I Η Πολιορκούμενη Βασίλισσα
Αφιερωμένο στην SofiGrek που έγινε η αιτία συγγραφής του κεφαλαίου αυτού και κατά τη γνώμη μου συνιστά το καλύτερο παράδειγμα για κάθε wattpadακια με το βιβλίο της "Κυνηγώντας το στέμα"
Μισή Εποχή, Τέσσερις Κύκλους και Έξι Μύθρες Πριν
Η Βάνιτας, η μικρότερη πριγκίπισσα της τέταρτης Αυτοκρατορικής Δυναστείας του Νέδρος, πέμπτη στη σειρά του ονόματός της, τίναξε ενοχλημένη το κεφάλι και έτριψε τους βολβούς των ματιών της πάνω από τα κλειστά βλέφαρά της. Η κατάσταση αυτή την είχε εκνευρίσει, ο υποχρεωτικός εγκλεισμός στο ανάκτορο, οι αναπόφευκτες συζητήσεις με όλες τις συζύγους των ευγενών που φιλοξενούνταν στο παλάτι λόγω της ιδιάζουσας περίστασης. Φοβισμένες κότες. Μα πάνω απ'όλα την είχε κουράσει ο ήχος από τα πλουμιστά σανδάλια της μητέρας της, που έφθανε δεκαπλάσιος στα αυτιά της από την ηχώ που δημιουργούσαν τα αψιδωτά τοιχώματα της σάλας. Η βασίλισσα πηγαινοέρχονταν νευρικά στη στοά όλο το πρωί. Όση ώρα δηλαδή θα πρέπει να διαρκούσαν και οι τελευταίες διαπραγματεύσεις έξω από τα τείχη της Θέραμιν, στο πεδίο της μάχης. Η πριγκίπισσα άνοιξε τα μάτια μορφάζοντας. Το μαρμάρινο πάτωμα, σχολαστικά γυαλισμένο αντανακλούσε σαν καθρέφτης το ενοχλημένο βλέμμα της. Ωραία, τουλάχιστον είμαστε δύο.
«Μητέρα, δεν νομίζεις ότι πρέπει να σταματήσεις κάποια στιγμή;»
Η βασίλισσα κοίταξε την κόρη της με το ύφος τρομαγμένης ελαφίνας. Τα χαρακτηριστικά της μαρτυρούσαν πως είχε κάποτε υπάρξει μια όμορφη γυναίκα όμως, οι κύκλοι καλοπέρασης και οι τέσσερις γέννες που προηγήθηκαν είχαν επιβαρύνει το σώμα της με επιπλέον όγκο. Από τα χρυσοποίκιλτα ρούχα της κρεμόταν κρόσσια και κάθε ελεύθερη επιφάνειά τους ήταν καλυμμένη με πολύτιμους λίθους. Το περίπλοκο χτένισμά της έφθανε το υπόλοιπο σύνολο σε άλλα ύψη. Κυριολεκτικά, αφού οι κορυφές από τις περίτεχνες πλεξούδες της ακουμπούσαν οριακά τα κατώτερα πετράδια που στόλιζαν τους πολυελαίους της αψίδας από πάνω της. Η Βάνιτας έβρισκε το θέαμα απίστευτα γελοίο.
«Τι θα πρέπει να κάνω δηλαδή Βάνιτας;» έκανε νευριασμένη η μητέρα της «Να περιμένω το αποτέλεσμα της μάχης και μετά να ανησυχήσω; Να μου φέρουν πρώτα την σωρό του άντρα μου και του αδελφού σου και μετά να-»
«Δεν πρόκειται να γίνει κάτι τέτοιο. Το ξέρεις αυτό έτσι; Η Θέραμιν δεν έπεσε ποτέ στο παρελθόν και δεν πρόκειται να πέσει ούτε τώρα». Η πριγκίπισσα σηκώθηκε από την θέση της και έπιασε την μητέρα της από το μπράτσο «Δεν ξέρω ποια ή πόσο δυνατή είναι αυτή η Άμαρις αλλά είδα τον στρατό της με το Χάρισμά μου. Είναι το ένα πέμπτο από τον δικό μας. Άλλοι προσπάθησαν με πολύ περισσότερα στρατεύματα και απέτυχαν.».
« Και τότε γιατί ο πατέρας σου βγήκε να την αντιμετωπίσει; Θα μπορούσε να περιμένει να λυθεί η πολιορκία πίσω από τα τείχη μας. Κάθε δίοδος της πρωτεύουσας για ανεφοδιασμό είναι ακόμη ανοικτή...»
«Γνωρίζει κι αυτός την υπεροχή μας μητέρα, και θέλει να το τελειώσει νωρίς», και δεν υπήρχε περίπτωση να δεχθεί πως μια γυναίκα θα πολιορκούσε την Αυτοκρατορία του, συμπλήρωσε από μέσα της.
«Μάλλον έχεις δίκιο...» συμφώνησε στωικά η βασίλισσα και έκατσε αποκαμωμένη στο ανάκλιντρο που στηρίζονταν στον τοίχο. Τα κενά μάτια των χρυσελεφάντινων αγαλμάτων που κοσμούσαν την κόγχη από πάνω της παρατηρούσαν κάθε της κίνηση. «Αλλά, δεν μπορώ να είμαι ήρεμη, κατάλαβε με. Δεν μπορώ να είμαι σίγουρη για τίποτα πια. Αυτή η Άμαρις εμφανίστηκε απ'το πουθενά, από το τίποτα και παρέταξε τον στρατό της μπροστά στα τείχη μας...». Ξερόβηξε και γέμισε ένα κρυστάλλινο κύπελλο με χλωμό κρασί. Το ήπιε όλο με την πρώτη και έγλειψε τα χείλη της. «Πώς πέρασε από το λιμάνι με τόσο στρατό και δεν την εμπόδισε κανείς από τους προμάχους μας, δεν μπορώ να καταλάβω. Διήνυσε όλη αυτή την απόσταση με όλους αυτούς...» έδειξε αόριστα προς την κατεύθυνση της σύγκρουσης, «... και οι ανιχνευτές μας δεν ειδοποίησαν για τίποτα. Και μετά άρχισαν αυτές οι ανησυχητικές φήμες...»
«Μητέρα, δεν μπορεί να είναι θεά. Αυτά είναι παραμύθια που λέει ο λαός όταν δεν έχει να φάει. Χορταίνουν με ιστορίες». Χαμογέλασε ειρωνικά. «Άλλωστε, ένα- δυο κόλπα μπορώ να κάνω και εγώ».
《Φλόξ》 σκέφτηκε, και όταν άνοιξε την χούφτα της από το δέρμα ξεπήδησαν φλόγες. Η φωτιά λικνίστηκε για λίγο πάνω από την παλάμη της και έπειτα τρεμούλιασε, συστράφηκε και μεταμορφώθηκε σε έναν φλεγόμενο αετό που πέταξε γαλήνια μέσα στη σάλα ώσπου έσβησε.
«Βλέπεις;» η πριγκίπισσα τίναξε τα χέρια «Αν αυτό χρειάζεται για να πιστέψουν μερικά ζώα ότι κάποιος είναι θεός, τότε δεν πρέπει να ανησυχείς για τίποτα».
Η βασίλισσα απάντησε διστακτικά. «Άρα μπορείς και συ ν-»
«Όχι. Σου έχω εξηγήσει πως λειτουργεί και δεν εννοείς να το εμπεδώσεις μητέρα». Η Βάνιτας τίναξε τα πυρόξανθα μαλλιά της ενοχλημένη. «Δεν είμαι έτοιμη ακόμη...»
«Δεν μπορώ να καταλάβω τι κάνεις τις τόσες υδρίες που περνάς κλεισμένη στα διαμερίσματα αυτής της γριάς καρακάξας από το Ισχάτεμ και δεν είσαι ακόμη έτοιμη».
Η Βάνιτας την αγριοκοίταξε. «Δεν είναι και τόσο εύκολο ξέρεις. Μόλις δάμασα τον Τρίτο Πυλώνα της Τέχνης, την πυροκίνηση» ακούμπησε το χέρι της κάτω από το στήθος της, στο σημείο που είχε σημαδευτεί ανεξίτηλα με το σχέδιο της φλεγόμενης παλάμης, σύμφωνα με την αρχαία παράδοση των μάγων που ήθελε τους έχοντες το Χάρισμα να φέρουν στο σώμα τους το σημάδι για κάθε νέο μαγικό επίτευγμα που κατόρθωναν. «Αν όμως θέλεις τόσο πολύ να μάθεις γιατί δεν φωνάζεις η ίδια την Μιρχάμ;» ρώτησε εριστικά «Αυτή μπορεί να σου πει ότι θέλεις... 》σήκωσε τα φρύδια της ειρωνικά και αναφώνησε 《Α! θυμήθηκα γιατί δεν το κάνεις... επειδή την φοβάσαι».
Η βασίλισσα δεν άντεχε άλλο είχε ήδη ακούσει αρκετα. Ακούμπησε με τόση δύναμη το ποτήρι της στο μπράτσο του ανάκλιντρου που το κρύσταλλο ράγισε. «Φώναξε την!» πρόσταξε.
«Τι;»
«Φώναξε την είπα! Ας δούμε τι έχει να μας πει.»
***
Η Μιρχάμ, παρά τους ενενήντα τρεις κύκλους της ζωής της, μπήκε στα ιδιαίτερα της βασίλισσας περπατώντας στητή και αποπνέοντας αυστηρότητα. Αν και έμενε για αρκετό καιρό στη Θέραμιν, σχεδόν από την στιγμή που άνθισε το Χάρισμα της μικρής πριγκίπισσας, επιφορτισμένη με το έργο της μύησης της στις απόκρυφες τέχνες, κυκλοφορούσε ακόμη με τους βαριούς, πολύτιμους μανδύες και το πάλλευκο μακιγιάζ που συνηθίζονταν στα εδάφη του Ισχάτεμ για τα μέλη των φατριών των μάγων. Τα αμυγδαλωτά της μάτια οριοθετούνταν από μια οριζόντια ζώνη γαλάζιας χρωστικής και, τα χείλη της διαιρούνταν στα τέσσερα από μια φαιόχρωμη πινελιά.
«Μιρχάμ» την υποδέχτηκε η βασίλισσα
Η ηλικιωμένη μάγισσα γονάτισε μπροστά της. «Μου είπαν πως με κάλεσες βασίλισσά μου... και η επιθυμία σου είναι για μένα προσταγή...». Οι λέξεις βγήκαν από τα βαμμένα χείλη της με μια περίεργη προφορά.
«Σήκω φίλη μου. Σε καλέσαμε εδώ για να μας βοηθήσεις να μάθουμε τι γίνεται στο πεδίο της μάχης. Η κόρη μου με διαβεβαίωσε πως θα μπορέσεις να το κάνεις αυτό για εμάς. Είχε δίκιο;»
«Φυσικά κυρά μου. Με την βοήθεια της πριγκίπισσας φυσικά, ναι, αν κι αυτό δεν θα είναι κάτι εύκολο...» γύρισε προς την κοπέλα που στεκόταν κάτω από τις πλαϊνές αψίδες της αίθουσας «Βάνιτας, θα με βοηθήσεις και συ. Δεν είναι αρκετό να δούμε τους στρατούς από ψηλά, θα πρέπει να φθάσουμε στην καρδιά τους. Εγώ μπορώ να σε οδηγήσω μέχρι εκεί, και μετά εσύ θα πρέπει να διευρύνεις το Χάρισμά σου όσο γίνεται. Εντάξει;»
Η πριγκίπισσα ένεψε. «Θα προσπαθήσω... Αν με φθάσεις ως εκεί, πιστεύω πως ναι...»
«Ωραία, χάραξε κύκλους και για τις δυο μας»
Η κοπέλα τράβηξε ένα κομμάτι κιμωλία μέσα από τη ριχτή εσθήτα της και σχεδίασε προσεκτικά δύο κύκλους στο μαρμάρινο πάτωμα, ένα για τη δασκάλα της και έναν για την ίδια. Η κιμωλία έτριξε πάνω στην πέτρα. Τους συμπλήρωσε σφραγίζοντας τους με σχέδια διαφορετικά για τον καθένα, ρούνους και λέξεις από την γλώσσα της Πρώτης Εποχής. Ήταν έτοιμοι.
Τράβηξε μια χρυσή περόνη από τα μαλλιά της και τρύπησε μια από τις φλέβες που αναφαίνονταν στο εσωτερικό του καρπού της. Άφησε το αίμα να τρέξει μέσα στον κύκλο της. Το Χάρισμά της τρέφονταν από το αίμα. Η Μιρχάμ κάθισε στον κύκλο της και έπλεξε τα χέρια της με της μαθήτριά της. Κάλεσε τις σκιές από κάθε γωνιά του ανακτόρου. Οι ίσκιοι των ανθρώπων που ζούσαν ή έζησαν κάποτε στο μέγαρο ενώθηκαν με τις δυνάμεις της. Η ισκιοδέτρα έκλεισε τα μάτια. Χρησιμοποίησε το Χάρισμά της σαν πυξίδα, διέσχισε τα όρια της πόλης και έφθασε στο πεδίο της μάχης. Κράτησε το μυαλό της Βάνιτας εκεί.
Οι διαπραγματεύσεις είχαν ήδη τελειώσει, είχαν φθάσει ακριβώς στη στιγμή της πρώτης σύγκρουσης. Ο θόρυβος ήταν εκκωφαντικός. Οι αυλητές παιάνιζαν και τα άλογα χτυπιόνταν και άφριζαν και οι στρατιώτες εμβόλιζαν και αμύνονταν, ούρλιαζαν από τον πόνο ή την έξαψη της μάχης. Η Βάνιτας ακούμπησε με το Χάρισμά της το μυαλό κάθε πολεμιστή. Οι εικόνες περνούσαν από μπροστά της αργά, στον δικό τους χρόνο, σαν σε αργή κίνηση. Εντόπισε τον πατέρα της. πολεμούσε με μανία δύο πάνοπλους ιππείς, έφιππος και ο ίδιος. Ο αδερφός της λίγο μακρύτερα έκανε το ίδιο. Με μια ζυγισμένη σπαθιά του, ξερίζωσε το κεφάλι με το στιλβωμένο κράνος που φορούσε ο αντίπαλός του. Το έδαφος είχε ήδη αρχίζει να μουλιάζει από το αίμα των νεκρών, τα πεσμένα πτώματα αλέθονταν στο έδαφος κάτω από τις οπλές των αλόγων.
Έψαξε πιο μακριά ώσπου την εντόπισε. Έλαμπε μέσα στην ολόχρυση φολιδωτή πανοπλία της, που τώρα ήταν λεκιασμένη με αίμα. Ένας ανόητος Νεδριανός στρατιώτης κινήθηκε εναντίον της. Δεν πρόλαβε να την φθάσει. Η Άμαρις έκλεισε αστραπιαία τη γροθιά της προς το μέρος του και η περικεφαλαία του οπλίτη παραμορφώθηκε πολτοποιώντας το κεφάλι του μ'έναν ανατριχιαστικό ήχο. Η πριγκίπισσα έφθασε το Χάρισμά της στα όριά του και πλησίασε ακόμη περισσότερο. Είχε τα Τείχη της ανεβασμένα. Η Βάνιτας όμως, ψηλάφησε νοερά την υφή των δυνάμεών της. Η Άμαρις δεν είχε το Χάρισμα. Οι δυνάμεις που εκδήλωνε, κανονικά δεν θα έπρεπε να υπήρχαν, δεν ανήκαν σ' αυτή. Σφυροκόπησε τη δύναμή της πάνω στο ξένο μυαλό. Μάταια. Και τότε, συνειδητοποίησε κάτι που την γέμισε φρίκη.
Επικρατούσε η απόλυτη σιωπή.
Το στράτευμα του πατέρα της βούιζε στις αισθήσεις της από τα έντονα συναισθήματα και τις σκέψεις, τον πόνο των πολεμιστών. Στην παράταξη όμως της Άμαρις επικρατούσε νεκρική σιγή. Μπορούσε να διακρίνει με σιγουριά το καρδιοχτύπι της ίδιας και των υπασπιστών της. Οι στρατιώτες της όμως ήταν σαν να ήταν νεκροί, σαν να πολεμούσαν οι στρατιώτες του πατέρα τους με άψυχα όντα, με βράχια. Ω θεοί! Ήταν παγίδα.
Με την άκρη των αισθήσεών της διέκρινε έναν μαύρο ίσκιο, όμοιο με στοιχειό, να επιτίθεται στα τείχη της Θέραμιν. Οι γιγάντιοι ογκόλιθοι των τειχών άνοιξαν κάτω από το άγγιγμά του όπως το κέλυφος του αυγού που πέφτει στην πέτρα. Η Άμαρις ύψωσε την παλάμη της στον αέρα και ούρλιαξε, η φωνή της έφθασε στην Βάνιτας σαν από τα βάθη μιας σπηλιάς.
«Στο όνομα της Ενάτας»
Ξαφνικά, η Βάνιτας αισθάνθηκε μια αλλαγή. Κάτι συμβαίνει. Μια μαγεία σκοτεινή και πανίσχυρη απλώθηκε σαν επιδημία στον στρατό του πατέρα της, στο εθνικό στράτευμα του Νέδρος. Από μυαλό σε μυαλό, χέρι το χέρι κάθε στρατιώτης υπέκυπτε. Η πριγκίπισσα ένιωσε με το Χάρισμά της την ελεύθερη βούληση κάθε στρατιώτη, επί μυριάδες μυριάδων πολεμιστών να καταρρέει. Όλοι τους, ήταν πλέον σίγουρη, χειραγωγούνταν από μια σκέψη της σατανικής αυτής γυναίκας. Της Άμαρις
Η σκέψη αυτή συσπειρωνόταν σε μια μόνο λέξη. Και η λέξη αυτή έφερε δάκρυα στα μάτια της πριγκίπισσας. Προδόστε τους δικους σας.
Οι Νεδριανοί επιτέθηκαν στους συμμάχους τους και στην προσωπική φρουρά του βασιλιά. Οι πεσμένοι στρατιώτες της Άμαρις σηκώθηκαν αλώβητοι από το έδαφος. Τα κομμένα μέλη τους ενώθηκαν και πάλι με τα σώματά τους. Η κοπέλα, σε μια υστερική προσπάθεια ρίχτηκε μ'όλη την ορμή του Χαρίσματός της σ'έναν από αυτούς. Ο άνδρας διαλύθηκε σε εκατομμύρια θραύσματα γυαλιού. Σε μια στιγμή, στεκόταν και πάλι όρθιος και ρίχτηκε στη μάχη. Ο εχθρικός στρατός εισέβαλλε τώρα στην πόλη σαν μια πληγή που ξερνούσε μαύρο πύον. Το βραστό λάδι που χυνόταν από τα ετοιμόρροπα τείχη, τους άφηνε άθικτους. Αυτό είναι το τέλος. Είμαστε χαμένοι.
Ένιωσε ένα τράβηγμα, σαν να αναδύεται μέσα από το νερό και ξαφνικά βρέθηκε μέσα στα χέρια της Μιρχάμ, πίσω στα διαμερίσματα της μητέρας της.
«Μιρχ-» πήγε να ουρλιάξει
«Ξέρω, τα είδα κι εγώ. Όλα...» έκανε θλιμμένα η μάγισσα «...δεν έχουμε πολύ χρόνο, πρέπει να τη σταματήσ-»
«Τι είδες Βάνιτας;» έκρωξε η μητέρα της, «Είδες νίκη;» δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια της. Ήξερε.
«Ναι. Αλλά όχι δική σας.». Η παγερή φωνή αντιλάλησε στον διάδρομο. Η πριγκίπισσα γύρισε τρομαγμένη και είδε τον Ίσκιο, όρθιο στη κόγχη από πάνω της, με λαμπρά αστέρια να σπινθηροβολούν κατά μήκος του κορμιού του.
Ο σύμμαχος της Άμαρις, αυτή η δαίμονική ύπαρξη που διέλυσε τα τείχη της πρωτεύουσας είχε έρθει γι αυτές. Εξαπέλυσε ένα κύμα φωτιάς εναντίον του. Εκείνος το απέκρουσε, βάζοντας φωτιά στα περιστύλια.
«Βάνιτας!» ούρλιαξε η βασίλισσα. Της έδειξε την Μιρχάμ. Η μάγισσα είχε πέσει στα γόνατα και αγωνιζόταν να πάρει ανάσα. Λεπτά γλιστερά σκοινιά, οι σκιές, τυλίγονταν σφιχτά σαν φίδια γύρω από τα μπράτσα και τον λαιμό της. Ο Ίσκιος κοιτούσε με απάθεια το έργο του.
Η βασίλισσα τράβηξε την Βάνιτας βίαια «θα ζητήσουμε άσυλο στο Τέμενος». Λαχάνιασε από τον καπνό «Γρήγορα. Πάμε!»
《Η Μιρχάμ!》τσίριξε η πριγκίπισσα 《δεν μπορώ να την αφήσ-》
《Είναι χαμένη! Πάμε!》
Έτρεξαν προς την έξοδο καθώς η άλλοτε πανίσχυρη μάγισσα από το Ισχάτεμ έπεφτε μπρούμυτα στις φλόγες μην ανασαίνοντας πια. Ο σκοτεινός Άνδρας εξαφανίστηκε μέσα στη φωτιά.
***
Η Άμαρις ανέβηκε με γοργά βήματα τα τελευταία σκαλιά που την χώρηζαν από την τεράστια ανάγλυφη, επιχρυσωμένη πόρτα του μητροπολιτικού ναού στην ακρόπολη της Θέραμιν, της πρωτεύουσας του Νέδρος. Φτιαγμένη από ατόφιο μέταλλο μετεωρίτη, η τεράστια δίφυλλη πόρτα άνοιγε κανονικά μ'έναν πολύπλοκο μηχανισμό βαρούλκων και τροχαλιών. Τώρα όμως έστεκε μπροστά της κλειδαμπαρωμένη, προστατεύοντας τα μέλη της ανώτατης αριστοκρατίας από το μένος της.
Στάθηκε στητή μπροστά από το εκτυφλωτικό μέταλλο και σήκωσε το χέρι της στο ύψος του ώμου, με τα δάκτυλα σφικτά κλεισμένα. «Άλωσις» βρυχήθηκε ανοίγοντας κοφτά την παλάμη της. το μέταλλο τρεμούλιασε για μια στιγμή και μετά κατέρρευσε. Τόνοι ολόκληροι πετρώματος διαλύθηκαν σε σκόνη. Από το εσωτερικό του ναού ακούστηκαν ήδη τα πρώτα κλάματα. Δεν θα ήταν και τα τελευταία.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top