XIX Ρέγκουλους

Το Ανάκτορο του Πρίγκιπα- Εμπόρου της Ογδόης Νήσου της Μιρβάαλ ήταν ένα μικρό κομψοτέχνημα. Χτισμένο στο κέντρο απέραντων κήπων με θυμωνιές αυστηρά περιποιημένες ώστε να σχηματίζονται γεωμετρικά μοτίβα και μικροί λαβύρινθοι, με σκαλιστούς φανοστάτες και μαρμάρινες κρήνες, έλαμπε πάνω στα νερά της μικρής τεχνητής λίμνης που υπήρχε γύρω του και αντικατόπτριζε πάνω στο νερό τα φώτα του εσωτερικού του.

Ο Ρεγκ διάβηκε με τη συνοδεία φρουρών την αψίδα της κεντρικής εισόδου. Ο διάδρομος που απλωνόταν μπροστά στα μάτια του ήταν στρωμένος με τα πολυτελέστατα χαλιά της Αυτοκρατορίας της Βελιθανής κοιλάδας και φωτίζονταν από χρυσά καντηλέρια φερμένα από την Ένωση των Ελεύθερων Πόλεων, που τα κρατούσαν ακίνητοι, φτιασιδωμένοι υπηρέτες και τους κρυστάλλινους πολυελαίους της θολωτής οροφής με τις νωπογραφίες από αρχαίους Θεούς και ήρωες, τον μυθικό ημίθεο Πρώτο Έμπορο των Εθνών, τον εθνάρχη της Μιρβάαλ, μια συμβολική αναπαράσταση των κυριότερων αστερισμών που έφερε στο μυαλό του Ρεγκ τους Ανώτατους του Συμβουλίου και του έδωσε θάρρος, κι άλλες, πολλές χρωματιστές παραστάσεις με τα σαγηνευτικά κόκκινα να λάμπουν δίπλα στα πλούσια μπλε, τα λαμπερά χρυσά και τα εκτυφλωτικά πράσινα.

Προχωρούσε ευθεία, με αποφασιστικό βήμα και μια περιφρόνηση στο βλέμμα. Μα με την περιφερειακή του όραση τους έβλεπε όλους να τον κοιτούν. Οι κυρίες με το βαρύ μακιγιάζ και τις άψογες κομμώσεις, με τα βαρύτιμα κοσμήματα, τα έντονα αρώματα και τις φουσκωτές τουαλέτες, και οι κύριοι, με τα πλουμιστά γιλέκα και σακάκια τους και τις πουδραρισμένες περούκες, και τα σκαλιστά μπαστούνια τους, όλοι τους, είχαν καρφωθεί στον αλυσοδεμένο, πανέμορφο μελλοθάνατο με τα σγουρά μαλλιά που θα τους ψυχαγωγούσε απόψε.

Λογικά, κάπως έτσι αισθάνονται τα σκυλιά των κυνομαχιών όταν τα περιφέρουν στολισμένα στο πλήθος πριν τα οδηγήσουν στον στίβο για να ξεσκιστούν σκέφθηκε ο Ρεγκ.

Οι φρουροί τον οδήγησαν σε μια πλατιά, κατηφορική μαρμάρινη σκάλα που οδηγούσε στη Μεγάλη Αίθουσα του Ανακτόρου. Το ψηλοτάβανο, κυκλικό δωμάτιο με τις υπέροχες κιονοστοιχίες στο χρώμα της κρέμας έμοιαζε με κάποιο εσωτερικό κήπο. Παντού δέσποζαν επίχρυσες γλάστρες με πλατύφυλλα εξωτικά φυτά και, από την εξίσου κυκλική, υπερυψωμένη εξέδρα του θρόνου του Πρίγκιπα ανέβρυζε ένα τεχνητό ποταμάκι που κύκλωνε την αίθουσα. Τώρα, είχε καλυφθεί από χιλιάδες μικρά, πλωτά, αναμμένα κεράκια που έλουζαν στο ζεστό τους φως τους παρευρισκόμενους ευγενείς.

Εδώ, παρατήρησε ο Ρεγκ, οι καλεσμένοι ήταν ακόμα πιο πλουμιστά ντυμένοι, στα σακάκια των ανδρών έλαμπε αληθινό χρυσάφι, πετράδια φυλακίζονταν ανάμεσα από τις πλεξούδες στους κότσους των γυναικών ενώ τα ντεκολτέ τους ήταν σκανδαλωδώς προκλητικά, ξεχείλιζαν από τους κορσέδες τους και ήταν βαθιά, σχεδόν μέχρι τον αφαλό τους. Του έβγαλαν διακριτικά τις χειροπέδες.

«Εγράς!» ήχησε ο βροντερή φωνή του Πρίγκιπα «Ήρθες τελικά!»

Ο Ρέγκουλους υποκλίθηκε μπροστά στον πετραδοστόλιστο μονάρχη και στη συνοδό του. Μια κοπέλα το πολύ δεκαεννέα κύκλων που παρά τα δεκάδες τόπια μεταξωτής μουσελίνας που είχαν σπαταληθεί για το φόρεμά της, είχε όλα τα γυναικεία της θέλγητρά σε κοινή θέα.

Πώς γίνεται να σπαταλήσει κανείς τόσο πολλά σε ρούχα, ώστε να βγει τελικά γυμνός αδυνατώ να καταλάβω. Ειρωνεύτηκε από μέσα του. Οι Υπερίωνες απεχθάνονταν αυτή την τόσο ωμή επίδειξη σάρκας και πλούτου. Ήταν κενή νοήματος. Φθηνή.

«Μάλιστα Μεγαλειότατε. Όπως διατάξατε άλλωστε»

Ο Πρίγκιπας έσκυψε κοντά του «Ας μη γελιόμαστε. Δεν είχες και πολλές επιλογές.» η ανάσα του τού χάϊδεψε το αυτί. Στη μύτη του Υπερίωνα έφτασε μια υπερβολική μυρωδιά πανάκριβου αρώματος.

«Έλα από εδώ!» του φώναξε «Ώρα να σε γνωρίσει το κοινό σου. Και ώρα να γνωρίσεις κι εσύ τον νικητή της σημερινής μονομαχίας»

Ο Ρεγκ τον ακολούθησε αμίλητος. Μα όταν ο Πρίγκιπας του γύρισε την πλάτη μειδίασε σκληρά από το πείσμα. Αυτό θα το δούμε.

Με ένα δάχτυλο γεμάτο δαχτυλίδια ο Πρίγκιπας του έκανε νόημα ν' ανεβεί σε ένα χαμηλό πέτρινο βάθρο. «Αν φροντίσεις να δώσεις καλή παράσταση θα στο κάνω πιο εύκολο» του ψιθύρισε για μια ακόμη φορά. Διάλεξε ένα δαχτυλίδι από το χέρι του. «Εδώ μέσα έχω μια μικρή ποσότητα ενός ισχυρότατου αναισθητικού. Οι θεραπευτές λένε πως όποιος το πάρει, μπορεί να ξεριζώσει μόνος του την καρδιά του και να μη νιώσει ούτε ίχνος πόνου. Χάρισέ μου αρκετά στοιχήματα και θα σου χαρίσω έναν ανώδυνο θάνατο» του έβγαλε το γιλέκο και του τράβηξε το πουκάμισο σχεδόν σχίζοντάς το.

«Παρακαλώ κυρίες και κύριοι» είπε υψώνοντας τη φωνή «Ένας από τους αποψινούς μας πρωταγωνιστές. Ο μονομάχος Εγράς!»

Πλήθος άρχισε να συρρέει γύρω του. Ο Ρεγκ ένιωσε τα ψιθυριστά σχόλια και κουτσομπολιά άρχισαν να τον τυλίγουν. Δάχτυλα γράπωναν απροκάλυπτα τους μύς του στήθους και των χεριών του. Ο Γκρεγκ ένιωσε αηδία για το πλήθος που τον κοιτούσε πειναλέα, που τον άγγιζε, τον έγδυνε, τον ζύγιζε με το βλέμμα όπως ζυγίζουν να ζώα πριν τα στείλουν στο σφαγείο.

«Όμορφος είναι ε Μεγαλειότατε; Θεός! Πού τον ανακαλύψατε ω Δαίμονα;» κακάρισε μια εύσωμη γυναίκα μεγαλύτερης ηλικίας ντυμένη σα να ήταν στην πρώτη νιότη της.

«Ω γοητευτική μου αρχόντισσα. Μη μείνετε μόνο στην εξωτερική του εμφάνιση. Είδατε που τον έφεραν αλυσοδεμένο;»

«Μα ναι!» η γυναίκα ακούμπησε το στομάχι του Ρεγκ χαζογελώντας ηλίθια

«Ο Εγράς από εδώ είναι από τους πιο διαβόητους μπράβους του Νέδρος. Τους πιο βίαιους. Οι αλυσίδες τον κρατάνε από το να επιτεθεί στους υπηρέτες και στους φρουρούς μου» ξεφούρνισε το ψέμα ο Πρίγκιπας. Φώναζε, ώστε να ακουστεί στο πλήθος.

«Για αυτό σας λέω... Όποιος στοιχηματίσει υπέρ του δε θα χάσει»

Η άλλη γέλασε «Μεγαλειότατε, μάλλον δείχνω πολύ μικρότερη απ' όσο είμαι...» είπε φιλάρεσκα σιάζοντας τα ξύγκια της που ξεχείλιζαν από τα φρουφρού της τουαλέτας της «Μα δε γεννήθηκα χθες... Μπορεί να σε πλήρωνα γι αυτόν αν μου τον δάνειζες για το κρεβάτι μου. Αλλά σαν μονομάχος; Ποιος θα μπορούσε να σταθεί ενάντια στον Ουνμπάμπα;»

Ακούστηκαν μερικά επιδοκιμαστικά μουρμουρητά

«Μην είσαι και τόσο σίγουρη κοντέσσα μου» επενέβη μέσα από τα μετάξια του ένας Λόρδος «Εγώ πιστεύω ότι πάντα πρέπει να δίνεται μια ευκαιρία και στο νέο αίμα...»

«Ειδικά αν είναι τόσο βαρβάτο όσο αυτό...» συμπλήρωσε χαχανίζοντας μια ακόμη αρχόντισσα κάνοντας επιδεικτικά αέρα με την πετραδοστόλιστη βεντάλια της

Το σχόλιό της έτσουξε βαθιά την αξιοπρέπεια του Ρεγκ. Μονομάχους ήρθαν να δουν αυτοί ή πόρνες; Παρ' όλα αυτά αποφάσισε να παίξει το παιχνίδι τους. Ο Πρίγκιπας θα στοιχημάτιζε σίγουρα στον Φετάρ'χι μονομάχο του, οπότε, όσο μεγαλύτερη χασούρα θα είχε από τα στοιχήματα όταν αυτός στεφόταν νικητής, τόσο πιο πολύ θα τον χρειαζόταν μετά για να την ισοφαρίσει. Έσφιξε τα δόντια και με μια κοφτή ανάσα έσφιξε τους μύες του. Το στήθος του σηκώθηκε όρθιο μπροστά, κράτησε τα χέρια του προτεταμένα, τα μπράτσα του σφιχτά σαν πέτρα. Η ανταπόκριση στις κινήσεις του ήταν άμεση. Περισσότερες βεντάλιες άνοιξαν και άρχισαν να κάνουν αέρα, περισσότερες νεαρές κοκκίνησαν με το βλέμμα καρφωμένο στη σωματική διάπλαση του Υπερίωνα, περισσότεροι άνδρες τον έκοψαν με το βλέμμα και άρχισαν να υπολογίζουν τις δυνάμεις του.

«Εγώ πάντως βάζω εκατό χρυσά οκτάκτινα υπέρ αυτού. Σημειώστε το οι γραφείς» φώναξε η προηγούμενη γυναίκα με τα δάχτυλά της να χαϊδεύουν μηχανικά το εξαίσιο περιδέραιο στο λαιμό της

«Τα στοιχήματα και οι μονομαχίες είναι ζητήματα των αντρών...» Έκρωξε ένας άρχοντας κάτω από το παχύ, γυριστό πάλλευκο μουστάκι του «...Οι γυναίκες κρίνετε μόνο με τα μάτια. Οι άνδρες κρίνουμε και με τη λογική. Τούτος εδώ ο μορφονιός δε πιάνει μία μπροστά στ-»

«Παρ' όλα αυτά έχω κάθε δικαίωμα» τον κοίταξε αφ' υψηλού η άλλη «Και δε θυμάμαι να σας προσέβαλα όταν μίλησα εγώ» συμπλήρωσε ξερά «Θα περίμενε κανείς ένας Δούκας να ξέρει πως να μιλά κόσμια σε μια ευγενή, και δη ανώτερή του»

Τα σφυρίγματα, οι αψιμαχίες, τα στοιχήματα και οι φωνές γύρω από τον Ρεγκ άρχισαν να αυξάνονται. Αυτός προσπάθησε να μη δίνει σημασία ούτε στις προσβολές, ούτε στα σκωπτικά σχόλια, ούτε στα επίμονα αγγίγματα. Κοιτούσε ευθεία εμπρός και είχε απομονωθεί στις σκέψεις του. Όταν μια βαθιά, αγριωπή φωνή τον έκανε να γυρίσει

«Ας τελειώνουμε με αυτό το πανηγυράκι!» ένας πανύψηλος, θηριώδης άνδρας με δέρμα στο χρώμα του καρπού της ελιάς περπατούσε με μεγάλες δρασκελιές προς το μέρος τους. Ο Ουνμπάμπα. «Έχετε μπροστά σας ένα λιοντάρι και ένα κουνούπι» έφτυσε μέσα από τα λευκά του δόντια «...Και σεις ακόμα αναρωτιέστε για τα στοιχήματα;» γέλασε βαθιά, με χοντρές φλέβες να ξεπροβάλλουν απειλητικά πάνω στο μέτωπο και τον τράχηλό του.

«Ακόμα κι ένα κουνούπι μπορεί να νικήσει ένα λιοντάρι. Αρκεί να του χωθεί στο αυτί» έκανε γεμάτος περιφρόνηση ο Ρέγκουλους. Επιτέλους, βρισκόταν για πρώτη φορά πρόσωπο με πρόσωπο με τον αντίπαλό του. Ώρα να ξεκαθαρίσουν κάποια πράγματα. Κοίταξε τον άγριο σκληρά στα μάτια. Η ατμόσφαιρα γύρω τους ήταν ηλεκτρισμένη. Ούτε μισή κουβέντα, ούτε ο ήχος μιας ανάσας δεν ακούγονταν. Κατέβηκε από το βάθρο. Το κεφάλι του έφθανε μέχρι στον λαιμό του Φετάρ'χι μονομάχου. Δε δίστασε παρ' όλα αυτά. Του έτεινε το χέρι.

Ο άλλος τον άρπαξε σφιχτά από τον πήχη και τον τράβηξε προς το μέρος του. Ήταν απίστευτα χειροδύναμος. «Εξυπνάδες. Δε συνηθίζω να χάνω.» του γαύγισε μες στο πρόσωπο

«Εγώ δε χάνω. Αυτό. Δε το βλέπω σα συνήθεια» του γύρισε ο άλλος

Ένα σιγανό μουρμουρητό απλώθηκε παντού. Ο ξένος απαντούσε στα ίσα. Ο μαύρος κάγχασε και τον πέταξε πίσω. Ο Ρεγκ γέλασε ειρωνικά. «Θα τα πούμε σε λίγο. Θα δούμε ποιος χάνει ή όχι...». Ο Υπερίωνας γύρισε να φύγει. Απομακρύνθηκε στιβαρά, αργά. Δεν ήταν φοβιτσιάρης. Ούτε δειλός.

«Έτσι κουτάβι. Τρέξε. Φύγε τώρα που μπορείς. Ρώτα την αρκούδα που έσκισα την προηγούμενη εβδομάδα αν έχασα» βρυχήθηκε ο Ουνμπάμπα πίσω του

Ο Γκρεγκ γύρισε επί τόπου και άρπαξε ένα ποτήρι χρυσαφένιου κρασιού με φυσαλίδες από ένα κοντινό υπηρέτη. Το ύψωσε προς το μέρος του μαύρου. Το ήπιε με τη μία. Και το πέταξε στο πάτωμα χαμογελώντας ειρωνικά. Γύρισε και πάλι, και βγήκε από την αίθουσα.

***

Σε λίγο ήρθε και τον βρήκε απεσταλμένος του Πρίγκιπα «Ακολουθήστε με στην αρένα παρακαλώ. Διαταγές του Μεγαλειότατου»

Ο Γκρεγκ ένευσε καταφατικά. Τον έβγαλε στους κήπους. Στο φως του ήλιου που έδυε το περιβάλλον είχε μια άλλη γοητεία. Περπάτησαν αμίλητοι μέχρι την αρένα του ανακτόρου. Ένα ακόμη αίθριο κυκλικού σχήματος με μια κονίστρα από πατημένο χώμα και καθίσματα για τους ευγενείς αμφιθεατρικά τοποθετημένα γύρω της. Οι κολόνες του κτίσματος, πάνω στις οποίες συγκρατούνταν και τα μεταξωτά σκίαστρά του είχαν τη μορφή γεροδεμένων πολεμιστών. Ο δούλος τον οδήγησε στα υπόγεια του κτηρίου. Στενόμακρες αίθουσες όπου υπήρχε χώρος για την προετοιμασία των μονομάχων και τα κλουβιά των θηρίων. Εκεί το περίμενε ο Μεγαλειότατος.

«Τα στοιχήματα ξεπέρασαν κάθε προσδοκία!» στα μάτια του έκαιγε η απληστία. Έβγαλε το δαχτυλίδι από τον αντίχειρά του «Άρα αυτό το κέρδισες με την αξία σου» του είπε. Μα πριν του το δώσει, έστριψε το σφαίρωμα του κοσμήματος και έχυσε το αναισθητικό στο πάτωμα. Ο Γκρεγκ τον κοιτούσε εμβρόντητος.

«Τους αρέσει να ουρλιάζουν όταν πεθαίνουν» του έκανε με σκληρότητα ο Πρίγκιπας. Του πέρασε το κόσμημα στο δάχτυλο «Ειλικρινά συγγνώμη» πρόσθεσε προσποιούμενος τον συντετριμμένο. Του γύρισε την πλάτη και έφυγε καγχάζοντας.

Ο Υπερίωνας δεν είπε τίποτα. Έσφιξε τα δόντια όπως έσφιγγε τα λουριά του δερμάτινου θώρακά του στο στήθος του. Θα τα πούμε στο τέλος της βραδιάς Μεγαλειότατε. Και θα δούμε ποιος θα ζητήσει συγγνώμη τότε. Παράτησε την περικεφαλαία που του είχαν παραχωρήσει σε ένα πάγκο. Δε θα τη χρησιμοποιούσε. Ήθελε να έχει ευρύ οπτικό πεδίο στη σημερινή μονομαχία. Άρπαξε το ξίφος του και βεβαιώθηκε πως ήταν καλά ακονισμένο. Πάλι Καλά. Βγήκε τρέχοντας στον στίβο. Ο Ουνμπάμπα ήταν ήδη εκεί.


......................................................................................................................................................

Πάμε λοιπόν! Εν τω μεταξύ... Ποια περιοχή του Κόσμου (η Γη) σας αρέσει πιο πολύ; Το Νέδρος; Το Ισχάτεμ; Η Κοιλάδα της Βέλιθα; Ή τα Νησιά της Μιρβάαλ;

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top