Τί τύχη!
Τί τύχη!
Από :
Μπεϊσεμπίνη Καρίνα/ Μπελεζάκη Κωνσταντίνα /Μπουρμά Μαρία/ Παπαϊωάννου Καλλιόπη/ Σαρίδη Μαριάθη
Όπως κάθε πρωί, σηκώθηκα στο δεύτερο ξυπνητήρι – το πρώτο είχε ως αποτέλεσμα να βρεθεί το κινητό μου στο πάτωμα-, παραπάτησα στο ίδιο τραπεζάκι και, ως συνήθως, το λεωφορείο έφυγε με το που έφτασα 100 μέτρα από την στάση. Περιμένοντας το επόμενο και αργοπορημένη πια, νιώθω την πρώτη σταγόνα βροχής να κυλάει στο μέτωπο μου. Δυστυχώς ξεσπάει μπόρα, οπότε δεν έχω άλλη λύση από το να βρω κάποιο ταξί. Σηκώνω το χέρι μου κι ως εκ θαύματος σε ελάχιστα δευτερόλεπτα, σταματάει ένα ακριβώς μπροστά μου. Τι τύχη! Με τα πολλά ανοίγω την πόρτα, κρατώντας στο ένα χέρι τον χαρτοφύλακα και στο άλλο τον καφέ και βολεύομαι στο πίσω κάθισμα. Ο οδηγός ξεκινάει απότομα και ο καφές χύνεται πάνω μου. Η επόμενη μισή ώρα με βρίσκει παγιδευμένη στην κίνηση -ήταν ώρα αιχμής- και με τον οδηγό να γκρινιάζει για τον λεκέ στο πίσω κάθισμα. Αργοπορημένη, λερωμένη και με 20 ευρώ λιγότερα στο πορτοφόλι -τίμημα του χυμένου καφέ, κάθισα επιτέλους στο γραφείο μου. Πριν προλάβω να πάρω μια ανάσα, ακούω την τσιριχτή φωνή της γραμματέας του διευθυντή να φωνάζει το όνομά μου. Τι να θέλει κι αυτή τέτοια ώρα; Τρέχω προς το γραφείο του διευθυντή, έτοιμη να απολογηθώ για την επανειλημμένη αργοπορία μου. Σκυμμένος πάνω από μια στοίβα εγγράφων, ο διευθυντής μου έριξε μόνο μια περιφρονητική ματιά και μου έδωσε ένα χαρτί. «Υπόγραψέ το και πέρασε από το λογιστήριο να πάρεις την αποζημίωσή σου». Χωρίς να αντιδράσω καθόλου, υπέγραψα την απόλυση μου. Τα συναισθήματα μπερδεμένα. Με ανησυχία, πικρία αλλά και με μία δόση ανακούφισης και πήγα στο -πρώην- γραφείο μου για να μαζέψω τα πράγματά μου.
Καθισμένη, τώρα, στον καναπέ του σπιτιού μου και με μια κούπα ζεστού, χαλαρωτικού τσαγιού στο χέρι, προβληματίζομαι για τα νέα μου δεδομένα. Με έναν πρόχειρο υπολογισμό καταλαβαίνω πως τα λεφτά της αποζημίωσης θα αρκούν για καναδύο μήνες το πολύ στην πόλη και στο διαμέρισμα που νοικιάζω. Κι όχι, δεν θα ψάξω για ακόμη μία δουλειά. Για μια συνεχή επανάληψη μιας καθημερινότητας που δεν με εκφράζει και πιθανόν να με οδηγήσει και πάλι στο μηδέν. Το ξέρω, δεν είμαι σε θέση τώρα να βρω μια λύση στο πρόβλημά μου. Ίσως λίγες μέρες στο πατρικό μου στο χωριό να με βοηθήσουν να ξεκαθαρίσω τα πράγματα μέσα μου και να ηρεμήσω. Μαζεύω άρον άρον μια βαλίτσα με τα απολύτως απαραίτητα και παίρνω το απογευματινό τρένο. Μετά από δέκα ώρες φτάνω στον προορισμό μου. Τόσες ακριβώς όσες χρειάζονται για να ξεπεράσω το πρώτο σοκ και τις αλλαγές της προηγούμενης μέρας. Κατεβαίνω από το τρένο κι έπειτα από δέκα λεπτά περπάτημα στον κεντρικό χωματόδρομο του χωριού, διακρίνω το πατρικό μου. Η εικόνα του φαντάζει ακόμη οικεία, παρόλο που είναι κλειστό πάνω από ένα χρόνο και τα σημάδια ερείπωσης είναι πλέον εμφανή. Ένα διώροφο αρχοντικό με σοφίτα, τα ξύλα της οποίας έχουν ξεθωριάσει από τον ήλιο και έτσι όλο το κτίσμα έχει αποκτήσει μια γκριζωπή όψη. Οι σοβάδες έχουν υποχωρήσει, αποκαλύπτοντας το εσωτερικό των τοίχων. Ανοίγω την καγκελόπορτα που τώρα πια τρίζει. Παραμερίζω τα αγριόχορτα που φτάνουν μέχρι τα γόνατά μου και βάζω το κλειδί στην ξύλινη είσοδο. Σπρώχνω με δύναμη και η μυρωδιά της υγρασίας και της κλεισούρας με πνίγει. Ρεύμα φυσικά δεν υπάρχει -να θυμηθώ να φροντίσω αργότερα γι’ αυτό- οπότε ανάβω το φακό του κινητού μου για να προχωρήσω. Παρατάω τα πράγματά μου στον διάδρομο. Επόμενη κίνηση να ανοίξω τα παράθυρα για να μπει το πρώτο φως του ήλιου και καθαρός αέρας. Ανεβαίνω στον πάνω όροφο για να δω ποιο από τα τρία δωμάτια θα τακτοποιηθώ. Ανοίγω την πρώτη πόρτα κι αντικρίζω ένα σπασμένο παράθυρο, οπότε αυτό αποκλείεται. Στο δεύτερο, η πόρτα έχει φρακάρει. Πέφτω με δύναμη πάνω της κι όπως ανοίγει χτυπάει στο τοίχο πίσω της. Ακούγεται ένας κρότος. Ψάχνω να βρω αν έσπασε κάτι. Το βλέμμα μου πέφτει κάτω, στο πεσμένο χερούλι της πόρτας. Η ζημιά ωστόσο δε βρίσκεται εκεί. Σηκώνω τα μάτια μου στον τοίχο και διαπιστώνω πως μέσα στην ξύλινη επένδυσή του υπάρχει ρωγμή. Η περιέργεια με ωθεί να ανοίξω περισσότερο την τρύπα. Σφηνώνω το χέρι μου και ακουμπάω ένα κρύο αντικείμενο. Το τραβάω έξω και βλέπω ότι είναι ένα κλειδί. Αρχικά σκέφτομαι να το δοκιμάσω σε όλες τις πόρτες του σπιτιού. Φαίνεται όμως, μικρό για να εφαρμόζει σε πόρτα. Θα ασχοληθώ αργότερα και με αυτό. Κατευθύνομαι στο τρίτο δωμάτιο, την κρεβατοκάμαρα των γονιών μου. Είναι σε καλύτερη κατάσταση από τα υπόλοιπα. Θα μείνω εδώ.
Η επόμενη μέρα με βρίσκει πιο ξεκούραστη. Έκανα τα απαραίτητα ψώνια και τακτοποίησα το θέμα του ηλεκτρικού. Κάθισα στη κουνιστή πολυθρόνα του πατέρα μου, χαζεύοντας έξω από το παράθυρο. Ο ήλιος μου ζεσταίνει το πρόσωπο κι επιτέλους καταφέρνω να ηρεμήσω μετά την ταλαιπωρία. Ασυναίσθητα παίζω με το κλειδί Το περνάω ανάμεσα στα δάχτυλά μου. Το ψηλαφίζω. Το μυαλό μου τρέχει. Μα που να ταιριάζει; Είναι μικρό για πόρτα. Επίσης φαίνεται πολύ παλιό. Και που θα έβαζε κάποιος ένα παλιό αντικείμενο; Σηκώνομαι απότομα και ανεβαίνω δυο-δυο τα σκαλιά για την σοφίτα. Μέσα μου ξύπνησε ο μικρός μου εαυτός έτοιμος για μια ακόμη σκανταλιά. Όταν είμαστε παιδιά δε μας άφηναν να ανεβούμε καν τα σκαλιά, πόσο μάλλον να περάσουμε την «πόρτα με τα μυστικά». Μπαίνω με ένα χαμόγελο ικανοποίησης. Το μόνο φως που μπαίνει στο χώρο είναι από ένα μικρό σκονισμένο παράθυρο. Αρκεί για να κάνω τη δουλειά μου. Αρχίζω να παραμερίζω τις αράχνες από τα έπιπλα και τα υπόλοιπα αντικείμενα που υπάρχουν μέσα. Παντού στοίβες από παλιές εφημερίδες, δίσκους, χαρτόκουτα και το μεγάλο μπαούλο της γιαγιάς. Ξεκινάω από εκεί. Ανακατεύω τα προικιά της γιαγιάς μήπως και βρω κάτι. Σιγά μην ήταν τόσο εύκολο. Έπειτα από πάνω από μια ώρα αναζήτησης, πολλή σκόνη, βρωμιά και μπλεγμένους ιστούς σε μαλλιά και σώμα, βρίσκω μια κλειδωμένη μπιζουτιέρα σε ένα ξεσκισμένο χαρτόκουτο. Κάθομαι στο πάτωμα, παίρνω μια βαθιά ανάσα και δοκιμάζω το κλειδί. Και ναι, ταιριάζει! Μέσα στην μπιζουτιέρα υπάρχουν μόνο κορδέλες. Πολύχρωμες κορδέλες. Παλιές πολύχρωμες κορδέλες. Τόσο μυστήριο για μερικές παλιοκορδέλες; Νευριασμένη πετάω δίπλα το κουτί. Από τον πάτο βγαίνει ένας κιτρινισμένος φάκελος. Μαζί με αυτόν δύο γράμματα και μια φωτογραφία.
Αγαπημένη μου Μάρθα,
Έχουν περάσει μονάχα δύο μέρες από την τελευταία φορά που συναντηθήκαμε. Η μορφή σου δε λέει να φύγει από την σκέψη μου. Κοιμάμαι και ξυπνάω με την εικόνα σου. Οι ώρες μακριά σου μοιάζουν ατέλειωτες. Περιμένω με λαχτάρα και αγωνία τη στιγμή που θα σε ξαναδώ. Να σε σφίξω στην αγκαλιά μου. Να ακούσω τη γλυκιά φωνή σου. Να γευτώ τα χείλη σου. Να χαθώ μέσα στα μάτια σου. Σε αυτά τα μάτια μου κάνουν την καρδιά μου να χτυπά δυνατά. Την επόμενη φορά θα δέσω στα κλαδιά του δέντρου μας μια πράσινη κορδέλα. Βαθύ πράσινο, όπως το χρώμα των ματιών σου. Θα περιμένω το επόμενο γράμμα σου. Άφησε το στον θάμνο έξω από το σπίτι σου.
Για πάντα δικός σου.
Σίγουρα δεν κληρονόμησα τον ρομαντισμό του παππού μου! Ανοίγω και το άλλο γράμμα.
Αγαπημένη μου Μάρθα,
Να ‘ξερες μόνο πόσο πολύ λυπάμαι που σε αναγκάζω να διαβάζεις αυτό το γράμμα αντί να ακούς αυτά τα λόγια από το στόμα μου. Πόσο πολύ λυπάμαι που έπρεπε να φύγω τόσο βιαστικά. Μα δεν ήταν στο χέρι μου να μείνω λεπτό παραπάνω. Οι Γερμανοί βρίσκονται ήδη στα όρια του χωριού. Το ξέρεις ότι είμαι ορφανός κι έχω χρέος σαν μεγαλύτερος αδερφός να προσέχω τα αδέρφια μου. Δε θα συγχωρούσα τον εαυτό μου να ρισκάρω να τα πάρουν σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Η φυγή είναι μονόδρομος. Για μένα δε με νοιάζει. Αλλά τα μικρά; Φεύγω λοιπόν, όσο κι αν πονάω που σε αφήνω. Όσο κι αν με κατηγορώ που σ’ αφήνω να σηκώσεις μόνη σου τέτοιο βάρος. Μα εσύ δεν είσαι Εβραία και το παιδί μας θα είναι ασφαλές μαζί σου. Σ’ αγαπώ όσο δεν αγάπησα ποτέ καμία. Σου υπόσχομαι πως όταν τελειώσουν όλα θα ξαναγυρίσω κοντά σου. Πρόσεχε τον εαυτό σου και το παιδί μας.
Σε λατρεύω,
Ιωσήφ
Τι είναι τώρα αυτό; Μάρθα, η γιαγιά μου. Ωραία, μέχρι εδώ. Ιωσήφ. Δε θυμάμαι κάποιον με αυτό το όνομα. Παιδί; Κοιτάζω την φωτογραφία. Δεν είναι ο παππούς μου αυτός. Τώρα; Οι ημερομηνίες ταιριάζουν. Η μαμά μου γεννήθηκε το ’41. Πρέπει να της τηλεφωνήσω, να της μιλήσω. Κι αν το ξέρει; Φτάνει. Ως εδώ με τις σκέψεις. Κατεβαίνω να κάνω ένα κρύο ντους και θα τηλεφωνήσω στους δικούς μου. Βγαίνω από το ντους, μπερδεμένη ακόμη από τις τόσες πληροφορίες. Πηγαίνω στην κουζίνα να κάνω έναν καφέ. Βάζω το νερό στο βραστήρα και αρπάζω αποφασισμένη το τηλέφωνο. Πριν προλάβω να πληκτρολογήσω τον αριθμό της μητέρας μου, χτυπάει η πόρτα. Ποιος να είναι; Μα δεν ξέρει κανείς ότι είμαι εδώ. Και οι γονείς μου μετακόμισαν εδώ και καιρό. Προσπαθώ να αγνοήσω το χτύπημα αλλά επιμένει. Αν δεν ανοίξω δε πρόκειται να σταματήσει. Τραβάω την πόρτα και αντικρύζω έναν ηλικιωμένο άντρα. Τα ρούχα του φανερώνουν καλή οικονομική κατάσταση. Είναι σίγουρα πάνω από εβδομήντα χρονών. Πρέπει να ήταν ψηλός κάποτε. Βαθιές ρυτίδες είναι χαραγμένες στο πρόσωπό του. Και δίπλα στο δεξί του μάτι μια ουλή. Κι όμως. Αυτό το βλέμμα. Κάπου το ξέρω. Το έχω ξαναδεί. Είναι ο ίδιος άνθρωπος που βρισκόταν στη φωτογραφία που κρατούσα πριν. Πενήντα χρόνια μετά. Δε μπορεί!
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top