VIΙΙ Ο Αστροσκόπος

Ο Μάβιν περίμενε υπομονετικά την έκλειψη του κεχριμπαρένιου φεγγαριού με τη γραφίδα στο χέρι. Ήταν έτοιμος να σημειώσει στην περγαμηνή που είχε απλώσει στα γόνατά του το σπάνιο αυτο αστρονομικό φαινόμενο. Ο Σοφοί έλεγαν πως συνέβαινε μόνο μια φορά κάθε πέντε εποχές και αποτελούσε τον προάγγελο κοσμοϊστορικών γεγονότων.

Η τελευταία φορά σήμανε την πτώση της κραταιάς δυναστείας των Λυκιδών στο Νέδρος και την επικράτηση μιας νέας βασίλισσας- θεάς, μιας Ενάτας όπως ήταν ο αρχαίος τίτλος, και του θεοκρατικού καθεστώτως που επέβαλε. Τουλάχιστον έτσι υποστήριζαν οι πάπυροι και τα Χρονικά της Βιβλιοθήκης, όπως επίσης και ορισμένα επεξηγηματικά σχόλια αστρονόμων Σοφών σε κείμενα συναδέλφων τους ιστορικών.
《...Η απόκρυψη της κυανούς σελήνης από το στερέωμα δηλώνει το τέλος μιας πραγματικότητας και την αρχή μιας νέας...》σημείωναν μεταξύ άλλων και ο Μάβιν δεν είχε κανένα λόγο να μην τους πιστέψει. Από όταν θυμόταν τον εαυτό του τα βιβλία της Βιβλιοθήκης είχαν πάντα δίκιο.

Ο νεαρός που σε λίγο θα έκλεινε τον δέκατο τέταρτο κύκλο της ζωής του είχε μεγαλώσει στη Νήσο των Σοφών, στο μικρό κυκλικό νησάκι στο κέντρο του Κόσμου που ήταν συσσωρευμένη όλη η γνώση της ανθρωπότητας. Και οι Σοφοί ήταν οι θεματοφύλακες αυτής της γνώσης. Οργανωμένοι σε τάγματα άλλοι ήταν αστρονόμοι, γραφείς, αριθμητές ή ιστορικοί, θεραπευτές, αρχιτέκτονες, θεολόγοι και σοφιστές.

Ο Μαβ σφούγγισε τον ιδρώτα από το μέτωπό του. Ο Μεσημεριανός ήλιος έστελνε πύρινες ακτίνες παντού όσο ο νεαρός, μαθητευόμενος αστροσκόπος περίμενε την έκλειψη. "...Σήμερα, πρέπει να αποδείξω την αξία μου. Μόνο εγώ θα μπορούσα να διακρίνω μια έκλειψη σελήνης με το φως της μέρας. Ώρα να δείξω ότι μπορώ να γίνω σαν και αυτούς...". Η σκέψη αυτή κλωθογύριζε στο μυαλό του μέρες τώρα. Τόνωνε τον εγωισμό και την φιλοδοξία του αλλά παράλληλα, τον άγχωνε.

Και όλα αυτά, επειδή ο Μαβ είχε βρεθεί στο νησί υπό περίεργες συνθήκες. Σίγουρα, η Νήσος των Σοφών, ένα μέρος γεμάτο με μονόχνωτους ερευνητές και λόγιους που ξημεροβραδυάζονταν πάνω από σκονισμένες περγαμηνές, που έκαναν περιεργα πειράματα προσπαθώντας να κατανοήσουν την υφή του κόσμου γύρω τους  και των νόμων που τον διέπουν ή κρατούσαν Χρονικά για λιμούς, λοιμούς, φυσικές καταστροφές, τη διαδοχή βασιλικών δυναστειών σε όλο τον Κόσμο  και άλλα τέτοια, στριφνά ζητήματα δεν ήταν το κατάλληλο μέρος για να μεγαλώσει ένα παιδί.

Από την άλλη, όταν οι θείοι του Μαβ τον πρωτοέφεραν στους Σοφούς δεν ήταν ότι δεν γνώριζαν πως οι Σοφοί δεν διέθεταν ορφανοτροφείο. Στην πραγματικότητα, φοβόντουσαν τον Μαβ -αν και εκείνος ήταν ακόμη βρέφος. Και αυτό, δεν προξενούσε και έκπληξη. Ο μικρός είχε γεννηθεί με αλλόκοτη εμφάνιση: λευκά μαλλιά και δέρμα, τόσο λευκό που και η παραμικρή φλέβα ήταν εμφανής σαν ένα λεπτό, γαλαζωπό φιδάκι κάτω από το πετσί του μωρού και τα πιο περίεργα, δαιμονικά -για εκείνους- μάτια με μικροσκοπικές κόρες και ίριδες όμοιες με στιλβωμένα χάλκινα κάτοπτρα. Και όντως, όταν τον πλησίαζες μπορούσες να διακρίνεις τον εαυτό σου πολύ καθαρά να καθρεφτίζεται στα χάλκινα στεφάνια γύρω από το μαύρο των ματιών του μωρού που κατά τ' άλλα επαιζε, τσίριζε και βρώμιζε τα βρακιά του όπως και τα υπόλοιπα, φυσιολογικά μωρά.

Μόλις λοιπόν ο μικρός έχασε τους γονείς του, οι καλοθελητές θείοι του αποφάσισαν πως δε θα μπορούσε αυτός ο μικρός δαιμονικός μπέμπης να ζήσει κάτω από την ίδια στέγη με τα δικά τους ξανθά, ζουμπουρλούδικα τέκνα οπότε και τον έφεραν στους Σοφούς. "Σκότωσε μόνος του τους γονείς του απλά κοιτάζοντας τους" είχαν πει "Δείτε πώς μοιάζει. Η φύση του η δαιμονική μέρα με τη μέρα, δεν μπορούμε να τον έχουμε κοντά στα δικά μας παιδιά. Κινδυνεύουν και αυτά...". Οι γέροι θεραπευτές και λόγιοι φυσικά και δεν πίστεψαν ούτε λέξη. Και με εξαίρεση τα αλλόκοτα μάτια του μωρού, γνώριζαν ότι τα πάλλευκα χαρακτηριστικά του οφείλονταν μάλλον σε κάποια εκγενετής δυσλειτουργία. Είχαν καταγραφεί και άλλα περιστατικά ανά τις Εποχές. Δεν ήταν το μόνο, απλώς αρκετά σπάνιο. Και για πρώτη φορά είχαν την ευκαιρία να μελετήσουν αυτή την περίπτωση από τόσο κοντά.Κι έτσι κράτησαν τον Μάβιν, αντιμετωπίζοντάς τον μάλλον σαν αντικείμενο ερευνητικής μελέτης παρά σαν παιδί. Ο Μαβ για μάνα ήξερε την υπεύθυνη των μαγειρείων της Μεγάλης Βιβλιοθήκης.

Και οι κύκλοι κυλούσαν ώσπου οι Σοφοί αντιλήφθησαν ότι ο μικρός είχε ένα πολύ ξεχωριστό χάρισμα. Ήξερε το Στερέωμα όπως την παλάμη του χεριού του και μπορούσε να το παρατηρήσει με την παραμικρή λεπτομέρεια ακόμη και στο φως του ήλιου. Άγνωστο το πώς. Άγνωστο το γιατί. Αλλά ο μικρός μπορούσε να το κάνει κι έτσι, από την επίβλεψη των Θεραπευτών τέθηκε υπό την επίβλεψη των Αστρονόμων. Προφανώς και δεν είχε τις γνώσεις αλλά μπορούσε να Δει, ήξερε τα πράγματα εμπειρικά. Έτσι, οι Σοφοί απέκτησαν τον Αστροσκόπο τους. Παλιά συγγράμματα διορθώθηκαν, κάποιες αστρονομικές θεωρίες απορρίφθηκαν, κάποιες άλλες επιβεβαιώθηκαν και όλα αυτά χάρη στον νεαρό Μάβιν με το πρόβλημα Παλλευκίας -όπως ονομαζόταν η ασθένειά του-, τα χαλκόχρωμα μάτια και το ξεχωριστό χάρισμα.

***

Ο Μαβ ήξερε πως ήταν ώρα. Έσιαξε την περγαμηνή πάνω στην πλάκα γραφής που στήριζε στα γόνατά του και έλεγξε την μύτη της γραφίδας τους. Καλοακονισμένη. Τέλεια. Βούτηξε την πένα στο μελάνι του και έστρεψε το βλέμμα του προς τα πάνω. Σχεδόν αυτόματα, μετά από τόση εξάσκηση, σχεδόν τόσο εύκολα όσο θα τραβούσε μια ανάσα άρχιε να Βλέπει. Οι μικροσκοπικές του ίριδες άρχισαν να μεγαλώνουν. Και να μεγαλώνουν. Σαν να κατάπιναν το χάλκινο από τις ίριδές του αυξάνονταν σε διάμετρο. Και τόσο απλά, τώρα πλεόν δεν αντίκρυζε έναν γαλάζιο ουρανό και τον εκτυφλωτικό ήλιο αλλά έναν σκοτεινό και έναστρο, γεμάτο με λαμπερές στιγμές, νεφελώματα, τα υπέροχα φωτεινά σχέδια των αστερισμών, τους πλανήτες. Και σε αυτό δέσποζαν τα δύο φεγγάρια: ένα κεχριμπαρένιο και ένα γαλαζωπό.

Βάλθηκε να σκιτσάρει τη θέση των πάντων. Όλων των ουράνιων σωμάτων, των αστερισμών, τον ήλιο που ήταν στον αστερισμό του Λέοντα. Το κίτρινο φεγγάρι άρχιζε κινούνταν νωθρά πλησιάζοντας το γαλάζιο. Ο Μάβ χάραξε την πορεί του με ένα τόξο. Το λαμπερό ουράνιο σώμα σε μια στιγμή ευθυγραμμίστηκε με το άλλο. Ο Μαβ άρχισε να μετρά κλεψύδρες. Πρέπει να σημειώσω και πόσο θα διαρκέσει. Έγλειψε τα χείλια του. Όλα πάνε περίφημα. Μόλις τελείωσω θα τα καθαρογράψω και θα τα παραδώσω στον Αρχιμάγιστρο. Υπέροχα.

Ξαφνικά του φάνηκε πως έβαλε κρύο. Αλλά δεν τολμούσε να πάρει τα μάτια του από τον Ουρανό. Ένιωσε ένα ρεύμα αέρα πίσω του αλλά έμεινε προσηλωμένος στο μέτρημα. Δύο κλεψύδρες... τώρα δυόμιση... τρεις...

Αν ο Μαβ δεν ήταν τόσο προσεκτικός στο έργο του θα έβλεπε μια ανθρωπόμορφη σκιά να γλιστράει πάνω στο πλακόστρωτο της αυλής πίσω του και να φθάνει στο κτήριο της Παλαιάς Βιβλιοθήκης.

Τέσσερις κλεψύδρες και τα δύο φεγγάρια ακόμα να ξεχωρίσουν... Πολύ δεν κρατάει αυτή η έκλειψη; Ενθουσιασμός τον κυρίευσε. Θα είμαι ο πρώτος που θα καταγράψει τη μεγαλύτερη έκκλειψη της κεχριμπαρένιας σελήνης στα χρονικά.

Μα και πάλι, αν ο Μαβ δεν είχε παρασυρθεί τόσο πολύ από τους υπολογισμούς του θα παρατηρούσε τις μικρές, πύρινες γλώσσες που άρχισαν να ξεπροβάλλουν από το κτήριο του πυργίσκου της παλαιότερης Βιβλιοθήκης του Νησιού. Η φωτιά φούντωνε σιγά σιγά...

Το γλυκό πυρόξανθο χρώμα της μίας ουράνιας σφαίρας φάνηκε πίσω από το λουλακί της άλλης. Πεντέμιση κλεψύδρες. Το σημείωσε. Έγειρε πίσω και χαλάρωσε του ώμους του. Και ξαφνικά έπιασε τον εαυτό του να μυρίζει κάτι περίεργο στην ατμόσφαιρα. Σα σκόνη μα πιο καυτερή, κατεβάζοντας τον αέρα, τον ένιωσε να γδερνει τον λαιμό του και να του αφήνει μια πικρή γεύση στο στόμα. Βιάστηκε να προσαρμόσει τα μάτια του και πάλι για το φως της μέρας. Άρχιζαν να τον τσούζουν και όταν τα ανοιγόκλεισε για να τα ανακουφίσει ανάβλυσαν δάκρυα.

Πίσω του, το αρχαίο πετρόχτιστο κτήριο είχε τυλιχτεί ολόκληρο σε μια πρωτοφανή λαίλαπα φωτιάς. Στήλες καπνού ανέβαιναν ψηλά και σκίαζαν τον μεσημεριανό ήλιο. Οι άπειρες, παμπάλαιες περγαμηνές που φυλάσσονταν στα απέραντα ξύλινα αναλόγια και αναγνωστήρια του κτηρίου αποτελούσαν πρώτης τάξεως προσάνναμα. Και η φλόγιες θέριευαν όταν έφταναν στα καντηλέρια με το φωτιστικό έλαιο. Τα ξύλινα δοκάρια των πυργίσκων άρχιζαν να καπνίζουν και να τρίζουν απειλητικά, σαν να έκρυβαν μέσα τους φυλακισμένες οχιές.

Ο Μαβ πετάχτηκε όρθιος, άρπαξε τα πολύτιμα σχέδια του και έτρεξε σαν τον τρελό μακριά, να φέρει βοήθεια, να σωθεί ο ίδιος. Δεν ήξερε ούτε αυτός γιατί έτρεχε.

Τα δοκάρια έτριξαν για μια ακόμα φορά. Καρβουνιασμένες σκλήθρες ξεχώρισαν σαν άχυρα από αυτά. Κρακ. Οι πέτρες πύρωναν και εκρήγνυντο από τη θερμοκρασία. Το κτήριο άρχισε να καταρρέει. Η φωτιά συνέχισε να θεριεύει ανενόχλητη. Και μέσα από τον πυκνό καπνό αναδυθηκε μια σκοτεινή, εφιαλτική φιγούρα που κρατούσε με τη τρυφερότητα και την προσοχή που χρειάζεται ένα νεογέννητο μωρό ένα ανθρώπινο κρανίο.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top