Κεφαλαιο Νο10 Σ


2 μήνες μετά

«Όλιβερ ορτιζ θα σε σκοτώσω»
Μουρμουράω ενώ περπατώ πέρα δώθε στο γραφείο μου κάθε βήμα που κάνω με εκνευρίζει, γιατί δεν κάνω τα σωστα βήματα, δεν προχωράω προς εκείνη.

«Σταμάτα να λες μονο αυτή την φράση συνέχεια»

Γυρίζω απότομα το βλέμμα μου προς τον Βίνσεντ και το μόνο που θέλω να κάνω είναι να πιάσω το λαιμό του «θα σε σκοτώσω Βίνσεντ εσένα τον όλιβερ την ανν  και όποιος στο διάολο ήταν εκεί και με πήρε χωρίς να πάρω τη γυναίκα μου από εκεί»

Ξεφυσάω όσο σκέφτομαι ότι έχω αφήσει την γυναίκα μου στην Ισπανία εγώ βρίσκομαι στην Αμερική και έχουν περάσει δύο μήνες και εκείνη δεν βρίσκεται πουθενά. Δυο μήνες χωρίς την γυναίκα της ζωής μου ήμουν ενάμιση μήνα στην εντατική, μισό μήνα δεν μπορούσα να σηκωθώ όρθιος, και τώρα που σηκώνομαι κανένας δεν ξέρει που είναι η γυναίκα μου. θα τρελαθώ!

«Έχω νέα της.»
Τι ήταν αυτό που μόλις ξεστόμισε τώρα. έχει νέα της; βρέθηκε, εκείνη βρέθηκε, αφού βρέθηκε υπάρχει μία ελπίδα να την ξανά έχω κοντά μου.
«Τι εννοείς πες μου τώρα τι εννοείς;»

Τρέμω ολόκληρος έχω κατεβάσει δύο μπουκάλια αλκοόλ έχω τρεις μέρες να συναντήσω το παιδί μου γιατί δεν μπορώ να τον αντικρίσω στα μάτια, δεν μπορώ, δεν μπορώ να κοιτάξω το παιδί μου στα μάτια.
Δεν ξέρω τι να του πω. Το μικρό μου παιδί φωνάζει μαμά και εγώ τι να πω, ότι δεν ήξερα πως να την προστατέψω, δεν μπορώ να πω ότι εγώ ευθύνομαι για αυτό που έπαθε, δεν μπορώ να πω ότι ήμουν άχρηστος και δεν μπορούσα να την προστατέψω. την εγκατέλειψα την Ισπανία!

«Έχει επιστρέψει στην Βαλένθια έχω όλα τα στοιχεία που χρειάζεσαι για να πας να την πάρεις»

«Δεν είναι τσάντα για να πάω να την πάρω. ξέρεις αν με θυμάται; ξέρεις αν θυμάται ποιος είμαι; Ξερεις αν θυμάται ότι έχει οικογένεια έχει παιδι; ξέρεις τι κάνει; δεν μπορώ να το πάω και την παρω τι είναι αυτό; άμα πάω εκεί και εκείνη με μισεί;  τι θα κάνω πες μου; τι θα κάνω άμα πάω εκεί και εκείνη με μισεί.
τι θα κάνω»

Τελευταία στιγμή που την θυμάμαι πριν το τροχαίο πριν εκείνη που ακούμπησε το χέρι της ελαφριά στο πρόσωπο μου και εγώ έχω ακόμα την αίσθηση του χεριού της επάνω μου.
Αλλά δε με θυμόταν, δεν θυμόταν τίποτα δε θυμόταν τίποτα από το κοινό μας μέλλον το μόνο που θυμόταν ήταν η πληγή που της προκάλεσε ο πόνος που μας διέλυσε την πρώτη φορά.

«Αν δεν πας δεν θα ξέρεις»
Λέει εκείνος λόγο αυτοπεποίθηση. Αλλά εγώ δεν μπορω να είμαι τόσο αισιόδοξος.

«Βίνσεντ γιατί μου το έκανες αυτό; γιατί την άφησες εκεί;
Γιατί δεν με άφησες και εμένα εκεί. δηλαδή πια ήταν η λογική σου να με χωρίσεις από εκείνη όταν εκείνη με χρειαζόταν παραπάνω από κάθε άλλη στιγμή.»

Σηκώνομαι όρθιος έχοντας κάνει τα χέρια μου γροθιές στο γραφείο μου, στο γραφείο που εκείνη ερχόταν και τα έκανε όλα πιο υπέροχα. Όλα έχουν διαφορετική απόχρωση χωρίς την παρουσία της.

«Άκουσε με εδώ μικρέ εγώ έκανα ότι μπορούσα προσπάθησα να σώσω εσένα, προσπάθησα να κρατήσω την έγκυο κοπελα μου ασφαλή, προσπάθησα να κρατήσω το παιδί σου υγιέστατο, και έβαλα ξανά το πόδι μου στην εταιρία κάτι που είχα ορκιστεί ότι δεν θα κάνω όμως το έκανα. Όποτε δεν μπορείς να μου ζητάς οτιδιποτε άλλο ότι μπορούσα να το κάνω το έκανα. Άμα εγώ έφευγα για να πάρω την Αλλισον, άμα εγώ έχανα την λογική μου όπως και εσυ, όλα θα είχαν πάει κατά διαόλου. Έσωσα ότι μπορούσα, προσπάθησα να μην χάσω τα ίχνη της Αλλισον και το καταφερα από εκεί και πέρα κάνε ότι θέλεις εγώ δεν μπορώ να κάνω κάτι.»
Μου φωνάζει δυνατά ενώ με έχει πιάσει από το γιακά.
Πρώτη φορά μετά από τόσα χρόνια κοιτάω τον αδερφό μου κατάματα και δεν είναι αυτος ο αβοήθητος αλλά είμαι εγώ εγώ είμαι που έχω ανάγκη εκεινον!

Τρέμω τα λόγια του με κάνουν να τρέμω σπρώχνω τα χέρια του από πάνω μου και ξανά πιάνω το ποτήρι με το αγαπημένο μου ουίσκι που ξερει πως να μου κρατάει συντροφιά.

«Κοφτό βρε μικρέ γιατί το κανείς αυτό νομίζεις άμα πίνεις όλα θα περασουν κόψε της μαλακιες και ξυπνά να βρούμε τρόπο να πάρουμε την γυναίκα σου.»

Προσπαθεί να μου πάρει το ποτό από το χέρι αλλά δεν τον αφήνω πίνω όλο μου το ποτήρι χωρίς να σταματήσω και απλά το πεταω στο τοίχο για να απολαύσω τον ήχο από το σπάσιμο του ποτηριού.
«Τρελάθηκες;»

Φωνάζει ο Βίνσεντ και εγώ απλά χαμογελάω δεν μπορώ να σταματήσω να χαμογελάω όχι επειδή είναι κάτι αστείο αλλά επειδή φαντάζομαι εκείνη ποσό εκνευρίζεται όταν σπάω πράγματα. Απολαμβάνω την κάθε ταραχη της, βασικά απολάμβανα κάθε ταραχη της γιατί τώρα την κρατάει αιχμάλωτη! Η μπορεί να κάθεται με την θέληση της;

«Αν τρελάθηκα έχω χάσει την γη κάτω από τα πόδια μου, έχω χάσει τον άνθρωπο που μπορεί να ενεργοποιεί τα συναισθήματα μου. μπορείς να φανταστείς ποσό δύσκολο είναι να έχω το παιδί μου και να μην μπορώ να το αγκαλιάζω γιατί μου θυμίζει εκείνη! όλα μου θυμίζουν εκείνη!»

Νομίζω πως τα δάκρυα τρέχουν σαν μικρού παιδιού συναισθηματικά φορτισμένο απλά το θέμα είναι ότι τα συναισθήματα μου χάνονται διαγράφονται όταν εκείνη δεν είναι εδώ. Προσπαθώ να μαζέψω τον εαυτό μου και να ξανά καθίσω καλά στη καρέκλα μου. Ως που εγώ ξανά βολεύομαι η πόρτα ανοίγει απότομα και οι δυο μας ρίχνουμε το βλέμμα μας προς την πόρτα και η ανν μαζί με τον στιβ στην αγκαλιά της. Για μια στιγμή τρελάθηκα νόμιζα ότι αυτή που μπήκε μεσα ήταν η Αλλισον.

Φοράει ένα κίτρινο αέρινο φόρεμα και τα μαλλιά της πιασμένα ενώ ο στιβ την αγκαλιάζει με τα δυο μικρά χεράκια του. το μικρό μας αγγελούδι έχει ανάγκη από αγκαλιές και εγω είμαι ανίκανος να του προσφέρω, είμαι ανίκανος να τον αγκαλιάσω. είμαι ο ποιο άχρηστος άνθρωπος του κόσμου, δεν μου εξιζε μια οικογένεια, δεν μου άξιζε η Αλλισον, δεν τους άξιζε να έχουν εμένα στην ζωή τους!

«Σου είπα να μην έρθεις τι κανείς εδώ;»
Της ψιθυρίζει ο Βίνσεντ και τότε καταλαβαίνω ότι έχω μείνει ακίνητος και απλά δακρύζω ασταμάτητα.
Σηκώνομαι απότομα όρθιος και απλά πιάνω το παιδί μου αγκαλιά, δεν μπορώ να του το κάνω αυτό, δεν μπορώ να τον εγκαταλείψω τουλάχιστον ένα κομμάτι της θα είναι πάντα και δικό μου!

«Μαμά, μα»

Γιατί μου το κάνει αυτό γιατί δεν μπορώ να σταματήσω να κλαίω με λυγμούς τον αγκαλιάζω μυρίζω το αρωμα του και η καρδιά μου πάει να βγει από την θέση του, δεν μπορώ να ανασάνω αλλά δεν σταματάω, να τον αγκαλιάζω, να τον μυρίζω, να τον αισθάνομαι.

«Σπενσερ άστον σε εμένα γιατί τον τρομάζεις.»
«Όχι ανν δεν μπορώ σε παρακαλώ.»
«Απλά ηρέμησε Σπενσερ πάρε ανάσες όλα θα φτιάξουν θα πάμε να την πάρουμε και όλα θα γίνουν όπως πριν.»

Ποιος εγώ έγινα εγώ άνθρωπος που χρειάζομαι συμπαράσταση δεν μπορώ να πιστέψω ότι έχω φτάσει σε σημείο να είμαι για λύπηση.

«Βίνσεντ τι του λες εσυ δεν μου είπες ότι η Αλλισον δεν θα έρθει εύκολα με την θέληση της γιατι δεν θυμάται τίποτα.»
Του απαντάει η Άνν και εγώ σταματάω την δυνατή αγκαλιά που πρόσφερα στον στιβ και απλά τον κρατάω στη αγκαλιά μου με τα μάτια ορθάνοιχτα κοιτώντας τον Βίνσεντ για μια απάντηση.
Γιατί εκείνος δεν λ μου ειπε τίποτα από αυτά.

«Τι στο διάολο συμβαίνει Βίνσεντ, εμένα γιατί δεν μου τα είπες αυτά;»
«Σταματά να βρίζεις μπροστά στο παιδί.»
Λέει η Άννα ενώ τον παίρνει από την αγκαλιά μου νιώθω ένα μικρό κενό αλλά συνεχίζω να κοιτάω τον Βίνσεντ και να περιμένω μια απάντηση.

«Πες του τα Βίνσεντ γιατί αν δεν γυρίσει έγκαιρα η Αλλισον μπορεί να την χάσει για πάντα.»
Ο Βίνσεντ γυρίζει το κεφάλι του προς την ανν και απλά την κοιτάει νευρικά σηκώνεται όρθιος και χαϊδεύει λίγο το μάγουλο της εγω είμαι σε κατάσταση σοκ δεν μπορώ να καταλάβω και κανένας δεν μου λέει.

«Ανν σήκω και φύγε τώρα σε παρακαλώ δεν θα τον τρελανουμε τρεις μέρες έχει που βγήκε από το νοσοκομείο. Για αυτό αγάπη μου πάρε τον μικρό και πήγαινε σπίτι πήγαινε για ψώνια αλλά μην γυρίσεις εδώ για κανέναν λόγο.»
Της λέει με έναν ήρεμο τόνο και εκείνη απλά του γνέφει θετικά. ο Βίνσεντ χαϊδεύει λίγο και τα μαλλάκια του στιβ καθώς τους ανοίγει την πόρτα για να φύγουν.

Μόλις η πόρτα κλείνει εγώ αρχίζω να παραληρώ «Η θα μου πεις τι στο διάλο συμβαίνει, η φεύγω σήμερα για Ισπανία χωρίς κανέναν, και χωρίς σχέδιο!»

«Κάθησε προτα και μετά θα σου πω.»
Ενώ πάει και παίρνει το άλλο μπουκάλι ουίσκι και το πετάει στο τοιχο.

«Τι έκανες εκεί;»
«Η συζήτηση θα είναι χωρίς αλκοόλ.»
Λέει απότομα ενώ στρογγυλοκάθεται στον δερμάτινο καναπε. Εγώ πάω πίσω στο γραφείο μου και κάθομαι βάζω τα χέρια μου μπροστά στο γραφείο μου και απλά περιμένω μια του ένδειξη, μια του έκφραση, ένα επιφώνημα του.

«Εκείνη είναι μαζί με τον Όλιβερ, δηλαδή είναι ζευγάρι, πρόκειται να παντρευτούν, και μάλιστα πολύ γρήγορα. Δεν ξέρω τι έκανε αλλά νομίζω ότι εκείνη τον ερωτεύτηκε Σπενσερ. Νομίζω ότι η Αλλισον ζει μαζί του επειδή το θέλει και όχι γιατί την κρατάει αιχμάλωτη.»

Όχι,
Όχι,
Όχι,

Δεν ήμουν έτοιμος για αυτό δεν μπορώ να το διανοηθώ η καρδιά μου δεν μπορεί να το αντέξει. υποφέρω, δεν αντέχω, το σώμα έχει αρχίσει να υπολειτουργεί, δεν αισθάνομαι τα ακροδάχτυλα μου και όσο πάει χανω και άλλες αισθήσεις. χανω την όραση, την όσφρηση, την ακοη, και το μόνο που μου μένει είναι να σταματήσω να αναπνέω.

«Σπενσερ σύνελθε!»
«Σπενσερ!»
«Σπενσερ με ακούς!»
«Σπενσερ σε παρακαλώ κάνε μου ένα νεύμα ότι με ακούς.»
«Μικρέ σε παρακαλώ!»
«Γαμωτο Σπενσερ με ακούς!»
«Σε Άκουω, αλλά σε παρακαλώ φύγε από το γραφείο μου!»
«Όχι δεν σε αφήνω σε αυτή την κατάσταση.»
«Φύγε τώρα από εδώ μεσα!»
Φωνάζω, ουρλιάζω σήκωνομαι και πεταω ότι βρίσκεται μπροστά μου. σπάω όλα τα κάδρα που υπάρχουν καρέκλες διαλύω τα πάντα.
Δεν ξέρω τι μπορώ να κάνω δεν μπορώ να αναπνεύσω η καρδιά μου πάει να σπάσει δεν μπορώ να λειτουργήσω δεν μπορώ να αναπνεύσω χωρίς εκεινη!

Δεν υπάρχει φως χωρίς εκείνη!

«Σταματά το ξέρω ότι δεν αντέχεις αλλά σταματά! Άμα θυμηθεί όλα θα αλλάξουν, δεν σε θυμάται, δεν θυμάται, άμα σας θυμηθεί και τους δυο όλα θα αλλάξουν.»
«Και αν δεν θυμηθεί;»
Το ρωτάω τρομοκρατημένος ενώ έχω πιάσει στα χέρια μου μια κορνίζα με εκείνη και τον στιβ.
«Την έκανες να σε ερωτευτεί ακόμα και οταν ζούσε ο μπαμπάς τι σε κάνει να πιστεύεις ότι σε μπορείς να παλέψεις τώρα; Εσυ δεν είσαι αυτος που λες δεν αντέχεις χωρίς εκείνη. πάλεψε τότε!»

Μια μεγάλη βαθιά ανάσα το χαμόγελο της μπροστά μου και όλα αλλάζουν όλα γεμίζουν ελπίδες όλα αποκτάνε λίγο φως!






༆༆༆༆༆༆





Όλα είναι διαφορετικά όλα πάνε κατά διαόλου δεν μπορώ να συνέλθω δεν μπορώ να σταθώ στα πόδια μου δεν μπορώ να την βοηθήσω έχει γυρίσει στην βαλενθια και ετοιμάζει τον γάμο της και εγώ θα πάω ξανά για να καταστρέψω τα πάντα. Θα με
Μισήσει και θα έχει δίκιο. Όμως δεν μπορώ να ζήσω χωρίς εκείνη και δεν μπορώ να αντικρίσω το παιδί μου στα μάτια.

Θα κάνω τα πάντα για αυτό!
Δεν θα αφήσω να ζήσει χωρίς την μητέρα του ακόμα και αν εκείνη δεν θέλει να γυρίσει σε εμένα θα γυρίσει στον στιβ.

Ο στιβ δεν θα έχει την ίδια μοίρα με εμάς!

Ο ήχος από το χτύπημα της ξύλινης πόρτας του γραφειου με βγάζει από της σκέψεις μου και απλά ξεκλειδώνω την πόρτα από το κινητό και περιμένω να περάσει μεσα ο τζακ.

Ήταν πολύ ταραγμένος όταν με ειδοποίησε όποτε τίποτε καλό δεν θα περιμένω.
«Καλησπέρα κύριε Ντερν»
«Κάθησε!»
Του λέω ξερά και εκείνος ξεροκαταπινει με κοιτάει τρομοκρατημένος όσο πλησιάζει στο γραφείο μου.
Κοιτάει γύρω γύρω και ξανά ξεροκαταπινει βλέποντας όλο το χάος που υπάρχει σε όλο το γραφείο σηκώνει και τοποθετεί σωστα την μοναδική καρέκλα που δεν έχει σπάσει και κάθεται στην καρέκλα χωρίς να με κοιτάει στα μάτια.
Παίρνει μια βαθιά ανάσα, και εγώ τον διακόπτω «σκοπεύεις να μου φας και άλλο τον χρόνο μου, η θα μου πεις τι είναι αυτό που συμβαίνει, η βγες από εδώ, Τώρα!»

«Μάλιστα!» Ανταποκρίνεται γρήγορα και απλά ανοίγει το φάκελο του, βγάζει από μεσα μια στιβα χαρτιά και τα ακουμπάει στο γραφείο μου!

Δεν είμαστε καλά ο άνθρωπος έχει τρελαθεί, και τρέμει το χέρι του όσο τα σπρώχνει προς εμένα.
Τα πιάνω βιαστικά και τα ακουμπάω μπροστά μου χωρίς να τα παρατηρώ.

Όμως η επικεφαλίδα αναγράφει
«Αίτηση διαζύγιου!»
Όχι είναι απλά ένα αστείο ένα κακόγουστο αστείο!
«Δεν μπορεί, τζακ δεν μπορεί αυτό να έχει σχέση με την γυναίκα μου, δεν μπορεί εκείνη να ζήτησε διαζύγιο.»

«Ο δικηγόρος της το έχει σύνταξη και βρίσκονται οι υπογραφές της σε κάθε σελίδα, όποτε είναι έγκυρο.»

Το κάθαρμα! Το ελεεινό κάθαρμα όχι αυτό δεν θα περάσει όχι αυτό!

«Βγες έξω και εξαφάνισε αυτή την μαλακια από μπροστά μου, διαζύγιο δεν υπογράφω.»

«Διάβασε το τουλάχιστον κύριε Ντερν, μπορείς να δεις ότι απλά θέλει διαζύγιο και σου αφήνει τα πάντα, ακόμα και την επιμέλεια του παιδιού.»

Εκείνος συνεχίζει να μου εξηγεί αλλά εγώ είμαι πολύ απασχολημένος για να ασχοληθώ με τα λόγια του η σκέψεις μου τρέχουν με ραγδαίους ρυθμούς δεν υπάρχει άλλος τρόπος απλά θα πάω να την πάρω ακόμα και αν με μισήσει.

Πιάνω το τηλέφωνο και κανονίζω την άμεση αποχώρηση μου. Θα πάω να την πάρω ακόμα και με το ζόρι.

Ο Τζακ σηκώθηκε και έφυγε χωρίς να τον εχω πάρει χαμπάρι αλλά εγώ συνεχίζω να σκέφτομαι αυτό που θα κάνω πω θα καταφέρω να την πάρω πίσω.

Η πόρτα ξανά χτυπάει και αυτή την φορά τραντάζομαι δεν το περίμενα σήμερα έχει περάσει όλος ο κόσμος από το γραφείο μου αλλά αυτόν που βλέπω δεν το πιστεύουν ούτε τα μάτια μου.

«Τι σκατα γυρεύεις εδώ;»
Τον ρωτάω ενώ σφίγγω τα χέρια μου μεταξύ τους.
Εκείνος χαμογελάει ειρωνικά και στρογγυλοκάθεται στην καρέκλα χωρίς να τον προσκαλέσει κανένας και χωρίς να δίνει σημασία στο χάος που υπάρχει στο γραφείο.
«Έτσι υποδέχεσαι τον διοικητή της αστυνομίας κύριε Ντερν.»
Λέει ενώ φτιάχνει λίγο το γιακά του. μόνο αυτος μου έλειπε τώρα, όλα τα είχα και ο τρελός στα πόδια μου.

«Έτσι υποδέχομαι όσους έρχονται απρόσκλητοι. Τι γυρεύεις εδώ γιατί θέλω να φύγω.»
«Να πας που;»
Ρωτάει όλο ειρωνία ενώ προσπαθεί να μου σπάσει τα νεύρα σκαλίζοντας με ένα στύλο το γραφείο μου.

«Άσε κάτω το στύλο και σήκω φύγε αν δεν έχεις κατι σημαντικό.»

Του λέω ενώ μια κοιτάω το στύλο μια εκείνον που δείχνει προσηλωμένος στο έργο του.
«Δεν μου είπες γιατί βιάζεσαι όμως.»
«Δεν σε αφορά»
Του λέω με μια πιο δυνατή φωνή ενώ ρε τεντωνω την πλατη μου στην καρέκλα μου.
«Καλά καλά να μπω στο θέμα τότε γιατί δεν σε βλέπω ορεξάτο. Το όνομα Μαξιμιλιαν ορτιζ σου λέει κάτι;»
Ορτιζ! Γαμημενοι ορτιζ εμφανίζεται παντού μπροστά μου.
«Μου λέει κάτι το όνομα Όλιβερ ορτιζ. Δεν μπορεί να είναι τυχαίο»
Του απαντάω όλο απόρροια. Ξέρω πολύ καλά ποιος είναι ο Μαξιμιλιαν αλλά εγώ δεν έχω πλέον καμία δουλειά μαζί του, βασικά εγώ δεν είχα ποτέ καμία δουλειά μαζί του. Απλά εξέθεσα της παρανομίες του πατέρα μου και πήρε η μπάλα και αυτόν.
«Α!»
Μόνο ένα επιφώνημα του κάνει τα νεύρα μου να εκτοξεύονται. «Πες μου που επισκοπεί αυτή η συζήτηση;»
Τον ρωτάω ενώ ανασηκώνω τα Φρύδια μου.
«Ξερεις εγώ είμαι φίλος σου και προσπαθώ να βοηθήσω.» «Δεν είσαι φίλος μου» τον διακόπτω εκείνος ρίχνει ένα πλατύ χαμόγελο και μετά ξανά σοβαρεύει. « όπως θες τότε. Απλά ο αδερφός σου προσπαθεί να κάνει μια συμφωνία μαζί του και δεν μπορώ να του φερθώ με επιείκεια αν τολμήσει να τους κάνει εύκολη την πρόσβαση στο Μανχάτταν. εγώ είμαι απέναντι σας έγινα ξεκάθαρος!»

Τα μάτια μου ορθάνοιχτα τη στο διάολο θέλει ο Βίνσεντ μαζί του. Τι έχει συμβεί εδώ και δυο μήνες που λείπω. Υποτίθεται ότι απλά ανέλαβε της υποχρεώσεις μου. Δεν απαντάω απλά τον κοιτάω μήπως και αυτό είναι μια απλή φάρσα αλλά η εμφανώς εντυπωσιασμένη του έκφραση δεν μου αφήνει περιθώρια.

«Νειτ νοξ άκουσε με δεν πρόκειται κανένας ορτιζ να ξανά κάνει δουλειά μαζί μου είτε νόμιμη είτε παράνομη ότι και να έγινε όσο δεν ήμουν εδώ δεν θα προχωρήσει άλλο να είσαι σίγουρος.»

Με κοιτάει έκπληκτος, αλλά εντέλει χαμογελάει και το χαμόγελο μετατρέπετε σε γέλιο, νευρικό γέλιο που ενοχλεί τα τύμπανα μου.
Σηκώνομαι όρθιος και εκείνος σταματάει για μια στιγμή ενώ με κοιτάει εξονυχιστικά.
«Δεν σε πιστεύω Σπενσερ έχω μάθει ότι η συναλλαγή έχει να κάνει με την επιστροφή της γυναίκας σου που είναι άφαντη όποτε δεν σε πιστεύω!»

Γιατί είμαι τόσο
Εκτεθημενος γιατί ο βλάκας ο αδερφός μου δεν με ενημέρωσε για τίποτα τι έχει κάνει όσο καιρό ήμουν ανήμπορος να λειτουργήσω!

«Άκουσε με νειτ εγώ δεν ξέρω τι στο διάλο μου λες έχω τρεις ημέρες που έχω γυρίσει στα καθήκοντα μου δεν με αφορούν οι τρελές σου, ούτε αν θέλεις η όχι να κυνηγάς τον ορτιζ. όποτε φύγε από εδώ και άσε με στα ποβληματα μου.»

Σηκώνεται και εκείνος όρθιος ακουμπώντας της παλάμες του επάνω στο γραφείο μου με πλησιάζει ελάχιστα πιο κοντά ενώ σφίγγει το σαγόνι του.

«Ήρθα ως εδώ να σε προειδοποιήσω, αν εσυ δεν με ακούσιες θα είσαι ο επόμενος που θα μπει στον στόχο Σπενσερ Ντερν! Δεν θέλω αλλά μπλεξίματα με την εταιρία σου!»
«Βγες έξω από το γραφείο μου και μην σε ξανά δω εδώ. αλλά μόνο ένα να έχεις σίγουρο, αν κάποιος ορτιζ πατήσει στο Μανχάτταν και έχει την γυναίκα μου θα βρεθεί νεκρός. μην ψάξεις για τον ένοχο εγώ θα είμαι!»
Του απαντάω απειλητικά και ξανά κάθομαι στην καρέκλα μου. εκείνος στέκεται για λίγο σαστισμένος για να εμπεδώσει όλα αυτά που είπα απλα κάνει ένα πλατύ χαμόγελο και αποχωρεί χωρίς να χαιρετίσει.

༆༆༆༆༆༆


Δεν μπορώ να διανοηθώ αυτά που μόλις μου αποκάλυψε ο Βίνσεντ το κεφάλι μου θα σκάσει από της πολλές πληροφορίες.
«Δηλαδή μου λες ότι η Αλλισον μένει με τον Όλιβερ επειδή το θέλει. αλλά ο μαξιμιαλν μαζί με τον Όλιβερ είναι πρόθυμοι να την φέρουν εδώ αρκεί να τους παραχωρήσω πάνω από πενήντα της εκατό της εταιρίας;»
Εκείνος ξεφυσάει ενώ γυρίζει πέρα δώθε κοντεύει να ανοίξει τρύπα στο δάπεδο.
«Όχι δεν είπα ακριβώς αυτό! Είπα ότι αυτό ήταν το αρχικό πλάνο πριν ο Όλιβερ πάρει την Αλλισον και εξαφανιστούν. Δηλαδή ο Όλιβερ παράτησε το σχέδιο και αποφάσισε ότι θέλει την Αλλισον και όχι τα λεφτά. Όποτε αυτό που σου είπε αυτος ο ηλιθος ο νοξ δεν θα γίνει.»

«Όμως εσυ ειχες δεχτεί να κανείς αυτό χωρίς να περιμένεις εμένα;»
Τον ρωτάω τελικά ενώ τον κοιτάω με ανασηκωμένο το ένα μου φρύδι και το πόδι μου τρεμοπαίζει τόσο πολύ που τρέμω ολόκληρος.
«Ναι το δέχτηκα γιατί δεν είχα άλλη επιλογή ήξερα ότι αμα ξυπνουσες θα ειχες την γυναίκα σου πίσω όποτε έκανα ότι πέρναγε από το χέρι μου. Δεν είμαι εσυ Σπενσερ δεν έχω δολοφονικές τάσεις και αυτά που έκανα είναι πέρα από της αντοχές μου. Για αυτό ελπιζω να μην με ξανά μπλέξεις.»

Τον έμπλεξα μα βέβαια τον έμπλεξα. Εγώ είμαι πάντα αυτος ο κακός που τα κάνει όλα σκατα.
Είμαι καλός μόνο όταν προσέφερω τα πάντα ...

Είμαι ένας ηλιθος που πίστεψα......

«Φύγε Βίνσεντ! Σε ευχαριστώ πολύ για της υπηρεσίες σου. Θα σου αποπληρώσω οτιδιποτε έκανες για εμένα, και  για την οικογένεια μου!»

«Είσαι ηλίθιος; Σοβαρά τώρα αυτό έχεις να μου πεις; Είσαι ένας μεγαλος ηλιθος που όλα τα μετράς με χρήματα. Μπορώ να καταλάβω γιατί η Αλλισον δεν θέλει να γυρίσει πίσω σε εσενα.»

Την τελευταία φράση του την ένιωσα παραπάνω από όσο έπρεπε ολοι ξέρουν οτι δεν αξίζω να είμαι με εκείνη ολοι! Ακόμα και ο ίδιος μου ο αδερφός.
Το στομάχι μου έχει γίνει κόμπος το αίμα έχει ανεβεί στο κεφάλι η θερμοκρασία είναι αφόρητη.

ΔενμπορώναΑΝΑΠΝΕΥΣΩχωρίςεκείνη!

«Ηρέμησε Σπενσερ όλα θα πάνε καλά!»
«Τίποτα δεν θα πάει καλά μου έκανε αίτηση διαζυγίου.»
Λέω ενώ καταρεω κατεβάζω το κεφάλι και απλά εύχομαι να πεθάνω. Δεν μπορώ να πιστέψω ποσό πονάει η απώλεια της. Μου έχει ξεριζώσει την καρδιά και δεν μπορώ να κάνω τίποτα για αυτό έχω παραδωθει στον πόνο μου.

«Σήκω Σπενσερ θα φύγουμε τώρα θα πω στον Λουις να ετοιμάσουν το τζετ πετάμε κατευθείαν για βαλενθια και εκεί θα μάθεις αν όλα αυτά γίνονται από εκείνη. Μην κανείς εικασίες, η Αλλισον δεν θα σε άφηνε τόσο εύκολα.»
«Μα και εσυ ο ίδιος είπες....»
«Σκάσε το είπα γιατί έχω νεύρα μαζί σου όχι ότι το πιστεύω σήκω τώρα να φύγουμε, σήκω άμεσως να φύγουμε για να μάθουμε τι συμβαίνει. Θες να ακούσεις και κάτι άλλο. ναι ειχες δίκιο δεν έπρεπε να περιμένω για να ξυπνήσεις έπρεπε να την έχω φέρει εδώ στο παιδί της έκανα λάθος, ειχες δικό μικρέ δεν πρέπει να την αφήσω εκεί.»
«Σήκω σε παρακαλώ!»
«Δεν θέλω Βίνσεντ να πάω φοβάμαι φοβάμαι ότι εκείνη θα είναι πιο ευτυχισμένη χωρίς εμένα.»
«Σίγουρα θα είναι πιο ευτυχισμένη χώρις εσενα αυτό σου το υπογράφω» σηκώνω το κεφάλι μου απότομα ενώ δεν πιστεύω στα αυτιά μου. «Αλλά δεν θα είναι ποτέ ευτυχισμένη χωρίς το παιδί της. Ας ελπίσουμε σε αυτό.»

Με πονάει! με πονάει που έχει δίκιο, με πονάει που μπορεί να μην θέλει να γυρίσει. Άμα έχει θυμηθεί και δεν θέλει να γυρίσει;
Αυτή η ερώτηση γυρνάει στο κεφάλι και με στοιχειώνει.

Όμως δεν έχω να χάσω τίποτα όποτε σηκώνομαι και ξεκινάω την διαδικασία να ενημερώσω και να ετοιμάσω το έκτακτο ταξίδι για την απαγωγή της γυναίκας μου από τον απαγωγέα της.
Τρελό, αλλά μαζί της πάντα όλα ήταν τρέλα.

Ετοιμάζω τα πάντα ο Βίνσεντ θέλει να έρθει μαζί μου αλλά όχι δεν μπορώ να το κάνω αυτό. ξέρω που πάω ο Βίνσεντ δεν ξερει, δεν ξερει καν ποιος είναι ο Μαξιμιλιαν ορτιζ που προσπάθησε να κάνει συμφωνία μαζί του. Άμα το ηξερε θα είχε φύγει τρέχοντας.

«Πάω κάτω Βίνσεντ θα τα πούμε μόλις επιστρέψω.»
Του λέω ενώ κλείνω την πόρτα του γραφειου μου αφήνοντας τον μεσα φεύγω κατευθείαν χωρίς να κοιτάξω ούτε να απαντήσω σε κανέναν από τους υπάλληλους που πάντα έχουν κάτι να ρωτάνε όμως αρκεί ένα βλέμμα μου για να τους κάνει να σταματήσουν.

«Έλεος πατέρα και στον τάφο που είσαι με κυνηγάνε τα προβλήματα σου.»

Ψιθυρίζω στον εαυτό μου καθως έχω κατέβει στο δωμάτιο του ξενοδοχείο και βγάζω τα ρούχα μου να κάνω ντους να ετοιμαστώ και να φύγω. Αυτό το δωμάτιο είναι εφιάλτης χωρίς εκείνη!

Πάω στην ντουλάπα και ανοίγω την ντουλάπα με την συλλογή από τα σκισμένα της ρούχα, έλεγε ότι τα κρατάει για ενθύμιο παιρνω μερικά στην χούφτα μου και όλα τα βάζω μπροστά στο στήθος μου όλα μου θυμίζουν εκείνη. Η παρουσία της είναι τόσο έντονη παντού που δεν μου αφήνει περιθώρια για λογικές σκέψεις. Όποτε κάνω ντους γρήγορα ντύνομαι, και απλά εύχομαι να γυρίσω μαζί της.

Η μονη μου σκέψη είναι ότι θα με αρνηθεί ότι θα με αφήσει πέρασα δέκα  ώρες στο αεροπλάνο με την μονη μου σκέψη την άρνηση της.

Κοιταζω συχνά πυκνά το κινητό η ανν μου στέλνει φωτογραφίες και μικρά βιντεάκια από τον μικρό μου φτιάχνει η ψυχολογία. Όμως το τελευταίο βίντεο με έκανε χειρότερα εκείνη με τον στιβ να φωνάζουν «μαμά σε περιμένουμε!» Και αν δεν μπορέσω να την φέρω;.

Κουνάω,  και ξανά κουνάω το κεφάλι μου δεξιά και αριστερά. Η βαλενθια με περιμένει και εγώ σκοπεύω να διαλύσω τα πάντα για να την βρω. Μάζεψα όσους  μπόρεσα για να τους φέρω εδώ δεν ξέρω τι θα συμβεί αλλά άμα μπλέκεις πωλητές ανθρώπινης σάρκας δεν πας μόνος σου αυτό είναι το μόνο σίγουρο.

Έχω αφήσει την γυναίκα μου να κάνει παρέα με έναν άνθρωπο που ο ξάδερφος του είναι βουτηγμένος σε όλες της παρανομίες του κόσμου. Εγώ φταίω για όλα.

Μόλις φτάνουμε σηκώνομαι και όλοι με ακολουθούν είναι δέκα άτομα, δέκα εγκληματίες που αν τους έδινε κάποιος κάτι παραπάνω απλά θα με σκωτονανε.
Βλέπω τον Λουις τουλάχιστον υπάρχει και αυτος μου κάνει ένα νεύμα χωρίς να χαλάσει κάποια εκφράση του προσώπου του και συνεχίζουμε με τα στοιχεία που μας έχει δώσει ο Βίνσεντ απο τους δυο κατάσκοπους που ξέρουν ακριβώς που είναι.


Βρίσκονται στο ξενοδοχείο στην μέση της Βαλένθιας.
Είναι εννέα το βράδυ και εγώ θα πάω να μπουκάρω στο δωμάτιο τους, δεν είναι όσο εύκολο φαίνεται όμως θα την συναντήσω,  θα την δω, θα αντικρίσω με τα ίδια μου τα μάτια τη συμβαίνει.

Εγώ θα ανέβω με το ασανσερ οι μισοι με της σκάλες και οι υπόλοιποι από την έξοδο κινδύνου.

Έχουμε το κλειδί του δωματιου και απλα ανεβαίνουμε επάνω όλα είναι τακτοποιμενα κανένας άλλος δεν βρίσκεται στον όροφο. Αλλά μόλις οι πόρτες του ασανσερ ανοίγουν η καρδιά μου αρχίζει να υπολειτουργεί και μόλις βγαίνω έξω

Δεν
Μπορώ
Να
Αναπνεύσω!

Είναι και οι δυο έξω από το δωμάτιο εκείνη έχει κολλήσει τον Όλιβερ στην πόρτα και τον φιλάει.

εκείνη έχει κολλήσει τον Όλιβερ στη πόρτα και τον φιλάει.

Χαρακιές στην Καρδιά μου απλά οπισθοχωρώ και γυρνάω πίσω στέλνω S.O.S σε όλους για να φύγουν,  και ξανά πατάω την έξοδο του ασανσερ αλλά μάταια εκείνο δεν πάει πιο γρήγορα ότι φοβόμουν γίνεται πραγματικότητα εκείνη τον ερωτεύτηκε.
Εκείνη είναι μαζί του επειδή το θέλει!

Το κινητό χτυπάει και είναι ξανά η ανν θέλω να της το κλείσω τρέμω αλλά απλά της το ανοίγω και ακούω την φωνή του την μικρή τρυφερή φωνή του που δειλά δειλά λέει λέξεις «μπα, μπα μαμα»
Τον ακουσα να λέει μπαμπά νιώθω τόσο αδύναμος δεν μπορώ να ανταπεξέλθω σε όλο αυτό.
«Θα φέρει ο μπαμπάς την μαμά αγγελούδι μου.»

Αν θέλει η Αλλισον να είναι με τον Όλιβερ ας είναι, αν δεν με θέλει στην ζωή της θα φύγω, αλλά το παιδί της θα το συναντήσει Θέλει, δεν θέλει! κλείνω το τηλεφωνώ στην ανν ενώ εκείνη έχει αρχίσει να παραμιλάει.
Σταματάω το ασανσερ και ξανά επάνω.
Ενημερώνω τον Λουις να ξανά ανέβουν όλοι τους από της σκάλες και θα μπούμε κατευθείαν μεσα.

Βαθιά ανάσα Σεπνσερ!
Μπορεί να χάσεις την γυναίκα σου αλλά το παιδί σου δεν θα χάσει την μητέρα του.

Βγαίνω έξω και απλά προχωράω προς το δωμάτιο τους ευτυχώς ο Λουις έχει προνοήσει για τα πάντα και έχω κάρτα για να μπω μεσα κατευθείαν.

Ανοίγω την πόρτα αλλά δεν ακούω τίποτα τα φώτα είναι ρυθμισμένα αρκετά χαμηλά και εγώ σχεδόν δεν βλέπω κανω δυο σταθερά βήματα μέχρι που αντιλαμβάνομαι ότι κάτι πατάω με τα πόδια μου βλέπω τον διακόπτη και ρυθμίζω το φως και απλά ξεροκαταπίνω.  το δωμάτιο είναι γεματο κόκκινα τριαντάφυλλα παντού υπάρχουν παντου. Το πάτωμα είναι γεμάτο το κρεβάτι εξίσου δεν μπορώ καν να διακρίνω το χρωμα του δαπέδου η τον σεντονιών.

Προχωράω και άλλο ελπίζοντας να μην πετύχω κάτι που θα με κάνει να χάσω τα λογικά μου προχωράω προς το μπανιο σταθερά αλλά κανείς δεν είναι εδώ μεσα αυτό το δωμάτιο δεν έχει χρησιμοποιηθεί  ακόμα.

Προσπαθώ να φανώ λογικός, προσπαθώ να μην χάσω την ψυχραιμία μου. Έχω έρθει εδώ με έναν σκοπώ αλλά η καρδιά μου με προδίδει δεν μπορεί να αντέξει αυτό που φαντάζεται ο εγκέφαλος μου. δεν μπορεί να αντέξει ότι σε αυτό το δωμάτιο η γυναίκα της ζωής του θα τον μοιραζόταν με κάποιον άλλον και όχι με εμένα.

Όλοι τους μπαίνουν μεσα σε σειρά και με κοιτάνε σαν φάντασμα. Αλλά η μονη βλεμματικη επαφή που κάνω είναι με τον Λουις αντιλαμβάνεται ότι ο εγκέφαλος μου βρίσκεται σε χάος και δεν μπορώ να κάνω κάτι.
Αμέσως αρχίζει να τους δίνει εντολές.

«Δυο στην είσοδο άλλοι δυο ψάξετε παντού μήπως βρούμε κάτι δυο να κατέβουν στο πάρκινγκ και θα περίμενετε όταν θα σας στείλω σήμα για να ετοιμαστούμε να φύγουμε, δυο εδώ με τον Σπενσερ και οι υπόλοιποι μαζί μου γίνεται ένα πάρτι στο μπαρ του ξενοδοχείου όποτε θα πάμε να φέρουμε και τους δυο ορτιζ εδώ.»

Εγώ απλά στέκομαι όρθιος χωρίς να κάνω κάτι!
Είμαι γελοίος που τα συναισθήματα μου με κάνουν ανήμπορο.

Στέκομαι όρθιος χωρίς να αντιλαμβάνομαι τίποτα.
«Σπενσερ ηρέμησε δες εκεί υπάρχει ένα μίνι μπαρ πιες κάτι μέχρι να τους φέρω εδώ. Αλλά σε καμία περίπτωση μην βγεις από εδώ μόνος.»

Απλά του γνέφω θετικά και σφίγγω το σαγόνι. Εκείνος βγαίνει και βρίσκομαι μόνος μεσα στο χάος οι άλλοι δυο μαρκ και κλαους δεν κουνιούνται στέκονται απλά με τα χέρια τους πιασμένα μπροστά.

Πάω τελικά στο μινι μπαρ και κάνω αυτό που δεν ήθελα να πιω για να νιώσω δυνατός. Νιώθω ότι ξεφτιλίζω τον εαυτό μου νιώθω ότι έχω χάσει κάθε είδους αξιοπρέπεια αλλά τουλάχιστον θέλω να το ακουσω από το στόμα της αν δεν με θέλει στην ζωή της. Πιάνω τελικά ένα ποτήρι και το γεμίζω με ουίσκι.

Σκέφτομαι και ξανά σκέφτομαι αλλά για εκείνη αξίζουν τα πάντα,  για εκείνη αξίζει να καταστρέψω κάθε τι που την πληγώνει και αν είμαι εγω αυτος που την πληγώνει θα αποχωρίσω! Θα αποχωρίσω για πάντα από την ζωή της!

Βγάζω το σακάκι μου και αρχίζω να σηκώνω τα μανίκια από το πουκάμισο μου ελπιζω το λευκό πιυκαμισο μου να γεμίσει με τα αίματα του. Βασικά αυτό ακριβώς θα γίνει.

Και ακριβώς αυτήν την στιγμή που μόλις έχω σηκώσει τα μανίκια μου η πόρτα ανοίγει ο μαρκ με τον κλαους πλησιάζουν την πόρτα και ο Όλιβερ μπαίνει μεσα μόνος του χωρίς να τον πιέζει κανένας. εκείνος είχε το θράσος να έρθει εδώ χωρίς να του το επιβάλει κανένας αλλά μόλις αντιλαμβάνεται τι συμβαίνει με κοιτάει δειλά ενώ το χρωμα του αρχίζει να αλλάζει, τα μάτια του εχουν σταματήσει να ανοιγοκλείνουν, και τα χέρια του φαίνονται ανήμπορα να δέχονται εντολές γιατί τρέμουν.

Πλησιάζω ένα, δυο, τρία σταθερά βήματα όσο και να θέλω να ορμήσω πάνω του δεν τον θέλω άνεσθιτο.
Όποτε στέκομαι ακριβώς μπορστα του και ο μαρκ με τον κλαους στέκονται στην πόρτα που μόλις κλείσανε στέκονται στην πόρτα σαν αδιαπέραστος τοίχος.
«Καλησπέρα ορτιζ έχω έρθει να πάρω την γυναίκα μου. Μήπως κατά τύχη την έχεις συναντήσει,  η μήπως κατά τύχη όλον αυτόν το καιρό ήταν μαζί σου, η μήπως κατά τύχη προσπαθήσες να κάνεις την γυναίκα μου δίκη σου;»

Μόλις ολοκληρώνω και την τελευταία φράση απο την πρόταση μου χανω τα λογικά μου όσο φαντάζομαι εκείνη να τον φιλάει. Τα χέρια μου, το σώμα, και η καρδιά μου έχασαν τον έλεγχο ο εγκέφαλος μου δεν μπορεί πλέον να ελέγξει κανένα άκρο μου το δεξί μου χέρι απλά χωρίς καμία εντολή γίνεται γροθιά και κατευθείαν τα κατευθείαν στην κάτω γνάθο του.

Τον βλέπω να χάνει την ισορροπία του αλλά επανέλθετε στην αρχή του θέση ρίχνοντας μου μια γροθιά ακριβώς επάνω στο αριστερό ζυγωματικό μου. Αλλά είμαι ήδη αναίσθητος όποτε τίποτα από αυτά δεν με πονάει απλά ξανά γυρνάω εκεί στην αρχική μου θέση πιάνοντας τον λαιμό του και ρίχνοντας τον κάτω τον χτυπάω με μανία χωρίς να καταλαβαίνω τι κάνω μέχρι την στιγμή που έρχονται και με σηκώνουν από επάνω του.  δεν ξέρω αν με έχει χτυπήσει και αυτος αλλά το πρόσωπο του είναι γεμάτο αίματα ένα χαμόγελο ικανοποίησης σχηματίζεται στο πρόσωπο μου μόλις αντιλαμβάνομαι ότι καταφερα να γεμίσω το πουκάμισο μου με το αίμα του. Ο μαρκ με τον κλαους σηκώνουν τον Όλιβερ και τον βάζουν σε μια καρέκλα.

Όμως τους ακούω να μουρμουράνε.
«Εμάς τι μας θέλει αυτος είναι πιο τρελός και ψυχρός από κάθε δολοφόνο.»

Γαμωτο δεν είμαι δολοφόνος όχι δεν είμαι.
«Σκάσετε» φωνάζω δυνατά εκείνοι σηκώνουν μια απότομα το βλέμμα τους προς εμένα αλλά απλά μου γνεφουν και ξεροκαταπίνουν. ενώ εγώ γυρίζω και κοιτάω το αναίσθητο σώμα του Όλιβερ. Όχι δεν μπορεί να τον σκότωσα. Πλησιάζω αρκετά κοντά και αντιλαμβάνομαι ότι αναπνέει, ότι το στήθος του ανεβοκατεβαίνει με ήπιους ρυθμούς.

«Ευτυχώς»
ψιθυρίζω ενώ οι άλλοι δυο με κοιτάνε λες και μόλις είπα την πιο περίεργη λέξη του κόσμου.
«Σταματήστε να κοιτάτε και δέστε τον. Και που στο διάολο πήγε ο Λουις.»
Λέω εκείνοι κάνουν αυτό ακριβώς που τους διέταξα ενώ εγώ προχωράω προς το μινι μπαρ πίνω λίγο ουίσκι και το υπόλοιπο το πεταω στο όλο πληγές πρόσωπο του Όλιβερ ορτιζ. Πετάγεται κατευθείαν και ουρλιάζει προσπαθεί να κουνηθεί αλλά μάταια. Σηκώνει το κεφάλι του δειλά δειλά και απλά χασκογελάει.

Χωρίς να το καταλάβω η σόλα του παπουτσιού μου βρίσκεται στο λαιμό του και εκείνος δεν μπορεί να ανασάνει δέκα, είκοσι, τριάντα δευτερόλεπτα και μετά τον αφήνω.

Βήχει ξεροβήχει και φτύνει αιμα.
«Την έχασες Σπενσερ τώρα είναι δίκη μου.»
Λέει τελικά με δυσκολία. Δεν μπορώ να πω ότι αυτή του η φράση κάνει την καρδιά μου να πονάει όσο σκέφτεται ότι μπορεί να είναι αλήθεια. Όμως αν δεν το ακουσω από το στόμα της δεν το πίστευω.

«Α την έχασα! Όχι ότι απλά την έκλεψες εσυ; Κατάλαβε το Όλιβερ όσο καλός και να είσαι όταν δεν σε ερωτευτικε τότε τι πιστεύεις ότι θα σε ερωτευτεί τώρα.»

Προσπαθεί να γελάσει ενώ δεν σηκώνει το κεφάλι του.
Όμως εγώ σηκώνω το κεφάλι του με το χέρι μου να έχει πιάσει το σαγόνι του και εκεινον να με κοιτάει στα μάτια θέλει δεν θέλει..

«Αυτήν την φορά την κέρδισα εγώ παλιοφίλε.»
«Δεν ήμασταν ποτέ φίλοι και η Αλλισον δεν είναι τρόπαιο μπορεί να διαλέξει μονη της ποιον θέλει μεσα στην ζωή της. και προφανώς έχεις ξεχάσει όταν δεν είχε χάσει την μνημη της είχε διαλέξει εμένα. τη σε κάνει να πιστεύεις ότι άμα θυμηθεί θα μηνει μαζί σου;»
«Δεν θα θυμηθεί!»

Πρόσθεσε Σπενσερ πρόσεχε μην ενδώσεις στην επιθυμία που θες να τον πνίξεις.

Το τηλέφωνο χτυπάει και με αποσυντονίζει.



«Που είσαι;»
«Είμαι με τον ξάδερφο του αλλά πρόσεχε έρχεται επάνω η Αλλισον»
«Λουις τι λες, άφησες την Αλλισον και ασχολείσαι με αυτόν . Έλα εδω τώρα!»
«Σπενσερ άκουσε με δεν γίνεται να έρθω τώρα.»
«Μα δεν ήταν αυτό το σχέδιο;»
«Σε. Λίγο θα είμαι εκεί απλά ηρέμησε.»


Και απλά μου κλεινει το τηλέφωνο βρίσκομαι σε σοκ, αν έρθει μεσα, αν με δει έτσι,  αν δεν με θέλει, αν με διώξει;
Ο χτύπος της πόρτας με κάνει να έχω ταχυπαλμία.

Κάνω νόημα στον μαρκ και τον κλαους να μην ανοίξουν αλλά η φωνη της με διαλύει.

«Αγάπη μου άνοιξε!»
Ακούω την γυναίκα μου να αποκαλεί αγάπη μου τον Όλιβερ. Η καρδιά μου υποφέρει και το χαμόγελο του Όλιβερ με κάνει να εκραγώ από τα νεύρα μου.
«Είναι δίκη μου!»
Λέει ενώ ξεροβήχει στο τέλος.
Άλλη μια γροθιά στο πρόσωπο του έστω για να ηρεμήσω.
Αλλά τα λόγια της ρίχνουν γροθιές στο στομάχι μου.
«Όλιβερ αγάπη μου άνοιξε»
«Όλιβερ ορτιζ δεν θα ανοίξεις την πόρτα στην γυναίκα της ζωή σου.»
Και για λίγο επικρατεί σιωπή ο Όλιβερ δεν είναι σε θέση να μιλήσει και εγώ δεν είμαι σε θέση να αντέξω όλα αυτά.

«Όλιβερ σε παρακαλώ κόψε τα αστεία και άνοιξε γιατί φοράω τακούνια και ζαλίζομαι. Άμα πεσω κάτω και ξανά χάσω την μνήμη μου εσυ θα φταις.»
Και εγώ χωρίς να το σκεφτώ καλά, χωρίς να το επεξεργαστώ για αυτό που σκοπεύω να κάνω,  απλά πάω και ανοίγω την πόρτα.

Τα μάτια της συναντάνε τα δικά μου στεκόμαστε και οι δυο σαν αγάλματα.
Δεν ξέρω πόση ώρα έχει περάσει και απλά στέκομαστε  και οι δυο ορθοί και απλά κοιταμε ο ενός τον άλλον αισθάνομαι την καρδιά μου να υπέρλυτουργει κάτι που συμβαίνει μόνο όταν βρίσκομαι κοντά της.
«Άρχισα να ξανά βλέπω παραισθήσεις.»
Ψιθυρίζει και τριβει τα μάτια της.
«Δεν είμαι παραίσθηση» ανταποκρίνομαι απότομα, και εκείνη με κοιτάει σοκαρισμένη από επάνω μέχρι κάτω είμαι γεμάτος αίματα και απλά περιμένω να με διαλύσει με τα λόγια της.
Περιμένω την καταστροφή να έρθει!

Κάνει ένα βήμα πιο κοντά μου και τα χέρια μου έχουν αρχίσει να τρέμουν θέλω να την αγκαλιάσω, όμως τα χέρια της με προλαβαίνουν και αντιδράνε πιο γρήγορα από εμένα.

Τα χέρια της περνάνε γύρω από το λαιμό μου ενώ τα χείλη της φιλάνε τα δικά μου διψασμένα σαν να είχε στεγνώσει και ήθελε οπωσδήποτε ένα φιλι δικό μου για να επανέλθει στην ζωή. Τρέμω νομίζω ότι κλαίω απλά την αγκαλιάζω δυνατά και συνεχίζω να την φιλάω ψιθυρίζοντας της.
«Συγγνώμη φως μου! Συγγνώμη που σε άφησα να περιμένεις τόσο καιρό.»

Γειας σας φίλοι μου τι κάνετε εδώ να
Που μας ήρθε επιτέλους ο Σπενσερ, ελπιζω να σας άρεσε το κεφάλαιο.

Σύντομα θα έχουμε και τα κεφάλαια του Όλιβερ για να καταλάβουμε τι συνέβη αυτούς του δυο μήνες.

Πείτε μου την γνώμη σας στα σχόλια!

Σας φιλώ και θα σας ανεβάσω και τα τρία κεφαλαια του Όλι μαζί για να δούμε τι τελικά συνέβη.

Σας φιλώ!

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top