόπο να αρχίσει τα κέρδη του από τα στοιχήματα...» έκανε με τα δάχτυλά του την χαρακτηριστική κίνηση πως μετρούσε νομίσματα

«Μετά από εσάς πάντως έχει κανονίσει για γυμνές χορεύτριες από την Εχύλια, ξανθιές και με μάτια σκέτο κεχριμπάρι, και αιματομάγους από το Ισχάτεμ. Το αποψινό δεν είναι καθαρά μονομαχίες. Μια φιέστα για τους Ευγενείς είναι για να δείξει τον πλούτο τον δικό του και του Όγδοου Νησιού»

Ο Ρέγκουλους έζωσε την πουκαμίσα του στο παντελόνι και κούμπωσε τις πόρπες του γιλέκου του. Γύρισε προς τον φρουρό για μια ακόμα φορά. Ο άντρας με την πανοπλία στην προσπάθειά του να παίξει με την ψυχολογία του και να τον τρομοκρατήσει ξεφούρνιζε σημαντικές πληροφορίες.

«Έχεις δει ποτέ τον Φετάρ'χι να αγωνίζεται; Τί τον κάνει τόσο καλό;»

«Πλάκα έχεις πάντως. Ρωτάς σα να έχεις όντως σκοπό να αμυνθείς» έδωσε στον Ρεγκ ένα κέρας γεμάτο μαύρη δυνατή μπύρα. «Πιες. Θα σου δώσει το κουράγιο να σταθείς. Λοιπόοον...» του γύρισε τρίβοντας τα χέρια του «Τί τον κάνει τόσο καλό; Είναι γιγαντόσωμος. Τα μπράτσα του είναι όσο το κεφάλι σου. Και έχει τη δίψα των αγρίων για αίμα. Δε διστάζει. Ούτε φοβάται. Και χειρίζεται τις λόγχες των Φετάρ' χι σαν προέκταση του χεριού του. Πάνω στις λεπίδες του απλώνει και δηλητήριο από κόκκινες οχιές. Σίγουρος θάνατος. Κι επώδυνος»

Ο Γκρεγκ στάθηκε όρθιος.

«Έτοιμος;»

«Έτοιμος» έκανε αποφασιστικά, Άπλωσε τους καρπούς του για να του περάσει τις χειροπέδες

«Πάμε λοιπόν» είπε ο δεσμοφύλακας σφίγγοντας το μέταλλο «Κατέβαινε»

Κατέβηκαν οι δυο τους τη φιδογυριστή πέτρινη σκάλα του πυργίσκου. Πριν τον βάλει στην άμαξα που τον περίμενε, ο άντρας με την πανοπλία ψιθύρισε στο αυτί του Ρεγκ

«Εγράς... Αν ήμουν στη θέση σου θα φρόντιζα να με σουβλίσει με τη λόγχη του κατευθείαν στην καρδιά... Μη κάτσεις να παίξεις τη γάτα και το ποντίκι. Αυτό, ή αρνήσου να παλέψεις και άσε τους να σε αποκεφαλίσουν. Δε ξέρω αν ξέρεις από μάχες αλλά εγώ που έχω ζήσει μια δυο θα σου πω το εξής: Οι μονομάχοι δεν είναι στρατιώτες. Οι στρατιώτες θέλουν να το τελειώνουν γρήγορα. Σκοτώνουν και φεύγουν. Οι μονομάχοι έχουν μάθει να δίνουν θέαμα. Σκοτώνουν και απολαμβάνουν την κάθε στιγμή. Και είναι άσχημο. Τέλειωνέ το όσο πιο νωρίς μπορείς. Είναι κρίμα. Κρίμα για σένα»

Ο Ρέγκουλους άκουσε τα λόγια του φρουρού προσεκτικά. Ήταν οι πιο ειλικρινείς και ειπωμένες με αληθινή έγνοια κουβέντες που είχε ακούσει εδώ και καιρό. Μα δε φοβόταν. Ήξερε τα όπλα του. Το νέο σχέδιό του έλαμπε σαν ένας φωτεινός ιστός αράχνης μέσα στο κεφάλι του και ήξερε. Ήξερε πως για να καταφέρει τον σκοπό του έπρεπε να δώσει στους Μιρβααλιανούς αυτό που ήθελαν: Θέαμα, Αίμα και Κέρμα.


.............................................................................................................................

Πλησιάζει η ώρα της μονομαχίας! Α ρε έρ'με Ρεγκ (Εγράς) τί λέτε να γίνει;

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top