XVI Ρέγκουλους
Η σερβιτόρα ήταν μια χυμώδης κοπέλα με ατίθασες, πυρόξανθες μπούκλες και καστανά μάτια που σπίθιζαν υποσχέσεις. Σε μια ανεπιτυχή προσπάθεια σεμνοτυφίας, έριχνε στους ώμους της και πάνω από τον σφιχτό κορσέ της μια πλεχτή εσάρπα προσπαθώντας να κρύψει τα γυναικεία μέρη της από τα αδιάκριτα βλέμματα των θαμώνων του υπαίθριου κρασοπωλείου. Αυτό που δε κρύβονταν σε καμία όμως περίπτωση ήταν η λάγνα στροφή των γλουτών της όταν περατούσε και ο σχεδόν ανεπιτήδευτος τρόπος με τον οποίο άφηνε μισάνοιχτα τα ροδαλά της χείλη όταν χαμογελούσε ή όταν έπαιρνε τις παραγγελίες.
«Η μικρή πλανεύτρα» διάβασε ο Ρεγκ την πινακίδα με τα λεπτά, στριφογυριστά, καλλιγραφικά γράμματα της Μιρβάαλ. Αμέσως μετά πρόσεξε την κοπέλα να τον κοιτάζει με προσποιητή συστολή. «Πλανεύτρα σίγουρα» σκέφθηκε βλέποντάς την να κατεβάζει το βλέμμα της από πάνω του με ένα ψεύτικο κοκκίνισμα. Το μάτι του έπεσε στο μπούστο και στη φούστα της «Νεαρή, βέβαια, αλλά όχι απαγορευτικά μικρή...».
Πέρασε και κάθισε σε μια ψάθινη καρέκλα κάτω από μια πλατύφυλλη μουριά που έριχνε τον παχύ ίσκιο της στη μικρή πλακόστρωτη αυλή της «Πλανεύτρας». Η κοπέλα τον πλησίασε και καθάρισε το τραπέζι του με ένα νωτισμένο κουρέλι, σκύβοντας επιδεικτικά μπροστά. Ο Ρεγκουλους καθάρισε τον λαιμό του. Η άλλη του χαμογέλασε:
«Τί θα πάρετε Άρχοντά μου; Κρασί; Ρακή;» η φωνή της ήχησε δροσερή, πρόσχαρη.
Η σκέψη που έκανε αμέσως μετά έφερε ένα χαζό χαμόγελο στο πρόσωπο του Υπερίωνα. «Έ όχι Ρεγκ! Μέσα σε εικοσιτέσσερις ώρες έγινες καταπατητής και κλέφτης. Μην αρχίσεις τώρα να εκμεταλλεύεσαι και τις γήινες γυναίκες... Θα καταλήξεις ο χείριστος της φυλής σου..» σκέφτηκε αμέσως μετά.
«Έχετε μπύρα έτσι δεν είναι;» της απάντησε χρησιμοποιώντας τους ίδιους μακρόσυρτους γλυκούς, υγρούς φθόγγους. Ο Υπερίωνας χρησιμοποιούσε τόση ελάχιστη δύναμη για να δαμάσει την ξένη γλώσσα που ούτε ο Σαχρακίτης στο μπράτσο του δε θεωρούσε σημαντική ώστε να προσπαθήσει να την εμποδίσει.
«Φυσικά! Ξανθιά από το Νέδρος, τη Γλυκειά της Εχύλια και από τη δική μας...»
«Φέρε μου από την πιο δυνατή που έχετε. Και σίγουρα όχι τη γλυκειά» έκανε κουνώντας το χέρι του
«Δε σας αρέσουν οι γλυκειές Άρχοντά μου;» έκανε η κοπέλα παίζοντας με μια τούφα απ΄τα μαλλιά της
Γιατί προσπαθεί τόσο πολύ; Αναρωτήθηκε ο Ρέγκ. Η απάντηση του ήρθε αυτόματα κοιτώντας γύρω του. Σε αντίθεση με τους μεσήλικες μπεκρήδες θαμώνες του καπηλειού, με τα κοκκινισμένα μάτια και τις πρησμένες μύτες εκείνος φάνταζε τόσο διαφορετικός. Με την ομορφιά ενός Υπερίωνα, έστω και μεταμφιεσμένου, και με τα φροντισμένα ρούχα του, τί κι αν ήταν κλεμμένα;, εκείνος, έφερνε σε κάτι εξωπραγματικό. Επιτέλους καταλάβαινε.
«Ε, όχι στις μπύρες..» της χαμογέλασε πλατιά «στις κοπέλες σαν του λόγου σου και πάλι... έχω»
Η κοπέλα κοκκίνισε στ' αλήθεια αυτή τη φορά
«Θα μου πεις το όνομά σου;» της έκανε ευγενικά
«Νενίν, Άρχοντά μου...» Και η δική της στάση είχε μαλακώσει τώρα. Δεν ήταν πια τόσο σκληρά προκλητική, ήταν απλά μια χαριτωμένη, όμορφη κοπέλα είκοσι κύκλων.
Ο Ρεγκ τράβηξε από την τσέπη του τυχαία ένα νόμισμα. Ήταν ένα ασημένιο πεντάκτινο της Μιρβάαλ. Ένας ασημένιος ελλειπτικός δίσκος χωρισμένος σε πέντε ίσα τόξα. Της το έτεινε χαλαρά «Επειδή είσαι τόσο γλυκειά» της έκλεισε το μάτι «Τώρα, τί γίνεται με εκείνη τη μπύρα που λέγαμε;»
Η Νενίν πήρε τα χρήματα διστακτικά. Τα δάχτυλά της έτρεμαν ελάχιστα. Του χαμογέλασε ακόμα πιο πλατιά «Έφθασε Άρχοντα μου. Έρχομαι αμέσως!». Ο Ρεγκ έμεινε να την παρατηρεί να μπαίνει στο εσωτερικό του μαγαζιού αφήνοντας πίσω της μια διακριτική μυρωδιά ανθόνερου.
Επέστρεψε σχεδόν αμέσως με μια πήλινη κούπα ξέχειλη από ένα αφρίζον, μαύρο ρόφημα. Το ακούμπησε απαλά στο τραπέζι. Η μπύρα ήταν τόσο παγωμένη που είχαν σχηματιστεί δάκρυα υγρασίας πάνω στο κεραμικό ποτήρι.
«Ορίστε Άρχοντά μου. Η δική μας μαύρη μπύρα. Η πιο δυνατή που θα βρείτε σε ολόκληρη τη Μιρβάαλ. Και η πιο παγωμένη επίσης. Φυλάμε τα βαρέλια μας σε κάδους με χιόνι στο κελάρι γι' αυτό το σκοπό»
Ο Ρεγκ ένευσε επιδοκιμαστικά. «Ευχαριστώ πολύ»
Του άφησε ένα πιατελάκι με εδέσματα. Δυο-τρεις φέτες χοιρομέρι, ένα κομμάτι πικάντικο τυρί, αιματολουκάνικα και ελιές
«Και αυτά από εμάς Άρχοντά μου» του έκλεισε το μάτι «Ξέρετε τι λέγανε οι παλιοί Μιρβααλιανοί Άρχοντά μου;» Την είχε πιάσει πολυλογία «Η μπύρα θέλει ή μεζέ ή παρέα. Αυτό λέγανε και συμφωνώ απόλυτα μαζί τους!» γέλασε πρόσχαρα
Ο Γκρεγκ της γύρισε με ένα πειρακτικό μειδίαμα «Δηλαδή εάν θέλω την παρέα σου θα μου τον πάρεις τον μεζέ;»
Η κοπέλα λύθηκε στα γέλια «Γούστο έχεις άρχοντά μου!» έκανε ασθμαίνοντας πριν ξεσπάσει και πάλι σε γέλια «πραγματικά όμως...»
***
Όταν ο Ρεγκ σκέφτηκε πως ίσως έπρεπε να αφήσει τη συντροφιά και τα γέλια της Νενίν για να βρει δωμάτιο σε κάποιο πανδοχείο ο ήλιος είχε κυλήσει προς την άκρη του Ουρανού και τα δυο φεγγάρια είχαν ήδη αρχίσει να αχνοφαίνονται πάνω στο μουντό μαβί του. Η νυχτερινή περίπολος είχε ήδη αρχίσει τη πρώτη της βόλτα και στα λυχνάρια στους φανοστάτες στα πλάγια των δρόμων άναβαν σιγά σιγά μικρές, λαμπερές, πύρινες γλώσσες που θέριευαν από το φωτιστικό έλαιο.
Τα τραπέζια γύρω του δεν είχαν αδειάσει στιγμή μα, μόλις η κοπέλα εξυπηρετούσε τους νέους της πελάτες επέστρεφε κάθε φορά σε εκείνον
«Νενίν... λοιπόν, ώρα να πηγαίνω κ γω σιγά σιγά» της είπε, και συμπλήρωσε χιουμοριστικά «τα καθώς πρέπει καταλύματα δε δέχονται ενοίκους μες στη μαύρη νύχτα. Πες μου σε παρακαλώ τι σου οφείλω για το ποτό»
«Σε παρακαλώ πολύ Άρχοντά μου τίποτα. Ίσα ίσα... αυτά που μου έδωσ-»
«Αυτά που σου έδωσα στα έδωσα γι' άλλο λόγο. Σε παρακαλώ, επιμένω. Δε θα με δυσαρεστήσεις έτσι δεν είναι;»
«Φυσικά Άρχοντα μου. Ευχαριστώ πολύ Άρχοντά μου. Ε ναι... δηλαδή εννοώ όχι, δε θέλω να σας δυσαρεστήσω άρχοντά μου. Όπως επιθυμείτε Άρχοντ-»
«Όπως και επιθυμούσα να μη με αποκαλείς ''Άρχοντα'' Νενίν;»
«Εντάξει» γέλασε αμήχανα «Πολύ καλά Εγράς...» τον φώναξε με το πραστό όνομα που της είχε δώσει της είχε δώσει «πέντε χάλκινα είναι η μπύρα σου..»
«Ωραία ωραία...» έβγαλε από τη φούχτα του από την τσέπη του «Μπορείς να μου φωτίσεις μισό λεπτό γιατί δε βλέπω τί είναι τί;» της έκανε απολογητικά. Εκείνη ένευσε και του πλησίασε ένα κερί σκύβοντας από πάνω του.
Είχε βγάλει περισσότερα απ' όσα θα ήθελε να δείξει ότι έχει. Αναθεμά σε Ρεγκ. Δε σκέφτεσαι καθόλου. Πάνω στην ανοιχτή παλάμη του έλαμπαν δυο-τρία χρυσά οκτάκτινα, μερικά ασημένια πετάκτινα, χάλκινα ελλειψοειδή και ένα μπρούτζινο δαχτυλίδι με οκταγωνικό σφαίρωμα στολισμένο με γρανάτες. Ο Ρεγκ ένιωσε μια κοφτή ανάσα της κοπέλας να χτυπάει στο μάγουλό του.
Διάλεξε ακόμη ένα ασημένιο νόμισμα και της το έδωσε βάζοντας τα υπόλοιπα στις τσέπες του. «Έλα! Για τη εξυπηρέτηση και της συντροφιά»
Η έκφρασή της συσπάστηκε στιγμιαία, μα αμέσως μετά το χαμόγελό της έλαμψε και πάλι από ευγνωμοσύνη «Ευχαριστώ πολύ!»
Παρά τα χαμόγελα ο Ρεγκ ένιωσε μια αδιόρατη ανησυχία. Σηκώθηκε να φύγει.
«Όχι... όχι... περίμενε! Θα σου ετοιμάσω κάτι για τον δρόμο» η κοπέλα τον έπιασε από το μπράτσο. Οι υποψίες του Ρεγκ έγιναν ακόμη πιο ισχυρές.
«Δεν πειράζει Νενίν. Μη σε βάζω σε κόπ-»
«Κανένας κόπος Εγράς!» του χάιδεψε τον ώμο μα αυτός τώρα ήθελε να απομακρυνθεί «...Κανένας κόπος. Ίσα που θα σου τυλίξω μερικά αιματολουκάνικα που σου άρεσαν τόσο πολύ. Εγώ τα φτιάχνω ξέρεις. Συνταγή της μητέρας μου. Χρησιμοποιεί ένα μίγμα μπαχαρικών που κανείς άλλος δε βάζει σε ολόκληρο το νησί»
Εντάξει Ρεγκ. Ψυχραιμία. Τί μπορεί να πάει στραβά μέχρι να σου τυλίξει δυο λουκάνικα; Σιγά τη διαφορά μέχρι να φύγεις. Εξάλλου, μόνη της είναι στο μαγαζί. Και την περνάς δυο κεφάλια. «Εε εντάξει. Άμα είναι τόσο μοναδικά...» της είπε διπλωματικά. Ήταν μονόδρομος η απόφαση αυτή. Αν έφευγε τρέχοντας αντί να μείνει, θα κινούσε πολλές υποψίες. Και δεν είχε λόγο να το κάνει.
«Ωραία ωραία. Περίμενέ με... έρχομαι αμέσως»
Για δυο λεπτά χάθηκε από τα μάτια του. Όταν επέστρεψε του κρατούσε έναν μπόγο με φαγητό.
Ορίστε Ρεγκ. Άδικα ανησύχησες. Τελείως άδικα.
«Ορίστε! Έτοιμος!» του έκανε πρόσχαρα. Προσφέρθηκε να τον ξεπροβοδίσει από τη μικρή αυλή με τις μουριές.
Ο Γκρεγκ κοντοστάθηκε στο κατώφλι της με τον μπόγο στο χέρι «Ευχαριστώ πολύ Νενίν! Και χάρηκα που σε γνώρισα»
«Και γω χάρηκα Εγράς» έκανε νευρικά η κοπέλα «...και συγνώμη...»
«Συγγν-» μα πριν προλάβει να τελειώσει την ερώτησή του ξεπρόβαλε μέσα από τις σκιές του δρόμου ένα απόσπασμα της Νυχτερινής Περιπόλου.
«Πιάστε τον!»
Πέταξε το δισάκι με τα φαγητά πάνω τους και άρχισε να τρέχει. Δε πρόλαβε να πάει μακριά. Ένα σιδερόφρακτος φρουρός έπεσε επάνω του κόβοντάς του την ανάσα.
«Ψάξτε τον!»
Αλυσιδωτά γάντια χώθηκαν στις τσέπες του και άρχισαν να τον ψάχνουν. Τα μεταλλικά νομίσματα άρχισαν να πέφτουν στον πλακόστρωτο δρόμο με ένα θλιβερό κουδούνισμα. Το παντελόνι του σκίστηκε με ένα δυνατό ΚΡΑΚ. Οι φρουροί συνέχισαν να τον ψάχνουν απτόητοι.
«Το βρήκα!» ακούστηκε μια φωνή μέσα από ένα κράνος
«Φέρ' το εδώ» φώναξε ένας άνδρας, λογικά, ο διοικητής του αποσπάσματος, μέσα από την πανοπλία του.
Το μικρό αντικείμενο έλαμψε στο φως των πυρσών των υπολοίπων. Μπρούτζος και γρανάτες. Ένα σκαλιστό δαχτυλίδι με οκταγωνικό σφαίρωμα.
«Ναι αυτό είναι! Το δαχτυλίδι του Πρίγκιπα της Ογδόης Νήσου...» ο διοικητής έδειξε τον Ρεγκ «Πετάξτε τον σε ένα μπουντρούμι. Η Μεγαλειότητά του θα τον δικάσει αύριο με το πρώτο φως της Αυγής!»
.................................................................................................................................................
Ειλικρινά λατρεύω τα κεφάλαια του Ρεγκ. Μπορώ να σκέφτομαι και να γράφω όπως εγώ (εννοώ πολύ κοντά με τον χαρακτήρα μου) οπότε μου κάθονται γάντι. Και επειδή εσείς πεθαίνετε να μάθετε τί θα γίνει στη συνέχεια αλλά και επειδή εγώ ξέχασα το φλασάκι με τα κεφ των άλλων χαρακτήρων στο πατρικό μου, τα επόμενα κεφαλαιάκια θα ειναι όλα του Ρεκ (μέχρι να πάω να τα πάρω αύριο) Ίντριγκα, δίκες, δράση κι άλλα πολλά στα επόμενα κεφάλαια.!
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top