XI Φαχίζ Σελάμ
Ο Φαχίζ έγειρε για μια ακόμη φορά πάνω στην επικλινή επιφάνεια γραφής του, ένα ακριβό έπιπλο από έβενο και διακοσμητικές ανάγλυφες επάργυρες μέλισσες, το σύμβολο της Δυναστείας και της Θεάς.
Περιεργάστηκε για μια στιγμή το οστό αρνίσιας ωμοπλάτης που κρατούσε στο φως του πλησιέστερου κεριού, και σημείωσε τα τελευταία σύμβολα που έφερε στη λεπτή περγαμηνή μπροστά του. Ήταν ένα από τα τελευταία κομμάτια που είχε βρει σε έδαφος της Αυτοκρατορίας.Τύλιξε το σχέδιο και τοποθέτησε το οστό σε ένα ένα εγχάρακτο κουτί από μαύρο μέταλλο μετεωρίτη. Η Ενάτα του Νέδρος τον είχε ενημερώσει για τις προφυλάξεις που έπρεπε να πάρει όσο συγκέντρωνε τα αρχαία κειμήλια.
Τράβηξε πίσω το κάθισμά του και ανασήκωσε το χαλαρό μαρμάρινο πλακάκι από κάτω του. Η καταπακτή ήταν επίσης επενδεδυμένη με φύλλα μετεωρόλιθου. Τοποθέτησε τα αντικείμενα στο άνοιγμα και ταίριαξε την πλάκα ξανά στη θέση της. Σηκώθηκε τρίβοντας τη μέση του. Όλα πήγαιναν σύμφωνα με το σχέδιο. Τώρα, απλά περιμένουμε για το επόμενο βήμα.
Πλησίασε το παράθυρο και μύρισε τον αλμυρό αέρα που έρχονταν από τη θάλασσα, πέρα από τους κρεμαστούς κήπους του ανακτόρου. Η βραδιά ήταν ζεστή και υγρή και το πολυτελές καφτάνι του ήταν ήδη νωτισμένο από φρέσκο ιδρώτα. Πέρασε την παλάμη του μέσα από τα νωπά κατσαρά μαλλιά του και πήρε μια βαθιά ανάσα.
Μα ο αέρας φιδογύρισε παγωμένος στον λαιμό του και τα κεριά του δωματίου έσβησαν με μια παγωμένη ριπή. Του φάνηκε πως είδε μια μαύρη σκιά να στέκεται πίσω από το γραφείο του και πισωπάτησε τρομαγμένος. Καταραμένος δαίμονας. Δε θα Τον συνηθίσω ποτέ.
Το κρύο υποχώρησε τόσο ξαφνικά όσο εμφανίστηκε. Όμως όταν με τρεμάμενα δάκτυλα ξανάναψε τα κεριά και το λυχνάρι του, μια έκπληξη τον περίμενε. Πάνω στα δικά του γραφικά είχε εμφανιστεί ένα σφικτοτυλιγμένο μήνυμα σφραγισμένο με το οικόσημο του Νέδρος.
《Βρήκαμε τα τελευταία κομμάτια》 του έγραφαν 《...η απόκτησή τους είναι θέμα χρόνου. Έχεις τα υπόλοιπα. Ξέρεις τι πρέπει να γίνει...》
Πλησίασε την επιστολή στη φλόγα ενός κεριού και αυτή άρπαξε αμέσως. Τέλεια. Η αψιμαχία του διαδόχου με τον Σουλτάνου δεν θα μπορούσε να γίνει σε πιο κατάλληλη στιγμή. Έβαζε εδώ και μέρες λόγια στον μικρό αλλά, ο συγχρονισμός της εκτόνωσης της έντασης με τα σχέδιά τους ήταν πραγματικά τέλειος. Ίσως πράγματι η Θεά να είναι με το μέρος μας. Η Ενάτα θα έπρεπε να ήταν περήφανη.
Άρα προχωράμε.
Χτύπησε μια φορά παλαμάκια και ο ευνούχος που είχε στην υπηρεσία του εμφανίστηκε αμέσως.
"Ζήτα ιδιαίτερη ακρόαση από τον αδελφό μου πάραυτα..."
***
"Ο πολυχρονεμένος μας σουλτάνος θα σας δεχθεί τώρα, μεγαλειότατε Βεζίρη"
Ο Φαχίζ έσυρε τα πόδια του πάνω στα παχιά χαλιά των διαμερισμάτων του. Σα να πατούσε σε ένα δάσος από μυριάδες μυριάδων πολύχρωμους κόμπους μεταξωτής κλωστής. Έλεγξε τις εσωτερικές, κρυφές τσέπες του καφτανιού του και διαβεβαιώθηκε πως όλα όσα θα χρειάζονταν ήταν στη θεση τους. Τέλεια. Πάμε λοιπόν.
Βγήκε στον διάδρομο έξω από τα ιδιαίτερά του. Η Σμαραγδένια Διαδρομή. Η πορεία που από τα διαμερίσματα του Βεζίρη οδηγούσε σε εκείνα του Σουλτάνου. Ελάχιστα άτομα είχαν το δικαίωμα -και την ευκαιρία- να τη βαδίσουν ανενόχλητοι αν δεν ήθελαν να χάσουν τα κεφάλια τους. Η μεγαλοπρέπεια όμως αυτού του διαδρόμου, των λίγων εκατοντάδων μέτρων μέσα στο Αυτοκρατορικό Ανάκτορο της Δυναστείας ήταν μυθική. Μαρμάρινες αψίδες με ένθετα σμαράγδια, ψηφιδωτά που λαμποκοπούσαν στο πάτωμα καθώς και στην παραμικρή κόγχη, εντοιχισμένα συντριβάνια που με τον κελαρυστό τους ήχο ματαίωναν τις προσπάθειες και του πιο επιδέξιου ωτακούστη, μικρές εσωτερικές αυλές με καλλωπιστικά φυτά και τα πιο εξωτικά ωδικά πτηνά της Αυτοκρατορίας φαινόντουσαν πίσω από ολόχρυσα κιγκλιδώματα. Και σε όλο της το μήκος, η Διαδρομή φωτίζονταν με το φως χιλίων ολόχρυσων πολυελαίων.
Ο Φαχίζ έφτασε έξω από τα Διαμερίσματα του αδελφού του. Έξω από την σκαλιστή και επενδυμένη με ημιπολύτιμους λίθους δίφυλλη πόρτα τους στεκόντουσαν, όμοιοι με αγάλματα, δύο πελώριοι, γεροδεμένοι ευνούχοι που υποδέχονταν τους ταπεινούς δούλους του πολυχρονεμένου Σουλτάνου της Κραταιάς Αυτοκρατορίας της Βελιθά με γυμνά τα γιαταγάνια τους και με μια προειδοποίηση, σχεδόν απειλή, στο βλοσυρό τους βλέμμα. Φαχίζ τους πλησίασε και εκείνοι υποκλίθηκαν βαθιά μπροστά στον Μεγάλο Βεζίρη, με το φως των πολυελαίων να γυαλίζει σε κεχριμπαρένιες ανταύγειες πάνω στο σκούρο δέρμα των στιβαρών τους ώμων.
Ο Βεζίρης έβγαλε ένα αρωματισμένο μαντήλι από το ακριβότερο μετάξι και σφούγγισε τον ιδρώτα από το μέτωπο και τον αυχένα του. Οι δύο εκπαιδευμένες τίγρεις που φυλούσσαν και αυτές έξω από την πόρτα του Αδελφού του ακολούθησαν τις κινήσεις του με το κεχριμπαρένιο του βλέμμα μένοντας κατά τ' άλλα ακίνητες, με τα πλευρά τους να τρέμουν από τις κοφτές ανάσες που έπαιρναν. Ο Φαχίζ έτεινε το χέρι του προς την πόρτα απευθυνόμενος στον ένα φρουρό.
"Παρακαλώ."
Απόψε θα αλλάξουν όλα, σκέφτηκε μειδιώντας.
Ο σκουρόχρωμος ευνούχος χτύπησε διακριτικά την πόρτα
"Ας περάσει!" Η βροντερή φωνή του Σουλτάνου ακούστηκε από μέσα
Ο Φαχίζ προχώρησε φορώντας την πιο μειλίχια έκφραση που μπορούσε να πάρει και υποκλίθηκε τόσο βαθιά που ένιωσε τη μέση του να διαμαρτύρεται. Προχώρησε έτσι μέχρι τον αδελφό του όπου και έσκυψε, και φίλησε τη διαμαντοστόλιστη μπορντούρα του καφτανιού του, λίγους μόνο πόντους πάνω από τα χρυσοκέντητα πασούμια του.
"Σουλτάνε μου! Ω Κεφαλή της Κραταιάς μας Αυτορατορίας και το πιο ευωδιαστό ρόδ-"
"Έλα έλα τώρα Φαχίζ! Άσε τις τυπικότητες κατά μέρος πολυαγαπημένε μου αδερφέ" Ο Σουλτάνος τον σήκωσε όρθιο. Γελούσε πίσω από το παχύ του μουστάκι και την πλούσια γενειάδα του που γυάλιζε και ευωδίαζε από το αρωματικό έλαιο με το οποίο την είχε αλείψει "από όταν είμαστε μικροί και ανόητοι ηγεμόνες αδελφέ μου, από τότε που δεν ξέραμε ακόμη ποιον από τους δυό μας θα επιλέξει ο πατέρας μας για να ανέβει στον θρόνο, από τότε που όλοι μας προσκυνούσαν με τιμέες αντάξιες για τη Θεά -που Άγιο είναι το όνομά της, ακόμη και τότε που εγώ έγινα ο Σουλτάνος και συ ο Μεγας Βεζίρης μου, πάντα, μεταξύ μας είμαστε εσύ και γω, ο Φαχίζ και ο Τζαχέμ... Έτσι δεν είναι πολυαγαπημενε μου αδελφέ;"
"Μα ακριβώς αδελφέ μου, ψυχή από την ψυχή μου και αίμα από το αίμα μου" Ναι. Έτσι ακριβώς. Ο γερο- ξεκούτης προτίμησε εσένα για Σουλτάνο, κι ας ήμουν εγώ ο πρωτότοκος. Που να ήξερε όμως πως η ζωή έχει γυρίσματα. Τί κέρδισε με την απόφασή του; Ίσα ίσα μια αδελφοκτονία που θα μπορούσαμε να είχαμε αποφύγει. Αρκεί. Να. Ήμουν. Εγώ. Στον Θρόνο... Κρίμα... Μα έτσι επρεπε να γίνει.
"Ε! Φαχίζ... με ακούς;" η βροντερή φωνή του Σουλτάνου και ένα απαλό σκούντηγμα στο μπράτσο του τον επανέφερε στην πραγματικότητα.
"Ορίστε αδελφέ μου. Συγχώρεσέ με μα καμιά φορά οι σκέψεις μου είναι τόσο δυνατές που επισκιάζουν ακόμη και τη φωνή των συνομιλητών μου"
"Ω μα αδελφέ μου, με τέτοιο μυαλό πολυμήχανο όπως το δικό σου αυτό είναι λογικό..." ο Σουλτάνος γέλασε βροντερά με το ίδιο του το αστείο. Ο Φαχίζ απλά προσπάθησε να γελάσει. "Έλα να καθίσουμε, σου είπα... Κρασί;"
Ο άλλος ένευσε καταφατικά και πέρασε στο αίθριο του Σουλτάνου, μια περίστηλη εσωτερική αυλή με ένα καλαίσθητο κυνηγετικό περίπτερο στη μέση της, περιτριγυρισμένο από δενδρύλλια μύρου, ακακίες και θάμνους αλόης. Αυτή την ώρα, φτερούγιζαν από πάνω τους πάμπολλα πολύχρωμα, παραδείσια πτηνά, πετώντας σε σμήνη προς τις φωλιές τους για να περάσουν τη νύχτα.
Ένας υπηρέτης προπορεύτηκε, φωτίζοντας το δρόμο με ενα πυρσό. Άναψε τα φωτιστικά λυχνάρια που κρέμονταν σε κάθε κόγχη του περιπτέρου και σέρβιρε δυνατό και αρωματισμένο με μπαχαρικά, βαθυπόρφυρο κρασί σε δύο σφυρήλατες κούπες.
"Μπορείς να αποσυρθείς" έκανε αδιάφορα ο Σουλτάνος. Ο δούλος απομακρύθηκε διπλωμενος στα δύο σε ένδειξη σεβασμού.
Οι δύο άνδρες, η Κεφαλή της Αυτοκρατορίας και το Δεξί της Χέρι κάθισαν στους μαλακούς σοφράδες με τα πουπουλένια μαξιλάρια και τα ολοκέντυτα καλύμματα που τους περίμεναν στο θολωτό κιόσκι. Ο Φαχίζ κατένασε μια γουλιά κρασί και πλατάγιασε τα χείλη του
"Γλυκό σα το Μέλι της Θεάς ε; Από τις Νότιες Επαρχείες μας.. Η καλύτερη σοδειά. Προσωπικό δώρο από τον Σατράπη του Νότου"
"Είναι πράγματι θεσπέσιο. Υπέροχο." Ο Φαχίζ σώπασε. Έπρεπε να ανεχτεί την κουβέντα μέχρι το σήμα. Άνοιξε το στόμα του για να μιλήσει αλλά ο Σουλτάνος τον πρόλαβε πρώτος. Ακόμη και σε αυτό.
"Λοιπόν Φαχίζ; Πού βρίσκεται ο πολυαγαπημένος μου ανηψιός, ο γενναίος Ζαλίι; Πρέπει να είσαι περήφανος για τον μοναχογιό σου Φαχίζ. Είναι πιστός. Πιο πιστός και από γέρικο σκύλο. Και ορμητικός στη μάχη. Πιο ορμητικός και από λεοντάρι. Και από τότε που τον έκανα Ζαρκάαν μου οι παλαίμαχοι στρατηγοί έχουν αν το λένε. Αρκετοί έχουν προαχθεί στο σώμα των επίλεκτων πολεμιστών αλλά ο Ζαλίι τους ξεπερνά όλους..."
"Σαν πατέρας του, σε ευχαριστώ εκ μέρους του για τα καλά σας λόγια Μεγαλειότατε. Είναι πράγματι μεγάλη τιμή για εμάς. Αυτή την περίοδο διευθετεί κάποια θέματα που προέκυψαν στην Ανατολική Ερημιά της Κόκκινης Ερήμου. Μια μικρή ομάδα γραφικών στασιαστών, τίποτε αξιόλογο. Γι αυτό και δεν είχατε μεγαλύτερη ενημέρωση και από μένα επί του θέματος. Και όντως, ο Ζαλίι είναι μεγάλο καμάρι για τη Δυναστεία" έκανε μια παύση. Στο ψητό τώρα. "Το ίδιο και ο δικός σου υιός αδελφέ μου. Παρά τη σημερινή σας διαφωνία. Ναι, σύμφωνοι. Ο μικρός φέρθηκε με ασέβεια. Αλλά, πρέπει να τον δείτε Μεγαλειότατε πως καταστρώνει τακτικές για τα στρατεύματά μας. Έχει έξοχο στρατηγικό μυαλό" Τί κρίμα που θα πάει χαμένο.
Ο Σουλτάνος ήρθε σε δύσκολη θέση για μια στιγμή. Κροτάλισε τα δαχτυλίδια του πάνω στα ξυλόγλυπτα μπράτσα του σοφρά και ξεφύσηξε. "Ναι. Το γνωρίζω αυτό." Σώπασε. Ξεφύσηξε για μια ακόμη φορά. Χειρονόμησε πλατιά προς τον Φαχίζ
"Μου έστειλε αυτό, ξέρεις" τράβηξε το κασελάκι από το χαμηλό έπιπλο πίσω του και του έτεινε το κόσμημα "Ως δώρο μεταμέλειας. Μαζί με αυτή την επιστολή"
Τα μάτια του Φαχίζ άνοιξαν διάπλατα. Όλα. Μα όλα πήγαιναν περίφημα. "Είναι πραγματικά ένα κομψοτέχνημα... ένα θαύμα Μεγαλειότατε. Υπέροχο"
"Ναι. Ναι. Είναι όντως εξαίσιο... Μα με προβληματίζει η στάση του μικρού. Δε λέω πως οργανώνει συνωμοσίες για να με εκθρονίσει ή κάτι τέτοιο. Είναι πολύ τίμιος για να σκεφθεί κάτι τέτοιο..."
Ή πολύ αφελής συμπλήρωσε από μέσα του ο Φαχίζ
"...Μα δε καταλαβαίνει ότι ορισμένες ισορροπίες είναι πολύ λεπτές. Δε ξέρω όντως τι να κάνω αδερφέ μου. Εσύ τί θα έκανες στη θέση μου... Τί λες;"
Μεμιάς ο αέρας πάγωσε και η φλόγες στα λυχνάρια τρεμούλιασαν. Μία μία άρχισαν να σβήνουν με ένα σιγανό παφλασμό. Λεπτές γλώσσες καπνού ανέβηκαν στριφογυρνώντας στον νυχτερινό ουρανό. Ο ίσκιος, ο Λεσάθ ήταν εδώ. Ένας ένας οι φρουροί του Σουλτάνου άρχισαν να πέφτουν λιπόθυμοι στο έδαφος όπως τα φύλλα το φθινόπωρο.
Ο Φαχίζ σηκώθηκε όρθιος με τα μαργαριτάρια που ήταν κεντυμένα στις μανσέτες του καφτανιού του να κροταλίζουν. "Εγώ λέω Μεγαλειότατε..." ξεστόμισε φτύνοντας την τελευταία λέξη "...πως ήρθε επιτέλους η ώρα που ο καθένας θα πάρει αυτό που του αξίζει πραγματικά" γέλασε καγχάζοντας
"Φαχίζ;" ο Σουλτάνος δε μπορούσε να κατανοήσει αυτά που συνέβαιναν "Μα το όνομα της Θεάς τί κάν-"
Ο ίσκιος ξεπρόβαλε πίσω από τον Βεζίρη. Έτεινε το χέρι του προς τον Σουλτάνο και εκείνος ένιωσε το λάρυγγά του φράζει, σα να τον κρατούσε μια σιδερένια μέγγενη. Οι φωνητικές του χορδές είχαν κοκκαλώσει.
"Τί κάνω; Τί κάνουμε; Πολυαγαπημένε μου αδελφέ, αλήθεια τώρα; " γέλασε προσποιητά "Εγώ περίμενα πως θα φώναζες τους φρουρούς σου. Όχι βέβαια πως θα σε βοηθούσε ιδιαίτερα αυτό... Ο φίλος μου από εδώ έχει τους τρόπους του"
Ο Φαχίζ έβγαλε τα πράγματα που φιλούσε μέσα στο ολοκέντυτο μανδύα του. Ένα φιαλίδιο και μια περόνη από ασήμι. Λεπτή σαν τρίχα και αιχμηρή όπως τα σαγόνια του φιδιού.
Ο Σουλτάνος αν και ανίκανος αν μιλήσει άρχισε να χτυπιέται επί τόπου, πάνω στο κάθισμα του σοφρά.
"Ίσκιε... γιατί δε βοηθάς τον αδερφό μου να χαλαρώσει;"
Ο Λεσάθ χτύπησε τα δάχτυλά του και ολόκληρο το κορμί του Τζαχέμ έμεινε άκαμπτο. Έβγαλε από το πέτο του ένα ζευγάρι γάντια από δέρμα φιδιού. Φορώντας τα γύρισε προς τον αδελφό του
"Ειλικρινά λυπάμαι Τζαχέμ γι αυτό που είμαι αναγκασμένος να κάνω... αλλά, εδώ κι χρόνια απολαμβάνεις κάτι που μου ανήκει δικαιωματικά. Το Θρόνο της Αυτοκρατορίας." η φωνή του είχε μια νότα απάθειας. Ήταν κενή συναισθήματος.
Έβγαλε το πώμα από το φιαλίδιο
"Μα καταλαβαίνεις πως δε μου αρκεί να βγεις εσύ από τη μέση. Δε θα κάνω εγώ τη βρώμικη δουλειά για να επωφεληθεί το μούλικό σου" Σήκωσε με το άλλο χέρι το χρυσό σκουλαρίκι με τη μορφή της μέλισσας, το δώρο του πρίγκιπα. "Για αυτό και έπρεπε να βρω έναν τρόπο να τον ξεφορτωθώ. Πραγματικά, δε μπορείς να φανταστείς πόσο εύκολα χειραγωγίσιμος είναι ο μοναχογιός σου. Αφελής, σαν το πατέρα του..."
Έγειρε προσεκτικά το φυαλίδιο και άρχισε να στάζει το περιεχόμενό του σταγόνα σταγόνα πάνω στο κόσμημα.
"... Ο τσακωμός σας δική μου ιδέα. Το δώρο αυτό, το ίδιο..." ακολούθησε το έντρομο βλέμμα του αδελφού του. Ο Σουλτάνος είχε καρφώσει τα μάτια του πάνω στο μπουκαλάκι που κρατούσε ο Φαχίζ
Αυτός τον κοίταξε κοροϊδευτικά "Α αυτό; Δηλητήριο. Στέμμα του Σφετεριστή το λένε. Ταιριαστό όνομα, δε νομίζεις; Ω ναι..."
Του έκλεισε το μάτι και άφησε το σκουλαρίκι που έσταζε από το δηλητήριο και πάλι μέσα στο κασελάκι του.
"Ακριβό βέβαια. Και δυσεύρετο. Αλλά το αξίζει. Σε αυτή τη συγκέντρωση, δρα ταχύτατα. Το μόνο του μειονέκτημα είναι πως είναι εύκολα ανιχνεύσιμο. Ένας έμπειρος θεραπευτής θα καταλάβει αμέσως πως ο Σουλτάνος του δεν πέθανε από την καρδιά του αλλά κάποιος τον δηλητηρίασε"
Ο Φαχίζ πλησίασε τώρα τον αδελφό του και στάθηκε από πάνω του. Βούτηξε τη μύτη της καρφίτσας στο υπόλοιπο δηλητήριο. Η τοξίνη στάθηκε σα χοντρή σταγόνα πάνω στο μέταλλο
"Καημένος Εργχάαζ. Ο κοσμηματοποιός θα καταθέσει ότι προμηθεύτηκε από εκείνον το κόσμημα, ο θεραπευτής θα ορκιστεί στο όνομα της Θεάς πως ο Σουλτάνος δηλητηριάστηκε, ο Λόγιος θα αποφανθεί με τη λογική πως κίνητρο για τον φόνο σου θα είχε μόνο όποιος υπήρχε πιθανότητα να ανέλθει στον θρόνο"
Ο Βεζίρης έπιασε απαλά τον λοβό του αυτιού του αδελφού του. Πλησίασε προσεκτικά τη βελόνη στην τρύπα του σκουλαρικιού του Σουλτάνου.
"Και άρα εγώ, ως Μέγας Βεζίρης και Ανώτατος Δικαστής θα τον καταδικάσω σε θάνατο, συντετριμμένος από τον θάνατο του αδελφού μου και την πράξη έσχατης προδοσίας του ανηψιού μου"
Κάρφωσε με δύναμη το λεπτό μέταλλο στην ανοιχτή τρύπα ανοίγωντας μια νέα πληγή. Το σημείο άρχισε να αιμορραγεί και να τσούζει καθώς η θανάσιμη ουσία περνούσε στον οργανισμό του Τζαχέμ
Ο Φαχίζ βεβαιώθηκε πως η ζημιά είχε γίνει. Ερέθισε κι άλλο ο τραύμα με την δηλητηριασμένη περόνη. Είχε άλλη μία δουλειά να ολοκληρώσει. Έβγαλε μια καλοδιπλωμένη επιστολή από τις πτυχές του ρούχου του. Το τελευταίο βήμα του σχεδίου. Μια εμπιστευτική διαταγή του Σουλτάνου προς τον καλύτερό του Ζαρκάαν. Αναγκάζομαι να πω ψέματα ακόμη και στον ίδιο μου τον γιο. Απαραίτητο όμως. Αναγκαίο.
Χρησιμοποίησε την επίσημη σφραγίδα του Σουλτάνου για να σφραγίσει την επιστολή. Έδωσε το σφιχτοτυλιγμένο έγγραφο στον Λεσάθ που τόση ώρα περίμενε νωχελικά, κρυμμένος στις σκιές του κήπου
"Ξέρεις που να τον βρεις. Βιάσου" του έτεινε απότομα το έγγραφο. Ο Ίσκιος άπλωσε το χέρι ορμητικά και έκλεισε την πελώρια χούφτα του γύρω από το λαιμό του Φαχίζ. Ο άντρας ένιωσε το αίμα του να παγώνει.
"Όχι διαταγές σε μένα ανθρωπάκο. Μη ξεχνάς τη θέση σου. Τα πόσα μας οφείλεις" έκανε ψυχρά η δαιμονική μορφή "Δες τον αδερφό σου και σκέψου πόσο εύκολα μπορείς να χάσεις αυτά που σου χαρίσαμε"
Τον απελευθέρωσε από την σιδερένια λαβή του, πήρε το γράμμα και εξαφανίστηκε μέσα στα πηχτά σκοτάδια της νύχτας.
Ο Φαχίζ έπεσε στο πλακόστρωτο ασθμαίνοντας. Καταραμένε δαίμονα. Που την οργή της Θεάς να βρεις απέναντί σου.
Γύρισε στον αδερφό του. Ακόμη και η τόση μικρή ποσότητα δηλητηρίου που είχε περάσει στο σώμα του ήταν αρκετή για να κάνει τις φλέβες του να διογκωθούν και την αναπνοή του πράξη βασανιστική. Το στήθος του ετοιμοθάνατου Σουλτάνου ανεβοκατέβαινε με δυσκολία, τα μάτια του ήταν κατακόκκινα.
Ο Βεζίρης βούτηξε το μαντήλι του σε μια καράφα με νερό και σκούπισε προσεκτικά τις πληγές που είχε δημιουργήσει στον λοβό του αδελφού του με αυτό. Δεν πρέπει να φαίνονται νέα τραύματα όταν εξετάσουν το πτώμα. Θα τους βάλουν σε σκέψεις.
Έπιασε το δηλητηριασμένο κόσμημα για μια ακόμα φορά και το κρέμασε τώρα στο αυτί του Σουλτάνου που τώρα ανέπνεε ασθμαίνοντας. Ο αέρας έβγαινε βασανιστικά από το ανοικτό του στόμα. Απ' όσο ήξερε ο Φαχίζ, ο αδελφός του τώρα βίωνε βασανιστικούς πόνους.
"Αυτό είναι το τέλος αγαπημένε μου αδελφέ. Μόλις το Στέμμα του Σφετεριστή περάσει στην κυκλοφορία σου σε μολύνει. Σην αρχή νιώθεις τα συμπτώματα μιας απλής ασθένειας. Απλή αδυναμία, πυρετό. Μετά, προκαλεί πρήξιμο στην αναπνευστική σου οδό. Αρχίζεις να ασφυκτιάς. Και παράλληλα δημιουργούνται θρόμβοι. Σε όλο σου το σώμα το αίμα σταματά να κυλάει ομαλά. Σχηματίζονται κομμάτια. Και όταν ένα από αυτά φτάσει μέχρι την καρδιά σου..." Γύρισε το κεφάλι του αδελφού του προς το μέρος του "...λοιπόν... πεθαίνεις..." γέλασε παρανοϊκά
"Και όλα αυτά για δόσεις πολύ μικρότερες από αυτή που σου έδωσα"
'Ελεγξε τον σφυγμό του Σουλτάνου. Αδύναμος. Πολύ αδύναμος. Σε λίγο... σε λίγο...
Ο πεσμένος άντρας άρχισε να έχει σπασμούς. Αίμα ξεκίνησε να βγαίνει από το στόμα του. Πήρε μία ακόμη ανάσα. Άλλη μία πιο δύσκολα. Και το στήθος του σταμάτησε να ανεβοκατεβαίνει
Ναι. Είναι νεκρός! Νεκρός!
Ο Φαχίζ ένιωθε απίστευτο ενθουσιασμό. Τα είχε καταφέρει. Σε λίγες ώρες όλη η Αυτοκρατορία θα τον αναγνώριζε ως Κεφαλή της. Πήρε μια βαθιά ανάσα και προσπάθησε να συγκεντρωθεί στο παρόν.
Γρήγορα. Το ξόρκι του Λεσάθ στους φρουρούς δε θα κρατήσει για πολύ ακόμα. Ο Ίσκιος θα είχε φροντίσει να διαγραφεί και η μνήμη όσων τον είχαν δει στα διαμερίσματα του Σουλτάνου. Είμαι καλυμμένος από παντού.
Έτρεξε προς την πόρτα των διαμερισμάτων του Σουλτάνου και βγήκε στη Σμαραγδένια Διαδρομή. Έκανε την υπόλοιπη πορεία μέχρι τα δικά του διαμερίσματα σχεδόν μηχανικά. Η άγρια χαρά που ένιωθε καθρεφτιζόταν στα άπληστα μάτια του.
Κάθισε στο αίθριό του με τον ναργιλέ του αναμένο. Ρούφηξε τον καπνό και τον έβγαλε από τα ρουθούνια του. Υποδέχτηκε τη γλυκιά ζάλη που του έφερνε το κάπνισμα. Πέρα από το μπαλκόνι του με τους διακοσμητικούς κίονες, τα ανάκτορα έφθαναν μέχρι τη θάλασσα. Άφησε το βλέμμα του να χαθεί στον ορίζοντα. Όλα αυτά είναι δικά μου.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top