Κεφαλαιο Νο17


Δυο εβδομάδες τώρα προσπαθώ να βρω τους ρυθμούς μου!
Κάθε μέρα είναι μαραθώνιος για εμένα! Και για το μικρό μυστικό που κρύβω μέσα μου, το μικρό μωρό που μόνο εγώ και η Άνν ξέρουμε!
Η εξετάσεις αίματος βγήκαν και τα ηρεμιστικά που μου χορηγούσαν δεν προορίζονται για εγκύους!
Αλλά ευτυχώς από τι φαίνεται δεν έχουν βλάψει το μωρό. Δεν είναι σίγουρο όμως όλα τα σημάδια δείχνουν ότι το μωρό μεγαλώνει φυσιολογικά.
Αλλά εγώ δεν έχω το θάρρος να πάω στον Σπένσερ και να του πω πως περιμένω παιδί! Δεν ξέρω αλλά η απόμακρη στάση του ο τρόπος που προσπαθεί να μείνει μακριά μου μέχρι να θυμηθώ με κάνει να οπισθοχωρώ και να μην αναφέρω τίποτα.

Η καθημερινές συναντήσεις με την νευρολόγο και την ψυχίατρο που κάνουν ότι καλύτερο μπορούν όμως σήμερα είπαν ότι πιο ακατάλληλο στον ποιο ακατάλληλο άνθρωπο!
Νέες αναμνήσεις, νέα πρόσωπα. κάθε μέρα μαθαίνω πως να είμαι καλύτερη μαμά. Και τώρα έχω αρχίσει να πηγαίνω μαζί με την ανν στην δουλειά.

Έπαθα σοκ όταν η ανν μου είπε ότι το γραφείο μας είναι κάτω από το γράφειο του Όλιβερ. Νομίζω ότι με στοιχειώνει. Κάθε φορά που χτυπάει η πόρτα νομίζω ότι εκείνος θα πεταχτεί μπροστά στην πόρτα.

Δεν ξέρω πως να κάνω την δουλειά μου και αυτό είναι χειρότερο. Κοιτάω τα αρχεία με τα έγραφα μου και τίποτα δεν μου έρχεται στο μυαλό. Αν δεν θυμηθώ πλήρως δεν νομίζω να μπορέσω να καταφέρω κάτι. Ακόμα και με την καθοδήγηση της ανν.

Ο χτύπος της πόρτας με κάνει να τρανταχτώ και να ανασηκωθώ επάνω απότομα καθώς όλα τα έγραφα που κρατούσα είναι στον αέρα και πέφτουν το ένα μετά το άλλο.

Η ανν μπαίνει μεσα και εγώ την κοιτάω εκνευρισμένη δείχνοντας με τα χέρια μου το χάος που προκάλεσε τρομάζοντας με.
«Τι έγινε;»
Ρωτάει ενώ προσπαθεί να μην γελάσει κρατώντας το χερι της μπορστα στο στόμα της. «Με τρόμαξες ανν!»

Έρχεται μεσα και κλείνει την πόρτα καθως μαζεύει τα χαρτιά που είναι πεσμένα κοντά της. Αρχίζω και εγώ και μαζεύω αυτά που είναι κοντά μου ένα προς ένα. Μόλις τα μαζεύουμε και τα επανατοποθετούμε στο γραφείο μου εκείνη γυρίζει και μου λέει. «Τώρα είναι έτοιμο το γραφείο σου γιατί έξω είναι ο διοικητής της αστυνομίας και θέλει να σου μιλήσει.»
Σηκώνω απότομα το βλέμμα μου κει την κοιτάω όλο απορία. «Τι θέλει ο διοικητής από εμένα;»
«Τι άλλο, στοιχεία!»
Ενώ μου δείχνει με το δάχτυλο της το ταβάνι.
Εκεί πάνω βρίσκεται το γραφείο του Όλιβερ, το άδειο γραφείο του Όλιβερ! Ανατριχίλα σε όλο μου το κορμί και απλά ξανά κάθομαι στο γραφείο περιμένοντας την ανν να βγει και τον αστυνομικό να περάσει μεσα.

«Φεύγω!»
Λέει η ανν και εγώ παρατηρώ τα βήματα της μέχρι που ανοίγει την πόρτα και βγαίνει αλλά η πόρτα δεν κλείνει. Απλά βλέπω ένα ζευγάρι μαύρα παπούτσια να έρχονται προς εμένα. Ένα βήμα και εγώ σηκώνω το κεφάλι μου προς τα πάνω. Τζιν; Πραγματικά φοράει τζιν. Ένα μαύρο παλτο διακρίνω από την κόψη στα γόνατα του και σηκώνω απότομα το κεφάλι ψηλά.
«Καλησπέρα σας!»
Λέει ενώ εγώ δεν έχω πάψει να τον παρατηρώ. Μαύρο ζιβάγκο; Έχει έρθει σαν τον χάρο να με συναντήσει; Αυτος είναι ο διοικητής της αστυνομίας; Δεν είναι πολύ νέος για αυτό!

«Καλησπερα!»
Λέω τελικά ενώ του δείχνω την καρέκλα να καθίσει. Εκείνος κάθεται και ακουμπάει τα χέρια του επάνω στο γραφείο μου. Με ενοχλεί η άνεση και τα χέρια του που κινούνται ελάχιστα στο γραφείο μου.
«Τι θα θέλατε από εμένα;»

Ρωτάω ήρεμα χωρίς να τον κοιτάω ιδιαίτερα δεν θέλω οπτική επαφή με κανέναν εκτός από τον στενό μου κύκλο.
«Δεν ξέρετε;» Με ρωτάει ενώ κάνει έναν ήχο περιφρόνησης ενώ το χέρι του μόλις ακούμπησε ένα μολύβι Β2 σχεδίου.
«Όχι δεν ξέρω.»
Απαντάω ήρεμα ενώ τα μάτια μου δεν φεύγουν από τα χέρια του που παίζουν με την μύτη του μολυβιού.

«Α! Ήρθα να σας ρωτήσω για την διαμονή σας στην Ισπανία;» «Είμαστε φίλοι;» Ρωτάω απότομα χωρίς να το σκεφτώ σε ποιον μιλάω. Εκείνος γελάει και ακουμπάει την μύτη του μολυβιού στην μέση της παλάμης του. «Συγνώμη εγώ φταίω που δεν συστήθηκα. Είμαι ο διοικητής της αστυνομίας Νοξ Νειτ!» Αν και ήξερα από πριν ποιος ήταν ο τρόπος που συστήνει τον εαυτό του, αυτός ο υπεροπτικός τρόπος με κάνει να νιώθω άβολα.

«Τι θα θέλατε να μάθετε;»
Ρωτάω ήρεμα αλλά δεν νιώθω έτοιμη για μια τέτοια συζήτηση. Δεν νιώθω έτοιμη να αναπολήσω της στιγμές μου με τον Όλιβερ. Δεν θέλω ούτε να υπάρχει στο μυαλό μου!

«Θέλω να μαθω για τον Μαξιμιλιαν ορτιζ. Θέλω να μαθω αν συναντηθήκατε;»
Αυτό δεν το περίμενα! Νόμιζα ότι είναι εδώ για τον Όλιβερ αλλά όχι. Είναι για αυτό το γλοιώδες άτομο. Με το κόκκινο τατουάζ στην άκρη του ματιού του με αυτό το άτομο που με έβγαλε από το αυτοκίνητο που βρισκόμουν με τον Σπένσερ.

«Ναι συναντήθηκα!» Λέω απότομα όσο σκέφτομαι άμα εκείνος δεν με έπαιρνε από το αυτοκίνητο εκείνη την ημέρα εγώ θα είχα γυρίσει στο παιδί μου.
Ο αστυνομικός δεν απαντάει και απλά έχει αρχίζει να παίζει με την μύτη του μολυβιού επάνω στο γραφείο μου. Παρατηρώ τα χέρια του και δεν σηκώνω πλήρως τα μάτια μου για να τον κοιτάξω.

«Θέλω να τον περιγράψετε σε έναν σκιτσογράφο!»
Απαντάει ήρεμα σταθερά αλλά με πιο βραχνή φωνή από αυτήν που ήδη είχε. Εγώ σηκώνω το βλέμμα μου απότομα από τα χέρια του στο πρόσωπο του. Αλλά εκείνος δεν με κοιτάει είναι προσηλωμένος στο μολύβι.

Ξεροβήχω και εκείνος σηκώνει το κεφάλι του μπροστά εστιάζοντας στο πρόσωπο μου, αλλά ένα κρακ από την μύτη του μολυβιού με κάνει να συγκρατήσω μια βρισιά από μέσα μου.
«Συγγνώμη για αυτό.»
Δεν απαντάω απλά τον κοιτάω προσεκτικά.
«Θα με βοηθήσετε;»
Ρωτάει αυτή τη φορά!
«Μπορώ να τον σκιτσογραφησω και εγώ αν θέλετε. θα έχετε ακριβώς αυτό που έχω στο μυαλό μου τυπωμένο στο χαρτί.»
Απαντάω ενώ παιρνω το μολύβι από το χέρι του. Εκείνος χαμογελάει και μένει με τα χέρια ανοιχτά.
«Ποτέ θα το έχετε έτοιμο;»
Ρωτάει ενώ σηκώνετε όρθιος.
«Σήμερα το πολύ σε δυο ώρες θα είναι έτοιμο.»
Απαντάω ενώ ενώ βγάζω από το συρτάρι του γραφειου ένα χαρτί Β3 και ανοίγω το κουτί με τα μολύβια.

Όμως βλέπω τον αστυνόμο να ξανά κάθεται στην καρέκλα και σηκώνω το βλέμμα μου επάνω περιμένοντας να ακούσω τον λόγο αλλά απλά κάθεται εκεί και με κοιτάει. «Τι;» Ρωτάω εντελή, μήπως και πάρω κάποια απάντηση.
«Θα σας περιμένω να τελειώσετε!» Λέει ενώ βολεύεται καλύτερα στην καρέκλα. Τι μπορώ να του πω; Πως θα τον διώξω αφού είναι ο διοικητής της αστυνομίας. αν του πω να φύγει το πιο πιθανό είναι να με φωνάξει στο τμήμα για να καταθέσω ότι χρειάζεται. Οπότε ας κάνω πως δεν συμβαίνει τίποτα και να τελειώσω όσο πιο γρήγορα μπορώ με αυτό.

Το πιο έντονο χαρακτηριστικό που θυμάμαι είναι η ελάχιστα σκουρόχρωμη επιδερμίδα του και τα δυο κόκκινα γράμματα από μελάνι στο πλάι του ματιού του. Ξεκινάω ήρεμα αλλά μεσα στα πρώτα λεπτά το τρίξιμο του ποδιού του αστυνομικού έχει απόσπαση όλη την προσοχή μου και δεν μπορώ να συγκεντρωθώ.

«Θέλετε να σας προσφέρω κατι;» Τον ρωτάω ευγενικά μήπως και καταφέρω να τον σταματήσω από το να κουνάει έτσι το πόδι του. Εκείνος απλά γουρλώνει τα μάτια του χωρίς να απαντήσει και συνεχίζει να κουνάει το πόδι του. «Θέλετε μήπως ένα νερό, έναν καφέ, η και μήπως να φάτε κάτι;» Ρωτάω εγώ ξανά προσπαθώντας να είμαι ευγενική και να μου του πω κατευθείαν για το ενοχλητικό του πόδι που κάνει σεισμό στο γραφείο μου.

«Ναι θα ήθελα να φάω κάτι!»
Απαντάει και επιτέλους το πόδι του σταματάει.
Αλλά μα το θεό αυτό βρήκε να πει ότι θέλει να φάει;
Τι θα του δώσω; Τα χαρτιά η τα μολύβια;
Σηκώνομαι και βγαίνω έξω από το γραφείο αφήνοντας τον μόνο του.

Παω κατευθείαν στην ανν για να με σώσει.
Ανοίγω την πόρτα και εκείνη σηκώνει το βλέμμα της κατευθείαν επάνω μου. «Τι έγινε;» Ρωτάει ξαφνιασμένη! «Θέλω χάρη! Θέλω να πας να φέρεις κάτι για να φάει ο διοικητής!» Λέω και εκείνη αρχίζει να αποκτάει ένα χαμόγελο στα χείλη μέχρι που ξεσπάει σε γέλια. «Ανν σταμάτα δεν σου κάνω πλάκα! Τον ρώτησα αν θέλει καφέ η κάτι να φάει και μου είπε θέλει φαγητό! Εγώ φταίω που ρώτησα!»
Απαντάω και νιώθω αρκετά ηλίθια!

«Καλά ηρέμησε! Θα ζητήσω από τους μπράβους να πάνε να σου φέρουν μια πίτσα από την πιτσαρία κάτω.» Λέει εκείνη ειρωνικά.
«Σταματά να μιλάς με προσβλητικό τόνο για ανθρώπους που απλά κάνουν την δουλειά τους.»
«Καλά καλά! Αλλά χρειαζόμαστε γραμματέα το συντομότερο για να μπορεί να κάνει κατι τέτοιες δουλειές.»
«Καλα καλα θα δούμε!»
Απαντάω και εγω ειρωνικά.

ξανά γυρίζω στο γραφείο μου για αντικρίσω τον αστυνόμο να κοιτάει προσεκτικά το σκίτσο που εγώ είχα μόλις μερικά λεπτά που είχα αρχίσει, πράγμα που το κάνει αδύνατο να μπορεί να αναγνωρίσει κάτι.
Απλά ξανα αφήνει το σκίτσο κάτω και ενώνει τα δυο άκρα μεταξύ τους κάτω από την μέση του.

Κάθομαι στο γραφείο και προσπαθώ να ξανά συγκεντρωθώ για να συνεχίσω το σκίτσο. Περνάνε μερικά λεπτά ως που το πόδι του ξανά αρχίζει να ενοχλεί τα τύμπανα μου. Σηκώνω το κεφάλι μου και εκείνος κοιτάει το ταβανι. Το ξανά κατεβάζω κάτω ελπίζοντας όταν έρθει το φαγητό του να σταματήσει.

Δυο κάθετες γραμμές και ευθυγραμμίζω την θέση των ματιών που ήταν ελάχιστα σχιστά. Συνεχίζω ενώ ο εγκέφαλος μου υπολογίζει και μετράει το κάθε ενοχλητικό του χτυπώ στο δάπεδο του ορόφου.
Η πόρτα χτυπάει και επιτέλους το πόδι σταματάει.

Ο σωματοφύλακας του οπίου δεν μου διαφεύγει το όνομα αλλά δεν το γνωρίζω. Προσπάθησα να ρωτήσω πως τους λένε και κάνενας τους δεν απαντάει σε προσωπικές ερωτήσεις. Αυτος άγνωστος Χ σωματοφύλακας αφήνει την πίστα στο γραφείο και αποχωρεί.

«Επιτέλους η πίτσα ήρθε μετά από τριακόσια σαράντα έξι χτυπήματα του ποδιού σας στο δαπεδο.»
Λέω ενώ συνεχίζω να προσπαθώ να τελειοποιήσω τα μάτια. «Α τελικά αυτό μετράγατε τόση ώρα!»
Λέει έκπληκτος ενώ ανοίγει το κουτί της πίτσας. Χωρίς να σηκώσω το βλέμμα μου και να κοιτάξω αντιλαμβάνομαι ότι η πίτσα έχει πεπερονι μόνο από την μυρωδιά.  

«Ναι υπολόγιζα ποσό χτυπήματα θα άντεχε το πάτωμα μέχρι να διμηουργησετε μια καμπύλη στο δαπέδο. Αλλά το φαγητό σας έκανε να σταματήσετε και επιτέλους μπορώ να συγκεντρωθώ.»

Λέω χωρίς να σηκώσω το κεφάλι μου από το σκίτσο μου. «Εσείς δεν θέλετε να φάτε;»
Πραγματικά με κοροϊδεύει; Ποιος στο καλό νομίζει ότι είναι και μπορεί να γίνεται τόσο ενοχλητικός;
«Πραγματικά αν έχετε έρθει εδώ για να περάσετε καλά απλά πείτε το μου! Προσπαθώ να συγκεντρωθώ και να σας ζωγραφίσω κάποιον που θέλετε; Και δεν ξέρω γιατί το θέλετε, και ούτε με αφορά. Όμως απλά κάθεστε στο γραφείο μου και κάνετε ότι πιο ενοχλητικό γίνεται για να μου σπάσετε τα νεύρα γιατί; Απλά γιατί;»

Καθως απλά πεταω το μολυβή σκιάσεων στο τραπέζι.

Μασουλάει την πίτσα τόσο ενοχλητικά μέχρι που το καταβεζει στον οισοφάγο του, και πιάνω τον εαυτό μου να εύχεται από μεσα να πνιγεί.

«Δεν είμαι ενοχλητικός απλά εσείς δεν μπορείτε να αντέξετε την παρουσία μου.»
«Α! Πολυ ωραια τότε, θα περάσω από το τμήμα και θα περιγραψω στον σκιτσογράφο σας όποιον θέλετε! Καλή σας μέρα!» Ενώ του δείχνω την πόρτα.

Σηκώνετε όρθιος και παίρνει το πρόχειρο σχέδιο που είχα κάνει. «Σας ευχαριστώ πολύ κυρία Ντερν. Όμως θέλω να περάσετε μεσα στην εβδομάδα για την τελειοποίηση του σκίτσου.»

Προχωράει προς την πόρτα και την ανοίγει όμως εκείνη την στιγμή γυρίζει και μου λέει. «Απόλαυσα αρκετά την παρέα σας. Και ευχαριστώ για το πρόχειρο γεύμα!» Και απλά βγαίνει έξω κλείνοντας την πόρτα
«Παρακαλώ!» Μουρμουράω ειρωνικά και πεταω στην πόρτα ένα χαρτί σχεδίου που το τσαλάκωσα σε σχήμα μπάλας.

Ούτε δυο λεπτά δεν περνάνε και η Ανν μπαίνει μέσα για να αρχίσει ρωτάει αδιάκριτα. «Πες τα μου όλα γιατί κάτσατε σχεδόν δυο ώρες κλισμένοι εδώ μεσα και τι ακριβώς ήθελε να μάθει;»
«Έλεος βρε ανν τι να σου πω ότι ήρθε εδώ να μου σπάσει τα νεύρα και να φύγει; Αυτό έκανε! Πάμε τώρα κάτω να φάμε και εμείς κάτι γιατί κοντεύει να μεσημεριάσει.»

Ενώ παίρνω την τσάντα μου και πάω την πιάνω αγκαζέ για να βγούμε έξω. «Το ξέρεις ότι δεν γλιτώνεις από εμένα ακόμα και αν με ταΐσεις;»
«Ναι το ξέρω!» Της αποκρίνομαι χαμογελαστά και κατεβαίνουμε κάτω καθώς οι δυο σωματοφύλακες που στεκόντουσαν στην πόρτα μας ακολουθούν κρατώντας μια απόσταση του ενός μέτρου.

Κατεβαίνουμε κάτω στην πιτσαρία που έχω αρχίσει να την θυμάμαι αμυδρά! Έχω αρχίσει να θυμάμαι αρκετά πράγματα! Τον στιβ την γεννά του το κάθε του χαμόγελο και πολλές λεπτομέρειες του παιδιού μου. Θυμάμαι την ημέρα που γνώρισα τον Βίνσεντ την ημέρα που μου συστήθηκε ως πελάτης. Θυμάμαι την ημέρα που είπα στην ανν ότι ξέρω για την σχέση που είχε με τον μπαμπά στιβ. Θυμάμαι τον Όλιβερ θυμάμαι την ημέρα που τον φίλησα στο αεροδρόμιο. Θυμάμαι όταν εκείνος μας περίμενε στο αεροδρόμιο και εγώ έπεσα πάνω του έχω αρχίσει να θυμάμαι μικρά κομμάτια της ζωής μου σε μικρα αποσπάσματα.
Είναι θέμα χρόνου να τα θυμηθώ όλα να τα θυμηθώ όλα έλος απο τον Σπενσερ! Είναι ο μόνος που δεν εμφανίζεται πουθενά! Είναι σαν να μην υπήρξε ποτέ σε αυτές της αναμνήσεις.

Χωρίς να το καταλάβω έχουμε ήδη φτάσει έξω απο το ιταλικό και πάμε καθόμαστε προς το παράθυρο για να κοιτάμε τους Νεοϋορκέζους να τρέχουν σαν μηχανήματα.

«Πες μου τώρα πες τα μου όλα!»
Λέει η ανν και εγώ δεν ξέρω απο που να αρχίσω και τι να της πρώτο πω.
«Θέλεις να σου πω για τον αστυνομικό η για το ραντεβού με την νευρολόγο και τον ψυχολόγο;»
Δεν θέλω να της απαντήσω σε τίποτα αλλά και θέλω ταυτόχρονα να της απαντήσω όλα!
Εκείνη μια κοιτάει τον κατάλογο και μια κοιτάει εμένα.
«Θέλω μια πίτσα πεπερονι και θέλω να μου πεις και για τα δυο. Διάλεξε εσυ με πιο θα αρχίσεις.»

Κοιτάω για τον σερβιτόρο που ακόμα και αυτόν τον θυμήθηκα και τον Σπενσερ όχι! Και εκείνος μόλις με παρατηρεί έρχεται προς εμάς. «Δυο συνηθισμένα;» Ρωτάει και εμείς του γνεφουμε θετικά. «Να πας και στους δυο κυρίους που κάθονται πίσω μας να παραγγείλεις γιατί είμαστε μαζί!»
Εκείνος χαμογελάει και πηγαίνει κατευθείαν στο τραπέζι πίσω μας.
Όμως η ανν με κοιτάει με ένα δολοφονικό βλέμμα.
«Τι έπαθες;»
Την ρωτάω ενώ βάζω λίγο νερό στο ποτήρι μου.
«Θα τους ταΐζουμε κιόλας; Δεν φτάνει που μας ακολουθούν θα τους πληρώνουμε και το φαγητό; Να τους ταΐζουν αυτοί που τους προσλάβανε!»
Λέει νευρικά και απλά καταπίνω μια γουλιά νερό προσπαθώντας να μην μου βγει από την μύτη.
«Σήμερα θα σε κεράσω εγώ μην κανείς έτσι!»
«Δεν το είπα για αυτό!» Πετάγεται κατευθείαν και εγώ απλά χαμογελάω.

«Θέλεις να σου πω εγώ αυτά που έγιναν σήμερα η θέλεις να συνεχίσεις να μου λες τα παράπονα σου για τους σωματοφύλακες;» Την ρωτάω επίτηδες για να σταματήσει την άσκοπη συζήτηση.
«Πες, πες» λέει όλο ενθουσιασμό.

Από που να αρχίσω και πως να τελειώσω!
«Σήμερα έμαθα ότι μέχρι να θυμηθώ είναι θέμα χρόνου και όλα κυλάνε φυσιολογικά. Εκτός απο ενα μικρό κομματι.»

Και σταματάω, σταματάω να σκέφτομαι σταματώ να αναπνέω σταματάω να λειτουργώ! Δεν μπορώ να θυμηθώ ούτε μια ανάμνηση με τον Σπενσερ όμως η καρδιά μου κάθε φορά που τον βλέπω αρχίζει να φωνάζει το όνομα του. Τα κύτταρα του κορμιού μου ζητάνε απελπισμένα ένα του άγγιγμα και τα μάτια μου αναζητανε κάθε δευτερόλεπτο την οπτική επαφή μαζί του. Ακόμα και αν αυτος είναι ψυχρός μαζί μου, είναι ψυχρός και δεν προσπαθεί να με πλησιάσει. Δεν προσπαθεί να ακούσιε την καρδιά μου που φωνάζει. Δεν προσπαθεί να αγγίξει το κορμί μου που ζητάνε απελπισμένα ένα του άγγιγμα. Δεν αντέχει την οπτική επαφή μαζί μου.

«Αλλισον που ταξιδεύεις;»
Και η Άνν κουνάει τα χέρια της αλλόκοτα μπροστά στα μάτια μου. «Συγγνώμη που είχα μείνει;» Την ρωτάω ενώ προπαθω να πάρω μια καθαρή ανάσα.
«Κάτι για εκτός από ένα μικρό κομμάτι.»
Λέει εκείνη απορημένη.
«Α!»
«Ναι Ανν έχω επιλεκτική αμνησία! Δηλαδή ο εγκέφαλος μου έχει αποφασίσει να με αποσυνδέσει από κάθε μου καλή η κακη ανάμνηση  με τον Σπενσερ. Έχω αρχίσει να τους θυμάμαι όλους όχι ολοκληρωτικά αλλά θυμάμαι πράγματα! Όμως δεν θυμάμαι ούτε στο απειροελάχιστο τον Σπενσερ. Θυμάμαι μονάχα μέχρι την στιγμή που έφυγα κλαίγοντας απο το ξενοδοχείο εφόσον είχα μάθει για την μητέρα μου.»

Εκείνη με το στόμα ανοιχτό και τα χέρια της να κρατανε το κεφάλι της. Εκείνη σοκάρεται και είμαι πολύ χειρότερα από εκείνη! Δεν ξέρω τι να σκεφτώ δεν μπορώ να καταλάβω γιατί ο εγκέφαλος μου αντιδράει αμυντικά προς τον Σπενσερ και όχι προς τον Όλιβερ.
«Αυτό το άκουσε και ο Σπενσερ;»
Με ρωτάει εκείνη και εγω απλά  γνέφω θετικά!

Το πρωί πριν πάω στο γραφείο πήγαμε για την καθημερινή αξιολόγηση! Ηταν η πρώτη φορά που αντί για την ανν ήρθε ο Σπενσερ και πίστεψα πως αυτος ο πάγος που υπήρχε θα έσπαγε προσπαθώντας να κάνουμε πράγματα μαζί. Όμως μετά από αυτό δεν ξέρω πως ένιωσε! Δεν αντέδρασε δεν μίλησε απλά καθόταν και άκουγε την γιατρό με ηρεμία!

Στην διαδρομή για το γραφείο δεν τόλμησα να μιλήσω όμως άκουγα την καρδιά του και όλο αυτό με έκανε να αγχώνομαι!

«Να σου πω και για τον διοικητή;»
Την ρωτάω προσπαθώντας να σώσω έμενα ακο της σκέψεις. Ένα μικρό δειλό «ναι» βγαίνει από το στόμα της όμως δεν αρχίζω περιμένω τον σερβιτόρο που έρχεται προς εμάς να φέρει της πίτσες και μετά να συνεχίσω ανενόχλητη!

«Δυο πεπερονι για τις δυο καλύτερες αρχιτεκτόνισσες μας!» Εμείς απλά του χαμογελάμε και τραβάμε από ένα κομμάτι πίτσα η κάθε μια πρώτου αρχίσουμε ξανά την έντονη συζήτηση.

Μόλις τελειώνω το πρώτο κομμάτι συνεχίζω να διηγούμαι την τρελή εμπειρία μου με τον διοικητή Νοξ Νειτ.

«Ήρθε για τον ξάδερφο του Όλιβερ. Δεν με ρώτησε τίποτα το μόνο που ήθελε ήταν μια προσωπογραφία του Μαξιμιλιαν Ορτιζ. Μου ζήτησε να τον περιγράψω σε έναν σκιτσογράφο της αστυνομίας αλλά εγώ προσπάθησα να τον σκιτσογραφίσω μόνη μου με της βασικές γνώσεις μας περί προσωπογραφίας. Όμως εκείνος ήταν ένας σπαστικός άνθρωπος που απλά πείραζε τα πράγματα στο γραφείο μου και κουνούσε το πόδι του ασταμάτητα προσπάθησα να τον σταματήσω διακριτικά. Όμως δεν κατάφερα τίποτα. Και έτσι του είπα ότι θα περάσω από το αστυνομικό τμήμα για να τον περιγράψω στον σκιτσογράφο. Τουλάχιστον εκεί δεν θα χρειαστεί να είναι αυτός και το σπαστικό του πόδι.»

Εκείνη έχει φάει την μισή πίτσα και απλά συμφωνεί μαζί χωρίς να καταλαβαινει μάλλον! Έχει απορροφηθεί πλήρως στην πίτσα και δεν την αδικώ!
Τραβάω άλλο ένα κομμάτι και το τρώω κοιτάω το κινητό μου και η ώρα είναι τρεις και τέταρτο.
Τι Ημερομηνία;
«Σήμερα ο μήνας έχει 6! Είναι έξι Νοεμβρίου ανν!»
Εκείνη αφήνει το κομμάτι πίτσα και χαμογελάει πίνει μια γουλιά νερό σκουπίζει τα χέρια της έρχεται κοντά μου. «Το ξέρω Αλλισον αύριο είναι η επέτειος θανάτου του Στιβεν Σμιθ!»
Ο απότομος θάνατος του μπαμπά μου!
Ανακοπή καρδιάς, χωρίς προφανή λόγο!






Ναι και σήμερα συνεχίζω να ανεβάζω ξανά κεφάλαιο!
Και δεν τελειώσαμε εδώ.

Θέλω γνώμη για τον ενοχλητικό νοξ;

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top