Κεφάλαιο Νο25
Ένα κουβάρι που δεν έχει άκρη.
Όλα είναι ένα κουβάρι, βρίσκομαι στο γραφείο με τον διοικητή και τον Σπενσερ. Ο Σπενσερ παρακολουθούσε τον Μαξιμιλιαν και ήξερε την ακριβή του τοποθεσία. Εκείνος είχε συμφωνήσει να ενημερώσει τον διοικητή για το γεγονός αυτό ως αντάλλαγμα να μην ξανά μπλέξει εμένα πουθενά.
Ο διοικητής από την άλλη έβγαλε το συμπέρασμα ότι εγώ κρυφάκουσα τον Σπενσερ και από εκεί έμαθα για τον Μαξιμιλαν. Και εγώ τώρα βρίσκομαι στο ψυχρό βλέμμα του Σπένσερ που μου παγώνει τα σωθικά μου.
«Σας ευχαριστώ για τις πληροφορίες. Αν θέλεις μάρτυρα στο δικαστήριο για το διαζύγιο, εδώ είμαι εγώ για να βοηθήσω έναν παλιό φίλο.»
Λέει ο νοξ ενώ σηκώνεται όρθιος φτιάχνοντας το πανωφόρι του.
«Το μόνο που θέλω είναι να φύγεις νοξ»
Ο ήρεμος τόνος τις φωνής του δεν αντιπροσώπευε καθόλου την αντίφαση στο πρόσωπο του.
Η πόρτα κλείνει και μένουμε μόνο εμείς οι δυο. Κοιταζόμαστε και κανένας μας δεν μιλάει, είναι σαν ένα βουβό παιχνίδι που κρύβει μια νάρκη η οποία θα ενεργοποιηθεί μόλις ακούσει τον παραμικρό ήχο.
«Δεν προσπάθησες να υπερασπιστείς τον εαυτό σου όταν σε κατηγόρησε ο διοικητής.» Επισημαίνει ο Σπενσερ και τελικά η νάρκη πρέπει να είχε κάποιο πρόβλημα γιατί τίποτα παράλογο δεν συνέβη.
Αλλά τι να προσπαθήσω να πω πως να πω, ότι και να πω πάντα κάτι θα πάει στραβά. Το λάθος ήταν που δεν τηλεφώνησα κατευθείαν στον Σπενσερ άμα είχα τηλεφωνήσει σε εκείνον θα ήξερε ότι δεν τον κρυφάκουσα. Αλλά τώρα φαίνεται ότι εγώ κάλεσα τον Νοξ επίτηδες γιατί δεν μπορούσα να το πω στον Σπενσερ επειδή κρυφάκουσα αυτόν. Το βλέμμα του διαπερνάει το δέρμα μου και καίει τα σωθικά μου.
Είναι εκεί καθισμένος απέναντι μου με τα χέρια του δεμένα κάτω από το στήθος και ένα πόδι που τρεμοπαίζει.
«Τον πιστεύεις;»
Ρώτησα διστακτικά ενώ προσπαθώ να κρατήσω την ψυχραιμία μου αλλά οι ορμόνες δεν βοηθάνε. Είμαι έτοιμη να εκραγώ. προσπαθώ να μετρήσω με ηρεμία για να μην ακούω την ροη του αίματος μου που όσο πάει και αυξάνεται η ταχύτητα του.
«Όσο εμπιστεύομαι εσένα δεν εμπιστεύομαι κανέναν άλλον Άλλισον! Όμως ο τρόπος που δεν υπερασπίστηκες τον εαυτό σου δεν βοηθάει! Οπότε σε ρωτάω γλυκιά μου. Με κρυφάκουσες και πηγές να δώσεις τα στοιχεία στον Νοξ;» Ένας ήχος σαν κόμπος στο λαιμό του ξεροβήχει στο τέλος της πρότασης και απλά το ψυχρό βλέμμα του καλύπτει όλο μου το κορμί και με κάνει να ανατριχιάζω. Ένας μικρός γδούπος στην κοιλιά και θυμάμαι ότι δεν μπορώ να είμαι αδύναμη!
Ούτε να φοβάμαι ότι δεν θα με πιστέψουν. Αρχίζω να νευριάζω με τον εαυτό μου γιατί δεν ανταπέδωσα την απάντηση μου στον νοξ και απλά ξεστομιζω. « όχι Σπενσερ δεν σε κρυφάκουσα! Αλλά έμαθα από άλλου για τον Μαξιμιλιαν. Αλλά εσύ γιατί ενεργούσες πάλι κάτω από την μύτη μου; Νόμιζα ότι δεν θα μου έλεγες ξανά ψέματα;»
Η επίθεση λένε η καλύτερη άμυνα, αλλά εγώ δεν ξέρω καν γιατί αμύνομαι εφόσον δεν έκανα κάτι κακό. Εντάξει εκτός από το να πάρω τον διοικητή Νοξ τηλέφωνο. Ο Σπενσερ είχε δίκιο ότι δεν έπρεπε να τον πλησιάζω. Τον κοιτάω και τα χέρια του χαλαρώνουν το σώμα του έχει φύγει από τις ενενήντα μοίρες και όλο οι μοίρες μεγαλώνουν. «Χαίρομαι που βρίσκεις τον εαυτό σου γλυκιά μου! Δεν ενεργούσα κάτω από την μύτη σου. Δεν με ρωτούσες για τίποτα και εγώ απλά δεν απαντούσα. Αν με είχες ρωτήσει δεν θα σου έλεγα ψέματα. Ούτως ή άλλως ήξερες ότι τους παρακολουθούσα.» Ήρεμη ανάλαφρη απάντηση με το ψυχρό βλέμμα του προς το ταβάνι δεν ξέρω γιατί είναι τόσο προσηλωμένος αλλά όταν αντιλαμβάνομαι ότι ακριβώς από πάνω είναι το γραφείο του Όλιβερ ανατριχιάζω.
Όσο για την υπεκφυγή του με τον πιο ύπουλο τρόπο δεν μπορώ να κάνω κάτι, γιατί όσες φορές τον έχω ρωτήσει μου έχει πει την αλήθεια, ακόμα και αν αυτό είχε να κάνει με θάνατο, με τον Όλιβερ, και με οτιδήποτε τον είχα ρωτήσει απλά μου είχε πει την αλήθεια. Αναστενάζω και προσπαθώ να συγκρατήσω την ηρεμία μου. «Σπένσερ με πιστεύεις;» Η ερώτηση μου ήταν ηλίθια γιατί ήδη μου είχε αναφέρει ότι εμπιστευται εμένα όμως ήθελα επιβεβαίωση.
«Σε πιστεύω!» Απαντάει χωρίς να με κοιτάξει το βλέμμα του απλά απολάμβανε το ταβάνι.
Σηκώνεται όρθιος μου γυρίζει την πλάτη και προχωράει προς την πόρτα.
Η ανάσα μου έχει χάσει τον ρυθμό της «Σπενσερ!» Απλά προφέρω το όνομα του σε μια προσπάθεια για να μην φύγει. Είμαι συναισθηματικά πολύ φορτισμένη και οι ορμόνες μου με κάνουν ακόμα χειρότερα. Δεν θέλω να φύγει θυμωμένος.
Εκείνος σταματάει και γυρίζει απότομα προς εμένα έρχεται κοντά ακουμπάει της παλάμες του στο γραφειο και πλησιάζει λίγο προς εμένα ενώ εγώ κάθομαι στην καρέκλα μου έχοντας φέρει το σώμα μου λίγο πιο κοντά στο γραφείο για να βλέπω τον θυμό που ξεχειλίζει από τα μάτια του.
Καταριέμαι το γραφείο που μας χωρίζει θα ήθελα να τον έχω πιο κοντά αλλά εκεί το στόμα του λύνεται. «Τι θέλεις Αλλισον; Πραγματικά τι θέλεις από εμένα; Έχεις καταλάβει ότι μπορείς να εμπιστευτείς τους πάντες εκτός από εμένα; Εμπιστεύεσαι τον οποιονδήποτε! Εκτός από εμένα φυσικά! Εμπιστεύτηκες τον Όλιβερ. Τον ξανά εμπιστευτικές όταν έχασες την μνήμη σου. Εμπιστεύεσαι τον αδερφό μου; τον Λουις, τον τραβις, την Βανέσσα, εμπιστευτικές ακόμα και τον διοικητή νοξ! Που απλά σε προειδοποίησα για εκείνον και εσύ απλά ξαναεπέλεξες να εμπιστευτείς κάποιον άλλον. Τι θες τώρα από εμένα να σου πω ότι φταίω ναι Αλλισον φταίω και το πληρώνω καθημερινά το τίμημα. κάθε ημέρα ξυπνάω με την ελπίδα να με θυμηθείς ακόμα και αν σε χάσω μετά από αυτό. Κάθε ημέρα σε βλέπω να εμπιστεύεσαι τους πάντες ενώ..» απλά σταματάει οι παλάμες του έχουν γίνει μπουνιές επάνω στο γραφείο και οι φλέβες έχουν εμφανιστεί στο λαιμό και το κρόταφο του.
Απλά τον κοιτάω σαν μικρό παιδί αλλά συνειδητοποιώ ότι όλα όσα λέει είναι αλήθεια εγώ ποτέ δεν εμπιστεύτηκα τον Σπενσερ. «Σπένσερ σου το ορκίζομαι εγώ δεν σε κρυφάκουσα.» Προσπαθώ μάταια να υπερασπιστώ τον εαυτό μου. «Σε πιστεύω Άλλισον! Αυτό που δεν μπορώ να πιστέψω είναι ότι προτιμήσεις να εμπιστευτείς τον Νοξ αντί για εμένα.» Ένα σπρώξιμο του γραφείου και εκείνος γυρίζει να φύγει ανοίγει την πόρτα «Σαγαπαω Άλλισον αλλά το γεγονός ότι δεν με εμπιστεύεσαι στο απειροελάχιστο με σκοτώνει.» Και απλά κλεινει την πόρτα αφήνοντας με μόνη να καταρρέω να διαλύομαι απλό όλα τα λόγια που εκείνος είπε.
'Δεν με εμπιστεύεσαι'
'εμπιστεύεσαι τον οποιονδήποτε εκτός από εμένα βέβαια'
'δεν μπορώ να πιστέψω ότι προτιμήσεις να εμπιστευτείς τον νοξ'
'με σκοτώνει'
Τα λόγια του γεμίζουν το κεφάλι μου και τα μάτια μου προσπαθούν να ανακουφίσουν την πίεση αυτή. Τα δάκρυα τρέχουν και εγώ προσπαθώ να μην καταρρεύσω.
༆༆༆༆༆༆
Το τύλιγμα τον χεριών του γύρω μου είναι το πιο απολαυστικό συναίσθημα της ζωής μου. Χαϊδεύω λίγο το κεφάλι του και εκείνος απλώνεται ανοίγοντας χέρια πόδια. Συγκρατώ τον εαυτό μου για να μην αρχίζω και τον φιλάω γιατί θα τον ξυπνήσω ενώ προσπάθησα τόσο πολύ να τον βάλω να κοιμηθεί.
Κοιτώ την ώρα είναι δυο πάρα και ο Σπένσερ δεν είναι πουθενά. Δεν γύρισε στο σπίτι όση ώρα ήμουν στο σαλόνι. Και τώρα αν έχει έρθει προφανώς δεν θέλει να έρθει στο δωμάτιο. Ο μικρός κοιμάται ήρεμος σαν μικρός άγγελος ενώ εγώ δεν μπορώ να σταματήσω να σκέφτομαι αυτά που έγιναν στο γραφείο μου με τον Σπενσερ να μου εκμυστηρεύεται τον φόβο, την απογοήτευση, την απελπισία του ότι δεν τον εμπιστεύομαι. Και έχει δίκιο!
Εγώ πάντα αμφιβάλω για εκεινον ακόμα και όταν εκείνος είναι απόλυτα καθαρός μαζί μου. Σηκώνομαι από το κρεβάτι με την ελπίδα ότι θα τον βρω κάπου στο σπίτι. Τώρα που και ο Βίνσεντ με την Άνν έχουν γυρίσει στο σπίτι τους το διαμέρισμα είναι αρκετά άδειο και η ησυχία του με τρομάζει. Προχωράω και ακούω το κάθε μου βήμα. Νομίζω ότι έχω αρχίσει να γίνομαι παρανοϊκή γιατί το φως από τα φωτιστικά δαπέδου κάνουν περίεργες σκιές και εγώ τρομάζω μόνη μου. Αλλά αυτος ο ήχος σαν να έπεσε μια στοίβα με βιβλία σίγουρα δεν ήταν της φαντασίας μου.
Αντιλαμβάνομαι ότι αυτό ήρθε από το γραφείο από το γραφείο, από το γραφείο που ο Σπένσερ κλειδώνονταν μέσα όσο προσπαθούσε να με αποφεύγει μέχρι να θυμηθώ. «Τι προφανής κρυψώνα!» Μουρμουράω μόνη μου ενώ προχωράω με γρήγορα βήματα προς το γραφείο. Κάνω να ανοίξω την πόρτα αλλά έχει κλειδώσει. Για μερικά δευτερόλεπτα επικρατεί σιωπή εκείνος δεν κάνει ούτε τον παραμικρό ήχο για να αντιδράσω.
«Σπένσερ το ξέρω ότι είσαι μέσα!» Λέω ενώ ξανά κάνω να ανοίξω την πόρτα αλλά μάταια τίποτα δεν συμβαίνει κανένας ήχος από πουθενά αρχίζω να νιώθω ότι γίνομαι παρανοϊκή γυρίζω την πλάτη στο γραφείο και στο πρώτο μου βήμα ένας ήχος από κατρακύλισμα μολυβιού. Είναι μέσα το ήξερα!
«Σπένσερ σε άκουσα! Σε παρακαλώ άνοιξε την πόρτα και μην κανείς σαν παιδί.»
«Πήγαινε για ύπνο Αλλισον θα τα πούμε το πρωί.»
Ο καθαρός τόνος της φωνής του έχει χαθεί οι λέξεις από το στόμα του έβγαιναν με δυσκολία. Και εγώ έξω αισθάνομαι την παρουσία του πίσω από την πόρτα.
«Άνοιξε λίγο τουλάχιστον.»
Και απλά προσπαθώ να ανοίξω πάλι την πόρτα.
Η απόγνωση μεγαλώνει όσο εκείνος δεν ανταποκρίνεται στο κάλεσα μου. Ξανά και ξανά δοκιμάζω αλλά τίποτα.
«Καλώς Σπένσερ κάνε σαν πεντάχρονο. Θα είμαι έξω από την πόρτα όταν θα σου έρθει η όρεξη για να μιλήσεις.» Κάθομαι στο δάπεδο και στολίζω τον εαυτό μου με ακατονόμαστες λέξεις για το γεγονός ότι έχω φορέσει απλά μια φαρδιά μπλούζα που μόλις φτάνει στους μηρούς μου, και το γυμνό δέρμα μου ακουμπάει στο πάτωμα.
Ακουμπάω την πλάτη μου στην πόρτα και απλά προσπαθώ να είμαι ήρεμη. «Καληνύχτα! Θα είμ.....»
Η πόρτα ανοίγει και εγώ σωριαζομαι ολόκληρη στο πάτωμα με το μισό μέρος μου να βρίσκεται μέσα στο γραφείο. «Άουτς» και προσπαθώ να ανασηκωθώ.
Τα χέρια του με πιάνουν και με σηκώνει απότομα επάνω. Βρίσκομαι ελαφρώς προς τα μέσα του γραφείου. Γυρίζω και κάνω ένα βήμα ακόμα προς τα μεσα και εκείνος στέκεται σαν τοίχος μπροστά μου.
«Βγες γλυκιά μου έξω.»
Ενώ μου δείχνει με το χέρι του προς τα έξω.
Είναι ακόμα με το πουκάμισο και το παντελόνι που τον συνάντησα το πρωί δεν έχει αλλάξει. Αλλά η κατάσταση του είναι χάλια μυρίζει αλκοόλ και τα μαλλιά του είναι άστατα σε έναν υπερβολικό βαθμό. Δεν μπορώ να φανταστώ τι έχει κάνει και είναι σε αυτήν την άθλια κατάσταση. «Γλυκιά μου σε παρακαλώ μόνο για σήμερα άσε με λίγο μόνο μου.»
Όσο απελπιστικός και να είναι ο τόνος της φωνής του δεν μπορώ να τον αφήσω. Δεν θα τον αφήσω έτσι ενώ ξέρω ότι εγώ το έχω προκαλέσει. Εξαιτίας μου είναι έτσι.
'Μπορείς να εμπιστευτείς τους παντες όλους εκτός από εμένα'
Αυτή η αναθεματισμένη πρόταση δεν λέει να φύγει από το κεφάλι μου. Και όσο αυτή γυρνάει γύρω γύρω μέσα στο κεφάλι μου αλλά τόσο με καταβροχθίζουν οι ενοχές.
Άλλο τόσο η καρδιά μου διαμαρτύρεται με ενοχλητικά τσιμπήματα.
«Όχι Σπένσερ δεν σε αφήνω!» Και κολλάω το σώμα μου επάνω στο δικό του περνάω τα χέρια μου από την μέση του και οι παλάμες μου ακουμπάνε την πλάτη του. Η ζεστασιά του σώματος του διώχνει μακριά τις ενοχές μου για μόνο μερικά δευτερόλεπτα πριν εκείνος οπισθοχωρήσει. Αλλά δεν τα παρατάω μπαίνω μέσα και κλείνω την πόρτα του γραφείου απότομα.
Τα μάτια μου διάπλατα και παντού υπάρχουν εικόνες μου, κάδρα, φωτογραφίες στον τοίχο, ακουμπισμένα στο δαπεδο για να στέκονται όρθια.
Υπάρχει το γραφείο γεμάτο σχέδια και χαρτιά τυλιγμένα κυκλικά. Μια μαύρη, καρέκλα, ένας διθέσιος καναπές, ένα μικρό τραπεζάκι, και μια τεράστια βιβλιοθήκη αλλά ακόμα και εκεί μπορείς να βρεις κάποια φωτογραφία μου.
Υπάρχω εγώ παντού αλλά γιατί το γραφείο του να είναι έτσι γεμάτο με φωτογραφίες μου σε υπερβολικό βαθμό; «Σπένσερ;» Τον κοιτάω απορημένη ενώ θέλω απεγνωσμένα μια απάντηση.
«Σπένσερ γιατί το γραφείο σου είναι σαν άλμπουμ με φωτογραφίες;» Ξανά κάνω την ερώτηση πιο καθαρή αυτήν την φορά αλλά το βλέμμα του είναι νεκρό απαθές. Πάει κάθεται στην μαύρη καρέκλα του γραφείο και απλά με κοιτάει.
«Σου είπα απλά θέλω να κάτσω λίγο μόνος μου Άλλισον. Δεν μπορώ να συζητήσω πολλά σήμερα.»
«Όχι! Θέλω να μου πεις γιατί το γραφείο σου είναι τόσο ανατριχιαστικό και έχει παντού εμένα απεικονισμένη;»
Ξεροβήχει και ο αυχένας του δημιουργεί μια καμπύλη από το βάρος του κεφαλιού που πέφτει προς τα πίσω όσο εγώ περιμένω να μου απαντήσει. Το βλέμμα μου στον φακό που χαμογελάω γδύνει το σώμα μου και με κάνει να νιώθω άβολα.
«Ω! Θεε μου!» Αναστενάζει και το κεφάλι του ξανά επιστρέφει μέχρι που τα κατακόκκινα μάτια του πέφτουν πάνω στα δικά μου. «Πρώτον δεν είναι το γραφείο μου είναι το δικό σου. Εγώ δεν δουλεύω στο σπίτι.» Δικό μου; Κοιτάω πιο προσεκτικά και έχει δίκιο έχει παντού χαρτιά με σχεδιάγραμματα και στο γραφείο βρίσκονται μολιβια σχεδίου τοποθετημένα από την πιο απαλή έως την πιο σκούρα απόχρωση.
«Και όσο για τις φωτογραφίες σου της έχει βγάλει η Άνν γιατί βρισκόντουσαν κρεμασμένα σε όλο το σπίτι. Όμως όταν εσύ βρισκόσουν στην Ισπανία και η Άνν ήταν αναγκασμένη να είναι μόνη της με τον Στιβ δεν μπορούσε να τον περιφέρει στο σπίτι με τις εικόνες σου παντού γιατί σε ζήταγε. Οπότε κατέληξαν εδώ»
Και αυτός κοιμάται με τις φωτογραφίες μου στον μικρό διθέσιο καναπέ τόσο καιρό στο γραφείο; Η καρδιά μου ικανοποιείται σε έναν παράλογο βαθμό όσο ο εγκέφαλος βάζει πάλι ταξη την κατάσταση με της αναμνήσεις του τσακωμού που είχαμε το πρωί.
«Μπορείς να με αφήσεις τώρα να ηρεμήσω; Έμαθες ότι ήθελες πήγαινε ξάπλωσε τώρα.»
Με ενοχλεί τόσο αυτός ο απόμακρος τόνος του
Αλλά δεν τα παρατάω. «Δεν ήρθα για να μου κανείς ξενάγηση στο γραφείο. Ήρθα να μιλήσουμε για αυτό που συνέβη το πρωί.»
«Άλλισον δεν είμαι και τόσο ψύχραιμος αυτήν την στιγμή δεν θα μπορούσα να αντέξω μια τέτοια συζήτηση.»
«Έχεις νεύρα μαζί μου;» Ρωτάω και νιώθω σαν να με καταπίνει ο χώρος πιάνω της άκρες από το μπλουζάκι και τις κατεβάζω προς τα κάτω.
«Όχι δεν έχω νεύρα μαζί σου. Απλά έχω νεύρα.» Τι άθλιο ψέμα! «Μην προσπαθείς να μου πεις ψέματα με αυτόν τον άθλιο τρόπο. Απλά πες μου ότι έχεις νεύρα μαζί μου.»
«Δεν έχω νεύρα μαζί σου γλυκιά μου. Απλά οι πράξεις σου με πλήγωσαν αρκετά αυτήν την φορά. Και όσο για τα νεύρα μου δεν σχετίζονται με εσένα, δεν μπορώ να σου θυμώσω για τόσο πολύ όσο και να θέλω.»
'Οι πράξεις σου με πλήγωσαν'
'Δεν μπορώ να σου θυμώσω όσο και να θέλω'
«Τώρα θα φύγεις;» Ρωτάει ενώ με κοιτάει από επάνω προς τα κάτω. «Μπορώ να κάνω κάτι για να σε ηρεμήσω;» Ρωτάω και απλά σηκώνω σιγα σιγα την μπλούζα προς τα πάνω. «Όχι δεν μπορείς!» Ο απότομος τόνος του με κάνει να κολλήσω αλλά τελικά βγάζω τελείως την μπλούζα μου και μένω μόνο με τα εσώρουχα.
«Δεν θα κάνω σεξ μαζί σου Άλλισον για αυτό σε παρακαλώ φύγε.»
Δεν μπορώ να πιστέψω αυτό που άκουσα εκείνος μόλις με αρνήθηκε χωρίς κανέναν ενδοιασμό. «Γιατί Σπενσερ; Γιατί έχεις νεύρα μαζί μου και δεν θες να με αγγίζεις.» Προχωράω προς εκεινον πάω στα πλαγιά του γραφειου και στέκομαι μπροστά του. Εκείνος έχει κλείσει τα μάτια του και το κεφάλι του ξανά κρέμεται προς τα πίσω. «Φύγε Άλλισον»
«Όχι δεν φεύγω αν δεν λύσουμε ότι έγινε. Ακόμα και αν δεν με θες εδώ εγώ θα κάτσω εδώ και θα περιμένω.» Κάνω στην άκρη μερικά χαρτιά από το γραφείο και κάθομαι επάνω. Όμως εκείνος δεν κάνει ούτε την παραμικρή κίνηση κάθεται εκεί.
«Σπένσερ;»
«Άλλισον τι δεν καταλαβαίνεις; Δεν είναι όλες οι στιγμές ίδιες. Αυτήν την στιγμή είμαι υπερβολικά μεθυσμένος για να συζητήσω μαζί σου όπως και είμαι υπερβολικά μεθυσμένος για να σε αγγίξω. Δεν πρόκειται να κάνω κάτι μαζί σου όσο και να το ζητάς.»
Είναι μεθυσμένος το βλέπω, αλλά όσο σκέφτομαι ότι εγώ ευθύνομαι για αυτό δεν μπορώ να το διαχειριστώ. Είναι όλα τόσο έντονα και εγώ μεσα σε όλο το χάος θέλω να θυμηθώ. «Δεν φώναξα τον διοικητή γιατί τον εμπιστεύομαι. Τον φώναξα γιατί δεν ήθελα εσυ να ξανά κανείς ότι έκανες για να με σώσεις από τον πατέρα μου. Δεν ήθελα να λερωθείς με αυτό.»
Τα λόγια μου είναι ειλικρινή αλλά όσο τα δευτερόλεπτα περνάνε και εκείνος δεν κάνει ούτε τον παραμικρό ήχο έχω αρχίσει να μαζεύομαι το σώμα μου μοιάζει μικρότερο τα χέρια μου προσπαθούν να ζεστάνουν το υπόλοιπο σώμα άσχετα αν η θερμοκρασία δεν έχει αλλάξει καθόλου.
Τα Ζεστά χέρια του ζεσταίνουν το σώμα μου μόνο με ένα τους άγγιγμα. Εκείνος με τραβάει και εγώ μπαίνω μέσα στην αγκαλιά του. Είμαστε επάνω στην καρέκλα και οι δυο αγκαλιά. «Άλλη φορά δεν θέλω να σκεφτείς κάτι παράλογο, θα έκανα τα πάντα για εσένα. δεν θέλω να μπλέκεις κανέναν άλλον άμα χρειάζεσαι βοήθεια. Είμαι εδώ καρδιά μου και δεν πρόκειται να ξανά αφήσω κανέναν να σε αγγίξει.» Τα χέρι του χαϊδεύει το κεφάλι μου και εγώ κρύβομαι κι άλλο μέσα στην αγκαλιά του.
«Και γιατί με αρνήθηκες;» Είναι τόσο ντροπιαστική ερώτηση αλλά είμαι επάνω του και ξέρω πολύ καλά ότι το σώμα του με θέλει. Μπορώ να αισθανθώ το πόσο σκληρός είναι ξέρω ότι και εκείνος με έχει ανάγκη όπως και εγώ. Η καρδιά του ξαφνικά αρχίζει να χτυπάει γρηγορότερα τα δάχτυλα του τρέμουν όταν με αγγίζουν η ανάσα έχει χάσει τον υπέροχο ρυθμό της. «Δεν είμαι τόσο ηλίθιος για να αγγιξω ένα από τα πιο πολύτιμα άτομα της ζωής μου ενώ είμαι σε αυτήν την κατάσταση. Δεν κάνω έρωτα, σεξ, ή σε πηδάω πες το όπως θες, αλλά εγώ δεν κάνω κάτι τέτοιο ενώ είμαι μεθυσμένος.» Με σφίγγει παραπάνω στην αγκαλιά του «Ξέρεις φοβάμαι να σε αγγίξω όταν βρίσκομαι σε αυτήν την κατάσταση.»
Αισθάνομαι την ταραχή των λέξεων του αλλά το στόμα μου δεν συγκρατεί τις λέξεις μου.
«Γιατί τι έχεις κάνει κάτι στο παρελθόν όταν βρισκόσουν σε αυτήν την κατάσταση;»
Ρωτάω χωρίς να το σκεφτώ καθόλου τα χέρια του δεν σταματάνε στιγμή να με σφίγγουν όσο η γλώσσα του λύνεται.
«Ήταν ημέρα του γάμου μας Άλλισον. Βασικά σου είχα κάνει πρόταση γάμου ενώ ήμασταν σε μια καρέκλα γραφείου καλή ώρα όπως τώρα.» Ένα μικρό γελιο και απλά τον αφήνω να ολοκληρώσει. «Οπότε τίποτα δεν ήταν τόσο φαντασμαγορικό όμως συνέχισα να σου ζητάω κάθε ήμερα να με παντρευτείς μέχρι την ημέρα του γάμου. Δεν είχαμε κάνει τίποτα. δεν είχαμε ορίσει ημερομηνία, δεν είχαμε αποφασίσει που θα γίνει ο γάμος ούτε τίποτα. Αλλά εγώ είχα δουλειά για ένα Σαββατοκύριακο στο βεγκας οπότε πήγαμε μαζί. Εκεί ήταν που εσύ για πρώτη φορά ανέφερες μόνη σου το γάμο. Σου άρεσε τόσο πολύ ένα νυφικό που είπες θα το έπαιρνες αμέσως και θα παντρευόσουνα χωρίς δεύτερη σκέψη. Και εγώ απλά είπα γιατί όχι! Γιατί να μην το κάνουμε πραγματικότητα. Κανόνισα για την επόμενη μέρα μια μικρή τελετή με εμάς τους δυο σε έναν γάμο που δεν θα καλέσουμε κανέναν. Μέχρι εκεί ήταν όλα τέλεια.» Μια παύση και εκείνος μυρίζει τα μαλλιά μου έτσι όπως έχει βουτήξει το κεφάλι του στο λαιμό μου. «Αλλά λόγο άγχους εσύ κατανάλωσες δυο ποτήρια σαμπάνια πράγμα που δεν έκανες συχνά. Ήσουν έγκυος είχες άγχος, ήταν όλα μέσα σε μια μέρα και δεν αναφέρθηκα καθόλου σε αυτό όμως είχες καταναλώσει πολύ παραπάνω μέχρι την στιγμή της τελετής. Όπως και εγώ άλλωστε δεν φημίζομαι για την αυτοσυγκράτηση μου στο αλκοόλ. Πήγαν όλα καλά η τελετή έγινε με εμάς τους δυο ελαφρώς πιο κόκκινους αλλά έγινε όλα πήγαν καλά. Μετά την τελετή όπως συνήθως εμείς...» σταματάει και περνάνε τα δευτερόλεπτα χωρίς να συνεχίζει. «Σε παρακαλώ συνέχισε είναι η πρώτη φορά που μιλάς για το παρελθόν μας τόσο πολύ.»
«Είναι δύσκολο Αλλισον γιατί εγώ ήμουν μεθυσμένος και δεν σκεφτόμουν καθόλου ότι εσύ ήσουν έγκυος απλά ήθελα να απολαύσω την γυναίκα μου την πλέον επίσημη γυναίκα μου. Για να καταλάβεις δεν κοιμηθήκαμε καθόλου μέχρι το πρωί. Εκεί εσύ πηγές να κανείς μπάνιο και άρχισες να έχεις αιμορραγία. Ειχες αιμορραγία και σοβαρή αποκόλληση. Εγώ ο ίδιος σου το προκάλεσα αυτό. Εγώ παραλίγο να χάσω εσένα και τον στιβ γιατί απλά ήμουν μεθυσμένος και ασυγκράτητος μαλακας. Από εκείνη την ημέρα και μετά δεν σε αγγίζω ποτέ όταν πίνω δεν θα το ξανά κάνω ποτέ αυτό.»
Εκείνος με έχει στην αγκαλιά του αλλά εγώ ελευθερώνω τα χέρια μου και τα περνάω γύρω από το λαιμό του, τον σφίγγω δυνατά και το κεφάλι του ακουμπάει στο στήθος μου. Η καρδιά μου δεν σταματάει να χτυπάει σαν τρελή και η ανάσα του επάνω στο δέρμα μου με κάνει να ανατριχιάζω. «Σπένσερ δεν έχει νόημα οτιδήποτε και να έχει συμβεί στο παρελθόν. Εγώ εσένα θα διάλεγα ξανά και ξανά ακόμα και σε εκατό ζωές, σε εκατό κόσμους, σε κάθε εκδοχή της πραγματικότητας θα διάλεγα πάντα εσένα!»
Ένας μικρός μορφασμός μέσα στην αγκαλιά μου και τα χείλη του με φιλάνε απαλά. Ακουμπάνε ελαφρά την επιδερμίδα μου και ανεβαίνει προς τα πάνω μέχρι που φτάνει στα χείλη μου και απλά τα αγγίζει. «Εύχομαι αυτό να μου το πεις και όταν θα έχεις όλες σου τις αναμνήσεις γιατί τώρα με έχεις κάνει ήδη να λιώνω.» Ψιθυρίζει επάνω στα χείλη μου.
«Να είσαι σίγουρος!» Αποκρίνομαι και απλά σφραγίζω την άτυπη συμφωνία μας με ένα φιλι. Χάνομαι εκεί μέχρι που όλες οι αισθήσεις μου με εγκαταλείπουν και κλείνουν τα μάτια μου μέσα στην αγκαλιά του παγιδευμένη από έρωτα.
༆༆༆༆༆༆༆༆༆
Πονάνε τα κάτω άκρα μου και συνέρχομαι απότομα από τον βαθύ ύπνο. «Έλα Σπενσερ πάλι στην καρέκλα κοιμηθήκαμε!» Μουρμουράω όλο παράπονο ενώ τον σκουντάω για να ξυπνήσει.
Εκείνος με σφίγγει στην αγκαλιά του και μου ψιθυρίζει «καλημέρα Άγγελε μου.» Τι ύπουλος είναι που με γλυκό πιάνει συνέχεια. «Σήκω!» Του λέω ενώ σηκώνομαι όρθια κοιτάω την ώρα στο μικρό ρολόι που έχω αγοράσει για να μην ξεχνιέμαι με τις ώρες στο γραφείο. Είναι πέντε το πρωί απορώ πως ο στιβ δεν μας ξύπνησε.
Πάω να ανοίξω την πόρτα «τι ώρα είναι; Μήπως έχει έρθει η Βανέσα για τον μικρό»
«Τι λες Σπενσερ είσαι μεθυσμένος; Ποια Βανέσα; πάμε να κοιμηθούμε λίγο ακόμα στο κρεβάτι μέχρι να ξυπνήσει ο μικρός.» Και απλά τον τραβάω από το χέρι και πάμε στο δωμάτιο. Θέλω να ξεχάσω αυτόν το εφιάλτη που με έβγαλε από τον ύπνο απότομα.
Εκείνος έρχεται ενώ χασμουριέται σαν να μην καταλαβαίνει αλλά δεν αντιδράει.
Πάλι καλά γιατί δεν μπορώ να συγκεντρωθώ όσο το μυαλό παίζει τα τρέλα σενάρια αυτού του εφιάλτη!
Γεια σας γλυκα μου παιδιά!
Εδώ είναι και ο γαμος τους κάτι που δεν σας είχα αναφέρει στο προηγούμενο βιβλίο.
Τελικά τι λέτε να έγινε;
Ααα και το επόμενο θα είναι ο Σ..
Σας φιλώ!
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top