V Έλισσα
Στην 1Darkwolf για την υποστήριξή της (σ' ευχαριστώ πάρα πολύ), στην IsidoraGirac που προστέθηκε πρόσφατα στην παρέα μας και στον alexd1997 που εκτός από wattpadικό φιλαράκι είναι και πολύ καλός συγγραφέας (άρχισε ένα τέ λει ο αστυνομικό βιβλίο το "Έγκλημα στο μουσείο" που πραγματικά αξίζει να το βάλετε στις βιβλιοθήκες σας!)
Μετά τη δύση του ήλιου το κόκκινο πέτρωμα των βράχων γύρω της έμοιαζε μουντό παρά το φως των δύο φεγγαριών που έπαιζαν με τις ατέλειες στις επιφάνειες του αδρού πετρώματος. Η κοπέλα βγήκε από την Σπηλιά της Σύναξης με την βαριά μυρωδιά του λιβανιού να κεντρίζει τα ρουθούνια της. Μία ακόμη μέρα που οι Λουθήτες δεν έλαβαν τον Χρησμό.
Ακολούθησε τα δύο κελαριστά ρυάκια νερού που ανέβρυζαν σαν δάκρυα από το γιγαντιαίο λαξεμένο πρόσωπο πάνω από την είσοδο της σπηλιάς και ενώνονταν παρακάτω, για να σχηματίσουν ένα ποτάμι που συνέχιζε για αρκετά χιλιόμετρα μέσα στην έρημο που απλώνονταν γύρω της, σαν φίδι που ελίσσονταν ανάμεσα στις αμμώδεις θίνες. Ή τουλάχιστον έτσι υποστήριζαν οι Νομάδες που περνούσαν περιστασιακά από τη σκήτη των Λουθητών για να τους φέρουν προμήθειες ή τα νέα του έξω κόσμου, μιας που η ίδια, όπως και οι υπόλοιποι κάτοικοι του ερημητηρίου απαγορεύονταν να απομακρυνθούν από αυτό.
Η σκήτη βρισκόνταν στο άνοιγμα ενός φαραγγιού στα όρια της Κόκκινης Ερήμου, στην Ερημιά όπως ονόμαζαν την περιοχή αυτή οι Νομάδες, στους πρόποδες της οροσειράς Τορ της Αλθένχυραμ, σε μια έκταση ξεχασμένη από θεούς και ανθρώπους. Άλλωστε, τίποτε δεν μαρτυρούσε κανένα σημάδι ανθρώπινης ύπαρξης σε μια τόσο αφιλόξενη βραχώδη περιοχή γεμάτη από όγκους από κόκκινο, ξερό πέτρωμα. Κι όμως, αυτές οι φυσικές σπηλιές αποτελούσαν το Ερημητήριο, τα απαράβατα όρια του οποίου σημάδευε ένας δακτύλιος άμμου στο χρώμα της καρβουνόσκονης. Σ' αυτές, έμεναν οι Λουθήτες μετά την εξορία τους από το Στερέωμα, όταν κατέφυγαν στη γη. Αυτές, τους προστάτευαν από την αποπνικτική ατμόσφαιρα και το καμίνι της ανοικτής ερήμου.
Η Έλισσα ακολούθησε το γυαλιστερό σώμα του νερού μέχρι τα όρια της σκήτης. Μέχρι τότε, οι Λουθήτες θα είχαν πάει στις σπηλιές τους και δεν θα την έβλεπε κανείς. Παρόλο που αυτοί την είχαν μεγαλώσει, πάντα αισθάνονταν άβολα όταν ήθελε να πλύνει το σώμα της και γι'αυτό συνήθιζε να βουτά στο ποταμό όταν δεν την έβλεπε κανείς. Πέρασε την λινή πουκαμίσα πάνω από το κεφάλι της και έλυσε τα κορδόνια του φαρδιού παντελονιού που φορούσε. Το δέρμα της ανατρίχιασε στην αίσθηση του κρύου βραδινού αέρα της ερήμου και βιάστηκε να μπει στο νερό που ήταν ακόμη χλιαρό από την ζέστη της ημέρας. Βούτηξε μ' ένα παφλασμό.
Το υγρό την αγκάλιασε, τυλίγοντας την με άπειρα δροσερά, γλιστερά πέπλα. Έκανε δυο απλωτές και μετά βούτηξε κάτω από την επιφάνεια του νερού, ξύνοντας την σκόνη της ερήμου από το κεφάλι της. Γύρισε ανάσκελα και άρχισε να παρατηρεί τον νυχτερινό ουρανό. Τα φεγγάρια, ένα γαλάζιο και ένα κεχριμπαρένιο, χόρευαν το ένα αντίκρυ στο άλλο τον ουράνιο χορό τους και τα φωτεινά σχέδια των αστερισμών κοσμούσαν το στερέωμα. Ένας βοσκός, τα κυνηγόσκυλά του, ένα πλοίο, ένα θαλάσσιο κήτος, τα στέμματα, ήρωες από τους μύθους των ανθρώπων, κι άλλα, πολλά φωτεινά γαλακτόχρωμα σχέδια. Σε κάποια σημεία, έλαμπαν μόνα τους άστρα, χωρίς να σχηματίζουν σχέδια. Οι υπόλοιποι άνθρωποι, ήξερε, τα συνέδεαν κι αυτά με νοητές γραμμές ώστε να σχηματίζουν κι αυτά μορφές ή ζώα. Όχι εκείνη όμως. «Τα φωτεινά σημεία αυτά είναι πόλεις...» έτσι της είχαν πει οι Λουθήτες όταν άρχισε να καταλαβαίνει τον κόσμο γύρω της «Οι ουράνιες Πόλεις των Υπεριώνων, των Κατοίκων των Ουρανών...». Κάποτε, της είχαν πει, ζούσαν κι αυτοί στις πόλεις αυτές, και παρατηρούσαν τις αλλαγές στον Δίσκο της Γης από ψηλά.
Κι έπειτα ήρθε η Θραύση, κι όλα άλλαξαν.
Στην άκρη της όρασής της χόρεψε μια σκιά. Κίνηση. Κάποιος είναι εδώ. Χτύπησε τα πόδια της μέσα στο νερό και κοίταξε γύρω της. Ψυχή. Ένιωθε περίεργα, σαν κάποιος να την παρακολουθούσε. Μα δεν υπήρχε κανείς τριγύρω. Οι ίσκιοι των βράχων έπεφταν στην άμμο και έπαιρναν αλλόκοτα σχήματα, κι όμως είχε αυτή την αόριστη αίσθηση... Οι τρίχες στον βρεγμένο αυχένα της σηκώθηκαν όρθιες. Έτσι μάλλον νιώθουν οι αμμόσαυρες πριν τους επιτεθούν τα γεράκια της ερήμου. Τρελαίνομαι;
Βγήκε από το νερό και ντύθηκε γρήγορα. Υγρά ρυάκια έσταζαν από τα μαλλιά της στην πλάτη της. Έτρεξε προς τις σπηλιές. Η πρώτη που συνάντησε ήταν η δική της. Η γυναίκα που έμενε πρώτα εδώ ήταν νεκρή, ίσως η μόνη που είχε πεθάνει από τους Λουθήτες. Δεν την είχε γνωρίσει ποτέ. «Την νύχτα που σ' έφεραν σε μας τη χάσαμε...». Έτσι της είχαν πει και τίποτε άλλο.
Τρύπωσε ακόμη μισοβρεγμένη κάτω από τις προβιές και τα πλεκτά σκεπάσματα της εσοχής του βράχου που χρησιμοποιούσε σαν κρεβάτι. Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά. Τι μου συμβαίνει κάνω έτσι; Δεν έγινε τίποτα. Αναρίγησε. Είσαι δειλή Έλισσα. Δειλή. Και μάλλον θεότρελη. Τράβηξε τα σκεπάσματα πάνω από το κεφάλι της και έσφιξε τα γόνατά της στο στήθος της. Θεότρελη.
Πέρα από τις σπηλιές, δίπλα από το ποτάμι, ορθώθηκε ένας ίσκιος. Σιγά σιγά η ανθρώπινη μορφή έγινε πιο συμπαγής και προχώρησε προς την σκήτη. Πάνω στο μαύρο σώμα άστραφταν τόπους τόπους ασημιές λάμψεις. Ο Λεσάθ χαμογέλασε. Το σκοτάδι της νύχτας τον αγκάλιασε τρυφερά, σαν χάδι εραστή, και μετά χάθηκε.
***
Πριν από κάθε αυγή, οι Λουθήτες καλωσόριζαν τη νέα ημέρα, ευχαριστώντας την Βουλή που θα τους χάριζε μια ακόμη Ανατολή, ψέλνοντας καθισμένοι οκλαδόν πάνω στην άμμο που είχε το χρώμα του ψημένου κεραμιδιού. Η Έλισσα δεν πήγαινε μαζί τους. Δεν έπρεπε έτσι κι αλλιώς, καθώς, δεν ήταν μία από αυτούς. Αυτή η συζήτηση δεν είχε γίνει μεταξύ τους. Ποτέ. Ωστόσο ήξερε. Την ίδια, την είχαν φέρει στην Σκήτη όταν ήταν μόλις λίγων Υριών. Αντίθετα, οι υπόλοιποι ερημίτες είχαν εξοριστεί από το ουράνιο στερέωμα επειδή είχαν παρακούσει τις εντολές του Συμβουλίου των Υπεριώνων. Επίσης, εκείνη μόλις που είχε κλείσει τον δέκατο όγδοο κύκλο της ζωής της ενώ, κάποια από τις δυο ντουζίνες άτομα που παρακολουθούσε τώρα να κάνουν επικύψεις κάτω από τον πρωινό ήλιο ήταν πολύ αρχαιότερα, κατά τέσσερις ή και πέντε εποχές. Και πάλι όμως, έμοιαζαν να είναι ελάχιστα μεγαλύτεροί της ή μάλλον, σαν να μην είχαν ηλικία και απλά να υπήρχαν. Βέβαια, σ' αυτή τη διαφοροποίηση έφθασε αργότερα μεγαλώνοντας καθώς υπήρχε μια πολύ πιο προφανής.
Εκείνοι, ήταν όμορφοι. Αλλά, μ' έναν αλλόκοτο, ασυνήθιστο τρόπο. Το δέρμα τους, διακοσμημένο από ανάγλυφες ουλές που διέτρεχαν τα μπράτσα και τον κορμό τους, ήταν άσπρο, όχι ανοιχτόχρωμο, σαν να μην τους επηρέαζε ο ήλιος της ερήμου, αλλά, πάλλευκο όπως η ζάχαρη ή τα σύννεφα που περνούσαν στον ουρανό. Ή το χιόνι, απ΄ότι μάθαινε από τις διηγήσεις των νομάδων γι΄αυτό το κρύο πράγμα που έπεφτε σε νιφάδες σε περιοχές μακριά από την έρημο, τον χειμώνα. Οι Λουθήτες ήταν ψηλοί, με ίσιες μύτες και καλοσχηματισμένα ζυγωματικά και μάτια ολόμαυρα, τόσο σκούρα που η ίριδα δεν ξεχώριζε από την κόρη και που το φως χόρευε μέσα τους.
Αν οι προστάτες της ήταν λεπτοί και γυμνασμένοι, η ίδια ήταν ισχνή, με κοκαλιάρικα γόνατα και ώμους, σχεδόν ανύπαρκτο στήθος και ασχημάτιστες καμπύλες παρά την ηλικία της. Στο εξίσου λεπτό και γωνιώδες πρόσωπό της, μαζί με τα λεπτά χείλη, την ελαφρά ανασηκωμένη μύτη και πίσω από τις ανάκατες τούφες των λεπτών, ίσιων μαλλιών της, υπήρχε το πιο εντυπωσιακό χαρακτηριστικό της. Ένα ζευγάρι σχεδόν στενόμακρα μάτια με ίριδες στο χρώμα του θαλασσινού νερού. Ούτε μπλε, αλλά ούτε και πράσινα, κάτι το ενδιάμεσο.
Κάθισε στην άμμο ακουμπώντας το πιγούνι στα γόνατά της, παρατηρώντας τον αρωματικό καπνό από το λιβάνι που καίγονταν να ανεβαίνει στον ουρανό. Τουλάχιστον η δέηση τελείωνε γιατί τα ξημερώματα στην έρημο ήταν το ίδιο παγερά με εκείνα στην τούνδρα. Έσφιξε τα χέρια γύρω της. Η προηγούμενη νύχτα ήταν γεμάτη εφιάλτες. Έφερε το χέρι της στο μέτωπό της. Όχι, δεν ήταν άρρωστη. Έφερε το πήλινο κύπελλο στα χείλη της και γεύτηκε την υπόξινη γεύση του κατσικίσιου γάλακτος που είχε αρμέξει νωρίτερα. Έπινε γάλα και έτρωγε μέλι ή και το παστό κρέας Χιβράαλ που της έφερναν κατά καιρούς οι Νομάδες.
Σηκώθηκε ξεσκονίζοντας τα ρούχα της και περπάτησε προς το μέρος των υπολοίπων που τώρα συνομιλούσαν χαμηλόφωνα. Η άμμος προκαλούσε μια περίεργη μα ευχάριστη αίσθηση στα γυμνά πέλματά της. Πρέπει να τους μιλήσω για τα χθεσινοβραδινά; Κοίταξε το εύθυμο πρόσωπο των νεότερων Λουθητών, το χαμόγελο που έπαιζε στα χείλια του Τοσκάαν, του δασκάλου και καλύτερού της φίλου, και την αυστηρή έκφραση του Ρέλιαν, του επικεφαλούς της μικρής ομάδας. Τα άτομα που τη μεγάλωσαν. Ήξερε την έκφραση, τον βηματισμό τους, τις συνήθειες, τις απόψεις τους απ' έξω και ανακατωτά. Κι αν δεν είναι τίποτα; Δεν αξίζει να τους ανησυχήσω.
«Ε! Έλι» έσπασε την σιωπή η φωνή του Τοσκάαν «θέλεις να πάμε να διαβάσουμε τίποτα;»
Κοντοστάθηκε. «Όχι, δεν είμαι πολύ καλά. Δεν κοιμήθηκα αρκετά χθες. Μάλλον θα πάω να ξαπλώσω». Θέλω να μείνω μόνη μου.
***
Όταν επιτέλους μίκρυναν οι ίσκιοι, και η περισσότερη ζέστη κόπασε, η 'Ελισσα ξύπνησε εμφανώς καλύτερα. Καλύτερα που δεν είπα τίποτα. Μια απλή αδιαθεσία ήταν. Συνάντησε τους άλλους στην Σπηλιά της Σύναξης, στην καρδιά της Σκήτης, όπου θα προσπαθούσαν να επικοινωνήσουν με την Βουλή. Το δύσκολο αυτό έργο αναλάμβανε κάθε νύχτα ένα άλλο μέρος της ομάδας που προσεύχονταν όρθιο στο μέσο της σπηλιάς.
Παραμέρισε τα υδάτινα ρυάκια των δακρύων που έσταζαν από τα μάτια του ανέκφραστου προσώπου που είχε λαξευτεί πάνω από την είσοδο, στον κυκλικό βράχο. Μπαίνοντας μέσα, η Έλισσα τυλίχτηκε στους γαλάζιους καπνούς του θυμιάματος και στο ζεστό φως των αναμένων κεριών που κάλυπταν κάθε ελεύθερη επιφάνεια, το δάπεδο και τις σκαμμένες εσοχές στην πέτρα. Στο πέτρινο πάτωμα, ακουμπισμένα στα τοιχώματα της σπηλιάς βρίσκονταν δερματόδετα βιβλία και τυλιγμένοι πάπυροι τόσο παλιοί που η περγαμηνή τρίβονταν σε σκόνη κάτω από τα απρόσεκτα δάχτυλα ή, και καινούρια, που το εξώφυλλό τους δεν είχε διαβρωθεί ακόμη από τον χρόνο. Βιβλία κάθε εποχής και κάθε γλώσσας. Γλωσσών που είχαν χαθεί στο πέρασμα του χρόνου και γλωσσών που χρησιμοποιούνταν ακόμη. Υπήρχαν ακόμη γραφές στην Γλώσσα της Πρώτης Εποχής, τότε που οι Υπερίωνες και οι άνθρωποι συνομιλούσαν, στην γλώσσα με την οποία επικοινωνούσαν οι ίδιοι οι Λουθήτες και που κανένας γήινος δεν μπορούσε να γνωρίζει. Ο Τοσκάαν είχε μάθει στην κοπέλα να καταλαβαίνει και να διαβάζει όλες αυτές τις γραφές, που της κρατούσαν συντροφιά τα ατελείωτα χρόνια που ζούσε στην έρημο.
Στην θολωτή οροφή του βράχου οι Λουθήτες είχαν ζωγραφίσει το σύμβολο της Βουλής, τρεις τέλειοι κύκλοι που κλείδωναν μεταξύ τους. Στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, στα πλαϊνά τοιχώματα της σπηλιάς, στις τέσσερις κόγχες της πέτρας, οι ιδιότυπες βραχογραφίες έλεγαν μια κοινή ιστορία σε τέσσερις συνέχειες. Στην βορινή πλευρά, αποτυπώνονταν η γένεση του κόσμου. Η Βουλή δημιουργούσε τον ουρανό, τους πλανήτες, τους αστερισμούς, τον ωοειδή δίσκο της γης. Στην ανατολική, την αγαπημένη της, οι ζωγραφιές δήλωναν τη δημιουργία δύο γενεών, των Υπεριώνων και των γήινων. Οι εκπρόσωποι των δύο φυλών, στέκονταν αντικριστά, ίσος προς ίσο καθώς η Βουλή τους προίκιζε με διάφορα χαρίσματα.
Στην επόμενη αψίδα το θέμα άλλαζε, οι ζωγραφιές αποτύπωναν τη Θραύση, την προδοσία του Μαθάιας, την απογύμνωση των υποστηρικτών του από τις δυνάμεις τους και την μετατροπή τους σε Λουθήτες, την εξορία τους στην έρημο, αποκλεισμένοι στα όρια της Σκήτης για τιμωρία, μακριά από κάθε άλλη φυλή ανθρώπων. Στην τελευταία, την δυτική κόγχη απεικονίζονταν η ίδια η τύχη του προδότη. Η φιγούρα του ήταν σχεδόν τρομακτική, ένας σκελετωμένος γέρος με μακριά γενειάδα και κοκκινισμένα μάτια να αυτοκτονεί, πέφτοντας πέρα από τα όρια του Κόσμου, στην άβυσσο.
Όλες οι ζωγραφιές είχαν φτιαχτεί από τους ίδιους τους Λουθήτες στα τοιχώματα της σπηλιάς, από την πρώτη μέρα της εγκατάστασης τους στη έρημο. Φυσικές χρωστικές αναμείχθηκαν με υγρό κερί που στη συνέχεια αλείφθηκε στους τείχους. Έτσι, η κάθε εικόνα δημιοργούσε μια κρούστα πάνω στο αρχικό πέτρωμα. Οι φιγούρες παρουσιάζονταν ψηλόλιγνες, κατά κάποιον τρόπο ισχνές, φτιαγμένες από μια σκούρα παλέτα κόκκινων, πράσινων, μπλε και ώχρας. Στο τρεμουλιαστό φως των κεριών έμοιαζαν ν' αναπνέουν, να χαμογελούν ή να ουρλιάζουν από απελπισία.
Κάθισε στον κύκλο των υπολοίπων, πλέκοντας τα μπράτσα της στους ώμους των διπλανών της. Άρχισε να λικνίζεται ρυθμικά προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση, επικεντρώνοντας την προσοχή της στην χαμηλόφωνη ψαλμωδία της όρθιας γυναίκας στο κέντρο του κύκλου. Οι αρωματικές αναθυμιάσεις έκαναν τους κροτάφους της να σφίγγονται, και θόλωναν την όρασή της. Ένιωσε αναγούλα, μια ξινή γεύση αναδύθηκε από το στομάχι της και γέμισε το στόμα της. Η γυναίκα άρχισε να μιλά αργά και καθαρά στην περίεργη γλώσσα της Πρώτης Εποχής, με τα πολύπλοκα φωνήεντα και τα υγρά σύμφωνα.
«Αρχίζει σα ψίθυρος που τρέχει πάνω στο νερό, μα θα κυριέψει τον κόσμο, θα τον βυθίσει στη φωτιά και στο αίμα...»
Η Έλισσα δεν μπορούσε να δώσει σημασία στον απειλητικό Χρησμό, ένιωθε σαν να πάθαινε κρίση, το οξυγόνο τής κόβονταν ανάσα την ανάσα, σαν να βρίσκονταν στην κορυφή του πιο ψηλού βουνού.
«...Για εποχές και κύκλους ολάκερους τα κόκαλα του προδότη τρίζουν, μα το αίμα του κοχλάζει και κυλά στα απύθμ-»
Έπεφτε. Έπεφτε και το στομάχι της έκανε βουτιά και τα μηνίγγια της σφυροκοπούσαν στον εγκέφαλό της, ένας καυτός πόνος ξεχύθηκε στο κρανίο της.
«-ένα βάθη της Αβύσσου, του ωκεανού των καταραμένων. Μα ό,τι χάλασε, ό,τι-»
Μύρισε τη χάλκινη μυρωδιά του αίματος, την αψάδα της φωτιάς που την περικύκλωνε
«-έσπασε, σκοτεινές καρδιές από χρυσάφι και πορφύρα αν ενώσουν, και τότε, όλεθρος. Φωτιά»
Φωτιά, το έδαφος σειόνταν και το χώμα έλιωνε, γίνονταν σίδερο, μέταλλο καυτό που κόχλαζε.
«θα γυρίσει ο ουρανός ανάποδα, πτώματα θα θερίζονται σαν στάχυα, η ξηρά θα πνιγεί στη φωτιά και στο νερό, οι θάλασσες θα ξεραθούν και θα γεμίσουν αίμα...»
Σταγόνα τη σταγόνα, το κόκκινο υγρό έσταζε από τη μύτη της και εκείνη έβλεπε βράχια να σπάνε, το έδαφος να υποχωρεί σ' έναν μεγάλο κρατήρα, που πλησίαζε τον φλεγόμενο διάττοντα αστέρα. Όλα έγιναν λευκά μέσα σε μια εκτυφλωτική λάμψη. Τα μάτια της γύρισαν ανάποδα στις κόγχες τους και η Έλισσα έπεσε αναίσθητη ανάσκελα στην κρύα πέτρα της σπηλιάς.
Χιλιάδες χιλιάδων μίλια μακριά, σε μια ξένη γη, πέρα απο τον Ωκεανό ένας κομήτης είχε συντριβεί στη γη.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top