II Άμαρις
Μισή Εποχή και Τέσσερις Κύκλους Πριν
Μπαίνοντας στα νέα της διαμερίσματα τα βήματά της αντίχησαν από το ραγισμένο και καμμένο μάρμαρο του πατώματος στους τοίχους με τα θεσπέσια ψηφιδωτα. Ξεθυλήκωσε τα περίτεχνα κουμπώματα της επίχρυσης πανοπλίας της και την άφησε να πέσει στο μάρμαρο. Ο κρότος ήταν εκκωφαντικος. Έλυσε τα μαλλιά της και τα άφησε να ξεχυθούν στην πλάτη της σαν ματωμένα πέπλα. Ήταν καλυμένη στη βρώμα και τη δυσωδία της μάχης. Πληγές και σκισίματα έχασκαν ανοιχτά πάνω στο σώμα της και το δέρμα της είχε πρηστεί στα σημεία που αργότερα θα μελάνιαζαν. Αργά ή γρήγορα θα έπρεπε φροντίσει της πληγές της, πρώτα όμως ήθελε να πλυθεί. Έστειλε να της καλέσουν τις έμπιστες υπηρέτριες της προηγούμενης βασίλισσας στα ιδιάιτερά της.
Η νεαρή δούλα που με το ξυρισμένο της κεφάλι έμοιαζε όλο και πιο πολύ με ποντίκι βρήκε τη νέα κυρίαρχο της Θέραμιν, της Πόλης των Πόλεων, και πρώτο μέλος της πέμπτης αυτοκρατορικής δυναστείας του Νέδρος γυμνή, πάνω στα μεταξωτά σκεπάσματα του κυκλικού κρεβατιού της προηγούμενης βασίλισσας. Τα ξανθά μαλλιά της αν και ακόμη ματωμένα και λερά, συναγωνιζόταν στο χρώμα το χλωμό χρυσάφι ενώ, τα κεχριμπαρένια μάτια της έλαμπαν με άγρια χαρά. Όταν της μίλησε, η φωνή της ήχησε πλούσια, όπως ο βρυχηθμός της λέαινας.
«Κάνε γρήγορα. Έχω μια ήπειρο να διοικήσω»
Το κορίτσι, αμίλητο γέμισε τη σκαλιστή ολόχρυση μπανιέρα με ζεστό νερό και έσταξε μέσα της εκχύλισμα απο τον ακριβότερο μόσχο της Αυτοκρατορίας της Κοιλάδας. Έτεινε το χέρι της στην Άμαρις πέφτωντας σε μια βαθιά υπόκλιση. Η αυτοκράτειρα την αγνόησε και βυθίστηκε μόνη της κάτω από τη βελούδινη επιφάνεια του καυτού υγρού. Άφησε τη δούλα που έτρεμε να λούσει τα πυκνά μαλλιά της. Έκλεισε τα μάτια της και σιγομουρμούρισε ένα σκοπό που είχε μάθει πολύ παλιά, όταν ήταν ακόμη μικρή. Είχε νικήσει. Αψήφησε όλες τις πιθανότητες και νίκησε. Θυμήθηκε τα τρομαγμένα βλέμματα των στρατιωτών της Βασιλικής Φρουράς καθώς τους μακέλευαν οι συμπολεμιστές τους, ο εθνικός στρατός του Νέδρος. Έφερε στο μυαλό της τη στιγμή που ο κρυφός σύμμαχός της διέλυσε την άμυνα της πόλης όταν δημιούργησε ορύγματα στα απόρθητα, έως τότε, τείχη της, εκείνη, που διέλυσε η ίδια τις ολόχρυσε πύλες του μητροπολιτικού ναού με μία της λέξη και ο εξαθλιωμένος λαός μαζί με τον στρατό της επιτέθηκαν στο ιερατείο και τους ευγενείς που είχαν καταφύγει εκεί, λεηλάτησαν τους βωμούς και τους έβαλαν φωτιά. Μόνη της τράβηξε τη βασίλισσα που είχε αρπαχτεί με λύσσα από τον βωμό της Θαμάρ, της θεάς-μητέρας ζητώντας άσυλο, και την παρέδωσε στον Άρχοντα πολέμαρχό της για να την φυλακίσει μαζί με την υπόλοιπη βασιλική οικογένεια. Άμοιρο πλάσμα, από τη μανία της να μείνει δίπλα στη θέα της έσπασε τα νύχια της στο μάρμαρο του βάθρου του χρυσού ειδώλου και ούρλιαζε προσευχές μέχρι που τη φίμωσαν. Σε κάθε περίπτωση, μια χρυσή αγελάδα δεν θα τη βοηθήσει σε ό,τι επακολουθήσει απόψε. Χαμογέλασε.
Είχε επίγνωση ότι είχε αιματοκυλήσει κάθε δρόμο και πλατεία της Θέραμιν, κάθε γωνιά της απ' άκρη σ' άκρη. Μα το μακελειό δεν είχε τελειώσει ακόμη. Στη σκέψη και μόνο χαμογέλασε ξανά.
《Φτάνει τόσο》είπε στο δουλικό και σηκώθηκε στάζοντας και έχοντας ακόμη τα μάτια της κλειστά.Ένιωσε τα αεικίνητα χέρια εκείνου του ηλίθιου πλάσματος να σφουγγίζουν το νερό από πάνω της με το πιο μαλακό βαμβάκι. Μικρή μαλακισμένη βρώμα, που να ξερες ότι υπήρξα σαν ή μάλλον χειρότερα από εσένα.
Γύρισε να την αντικρύσει και είδε βουβά δάκρυα να τρέχουν από τα κοκκινισμένα μάτια της και να χαράζουν τα μάγουλά της. Η Άμαρις ένιωσε το αίμα να κοχλάζει μέσα της.
«Κλαίς;» Η φωνή της έκοψε τη σιωπή σαν την πιο κοφτερή λεπίδα «Κλαίς;» τα μάτια της έκαιγαν.
Η κοπελίτσα ψέλισσε κάτι ακατάλυπτο.
Δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί, γύρισε και άρπαξε τη σκλάβα από το σαγόνι με σιδερένια δάχτυλα. «Εγώ είμαι η αυτοκράτειρά σου τώρα πόρνη» δηλητηρίασε την κάθε συλλαβή «εξαφανίσου». Το κορίτσι έτρεξε στην πόρτα τρέμοντας.
Ακόμη ξέντυτη, η πανέμορφη ξανθιά γυναίκα τράβηξε τα βαριά, ολοκέντητα παραπετάσματα μπροστά από τα παράθυρα με τα γλυπτά καφασωτά και την είσοδο του αίθριού της. Γύρισε τους καθρέπτες στους τοίχους και τους κάλυψε, βυθίζοντας το δωμάτιο στο απόλυτο σκοτάδι. Γέμισε τα σκαλιστά έπιπλα με αναμμένα κεριά που λιώνοντας, έκαναν σημάδια στις μαρκετερί μπορντούρες και το γυαλισμένο ξύλο, άναψε θυμίαμα. Ήταν επικίνδυνο, το ήξερε χωρίς τις συνηθισμένες προφυλάξεις της αλλά, το φορτίο με τους μετεωρόλιθούς της δεν είχε ακόμη φθάσει στην πόλη και εκείνη τον χρειαζόταν άμεσα. Έκλεισε τα μάτια και τον κάλεσε με το όνομά του «Λεσάθ». Τράβηξε τον συριστικό ήχο και ένιωσε σαν να βρισκόταν σ' ένα πιθάρι με οχιές.
Ένιωσε την παρουσία του πίσω της. Σκοτεινά δάχτυλα έκλεισαν τις παλάμες της από κάτω και σκοτεινά σύννεφα χόρεψαν γύρω της, δίνοντας τη θέση τους σε μια συμπαγή, ανθρώπινη φιγούρα. Ο Λεσάθ την φώναξε και εκείνος με το όνομά της.
«Άμαρις, με φώναξες;»
Η χροιά του συντάραξε κάθε κύτταρο της ύπαρξής της. Η Άμαρις γύρισε και θαύμασε τον μυώδη κορμό του. Έμοιαζε με άγαλμα, κυριολεκτικά, έμοιαζε μ'ένα ολοσκότεινο μπρούτζινο γλυπτό που εξέπεμπε μια μυστηριώδη λάμψη. Το σώμα του, καλύπτονταν από άπειρα μικροσκοπικά φωτεινά σημεία, σαν τα άστρα στον νυχτερινό ουρανό. Ανακάτεψε τις μαύρες μπούκλες του με τα ολόλευκα χέρια της και τον φίλησε βίαια. Τα χρυσά του μάτια έκαιγαν σαν από πεινα.
Τα μεγάλα χέρια του Λεσάθ ταξίδεψαν πάνω στο σώμα της Άμαρις, αρπάζοντας τα γυναικεία μέρη της. Καθώς τα δάχτυλά του περνούσαν φευγαλέα πάνω από τις ανοιχτές πληγές της, η σκισμένη σάρκα θεραπευόταν, οι τένοντες και οι μύες επανασυνδέονταν, οι ουλές έδιναν τη θέση τους στο άθικτο δέρμα. Δάγκωσε τον λαιμό του και τον παρακάλεσε κάτω από την βαριά ανάσα της.
«Αγάπη μου, ξέρεις τι χρειάζομαι...» λαχάνιασε. Σαν τον διψασμένο που ζητά νερό το στόμα της είχε ξεραθεί και οι τρίχες της ηλεκτριζόταν καθώς ένιωθε την δύναμή του να περνάει στο αίμα της, να τρέχει στις φλέβες της. «...Πρέπει να μπορώ να γίνω η θεά τους απόψε...». Ο Λεσάθ έγνεψε και έπειτα την κουβάλησε στο κρεβάτι μειδιώντας κυνικά.
Ο ήλιος είχε σχεδόν δύσει όταν τελείωσαν. Η Άμαρις γλίστρησε από το στρώμα και περπάτησε μέχρι την πόρτα που έβγαζε στο λιακωτό της. Με μια κίνηση, άνοιξε τη δίφυλλη σκαλιστή πόρτα και άφησε το χρυσαφένιο φως του ήλιου που έδυε να εισβάλλει στο δωμάτιο. Το σώμα του εραστή της, που κείτονταν πάνω στο κρεβάτι διαλύθηκε σε εκατομμύρια σπίθες. Στη συνέχεια, κάλεσε τις υπηρέτριές της να την ντύσουν. Είχε να εκτελέσει ολόκληρη την Αυλή της τετάρτης δυναστείας.
***
Ήταν έτοιμη τα μεσάνυχτα. Οι ξανθές της τούφες είχαν πλεχτεί και σκαρφάλωναν μέχρι την κορυφή του κεφαλιού της. Τα κεχριμπαρένια μάτια της, σπίθιζαν από την ενέργεια που είχε απορροφήσει από τον Λεσάθ και είχαν τονιστεί με μια μαύρη χρωστική και νιφάδες από φύλλα χρυσού. Το φόρεμά της ήταν εξίσου εντυπωσιακό. Το σώμα της κοσμούσαν μεταλλικές φολλίδες, θυμίζοντας έτσι τον θώρακα τη πανοπλίας της, και η φούστα της, από ημιδιάφανο μαύρο ύφασμα, εξαίσια κεντημένο, άφηνε ένα πόδι της σε κοινή θέα. Η πλάτη και ο ψηλός λαιμός του φορέματος ήταν φτιαγμένα από την πανάκριβη Εχυλιανή δαντέλα. Εχύλια, το σπίτι της. Νέδρος, το βασίλειό της. Στο δεξί της χέρι, φόρεσε ένα φολιδωτό γάντι, μέσα στο οποίο γλίστρησε μια γυμνή λεπίδα. Όταν στάθηκε μπροστά από τον καθρέπτη της, δεν είδε το εαυτό της σαν βασίλισσα ή σαν αυτοκράτειρα αλλά, σαν μια θεότητα. Οι ίριδές της έκαιγαν σαν καυτό χρυσάφι, σχεδόν όσο και του Λεσάθ.
Την ειδοποίησαν πως η Ιάνειρα την περίμενε στο αίθρίο της και εκείνη ένεψε. Βγήκε στο μαρμάρινο μπαλκόνι της όπου βρήκε την μάγισσα να παρατηρεί τα στίφη των ανθρώπων που συγκεντρώνονταν ώρα με την ώρα μπροστά από το ανάκτορο. Η Ιάνειρα, αιματομάντις και εκπαιδευμένη στους επτά πυλώνες της Απόκρυφης Τέχνης στα μυστηριώδη εδάφη του Ισχάτεμ ήταν αυτή που της έμαθε να ελέγχει και να χρησιμοποιεί την αστρική ενέργεια που της προσέφερε ο Λεσάθ, χωρίς να έχει ούτε σταγόνα μαγικό αίμα. Ντυμένη για την περίσταση, φορούσε μια απλή εσθήτα στο χρώμα των φύλλων της ελαιόδεντρου και είχε καταφέρει να τιθασεύσει τα χάλκινα μαλλιά της σε μια παχιά πλεξούδα. Δεν είχε όμως αποχωριστεί το κόκκαλο από το κρανίο αντιλόπης που κρεμόταν πάντα πάνω από τα μάτια της κι έτσι, τα στριφογυριστά κέρατα έλαμπαν στο φεγγαρόφωτο. Μίλησε στην Άμαρις χωρίς να γυρίσει να την κοιτάξει, με το βλέμμα καρφωμένο στον κόσμο.
«Τους κατέκτησες, όλοι τους θα το δεχθούν» η υπόκωφη φωνή της σχεδόν χανόταν με το φύσημα του αέρα. «δεν είναι ανάγκη να το κάνεις»
«Κι όμως είναι» έκανε αποφασιστικά η νέα βασίλισσα βγαίνοντας από τις σκιές. «Δεν πέρασε πολύς καιρός που είμαστε σαν κι αυτούς, αδύναμα μυρμήγκια, εξαθλιωμέμοι, περιμένοντας έξω από κλειστές πόρτες αρχόντων για να τους προσκυνήσουμε, ζητώντας τους την άδεια για να μπορέσουμε να επιβιώσουμε μια ακόμη μέρα»
«Μα δεν είμαστε πια... Κοίτα τι καταφέραμε, κοίτα τι εσύ κατάφερες. Απόψε, όλοι αυτοί» είπε δείχνοντας το πλήθος που περίμενε μπροστά στις πύλες του πανύψηλου κτηρίου, «όλοι αυτοί θα προσκυνήσουν εμάς. Εμείς είμαστε οι άρχοντες τώρα και εσύ, εσύ είσαι η αυτοκράτειρα ολόκληρου του Νέδρος».
Η Άμαρις χαμογέλασε μειλίχια «Οι άρχοντες και οι αυτοκράτορες πέφτουν όμως Ιανώ» τη φώναξε χαϊδευτικά, «Εγώ, θα μας φθάσω εκεί απ' όπου δεν θα μπορέσουμε να πέσουμε ποτέ. Εκεί απ' όπου δεν θα σκεφθεί κανείς, ποτέ να μας ρίξει, γιατί κανείς δεν τα βάζει με τους θεούς»
«Εκτός από εμάς φυσικά» είπε μελαγχολικά η άλλη ατενίζοντας τα αστέρια. « Σε κάθε περίπτωση, να ξέρεις ότι είναι επικίνδυνο. Κι εγώ, δεν μπορώ να σε βοηθήσω. Η μάχη με εξάντλησε και χρειάζομαι όση δύναμη μου απέμεινε για να κρατάω ψηλά τα Τείχη μου».
«Δεν θα ζητούσα τη βοήθειά σου σ'αυτό. Ο Λεσά-»
«Μην λες το όνομά του! Τί σου έχω πει;» σφύριξε η μάγισσα «Όχι τη νύχτα, όχι έτσι έξω. Θα σ'ακούσ-»
«Εντάξει ξέρω...Εκείνος, μου 'δωσε αρκετή ενέργεια». Σκέφτηκε για λίγο τα λεγόμενα της φίλης της. «Γιατί πρέπει να έχεις ψηλά τα Τείχη σου; Δεν είναι ανάγκη να φυλάγεσαι από εμένα ή το Χάρισμά μου»
«Το ξέρω. Αλλά δεν είναι για μας. Αυτό ήθελα να σου πω, η μικρή πριγκίπισσα έχει και εκείνη το Χάρισμα. Πρόσεχε.»
« Μα πώς το ήξερες;»
«Το ένιωσα να πάλλεται μέσα της. Όταν την έσερνα από το βωμό της θεάς της το πρωί, με απώθησε. Βούτηξε τα χέρια της στο αίμα ενός νεκρού μοναχού και για λίγο άφησε κάτω τα Τείχη της. Έκανε σαν θεριό. Με εκσφενδόνισε π-»
«Θα το τελειώσουμε απόψε. Μέχρι όμως να γίνει αυτό, κράτα τα μάτια σου επάνω της. Αν μη τι άλλο, το αίμα είναι το μοναδικό πράγμα που μπορεί να βρεί παντού σήμερα».
Όταν το φεγγάρι μεσουράνησε, οι δύο γυναίκες συναντήθηκαν με τους τρεις καινούριους Άρχοντες των Εξουσιών του Νέδρος. Τον μελαχρινό Ντέβοριν, τον Πολέμαρχό της Άμαρις . Τον Σοφό Ίνγκραμ, τον νέο Δικαστή, και τον Μάγκνα, τον Άρχοντα των κατασκόπων. Και οι τρεις τους, έφεραν τις χρυσές αλυσίδες του αξιώματός τους και υποκλίθηκαν βαθιά στη νέα Βασίλισσα. Μαζί τους, και ο Βοτέϋν, πρώην μέλος του Ιερατείου του πανθέου του Νέδρος, στον οποίο η Άμαρις σκόπευε να αναθέσει την λατρεία προς το πρόσωπό της. Μια βασίλισσα- θεά έπρεπε να έχει και τον εκπρόσωπό της για τους πιστούς. Του το όφειλε άλλωστε. Δική του ήταν η ιδέα να διασπείρουν φήμες για τις θεϊκές δυνάμεις της στα εχθρικά στρατεύματα. Έτσι, πολλοί από τους Νεδρινούς στρατιώτες λιποτάκτησαν του εθνικού στρατού και τάχθηκαν στον δικό της.
***
Ο Οίκος των Μεγάλων Βασιλέων, το Αυτοκρατορικό ανάκτορο του Νέδρος είχε κατασκευαστεί εξ΄ολοκλήρου από πράσινο γρανίτη στον ψηλότερο λόφο της Ακρόπολης της Θέραμιν. Όσοι ήθελαν να ζητήσουν ακρόαση από τα μέλη της Δυναστείας θα έπρεπα να σκαρφαλώσουν 777 σκαλοπάτια φορτωμένοι με τις προσφορές τους. Μια σειρά από κίονες που ξεκινούσε από την κύρια πύλη του παλατιού οδηγούσε σ' ένα ημικυκλικό αίθριο με υπέροχα λαξεμένες αψίδες με ανάγλυφες παραστάσεις.
Απέναντι από το ανάκτορο απλώνονταν η Πλατεία της Εξουσίας, ένας τεράστιος χώρος διακοσμημένος με αγάλματα αρχαίων ηγεμόνων και καλλωπιστικά φυτά ενώ, ένα επίπεδο πιο κάτω ξεκινούσε ο πλακόστρωτος δρόμος με τις εγχάρακτες επιγραφές που οδηγούσε στο Μέγα Τέμενος. Τώρα, η τεράστια αυτή έκταση κλιμακοστασίων και αψίδων, πλατειών, κρηνών και ναών ήταν πλημμυρισμένη από κόσμο που άρχισε να πανηγυρίζει όταν η Άμαρις και οι ακόλουθοί της βγήκαν από το ανάκτορο. Το έδαφος σειόνταν από τις ιαχές τους και κορδέλες κάθε χρώματος ανέμιζαν στον ουρανό. Η Άμαρις περπάτησε ως το χείλος του αιθρίου, στην κορυφή της σκάλας και άνοιξε τα χέρια της σαν να ήθελε να αγκαλιάσει το πλήθος. Έπειτα φώναξε με όλη τη δύναμη των πνευμόνων της.
«Αδέλφια μου, παιδιά μου, άνδρες και γυναίκες, ελεύθεροι και σκλάβοι, Σοφοί, έμποροι και αγρότες. Επί χιλιετίες, τα μέλη των Δυναστειών καθόριζαν τις ζωές σας. Από τη στιγμή που κλαίγατε για πρώτη φορά στη γέννησή σας μέχρι τη στιγμή που αφήνατε την τελευταία σας πνοή στο νεκροκρέβατό σας είσαστε δικοί τους. Η ζωή σας, μια κόλαση επί της γης. Αντιμετωπίσατε λιμούς και επιδημίες, την σκληρότητα των ευγενών και του Ιερατείου. Και προσευχόσαστε στους θεούς σας, στα είδωλα για ένα καλύτερο μέλλον. Για ένα μέλλον στο οποίο οι κόρες σαν δεν θα ήταν αναγκασμένες να γίνουν πόρνες για να σας ζήσουν ή οι γιοι σας να θαλασσοπνίγονται ή να σκοτώνονται ως μισθοφόροι στους πολέμους άλλων για να θρέψουν τις οικογένειές τους.
Προσευχόσαστε και ο σπλαχνικός Θεός σας άκουγε. Κλαίγατε και ο Θεός ήθελε να σβήσει τους πόνους σας. Έστειλε λοιπόν τη λύτρωση που ζητούσατε. Γιατί εμείς είμαστε Αυτός ενσαρκωμένος. Σας έστειλε τον σωτήρα σας γιατί έστειλε Εμένα.
Να θυμάστε, ο Θεός είναι δίκαιος με τους δίκαιους και αυστηρός με τους σκληρούς. Διότι δεν υπάρχει μεγαλύτερη ταπείνωση από το να έχετε αλυσοδεμένο τον βασιλιά σας στα πόδια ΜΟΥ, στα πόδια του Θεού. Απόψε ΕΜΕΙΣ, ο πέλεκυς της δικαιοσύνης του θεού θα κάνουμε τον βασιλιά σας να λογοδοτήσει. Και μετά θα πληρώσει. Ακριβά.».
Τα μάτια της γυάλιζαν απειλητικά στο φώς που έριχναν οι σκαλιστοί τρίποδοι λέβητες με το φωτιστικό έλαιο. Ο λαός ούρλιαζε σ'ένα ντελίριο τυφλής οργής, πολύχρωμες κορδέλες υψώνονταν στον νυχτερινό ουρανό.
«Φέρτε τους» διέταξε. Τα μέλη της Δυναστείας, η βασιλική οικογένεια και οι ευγενείς, οι αυλικοί, οι υπηρέτες και τα μέλη του Ιερατείου υποχρεώθηκαν να υποκλιθούν μπροστά της και έπειτα αλυσοδέθηκαν στη Μεγάλη Κλίμακα, μόλις λίγα σκαλιά πιο κάτω από την ίδια. Η Άμαρις φώναξε: «Παρουσιάζω στην δικαιοσύνη του Θεού τον Λούσιαν τον δεύτερο τον Λύκο». Δύο στρατιώτες της προσωπικής φρουράς της έσυραν τον βασιλιά στα πόδια της. Εκείνη έσκυψε και του ανασήκωσε το πρόσωπο ώστε να τον αναγνωρίσει ο λαός που τώρα οδύρονταν και έβριζε. Τον κοίταξε βαθιά στα μάτια χαμογελώντας ειρωνικά. Όρθωσε το κορμί της και κουνώντας τα χέρια της έδωσε εντολή στον λαό να σωπάσει.
«Λούσιαν» συνέχισε «όλοι γνωρίζουμε τις αμαρτίες σου. Η ψυχή σου είναι μαύρη, τα χέρια σου κόκκινα από το αίμα, το μυαλό σου γεμάτο από τις σκέψεις ενός διεστραμμένου άνδρα. Εγώ, δεν μπορώ να σε καταδικάσω παρ' όλα αυτά. Ο Θεός είναι μεγαλόθυμος. Θα σου δώσω μια τελευταία ευκαιρία να μετανοήσεις, να εξαγνίσεις την ψυχή σου από τις ακαθαρσίες της. Σκέψου και αποφάσισε. Γιατί η απόφασή σου θα καθορίσει την τύχη της γυναίκας και των παιδιών σου, του συμβουλίου σου, των ιερέων των θεών σου, των ερωμένων σου, των υπηρετών σου. Αυτή είναι η πρότασή μου: έλα και φίλα τα πόδια του νέου σου θεού». Χαμογέλασε σατανικά αν και δεν υπήρχε τίποτα το αστείο. «Θα το κάνεις; Θα έρθεις λοιπόν;» τον περιέπαιξε πάνω από τα κοροϊδευτικά σφυρίγματα του όχλου.
Την έφτυσε. Η έκφρασή της παραμορφώθηκε σε μια γκριμάτσα όλο μανία. Τον κλώτσησε στο πρόσωπο και ο ήχος της μύτης του που έσπαγε αντιλάλησε σ' όλη την πλατεία. Ο Λούσιαν στάθηκε όρθιος, το πρόσωπό του αισχρό από τη βρώμα του μπουντρουμιού και το φρέσκο αίμα. Όταν μίλησε, ήταν σαν να είχαν τρίψει τον λαιμό του με γυαλόχαρτο.
«Υπήρξα βάρβαρος, σκότωσα και βασάνισα και βίασα όταν μπορούσα, όσο μπορούσα. Απολάμβανα πλουσιοπάροχα συμπόσια όταν αυτά τα σκουλήκια εκεί κάτω λιμοκτονούσαν. Και δεν υπάρχει σωτηρία για μένα κυρά μου... Αλλά θα σταθώ μπροστά στο βήμα των θεών και εκείνοι θα με καταδικάσουν. Ούτε εσύ, ούτε ο κωλοθεός σου. Και δεν υπάρχει η παραμικρή περίπτωση να σου γλείψω τα πόδια. Πόρνη. Γαμημένη σκύλ-». Ένας φρουρός τον χτύπησε με την σιδερόφρακτη γροθιά του, τον έστειλε να κατρακυλήσει στα πρώτα σκαλοπάτια.
«Ακούσατε τον βασιλιά σας... Είναι αμετανόητος για τα εγκλήματά του» ούρλιαξε η Άμαρις, το πρόσωπό της μια παγωμένη μάσκα οργής. «Φρουροί , φέρτε τον επάνω. Απόψε θα αποδοθεί δικαιοσύνη». Έπιασε το βασιλιά από τα μαλλιά και έχωσε με δύναμη τη λεπίδα της στον λαιμό του τραβώντας του το πιγούνι προς τα πάνω. Ένιωσε το μέταλλο να διαπερνά το κόκκαλο και πηχτό, ζεστό αίμα να τρέχει στα δάχτυλά της. Ξάπλωσε το πτώμα με μια κλωτσιά, αφήνοντας το αίμα να βάψει την μαρμάρινη σκάλα στο χρώμα του ίασπη. Το έντονο ερυθρό χρώμα κάλυψε το βαθύ πράσινο. Σήκωσε το κομμένο κεφάλι για να το δει το πλήθος. Μύρισε την χάλκινη οσμή του αίματος και άκουσε θριαμβευτικές ιαχές και τον θρήνο των αλυσοδεμένων.
Η βασίλισσα ούρλιαζε χτυπώντας τα στήθη της, έκλαιγε για την τύχη της ίδιας και των παιδιών της. Η Άμαρις χαμογέλασε. Ίσως έπρεπε να παίξει και μ' αυτή. Η φωνή της Ιάνειρας όμως την συνέφερε «Αρκετά, δώσε ένα τέλος. Δεν είσαι χασάπης, δεν είναι γουρούνια».
«Ω, μα είναι αγαπητ-».Ένιωσε να πνίγεται, η χολή ανέβαινε σαν δηλητήριο στο στόμα της, το κρανίο της παλλόταν έτοιμο να σπάσει. Εντόπισε αμέσως την υπάιτια στο πλήθος. Η κοπέλα έβαφε τα χέρια της με το αίμα του πατέρα της και έσφιγγε τις γροθιές της . Η καρδιά της τινάχτηκε μέσα στα στήθη της, σαν ψάρι που σπαρταράει έξω από το νερό. Η πριγκίπισσα ανέβαινε τώρα έρποντας τη σκάλα πασαλειμμένη με αίματα. Τα κόκκινα μαλλιά της κολλούσαν στο πρόσωπό της και τα πράσινα μάτια της έλαμπαν με μίσος. Η 'Αμαρις βλαστήμησε τον πόνο. Την είχε ξεχάσει, είχε παρασυρθεί από το πανηγυράκι της και τώρα κινδύνευε. Ένιωσε τις φάλαγγες των δακτύλων της να σπάνε σε θρύψαλα. Απελπισμένη, χτύπησε σπασμωδικά τα χέρια της και ο λαιμός της πριγκίπισσας παραμορφώθηκε σε μια αφύσικη γωνία μ'ένα δυνατό κρακ. Η κοπέλα δεν κινήθηκε άλλο.
Η Άμαρις επανέκτησε τον ρυθμό της αναπνοής της. έστειλε λίγη ενέργεια στα άκρα της. Ίασις σκέφθηκε και ένιωσε τα οστά να ξανασυνδέονται μ'έναν καυτό πόνο. Πώς τολμησε; «Φρουροί! Σκοτώστε τους ... Σκοτώστε του όλους!» Ούρλιαξε ξανά. Τα μέλη της φρουράς της όρμησαν στις σκάλες όπου έσφαξαν αδιακρίτως άνδρες, γυναίκες και παιδιά, νέους και γέρους. Η Άμαρις κοιτούσε με δέος τη φρικιαστική σκηνή. Είχε δύναμη στη ζωή και στον θάνατο, ήταν μια θεά.
Ήξερε πως ήταν η κατάλληλη στιγμή. Ελευθέρωσε το Χάρισμά της στον αέρα γύρω τους καθώς άρχισε να κατεβαίνει τα σκαλοπάτια με τα χέρια προτεταμένα. Η φούστα της βουτήχτηκε στο αίμα και στα πολτοποιημένα σώματα. Άρχισε να φυσά δυνατά, τα αιματοβαμμένα πέπλα του φορέματός της άνοιξαν στο πίσω μέρος σαν ουρά, όπως τα πανιά του ιστιοφόρου. Φώναξε:
«Όποιος αψηφά τον Θεό έρχεται αντιμέτωπος με την οργή του». Ο στατικός ηλεκτρισμός που είχε καλέσει στην ατμόσφαιρα βούιζε. Οι πρώτες χρυσαφιές αστραπές χαράκωσαν τον ουρανό. Οι αστραφτερές λάμψεις την έκαναν στα μάτια του πλήθους να μοιάζει με πλάσμα υπερφυσικό, βγαλμένο από τους χειρότερους εφιάλτες τους. Τώρα, είχε κατέβει στα μισά της σκάλας. Οι κεραυνοί χτυπούσαν στο πέρασμά της καίγοντας τα πτώματα των ευγενών, των ιερέων, των ερωμένων και των μπάσταρδων παιδιών τους. «Φίλοι μου» βρυχήθηκε «είμαι μαζί σας όσο είστε μαζί μου. Θα σας προστατεύσω. Θα σας βοηθήσω. Ζητώ την αφοσίωσή σας, την πίστη σας. Ζήτω το Νέδρος! Ζήτω η Ενάτα!». Χρησιμοποίησε τη λέξη για την θεά- βασίλισσα και άκουσε ευφορικά το πλήθος να επαναλαμβάνει τις ζητωκραυγές της. Και τότε, κάτω από τον τρόμο που προξενούσε στον ουρανό, οι εκατομμύρια κάτοικοι της Θέραμιν γονάτισαν μπροστά στη νέα τους θεά δοξάζοντάς τη. Η 'Αμαρις χαμογέλασε. Επιτέλους.
***
Το πρωί, το φως του ήλιου αποκάλυψε τα σημάδια από το μακελειό που έλαβε χώρα τα ξημερώματα. Χιλιάδες από ματωμένα ή καρβουνιασμένα πτώματα σκαρφάλωναν στην Μεγάλη Κλίμακα των ανακτόρων, που δεν έφερε καμία φθορά. Τα σκυλιά της πόλης είχαν επωφεληθεί από τα διασκορπισμένα ανθρώπινα μέλη και οι κάτοικοί της πρωτεύουσας είχαν προσβάλλει τους νεκρούς με κάθε δυνατό τρόπο. Η Άμαρις έβαλε φωτιά σ'αυτή τη μάζα σκισμένης σάρκας, σπασμένων οστών, μισοσαπισμένου αίματος, ακαθαρσιών και τέφρας με μια κοφτή κίνηση του καρπού της. Ήταν η νέα βασίλισσα και είχε έρθει η ώρα να βασιλεύσει.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top