XVII Ρέγκουλους

Το κελί του ήταν μικρό και στενό σαν τη φωλιά ενός αρουραίου. Η υγρασία της θάλασσας έρπονταν σα γλιστερό φίδι ανάμεσα στις κακοχτισμένες πέτρες των τοίχων και του τρυπούσε τα κόκκαλα βαθιά, μέχρι το μεδούλι. Η απαίσια μπόχα της μούχλας και του κάτουρου που είχε ποτίσει τα μισολιωμένα ψαθιά του πατώματος τού πάνιαζε τους πνεύμονες. Ο Ρεγκ στριφογύριζε για Υρίες ολόκληρες πάνω στο σάπιο, αχυρένιο στρώμα. Και σιχαινόταν. Ένιωθε μια απερίγραπτη απέχθεια που τα σγουρά μαλλιά του ακουμπούσαν εκεί που τα ποντίκια έφερναν τις βρώμες τους. Που πατούσε εκεί που άλλοι είχαν ουρήσει ή αφοδεύσει. Που ξάπλωνε εκεί που κάποια αποβράσματα έμεναν για χρόνια μέσα στην απλυσιά και τη δυσωδία πριν οδηγηθούν στο ικρίωμα ή πάθουν λέπρα ή αρρωστήσουν από την ίδια τους τη βρώμα ή πεθάνουν τέλος πάντων. Γιατί και σκληραγωγημένος ήταν. Και πολεμιστής. Μα ήταν και αντιβασιλέας. Ήταν αντιβασιλέας ενός ολόκληρου Ουράνιου Οίκου στο Στερέωμα και όποια κακοτοπιά και αν είχε περάσει στη ζωή του τίποτα δε τον είχε προετοιμάσει για τη δυσωδία από ένα ανθρώπινο μπουντρούμι.

Και ανησυχούσε. Κι ας μην ήθελε να το παραδεχτεί. «Τώρα έπρεπε να βρίσκομαι στο δρόμο μου για το Νέδρος. Όχι κλεισμένος σε ένα μπουντρούμι με μια καταδίκη να εκκρεμεί εναντίον μου!». Μούγκρισε.

Πετάχτηκε όρθιος και χτύπησε τη γροθιά του στον πέτρινο τοίχο. Είχε ήδη προσπαθήσει να αποδράσει με τη βοήθεια των Δυνάμεών του. Μα οι περισσότερες μαυρόπλακες που έκλειναν τη φυλακή ήταν από μετεωρόλιθο. Και άρα, περιείχαν Σαχρακίτη. Πολύ μεγαλύτερη ποσότητα από αυτή που έφερε στο μπράτσο του. Πολύ μεγαλύτερη ποσότητα από αυτή που μπορούσε να παρακάμψει εάν συγκεντρωνόταν αρκετά. Όχι πως δε το είχε επιχειρήσει. Αίμα είχε αρχίσει να τρέχει από τη μύτη και τα αυτιά του σχεδόν άμεσα. Ο πονοκέφαλος του έσκιζε το κρανίο στα δύο. Είχε παραδοθεί στην τύχη του όταν έφτασε τα όρια της λιποθυμίας.

Σταλαγματιές βρωμόνερου έσκαγαν πάνω στην πέτρα πίσω του και αντιλαλούσαν στη σιωπή. Η υπομονή του είχε εξαντληθεί εδώ και ώρα. Ούρλιαξε. Ούρλιαξε από οργή και εκνευρισμό. Ούρλιαξε με όλη τη δύναμη των πνευμόνων του. Και οι φωνές αντήχησαν στον σκοτεινό διάδρομο εμπρός του χωρίς να της ακούει κανείς άλλος παρά μόνο ο ίδιος.

Συχνά- πυκνά πλησίαζε μια ρωγμή του τοίχου πάνω από το προσκέφαλό του από την οποία έβλεπε έξω. Στην αρχή έβλεπε αστέρια και άρα, είχε καταλάβει πως το κελί του συνόρευε με τον εξωτερικό τοίχο της φυλακής. Τώρα έβλεπε ένα ψυχρό γκρίζο φως. Ξημέρωνε. Σε λίγο άρχισαν να ακούγονται τα πρώτα στριγκά κελαηδίσματα των πτηνών της αυγής.

«Σε λίγο θα έρθουν να με πάρουν...» πήρε μια βαθιά ανάσα. «Έλα Ρεγκ» έκρυψε το πρόσωπο στις χούφτες του «Πρέπει να βρεις ένα σχέδιο για να αποδράσεις. Μία εναλλακτική. Έχεις ακόμη τις δυνάμεις σου μα δε μπορείς να τις χρησιμοποιήσεις εδώ μέσα...». Έξυσε νευρικά το κεφάλι του «οπότε θα το κάνεις έξω από εδώ Ρεγκ. Μόλις σε πάρουν για να σε μεταφέρουν στο ''δικαστήριο'', για παράδειγμα...» την προηγούμενη μέρα, είχε δει άμαξες με κρατουμένους να πηγαίνουν προς τα ικριώματα στις αποβάθρες, λογικά θα ακολουθούσε κι αυτός την ίδια διαδρομή «και μόλις βγω από εδώ μέσα οι αλυσίδες μου δε θα είναι πρόβλημα, θα σπάσουν σα κλαράκια. Και μετά... και μετά βλέπουμε...»

Άκουσε βήματα στον διάδρομο έξω απ' το κελί του. Έρχονται. Σηκώθηκε όρθιος και έσιαξε όπως όπως τα γαριασμένα και ξεσκισμένα, πλέον, κλεψιμαίικα ρούχα που φορούσε. Δε θα τους έκανε τη χάρη να δείχνει αξιολύπητος. Σήκωσε το κεφάλι του ψηλά. Είχε σχέδιο. Τού φαινόταν ικανοποιητικό. Απλό αλλά αποτελεσματικό. Και θα έμπαινε σε εφαρμογή από λεπτό σε λεπτό.

Όταν η πόρτα του κελιού του άνοιξε διάπλατα με κρότο ούτε που βλεφάρισε. Είχε σχέδιο. Σήκωσε το κεφάλι ψηλά και περίμενε να του περάσουν τις χειροπέδες τους. Και να τον πάρουν.

«Βρε βρε βρε...» τον ειρωνεύτηκε ο φρουρός που του πέρασε τα σιδερένια βραχιόλια, τα οποία ενώνονταν με αλυσίδες μεταξύ τους αλλά και, με ένα βαρύ σφιχτό κολάρο που το έκοβε στα μισά κάθε ανάσα «Είναι περήφανος ο Άρχοντάς μας εδώ έτσι δεν είναι;» του έσφιξε ακόμη περισσότερο τις αλυσίδες. Ο Ρεγκ δε μίλησε. Είχε σχέδιο.

«Γνωρίζει άραγε ο Άρχοντάς μας πως θα τον δικάσει ο ίδιος ο Όγδοος Πρίγκιπας;» συνέχισε ο φρουρός με τα μικρά, γουρουνίσια μάτια του να λάμπουν με κακία «Μα ναι... αλήθεια, Άρχοντά μου πριν την έναρξη της δίκης θα πρέπει να υποκλιθείς μπροστά στη Μεγαλειότητά του. Έχεις μάθει να υποκλίνεσαι Άρχοντά μου;» του έχωσε μια δυνατή γροθιά στο στομάχι με το σιδερένιο γάντι του. Ο Ρεγκ βόγκηξε πνιχτά νιώθοντας τη χάλκινη γεύση του αίματος στο στόμα του. Μα δε μίλησε. Είχε σχέδιο. «Υπομονή Ρεγκ. Υπομονή»

«Έτσι μπράβο Άρχοντά μου. Δεν ήταν και τόσο δύσκολο έτσι δεν είναι;» του είπε ο φρουρός με γλυκερή φωνή.

Τον έσπρωξε έξω από το κελί αλυσοδεμένο όπως ήταν. Ο Ρεγκ παραπάτησε. Μπερδεύτηκε στις αλυσίδες του και έπεσε. Έπεσε μπροστά στα πόδια ενός ακόμη φρουρού που περίμενε απ' έξω. Δεν τον βοήθησε καν να σηκωθεί. Ο Ρεγκ μπουσούλησε μέχρι τον πέτρινο τοίχο και στηρίχθηκε με τους ώμους στις πελεκημένες πέτρες μέχρι να καταφέρει να σταθεί όρθιος.

«Προχώρα!» του γαύγισαν οι δεσμοφύλακές του. Προχώρησε στο στενό διάδρομο αμίλητος. Είχε σχέδιο. Στα μάτια του έκαιγε η οργή από τον εξευτελισμό του. Αυτοί οι δύο θα το πλήρωναν πολύ ακριβά κάποια στιγμή.

Οι άντρες πίσω του τον ειρωνεύτηκαν για μια ακόμη φορά. «Ξέρεις απόβρασμα... Μην ελπίζεις σε επιεική μεταχείριση. Ο Μεγαλειότατος μόνο φέτος έχει στείλει καμιά εκατοστή εγκληματίες να υπηρετήσουν ισόβια στις γαλέρες του...»

Ο πρώτος φρουρός γέλασε. Ο δεύτερος συμπλήρωσε «Αφού πρώτα διέταξε να τους κόψουν τη γλώσσα και να τους τυφλώσουν με πυρωμένα σίδερα στα μάτια. Ένα δούλος, θανατοποινίτης κωπηλάτης χρειάζεται χέρια για να πιάνει και να τραβάει το κουπί, και αυτιά για να ακούει τις εντολές που του δίνουν... Αλλά δε χρειάζεται ούτε μάτια για να βλέπει, ούτε γλώσσ-»

«Ειδικά την τελευταία, ούτε εσύ τη χρησιμοποιείς ιδιαίτερα. Μάλλον δε θα σου λείψει και πολύ»

Ξέσπασαν και οι δυο σε γέλια. Ο Ρεγκ έμεινε αμίλητος. Είχε σχέδιο.

Το οποίο ναυάγησε μαζί με τις αναπτερωμένες ελπίδες του, όταν κατάλαβε πως οι φρουροί των οδηγούσαν στην εσωτερική αυλή της φυλακής και όχι σε κάποιο εξωτερικό χώρο όπου θα τον περίμενε μια άμαξα.

«Μα πόσο βλάκας μπορείς να είσαι Ρεγκ; Δεν έχουν λόγω να εκδικάζουν τις υποθέσεις εκτός φυλακής. Οι άμαξες που είδες εσύ οδηγούσαν τους ήδη καταδικασμένους στους τόπους των εκτελέσων. Ή στις γαλέρες...» ανατρίχιασε «Ας γίνει η δίκη. Το θέμα είναι να καταφέρω να αποδράσω πριν με τυφλώσουν» ένιωσε να βουλιάζει στην απελπισία.

Τα ζώα πίσω του γελούσαν ακόμα όταν βγήκαν επιτέλους στη μικρή, κυκλική εσωτερική αυλή των φυλακών. Το φως του πρωϊνού ήλιου έκανε τα μάτια του Ρεγκ να καπακίζουν γεμάτα δάκρυα μέχρι να προσαρμοστούν σε αυτό. Οι δεσμοφύλακές του τον κάθισαν και τον αλυσόδεσαν σε έναν πέτρινο πάγκο στο κέντρο της αυλής. Απέναντί του, ανάμεσα από τα δύο μοναδικά πεύκα της αλέας, πάνω σε μια στενή εξέδρα φρουρούμενης από πελεκυφόρους, ένας άνδρας με τη χαρακτηριστική σκουρόχρωμη φορεσιά των γραφέων γρατζουνούσε μερικές σειρές καλλιγραφικών Μιρβααλιανών γραμμάτων σε μια περγαμηνή ενώ, ένας άλλος, με μακριά καστανοκόκκινη γενειάδα και τις φαιές ρόμπες ενός Σοφού διάβαζε από ένα πάπυρο. Ανάμεσα στα καθίσματα τους δέσποζε ένα ακόμη πιο πλουμιστά σκαλισμένο, υπερυψωμένο κάθισμα που για την ώρα έμενε κενό. Ο θρόνος του Πρίγκιπα.

Ο Γκρεγκ άκουσε ένα κρώξιμο πίσω του. Γύρισε, όσο του επέτρεπαν τα δεσμά του, για να αντικρύσει ένα κατάμαυρο κοράκι να ξεσκίζει με το ράμφος του ένα μικρό, άσπρο ποντικάκι. Το ματωμένο λευκό του θηράματος έφερε στο νου του Γκρεγκ το ματωμένο λευκό ενός βγαλμένου βολβού ματιού. Του ήρθε να ξεράσει. Γύρισε μπροστά με το μέτωπό του να γυαλίζει από τον κρύο ιδρώτα. Έκλεισε τα μάτια και προσευχήθηκε στη Βουλή «Σε παρακαλώ... Όχι τώρα... Όχι έτσι... Σε παρακαλ-»

Μια σφαλιάρα έτσουξε στο πίσω μέρος του κατεβασμένου του κεφαλιού

«Απόβρασμα σήκω πάνω! Υποκλίσου στον πρίγκιπα!»

Ο Ρεγκ σήκωσε το βλέμμα. Όντως, στην εξέδρα απέναντί του ανέβαινε τώρα ένας ψηλός, γεροδεμένος άνδρας με κόκκινα μάγουλα και μαύρα, σγουρά γένια. Στον δείκτη του δεξιού του χεριού έλαμπε το μπρούτζινο, οκταγωνικό δαχτυλίδι με τα κόκκινα πετράδια. Ο Υπερίωνας σηκώθηκε όρθιος και υποκλίθηκε βαθιά. Το ίδιο έκαναν και όλοι οι υπόλοιποι παρευρισκόμενοι.

Ο πρίγκιπας άρχισε να γελάει ειρωνικά πάνω από τον θρόνο του. «Αυτό κι αν είναι σεβασμός!» έκανε με βροντερή φωνή. Ο γραφιάς δίπλα του άρχισε να γράφει μανιωδώς «Πρώτα σε κλέβουν και μετά ακολουθούν πιστά το πρωτόκολλο και κάνουν υποκλίσεις!»

Αυτόματα το ύφος του σοβάρεψε. Το πρόσωπό του έγινε μια σκληρή μάσκα.

«Λοιπόν, τί έχουμε εδώ;» είπε εξετάζοντας τα χαρτιά μπροστά του. Κοίταξε τον Ρεγκ διαπεραστικά «Εσύ είσαι ο Εγράς έτσι;»

«Μάλιστα Μεγαλειότατε» αποκρίθηκε σταθερά ο Ρέγκουλους

«Μάλιστα μάλιστα...» Πιο πολύ απευθυνόταν στον εαυτό του παρά σε κάποιον άλλο «Εδώ βλέπω την κατάθεση της μικρής με το καπηλειό ότι έβγαλες το δαχτυλίδι μου...» τόνισε με κτητικότητα τη τελευταία λέξη «...από την τσέπη σου... Χα! Αυτό που ο αγράμματοι χωριάτες υπογράφουν με ένα Χ ό,τι χαρτί με βούλες και καλλιγραφίες τους δώσεις πάντα μου προκαλούσε το ενδιαφέρον...» είπε καγχάζοντας διαβάζοντας την κατάθεση της Νενίν.

«Έχω ακόμη και την κατάθεση του διοικητή της Νυχτοφρουράς ότι το εν λόγω κόσμημα και σύμβολο του αξιώματός μου βρέθηκε επάνω σου κατά τη διάρκεια ανάκρισης μαζί με ένα σεβαστό ποσό χρημάτων... Οπότε, πιστεύω πως χωρίς περαιτέρω λόγια, συνάγεται από τα παραπάνω ότι η απόφασή μου θα είναι καταδικαστική»

Ο Ρέγκουλους το περίμενε, μα παρ' όλα αυτά ένιωσε μια παγωμένη αίσθηση να τον κατακλύζει. Τα πόδια του άρχισαν να τρέμουν νευρικά.

«Μα πριν από αυτό, ένα πράγμα μόνο θα ήθελα να μάθω» συνέχισε ο Όγδοος Πρίγκιπας της Μιρβάαλ «Πώς; Πώς κατάφερες και έκλεψες το μοναδικό πράγμα που κουβαλάω πάντοτε κοντά μου και ειδικά εχθές, που η μόνη στιγμή που άφησα τα Ανάκτορα ήταν μια πρωινή βόλτα στις αποβάθρες και ενώ ήμουν μέσα στο κλειστό φορείο μου»

«Είναι η μοναδική στιγμή σήμερα που με κοιτάει με κάτι άλλο στο βλέμμα πέρα από περιφρόνηση» συνειδητοποίησε ο Ρεγκ κοιτώντας τον Πρίγκιπα που χάιδευε τη γενειάδα του γεμάτος περιέργεια

«Πώς;» επανέλαβε ακόμη πιο επιτακτικά ο τελευταίος

«Κάλεσα με μαγεία όλα τα μικρά πολύτιμα μεταλλικά αντικείμενα της αγοράς, και το δαχτυλίδι ήταν ένα από αυτά» σκέφθηκε ο Υπερίωνας. Δάγκωσε τα χείλια του. «Τυχαία» έκανε φωναχτά

Ο Πρίγκιπας κοκκίνισε από θυμό «Πολύ καλά. Υποθέτω πώς δεν έχει και πολλή σημασία» τα μάτια του έγιναν δυο σχισμές «Όμως μιας και είσαι λάτρης της τύχης, τι θα έλεγες να παίξουμε ένα παιχνίδι;»

Το στομάχι του Ρεγκ δέθηκε κόμπος. Ο Πρίγκιπας έβγαλε από το παραγεμισμένο πουγκί του ένα χρυσό νόμισμα. Κούνησε το Χρυσό Οκτάκτινο μπροστά στα μάτια του Ρεγκ.

«Λοιπόν, αν τύχεις στην πλευρά με τις ακτίνες η τιμωρία σου θα είναι εφ' όρου ζωής υπηρεσία στον στόλο μου ως κωπηλάτης...» Ο Ρεγκ άρχισε να ανακατεύεται, μια ξινή γεύση γέμισε το στόμα του

«...Αν τύχεις στη λεία πλευρά, μμμ...» ο Πρίγκιπας συνοφρυώθηκε ώσπου τα μάτια του έλαμψαν σαδιστικά «Αν τύχεις στη λεία πλευρά, απόψε, πριν δύσει ο ήλιος θα αγωνιστείς με τον Φετάρ'χι πολεμιστή μου μέχρι θανάτου. Ναι.». Και με αυτά τίναξε το χρυσό κομμάτι στον Ουρανό.

Αυτό, επέστρεψε στριφογυρίζοντας στην ανοιχτή παλάμη του. Το αναποδογύρισε και έσκυψε να το δει. Μια μικρή, λαμπερή, λεία ελλειπτική επιφάνεια που έλαμπε χρυσή συνάντησε το βλέμμα του. Ο Ρεγκ δε μπορούσε να διακρίνει τί του είχε τύχει. Κι έτσι, όταν ο Δικαστής του βροντοφώναξε την ετυμηγορία ένιωσε ένα κύμα ενέργειας να τρέχει στις φλέβες του.

«Με την εξουσία που δικαιωματικά και με τον Νόμο έχω πάνω σε αυτό το Νησί και τον λαό του, και με την ευλογία της Αθάνατης Ενάτας του Νέδρος, Θεάς της Οικουμένης και της Δικαιοσύνης, εγώ, ο Φράλλιος, ο Πρίγκιπας- Έμπορος και Ανώτατος Δικαστής της Όγδοης Νήσου της Μιρβάαλ ορίζω ως τιμωρία του Εγράς για τα κρίματά του, την εις θάνατο μονομαχία. Εάν αρνηθεί, θα εκτελεσθεί επί τόπου δια καρατομήσεως»

Ο Ρεγκ είδε σε αυτή την απόφαση μια χρυσή ευκαιρία. Ένα νέο σχέδιο άρχισε να σχηματίζεται στο μυαλό του. Με αυτό, θα κατάφερνε να καταφέρει τον σκοπό του. Αν επιβίωνε. Γιατί σε μερικές Υρίες θα χρειαζόταν να παλέψει για τη ζωή του.

.......................................................................................................................................

Λοιπόν; Τί λέτε για την απόφαση του Πρίγκιπα- Δικαστή; Τί θα κάνει ο Ρεγκ;

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top