IV Ρέγκουλους
Αφιερωμένο στην karinabeisembini που γράφει καταπληκτικά και προσφέρει την βοήθειά της like a pro (ή bro, ό,τι προτιμάτε anyway)!!!
Ο άνδρας είχε καθίσει στις κερκίδες του παραδείσιου κήπου μίας από τις πολλές πλατείες της Ακρόπολης της Ακάσσα, της πρωτεύουσας των Υπεριώνων ή όπως την ονόμαζαν οι περισσότεροι, του Ομφαλού των Ουρανών. Τα αεικίνητα ασημένια μάτια του ταξίδεψαν στον έναστρο ουρανό από πάνω του. Μπορούσε να διακρίνει πλήθος νεφελωμάτων, και οι φιγούρες των Αστερισμών έμοιαζαν με φωτεινά σκίτσα ζωγραφισμένα στον σκοτεινό ουράνιο θόλο. Οι πλανήτες λίγο μακρύτερα συνέχιζαν με νωθρότητα την κίνησή στις τροχιές τους. Το βλέμμα του καρφώθηκε για μια στιγμή στα δύο φεγγάρια, ένα γαλάζιο και ένα κεχριμπαρένιο που κινούνταν το ένα αντίκρυ στο άλλο, μετά θόλωσε.
Έκλεισε τα βλέφαρα και κράτησε τα μάτια του κλειστά, τεντώνοντας τα' αυτιά του, προσπαθώντας ν' ακούσει τον σαγηνευτικό ήχο που προκαλούσε η κίνηση των ουράνιων σφαιρών. Μάταια. Είχε πολλή φασαρία. Οι φωνές προέρχονταν από μια ομάδα Ημίαιμων, προφανώς ήδη αρκετά μεθυσμένων, και κάλυπταν ακόμη και το θρόισμα των φύλλων γύρω του. Για μια στιγμή μπήκε στον πειρασμό να πάει να τους επιπλήξει. Να δεχθούν παρατήρηση απο τον ίδιο τον αντιβασιλέα ενός μεγάλου Οίκου; Θα πέθαιναν... αλλά δε βαριέσαι...
Έγειρε πίσω και ακούμπησε στην πλάτη του καθίσματος. Άρχισε να χτυπά ρυθμικά με το χέρι του το ολόλευκο πέτρωμα. Όλη η Ακρόπολη ήταν λαξεμένη από έναν γιγάντιο όγκο λευκού μαρμάρου και γι' αυτό την ονόμαζαν και Λευκή Ακρόπολη. Πίεσε μαλακά τους κροτάφους του. Δύο Ανατολές μετά την Σύναξη της Εαρινής Ισημερίας και ακόμη να ηρεμήσει από το γλέντι. Η αλήθεια είναι ότι η γιορτή αυτή, την πρώτη μέρα του πρώτου τομέα του θέρους ήταν πάντα εξίσου ξέφρενη. Μετά όμως από όλους αυτούς τους κύκλους δεν τον συνάρπαζε πλέον. Πάντα την απολάμβανες περισσότερο. Αλλά τώρα, που είσαι σχεδόν τεσσάρων εποχών σε κουράζει. Γερνάς Ρεγκ. Γερνάς. Χαμογέλασε. Ένας Υπερίωνας τεσσάρων Εποχών δεν θεωρούνταν μεγάλος σε ηλικία. Ίσα ίσα. Και η εμφάνισή του άλλωστε, το πολύ να αντιστοιχούσε σε γήινο τριάντα κύκλων.
Άρχισε να φυσάει αν και ανεπαίσθητα. Ο αέρας μύριζε περίεργα αν και ευχάριστα. Νυχτιά, αυτό μύριζε, δεν μπορούσε να το περιγράψει αλλιώς. Πάλι καλά πάντως γιατί η τροχιά του ήλιου γίνονταν σιγά σιγά και πιο κατηφορική, οι μέρες, ολοένα και πιο ζεστές. Σκούπισε με την παλάμη του τον νοτισμένο αυχένα του. Τα ασημένια σχέδια που στόλιζαν το μπράτσο του, τα Σημάδια που ήταν εντυπωμένα στο δέρμα του γυάλισαν στο φεγγαρόφωτο. Είχε πράγματι αρκετή ζέστη.
Μια στριγκή φωνή από πάνω του τον τρόμαξε αδικαιολογητα. Σήκωσε το βλέμμα προς το πυκνό φύλλωμα και εντόπισε το ασημένιο πτηνό, ήταν ένα Ξυνάβαρρος. Οι άκρες του πτερώματός του έλαμπαν σαν λευκές φλόγες και η πλουμιστή, δαντελωτή ουρά του έμοιαζε με τα πλοκάμια της μέδουσας. Το πουλί έστρεψε το μακρύ, κομψό λαιμό του προς το μέρος του. Ο Ρεγκ χάϊδεψε το ντελικάτο του λοφίο. Τα Ξυνάβαρρος ήταν τα αγαπημένα της πουλιά. Της άρεσε να τα βλέπει να γυρνούν πέρα απο τον Ωκεανό των Ουρανών κάθε αυγή, να ακούει το μελωδικό τους τραγούδι, ένα διαφορετικό για κάθε μέρα. Ο Ρεγκ αναστέναξε. Εκείνη, είχε να τη δει τόσο καιρό. Από εκείνη την τελευταία τους παρακινδυνευμένη συνάντηση στη γη. Τότε, που τον είχε ικετεύσει να μην ξανασυναντηθουν, να μην πάει να την ξαναδεί. Έκτοτε, είχε μάθει μόνο τον θάνατό της λίγους τομείς αργότερα. Την είχε θρηνήσει κρυφά, και είχε θάψει την πικρία του βαθιά μέσα του.
Η μελαγχολία του διακόπηκε όταν άκουσε πίσω του βιαστικά βήματα.
«Ρέγκ- ουλούς... Εδώ είσαι; Έφαγα τον τόπο. Γύρισα όλη την Ακρόπολη τρέχοντας για να σε βρω...». Ο νεαρός έστρωσε μια κορακίσια μπούκλα που έπεφτε στα μάτια του και ξεφύσηξε κοφτά.
«Εχίονα, τι έγινε; Πάλι σε τρέχει ο πατέρας σου;» πείραξε τον νεώτερο Υπερίωνα ο Ρέγκουλους. Ο Εχίονας σήκωσε τους ώμους του κάνοντας έναν μορφασμό.
«Τον ξέρεις... Δεν είναι και ο πιο εύκολος Υπερίωνας στους Ουρανούς...»
«Ισχύει. Ο Σκορπιός είναι... ιδιόμορφος»
Τα μάτια του νεαρού, με τις μικροσκοπικές κόρες και τις ίριδες στο χρώμα της πλατίνας ανοιγόκλεισαν με νόημα.
«Μπράβο Ρεγκ... το έθεσες πολύ κομψά»
Ο Ρέγκουλους σηκώθηκε από την θέση του και έστρωσε τον γιακά του σκούρου μανδύα του, με τα κεντητά ασημένια λιοντάρια.
«Χθες στο επίσημο δείπνο του Συμβουλίου, πάντως, μας έλεγε ότι έχει σκοπό να σε ανακηρύξει Αντιβασιλέα του μέσα στον επόμενο κύκλο»
«Ακριβώς. Έτσι λέει. Γιατί μετά σε βάζει να κάνεις θελήματα όπως τώρα και, συμπεραίνεις ότι μάλλον άλλαξε γνώμη...»
«Μα γιατί το λες αυτό;» Ο Ρεγκ σήκωσε κοροϊδευτικά τα φρύδια «Το να σε στέλνει να ψάχνεις τον Αντιβασιλέα του Λέοντα πάνω σ' όλη την Ακρόπολη είναι ιδιαίτερη τιμή»
«Εμένα θα μου πεις; Να σου πω την αλήθεια Ρεγκ, δεν με ενδιαφέρει πλέον να γίνω ο Αντιβασιλέας του Οίκου... Όχι όπως με ενδιέφερε κάποτε τουλάχιστον. Ο τωρινός εύχεται να σβήσει το φως του μια κλεψύδρα νωρίτερα για ν' απαλλαχθεί από τον πατέρα μου.»
«Εντάξει, δεν είναι τόσο υπερβολικά τα πράγματα Εχίονα... απλά είναι κοινό μυστικό ότι ο Σκορπιός είναι λίγ-»
«Ιδιόμορφος... ξέρω» συμπλήρωσε με πικρία. Τώρα το πρόσωπό του είχε σοβαρέψει.
Ο Ρέγκουλους έπιασε τον νεαρό Υπερίωνα από τους ώμους, όπου τα Σημάδια του συστρέφονταν και απλώνονταν προς τον αυχένα και τον υπόλοιπο κορμό του. Άρχισαν ν' ανεβαίνουν μαζί την ανηφορική, στενή κλίμακα των αμφιθεατρικών κερκίδων.
«Κοίτα, ο πατέρας σου δεν ήταν πάντα έτσι. Μετά τη Θραύση όμως άλλαξαν πολλά πράγματα...»
«Μα η Θραύση έγινε δυο εποχές πριν...»
«Έχασε την γυναίκα του τότε, το ξέρεις καλύτερα από μένα αυτό».
«Και γω την μητέρα μου...» Το βλέμμα του σκοτείνιασε για μια στιγμή
«Όλοι χάσαμε κάποιον στην Θραύση Εχίονα...». Ο Ρεγκ αναστέναξε. Είχε ορκιστεί να μην κάνει ποτέ ξανά αυτήν την συζήτηση.
«Και συ Ρεγκ;»
Ναι. «Όχι. Όχι κάποιον κοντινό τουλάχιστον. Ο πατέρας μου είχε φίλους, και ο αδελφός της μητέρας μου ο Τοσκάν...».
Δίστασε να συνεχίσει.Οι παλάμες του είχαν ιδρώσει. Και δεν έφταιγε η ζεστή νύχτα γι' αυτό. Οι δύο Υπερίωνες βάδισαν για λίγο σιωπηλοί ανάμεσα στις κιονοστοιχίες που σκαρφάλωναν στον λόφο της Ακρόπολης. Ο Ρεγκ ξερόβηξε.
«Τέλος πάντων, ας τ' αφήσουμε αυτ-... Τι με ήθελε ο Σκορπιός Εχίονα;»
«Όχι μόνο ο πατέρας... ολόκληρο το Συμβούλιο σε ζήτησε. Δεν ξέρω γιατί. Είναι κλεισμένοι στην Αίθουσα της Θόλου όλο το απόγευμα. Οι φρουροί μου είπαν ότι είναι και η Μεγάλη Ιέρεια μαζί τους...»
«Ωραίοι φρουροί...» αποδοκίμασε
«Με ξέρουν, εντάξ-»
«Καλά, δεν είπα τίποτα... Θα έρθεις μαζί μου;»
«Όχι. Είναι απόρρητη συζήτηση του Συμβουλίου» έκανε αδιάφορα «Θα πάω στα διαμερίσματά μας. Ο πατέρας αποφάσισε ότι η πρεσβεία του Σκορπιού θα φύγει αύριο με την ανατολή για την επικράτειά μας. Λάβαμε μήνυμα ότι υπάρχουν αναταραχές με τους Ερυθρούς Γίγαντες στις Ανατολικές Εσχατιές μας και έτσι, έχω να ετοιμάσω κάποιες αναφορές και ό,τι άλλο άφησε ο πατέρας στη μέση για να τις στείλουμε απόψε στην πρωτεύουσα. Καταλαβαίνεις...»
«Ναι φυσικά»
Ο νεαρός γύρισε να φύγει. Αργυρόχρωμα έντομα και οι σπείρες γυάλισαν στην πλάτη του, αντανακλώντας το φως από τους τρίποδες με τους φωτιστικούς σελεστίτες.
«Εχίονα...» Ο νεαρός στράφηκε ξανά προς το μέρος του «Πιο αργά, όταν τελειώσεις, έλα εάν θες να παίξουμε μια παρτίδα Πέλλιον. Οι Τέκτονες έκαναν δώρο στον Λέοντα μια σειρά καινούρια πιόνια και αυτός τα 'δωσε σε μένα. Ξέρεις, σιχαίνεται τον τζόγο»
«Καλά Ρεγκ» δίστασε «...μπορεί και να 'ρθω. Θα τα πούμε...». Πισωγύρισε για μια ακόμη φορά. «Α και Ρεγκ... καλή τύχη».
***
Το Μέγαρο του Συμβουλίου βρίσκονταν στο Νότιο Άκρο της Ακάσσα. Μαζί με τον Ναό της Βουλής, αποτελούσαν τα ψηλότερα και μεγαλοπρεπέστερα κτήριά της. Το παλάτι αρχικά, ήταν αρκετά λιτό. Με το πέρασμα όμως των κύκλων προστέθηκαν πτέρυγες ολόκληρες, ανεγέρθηκαν πύργοι , αψίδες και τρούλοι και δημιουργήθηκαν περίστηλες στοές. Κάθε επιφάνεια του γυαλισμένου ολόλευκου πετρώματος έφερε ανάγλυφες μορφές και επιγραφές, επιχρυσωμένες παραστάσεις και υαλογραφήματα. Μετά τη Θραύση, το ανάκτορο είχε αποκτήσει κολοσσιαίες διαστάσεις. Έτσι, κατά τις μεγαλύτερες εορτές των Υπεριώνων, όταν οι πολυμελείς πρεσβείες απ΄όλους τους Οίκους συγκεντρώνονταν στην Ακάσσα, διέμεναν όλοι στα αναρίθμητα διαμερίσματά του.
Όταν ο Ρέγκουλους έφθασε στην Αίθουσα της Θόλου, στο ψηλότερο σημείο του Ανακτόρου, βρήκε την πομπή της Μεγάλης Ιέρειας να περιμένει απ' έξω. Κάποιες κοπέλες και λιγότεροι νεαροί που φορούσαν τους απαραίτητους χιτώνες στο χρώμα του αιθέρα, οι υποψήφιοι διάδοχοι της Ιέρειας. Τώρα τελευταία, οι κακές γλώσσες στην Ακρόπολη ήθελαν την Ιέρεια να έχει επιλέξει ως ευννοούμενή της και μία Ημίαιμη, πράγμα ανήκουστο, κανείς όμως δεν ήταν σίγουρος ποιον έκρυβαν οι κεντυτοί μανδύες.
Κινήθηκε προς την δίφυλλη σκαλιστή πόρτα μα η φρουρός του έκλεισε τον δρόμο μ' ένα νεύμα. Ακμαρίδα. Οι νύμφες των δύο φεγγαριών ήταν πάντοτε οι φύλακες της Ακρόπολης. Έμοιαζαν με γυναίκες με μέλη ζώων και τα μαλλιά τους, σαν πλοκάμια, αναδεύονταν χωρίς να φυσάει και έλουζαν τον διάδρομο μ'ένα ασημένιο φως. Η Ακμαρίδα τον κοίταξε ίσια στα μάτια με το αυστηρό σκοτεινό βλέμμα της. Αν ο Εχίονας έπιασε κουβέντα μ' αυτήν εδώ, τον παραδέχομαι. Πισωπάτησε. Αναγκαστικά θα περίμενε.
Λίγες κλεψύδρες αργότερα η φρουρός παραμέρισε από την είσοδο για να περάσει η Μεγάλη Ιέρεια, μια ηλικιωμένη γυναίκα στολισμένη με ημιδιάφανα πέπλα που έφεραν το σύμβολο της Βουλής, τρεις τέλειοι κύκλοι που κλείδωναν μεταξύ τους. Ένα ενιαίο σχήμα, μα και συνάμα τρία διαφορετικά. Ο Ρεγκ γονάτισε σε ένδειξη σεβασμού.
«Ρέγκουλους», η γυναίκα τον κοίταξε διαπεραστικά με τα τυφλά της μάτια και πίεσε τρία της δάχτυλα στην ορυφή του κεφαλιού του για ευλογία
«Σεβασμιοτάτη. Έμαθα πως με ζήτησαν...»
«Ναι παιδί μου. Οι καιροί είναι δύσκολοι. Μα είθε η Βουλή να μας συνοδεύει πάντα»
«Μακάρι το Φως να χαράζει τους δρόμους μας» αντιγύρισε την στερεότυπη απάντηση. Γιατί τόσες ευχές για τύχη και φώτιση; Η αμφιβολία άρχισε να πεταρίζει στα σπλάχνα του. Τα πράγματα δεν είναι καλά. Πέρασε κάτω από την αψίδα της εισόδου μέσα στο δωμάτιο.
Η Αίθουσα της Θόλου ήταν ένα κυκλικό αίθριο πάνω από το οποίο κρέμονταν μια γιγαντιαία κρυστάλλινη θολωτή οροφή που στηρίζονταν σε ολόχρυσους κίονες. Πέρα από τις κολόνες με τα ανάγλυφα σχέδια απλώνονταν η άβυσσος του διαστήματος. Οι Ανώτατοι, οι επικεφαλείς του κάθε Οίκου, κάθονταν κανονικά στους Υπερυψωμένους θρόνους που ήταν στολισμένοι με τα οικόσημά τους και σημάδευαν με την θέση τους έναν νοητό κύκλο. Τώρα όμως, στέκονταν όλοι μαζί κάτω από την κορυφή της Θόλου, στη μέση της πλατείας μπροστά από ένα αντικείμενο σκεπασμένο με χρυσοκέντητο ύφασμα, φανερά προβληματισμένοι.
Ένας άνδρας με ξανθά μαλλιά και κοντοκουρεμένη χρυσή γενειάδα τον πρόσεξε πρώτος. «Ρέγκουλους, φίλε μου. Ήρθες.» Αν και πράγματι, εκτός από αντιβασιλέας ήταν και ο πιο στενός φίλος του Λέοντα, ο Ρεγκ δεν ήταν συνηθισμένος σε τέτοιες διαχύσεις ενώπιον του υπόλοιπου Συμβουλίου. Τα πράγματα είναι πολύ σοβαρά.
Σηκώνοντας τα χαμηλωμένα μάτια του, αιφνιδιάστηκε για μια ακόμη φορά από τη εξωπραγματική όψη των Ανώτατων. Τους είχε συναντήσει πολυάριθμες φορές στο παρελθόν, είχε συζητήσει και δειπνήσει μαζί τους αλλά, δεν μπορούσε παρά να μείνει εντυπωσιασμένος από την δύναμη που εξέπεμπαν. Όπως όλοι οι Υπερίωνες έτσι και ο ίδιος ήταν πανέμορφος με τα ιριδίζοντα γκρι μάτια του και τα ασημένια φιλιγκράν των Σημαδιών του.
Αλλά οι Ανώτατοι έμοιαζαν με θεούς με τις υπέρλαμπρες χρυσές ίριδές και παραστάσεις που στόλιζαν το κορμί τους. Και οι δεκατέσσερις ακτινοβολούσαν.
Η Πλάστιγγα, μια εντυπωσιακή γυναίκα με ψηλά ζυγωματικά και με δυο ζυγούς πλεγμένη στις περίτεχνες πλεξούδες της στράφηκε προς το μέρος του. Τα Σημάδια της έμοιαζαν με δαντέλα κεντημένη πάνω στο σκούρο δέρμα της.
«Ρέγκουλους...» δίστασε για μια στιγμή «Σε καλέσαμε εδώ δι-»
«Αδελφή μου, σε παρακαλώ άφησε εμένα» την έκοψε μαλακά ο Λέοντας «Η αλήθεια φίλε μου είναι ότι αυτή την στιγμή ολόκληρο το έθνος των Υπεριώνων βασίζεται επάνω σου..» χάϊδεψε την γενειάδα του, το χρώμα της σχεδόν στην ίδια απόχρωση με την χρυσή λεοντή που φορούσε «...έχω μοιραστεί μαζί σου τις ανησυχίες μου, μα τώρα δυστυχώς επιβεβαιώθηκαν» τον κοίταξε με νόημα. «Το Συμβούλιο προετοιμάζεται για τα χειρότερα. Θέλουμε να ελπίζουμε πως έχουμε κάνει λάθος αλλά, τα γραπτά του Βιβλίου των Λέξεων έχουν διαρρεύσει στη Γη»
«Αυτό είναι γνωστό ήδη από την εποχή της Θραύσης. Η προδοσία του Μαθάϊας δημιούργησε σοβαρές αναταραχές είναι γεγονός, αλλά το Συμβούλιο απ' όσο ξέρω διευθέτησε το ζήτημα.»
«Έχεις δίκιο, οι Λουθήτες, σ' αυτό τουλάχιστον τήρησαν τον λόγο τους. Αλλά δεν μιλάμε για το ίδιο το Βιβλίο. Αλλά για τα ''θραύσματά'' του...»
«Τι εννοείς ''θραύσματα''; Ο Μαθάϊ-»
«Το βδέλυγμα αυτό λοιπόν,» ήχησε σαν κεραυνός η φωνή ενός γενειοφόρου άνδρα με κέρατα κριαριού στην περικεφαλαία του, «που ούτε το όνομά του δεν θα έπρεπε να αναφέρουμε κανονικά, πριν προκαλέσει μόνος του τον αφανισμό του, στην ύστατη προσπάθεια να ξεφύγει από το Συμβούλιο κατέφυγε στην Γη»
«Ας με συγχωρέσει η λαμπρότητά σας αλλά, και αυτό είναι γνωστό. Καταφέραμε παρ' όλα αυτά να επανακτήσουμε τις Λέξεις»
«Αυτό που δεν γνωρίζει κανείς όμως από τους Υπερίωνες, εκτός του Συμβουλίου φυσικά, είναι ότι κάποια στιγμή ο προδότης δημιούργησε ορισμένα αντικείμενα, κάποια κειμήλια αν θέλεις, αντίγραφα του Βιβλίου...» ο άντρας που μίλησε φορούσε ένα λαμπερό διάδημα με αγριεμένους ολόχρυσους πετεινούς.
Ο Ρέγκουλους είχε μείνει άναυδος «Ολόκληρου του Βιβλίου; Υπάρχει δηλαδή ένα ακόμη αντίγραφο του Βιβλίου εκεί έξω;»
«Δεν έχουμε στοιχεία που να δείχνουν το αντίθετο» μίλησε ο προηγούμενος Υπερίωνας.
Ένας ακόμη Ανώτατος επενέβη στην συζήτηση. Μικρά χρυσαφένια κέρατα ξεπρόβαλλαν στο μέτωπό του κατώ από μια φαρδιά κουκούλα. Η υπόλοιπη αμφίεσή του ήταν καλυμμένη από έναν βαρύ πτυχωτό μανδύα.
«Δεν μπορούμε να πούμε πως υπάρχει ένα δεύτερο Βιβλίο των Λέξεων... όχι ακριβώς. Τα κειμήλια αυτά σαφέστατα και αποτελούν ψήγματα του αρχικού βιβλίου αλλά δεν είναι ενωμένα σε μια ενιαία γραφή και άρα, είναι μάλλον ''αδρανή''»
«Παρότι είναι όμως ''αδρανή'' Ερημίτη, τα αντικείμενα αυτά συνεχίζουν να υπάρχουν στην Γη έπειτα από δύο ολόκληρες εποχές. Αν οι αναφορές μας αληθεύουν, πρόκειται για αντικείμενα από υλικά ευτελή ή οργανική ύλη. Κανονικά θα έπρεπε έως τώρα να έχουν αποσυντεθεί. Αυτά όμως συνεχίζουν να υφίστανται». Αυτή την φορά μίλησε μια Ανώτατη μεγαλύτερης ηλικίας. Στα μπράτσα της, έλαμπαν βραχιόλια στο σχήμα ερπετών. Ο Ρέγκουλους παρατηρούσε βουβός τη συζήτηση. Η κατάσταση, αν είχε κατανοήσει ορθά όσα είχαν ειπωθεί, ήταν τραγική.
«Πράγματι αδελφή μου, και γι αυτό οφείλω να αναγνωρίσω το λάθος μου για μια ακόμη φορά... Ξέρετε όλοι σας πως έχω ασχοληθεί με το ζήτημα των κειμηλίων όσο κανέις άλλος στο Συμβούλιο. Θα θυμάστε ότι η αρχική μου υπόθεση ήταν πως ακριβώς επειδή η γήινη ύλη αναπόφευκτα καταστρέφεται, τα αντικείμενα αυτά, δεν θα αποτελούσαν πραγματικό πρόβλημα για τους Υπερίωνες καθώς θα φθείρονταν με τον χρόνο...» ξερόβηξε «... αυτό όμως δεν συνέβη για κάποιο λόγο. Τα κειμήλια επιβίωσαν...»
«Αδελφέ μου» μίλησε ο Λέοντας «Έχεις κάποια σκέψη γιατί συνέβη αυτό;»
«Μπορούμε να θεωρήσουμε ότι όσο το Αρχικό Βιβλίο ''ζει'', επειδή τα αντικείμενα έχουν το καθένα κοινά σημεία με αυτό, αναπόφευκτα συντηρούνται»
«Άρα αν οι Λέξεις καταστραφ-» πρότεινε ο Ρέγκουλους, για να τον κόψει ο Κριός
«Μην τολμήσεις καν να το υπονοήσεις αυτό Ρέγκουλους, είναι ιεροσυλία. Υπάρχουν Μυστήρια στα βιβλία. Υπάρχει Δύναμη. Και δεν υπάρχει γνωστός τρόπος να καταστραφούν»
Ο Ρέγκουλους ξεφύσηξε «Επομένως, είμαστε σε αδιέξοδο όσο υπάρχουν τα αντικείμενα αυτά, όμως, γιατί το θέμα αυτό το εξετάζει τώρα το Συμβούλιο; Τι άλλαξε; Απ' όσο ξέρω κανένα Βιβλίο από μόνο του δεν είναι αρκετά ισχυρό για να ανατρέψει το έθνος των Υπεριώνων»
«Σε αυτό έχεις δίκιο Ρέγκουλους» Η Γοργόνα είχε πλεγμένα στα σγουρά μαλλιά της χρυσά κοράλια και ημιδιάφανα πέπλα που κατέβαιναν στο μέτωπό της, «Το ζήτημα είναι σοβαρό όμως. Οι Λέξεις περιέχουν πανίσχυρες επωδές και είναι και το «κλειδί» για την κατανόηση και την χρήση του Βιβλίου των Αριθμών και των Συμβόλων. Άλλωστε, οι προπάτορες του Συμβουλίου όρκιζαν τους Υπερίωνες να μην διαβάσουν ολοκληρωμένο κανένα από τα βιβλία αυτά για κάποιον λόγο».
«Δεν μπορούμε να έλθουμε σε επαφή με τους Λουθήτες; Ως φύλακες του Βιβλίου μπορεί να έχουν ανακαλύψει κάτι παραπάνω από το Συμβούλιο ή να γνωρίζουν κάτι για τα κειμ-»
«Όχι. Το Συμβούλιο έχει πάρει αυτήν την απόφαση προ πολλού...Μας αρκεί που φυλούν το Βιβλίο και τα μυστικά του στη Γη. Δεν θα τους εμπλέξουμε παραπάνω...» παρενέβη ένας άνδρας με δέρμα στο χρώμα του μπρούτζου και αμυγδαλωτά μάτια. «Άλλωστε, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι αν και αποκαλούμε μόνο τον Μαθάϊας προδότη, όλοι τους μας πρόδωσαν. Γι' αυτό και τιμωρήθηκαν και θα συνεχίσουν να τιμωρούνται».
«Πως μπορείς να το λες αυτό Σκορπιέ;» τον διέκοψε με πικρία η γυναίκα με τα ερπετοειδή κοσμήματα «Επειδή παράκουσαν τις εντολές του Συμβουλίου, δεν σημαίνει αυτομάτως ότι αναμείχθηκαν και στην κλοπή των Λέξεων. Το Συμβούλιο έχει πειστεί γι' αυτό... Ας μην είμαστε τόσο σκληροί λοιπόν. Όλοι χάσαμε κάποιον στην Θραύση, όλους μ-»
«Ναι. Ακριβώς. Όλοι χάσαμε κάποιον, θα πρέπει μην το ξεχνάς αυτό» είπε ψυχρά. «Οφείλουμε όμως να σταθούμε στο ύψος μας και να μην αντιδρούμε συναισθηματικά. Μπορεί εσύ να έχασες την κόρη σου, αλλά δεν είσαι η μόνη. Και ΄γω την έχασα την γυναίκα μ-»
«...μόνο που δεν σκότωσα η ίδια την κόρη μου...» Δάκρυα γυάλιζαν στα μάτια της. Ο Ρέγκ δεν είχε ξαναβρεθεί ποτέ σε τόσο δύσκολη θέση. Όλοι το ήξεραν αλλά, κανένας δεν το είχε αναφέρει μέχρι τώρα. Το σαγόνι του Σκορπιού είχε σφιχτεί τόσο δυνατά που νόμιζε ότι τα δόντια του θα θρυμματίζονταν από στιγμή σε στιγμή.
Η Γοργόνα έπιασε από το μπράτσο την μεγαλύτερη γυναίκα και στράφηκε στον προηγούμενο Ανώτατο. «Αδελφέ μου, αδελφή μου, δεν είναι η κατάλληλη στιγμή...». Ο Ρεγκ σήκωσε το βλέμμα του από το πάτωμα και στάφηκε προς τον Ερημίτη.
«Τι άλλο γνωρίζετε για τα κειμήλια λοιπόν;»
«Ο προδότης τα δημιούργησε στην πορεία του από το Νέδρος προς το Ισχάτεμ απ' όπου επιβιβάστηκε σ' ένα πλοίο που σάλπαρε προς τις Εσχατιές του Κόσμου» του απάντησε με μια ανάσα «προφανώς δεν κατανοούσε την αξία τους γιατί τα άφησε πίσω του σ'όλ-»
«Μισή κλεψύδρα Εκλαμπρότατε... Αν αυτά που λέτε ισχύουν, τα αντικείμενα αυτά δεν συνιστούν πραγματικό πρόβλημα παρά μόνο αν συγκεντρωθούν όλα μαζί γιατί. Καθώς όμως, τα αντικείμενα αυτά είναι διασκορπισμένα στις δύο γήινες ηπείρους και στα ενδιάμεσα νησιά το εγχείρημα της συγκέντρωσής τους, αν φυσικά οι άνθρωποι γνωρίζουν γι' αυτά και τις Δυνάμεις τους, είναι αδιανόητο»
«Μα γι' αυτό ακριβώς σε καλέσαμε Ρέγκουλους» πρόφερε μια δροσερή μα και σταθερή φωνή. Η Κόρη προχώρησε προς το μέρος του, ο Ρεγκ μύρισε το υπέροχο άρωμα των χρυσών κρίνων που ξεπρόβαλλαν μέσα από τα μαλλιά της. Στα σχιστά μάτια της Κοπέλας χόρευαν χρυσαφένιες αντανακλάσεις. «Η εκλαμπρότητά του, ο Σκορπιός προσκόμισε στο Συμβούλιο ενδείξεις ότι υπάρχει μια συντονισμένη προσπάθεια στο Νέδρος για τη συγκέντρωση των κειμηλίων...»
«Δεν είναι απλές ενδείξεις» συμπλήρωσε ο Σκορπιός. Πέρασε τα δάχτυλά του πάνω στο ξυρισμένο κρανίο του, ισορροπώντας στην παλάμη του άλλου χεριού το χρυσοποίκιλτο κράνος του, που το διακοσμούσε το κεντρί ενός σκορπιού από όνυχα. «Όλοι μου οι σύμβουλοι συγκλίνουν στην ίδια απόφαση, το εγχείρημα εξαπλώνεται μέχρι τις ακτές της Αλθένχυραμ. Η Αυτοκρατορία προσεγγίζει την Ηγεμονία της Κοιλάδας γι' αυτόν τον σκοπό... Καταλαβαίνετε... πιο κοντά στην έρημο, στην σκήτη... Για να μην θυμηθούμε αυτή την συσσώρευση ενέργειας πάνω από την Θέραμιν πριν από μισή εποχή»
«Μα πως καταλαβαίνετε την θέση των κειμηλίων; Δεν είναι άγνωστη;»
«Πλησίασε Ρεγκ» του είπε ο Λέοντας «πλησίασε και θα δεις»
Ο Λέοντας παραμέρισε το χρυσοκέντητο κάλυμμα του μυστηριώδους αντικειμένου που βρισκόταν στο κέντρο της αίθουσας. Κάτω από το ύφασμα φάνηκε μια σκαλιστή λάρνακα από μαύρο χρυσό. Ο Ρέγκουλους έβγαλε ένα επιφώνημα. Η Σκιά του Ήλιου ήταν το πιο σπάνιο μέταλλο τους Ουρανούς και ποτέ του δεν είχε φανταστεί ότι υπήρχε σε τόση μεγάλη ποσότητα. Όμως, αυτό που έκανε την καρδιά του να αναπηδήσει ήταν το αντικείμενο στο εσωτερικό της. Πάνω στο σκοτεινό βελούδο ήταν ακουμπισμένος ένα ακατέργαστο πορφυρό πετράδι. Κινούμενοι αριθμοί από σκιές διέτρεχαν κάθε ακμή του και στο εσωτερικό του, πάλλονταν μια «καρδιά» από εκτυφλωτικό κατακόκκινο φως.
«Το Βιβλίο των Αριθμών..» ψέλλισε. Και τότε το ένιωσε. Το Βιβλίο τον τράβηξε. Το χέρι του κινήθηκε με ορμή, χωρίς ο ίδιος να το θέλει προς αυτό. Μόλις το ακούμπησε ένιωσε ένα μούδιασμα που έφθασε μέχρι το μυαλό του, καθηλώνοντας το βλέμμα και όλες τις αισθήσεις του στο Βιβλίο. Ο Σκορπιός τον τράβηξε με δύναμη από το σκαλιστό κιβώτιο. Ο Ρέγκ ένιωσε να επανακτά τον έλεγχο του μυαλού και του σώματός του. Ανάσανε αργά, σχεδόν με κόπο.
«Το ένιωσες αυτό;» τον ρώτησε η Κόρη. Έγνεψε ''ναι'' πολύ εξαντλημένος για να απαντήσει.
«Υποθέτουμε πως με παρόμοιο τρόπο ''έλκουν'' και τα κειμήλια τους Υπερίωνες. Μόλις βρεις ένα θα το καταλάβεις.»
«Θα το καταλάβω; Εγώ; Τι εννοείτε; Πώς;»
«Μα δεν το κατάλαβες ακόμη φίλε μου;» τον ρώτησε ο Λέοντας «Σε χρειαζόμαστε. Όλοι. Σαν Αγγελιαφόρο.».
Το σοκ πάγωσε τον Ρεγκ για μια στιγμή. Μα γρήγορα κατέληξε σε μια εφιαλτική διαπίστωση.
《Συγνώμη... αλλά, αν τα κειμήλια προδίδουν τη θέση τους μόνο στους Κατοίκους των Ουρανών, οι γήινοι πώς..;》
《Πιστεύουμε πως έχουν βοήθεια...》ο Λέοντας τον κοίταξε βαθιά στα μάτια τον παιδικό του φίλο. Χρυσός στο ασήμι. Ο Ρεγκ ολοκλήρωσε τον συλλογισμό του.
《Κάποιος μας προδίδει...》
《Ακριβώς. Αυτό είναι το δεύτερο πράγμα που θέλουμε να ανακαλύψεις. Πρέπει να βρούμε ποιος και γιατί. Και να τον σταματήσουμε》
《Μα το ίδιο το Συμβούλιο έχει απαγορεύσει την πτώση...》
《Γι αυτό και αποφασίσαμε να σου παρέξουμε αμνηστία》παρενέβη η Οφιούχος 《Αν αποφασίσεις να αναλάβεις την αποστολή θα έχεις τον λόγο μας σαν συμβόλαιο. Με τη μόνη προϋπόθεση πως δεν θα αποκαλυφθείς στους γήινους》
《Μα πώς;》
Ο Ανώτατος με αρματωσιά τοξότη που τόση ώρα είχε παραμείνει σιωπηλός του έτεινε μια κοσμηματοθήκη. Όταν ο Ρέγκ την άνοιξε, αντίκρυσε ένα πέτρινο βραχιόλι. Πάνω στη λεία, εφυαλωμένη επιφάνειά του υπήρχαν χαραγμένα σφηνοειδή σύμβολα. Όταν το έπιασε τα δάχτυλά του μυρμήγκιασαν αναιπαίσθητα.
《Ξέρεις τί είναι αυτό;》
Ένευσε θετικά 《Σαχρακίτης》
《Ακριβώς. Αιθέρας σε στερεή μορφή. Μπορεί να αποκρύψει τις δυνάμεις μας και να μας κάνει να φαντάζουμε γήινους. Χρησιμοποιούνταν για Εποχές επί Εποχών από τους αγγελιαφόρους πριν τη Θραύση. Κοινώς, είναι η ύλη των κομητών》
Ο Σκορπιός ξερόβηξε και τον καρφωσε με το βλέμμα του 《Άρα, μας μένει η απόφασή σου...》
Ο Ρεγκ ήταν έτοιμος να μιλήσει όταν ο Λέοντας τον τράβηξε παράμερα
《Φίλε μου... σε παρακαλώ. Η κατάστασή μας είναι, τολμώ να πω, οικτρή. Και δεν είναι μόνο το βιβλίο. Είναι ο προδότης. Δεν ξέρουμε ποιον να εμπιστευθούμε... Κανείς δεν το παραδέχεται αλλά, είναι σίγουρα κάποιος αρκετά ψηλά. Είσαι η τελευταία μας ελπίδα》 τον έπιασε από τους ώμους και του ψυθίρισε 《είναι λογικό να διστάζεις, να φοβάσαι ακόμα, δεν θα είναι κάτι εύκολο αλλα...》
Φυσικά και φοβόταν, θα ήταν ανόητος αν δεν φοβόταν. Μα η προοπτική αυτή τον ενθουσίαζε επίσης. Εκείνος δεν θα το είχε σκεφτεί ποτέ στη θέση τους. Όχι μετά τη Θραύση. Του ήρθε να γελάσει. Οι δέκα πιο ισχυροί Υπερίωνες στο στερέωμα τον παρακαλούσαν να παραβεί τους ίδιους τούς τους νόμους. Η σκέψη αυτή κράτησε μόνο για μια στιγμή. Το ζήτημα ήταν σοβαρό και έπρεπε να δώσει μια απάντηση χωρίς αναβολή.
«Ναι. Θα το κάνω... »
Ο Λέοντας τον κοίταξε με περηφάνια 《Πρέπει να φύγεις αμέσως. Φρόντισε να μην σε δει κανείς. Όταν μάθεις κάτι ή θες να επικοινωνήσεις με το Συμβούλιο ευθυγράμμισε το βραχιόλι με το κεχριμπαρένιο φεγγάρι. Θα σε βρούμε εμείς》
Ο Ρεγκ υποκλίθηκε και γύρισε να φύγει.
《Α... και Ρεγκ;》του φώναξε ο Λέοντας 《να προσέχεις και... και σ' ευχαριστώ...》
***
Δεν βγήκε από το Ανάκτορο από την ίδια πύλη από την οποία μπήκε σ' αυτό. Αυτή την φορά, διάλεξε την Νότια είσοδο που χρησιμοποιούνταν μόνο σε ειδικές περιστάσεις. Τράβηξε πιο πάνω την κουκούλα του σκούρου μανδύα του. Κανείς δεν πρέπει να μάθει, γιατί αλλιώς θα ξεσπάσει σάλος.
Μια φαρδιά πέτρινη σκάλα οδηγούσε από το Μέγαρο του Συμβουλίου στην κορυφή της Ακρόπολης μέχρι την βάση του λόφου, το νερό. Πέρα από την κυκλική λίμνη εκτείνονταν μια ερημική έκταση σαν έρημος, με άμμο που γυάλιζε στο φως σαν χρυσόσκονη. Ακόμη πιο μακριά, διέκρινε σύννεφα, αεικίνητες μάζες πυκνού ολόλευκου καπνού. Το Αρχιπέλαγος των Ουρανών.
Κατέβηκε μέχρι τη λίμνη, ήταν τόσο ρηχή που το χρυσαφένιο νερό ίσα που έφθανε μέχρι τον αστράγαλό του. Άρχισε να ξεντύνεται. Γιατί φοβάσαι τόσο Ρεγκ; Το έχεις ξανακάνει πολλές φορές... προσπάθησε να πείσει τον εαυτό του. Ποτέ όμως για τόσο καιρό, ποτέ για έναν σκοπό τόσο σημαντικό, του απάντησε μια φωνούλα στο πίσω μέρος του μυαλού του.
Έβγαλε τελείως όλα του τα ρούχα και έσφιξε το πέτρινο βραχιόλι στο μπράτσο του. Ένιωσε το περίεργο μέταλλο παραδόξως ζεστό πάνω στο δέρμα του.Έσφιξε τα δόντια του. Έγειρε μπροστά παίρνοντας φόρα και έτρεξε πάνω στη στιλπνή επιφάνεια του νερού. Πήδηξε και βούτηξε στο ελάχιστο βάθος. Έπεφτε.
O κόσμος γύρω του πήρε φωτιά και εκείνος έπρεπε να βρει τον προορισμό του. Όχι στο Νέδρος. Γιατί δύσκολα θα μπω στην Αυλή της Ενάτας. Όχι μακρυά. Γιατί δύσκολα θα φθάσω μετά εκεί. όχι σε κράτος εχθρικό. Για να μπορέσω να φθάσω στο Νέδρος σαν φίλος και όχι ως αντίπαλος. Πυρακτωμένη σκόνη συγκεντρώθηκε γύρω του, κολλώντας στο δέρμα του σαν λαμπερές φολίδες, και ο αέρας γύρω του ξαφνικά έγινε πιο αραιός και εκείνος έπεφτε και έπεφτε.
Τώρα άρχισε να μπορεί να διακρίνει το ΄γήινο έδαφος χιλιάδες χιλιάδων πόδια μακριά. Άνοιξε τα χέρια του σαν φτερά και έστριψε. Κατευθυνόταν προς τις ακτές της Νήσου Μιρβάαλ. Ήταν κοντά. Μάζεψε τα μπράτσα του σφικτά επάνω στο κορμί του. Επιτάχυνε τρομακτικά. Από μακρυά έμοιαζε με τη λάμα πύρινου ξίφους που έκοβε ανάμεσα στους ουρανούς. Ένας κομήτης.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top