Επίλογος 1/2
Μερικά λουλούδια και θα συνεχίσω την ημέρα μου.
«Δεν γίνεται να έρχεσαι κάθε μέρα εδώ και να αφήνεις λουλούδια!» Αναστενάζω, αλλά κανείς δεν μπορεί να καταλάβει αυτό που νιώθω, και γιατί αισθάνομαι ότι χρειάζομαι κάθε ημέρα να την συναντάω εδώ. Να της λέω τα νέα μου, να της εξηγώ τα πάντα. Πως είναι ο κόσμος, πως είναι τα χρώματα, πως εγώ έκανα τα πάντα για να την βοηθήσω σε εκείνη την ταράτσα, αλλά δεν τα κατάφερα.
Αναστενάζω όσο θυμάμαι εκείνη την τραγική ημέρα με την πτώση, και τον πυροβολισμό. αίματα παντού και ο θάνατος τριγύρω μας. Δεν πίστευα ότι είχε όπλο μαζί της. Ήθελα για μια στιγμή να την βοηθήσω αλλά ποτέ δεν τα κατάφερα! Υποφέρω και ζω με αυτήν την ανάμνηση κάθε μέρα της ζωής μου.
«Αλλισον μικρό μου κοριτσάκι σήκω!»
Η φωνή του σπάει την φούσκα των σκέψεων μου και του χαμογελάω αμυδρά.
«Ναι μπαμπά!» Αποκρίνομαι τελικά και σηκώνομαι όρθια. Από εκείνη την ημέρα πριν έξι χρόνια που η κοπέλα ονόματι Άννελισε Σαντς βρέθηκε στην ταράτσα της πολυκατοικίας μας και προσπαθούσε να αυτοκτονήσει. Νόμιζα ότι ήταν ένα σημάδι ότι κάτι θα άλλαζε αλλά τελικά εκείνη κρατούσε αυτό το οπλο και με πυροβόλησε, ενώ εγώ την έβλεπα να πηδάει στο κενό με τα μάτια της σαν πάγος καρφωμένα επάνω μου.
Κανείς δεν ξερει τι συνέβη μετά τον πυροβολισμό.
Κανείς δεν ξερει ότι εγώ έπλασα μια ολόκληρη ζωή όσο καιρό βρισκόμουν σε κώμα. φίλους οικογένεια και μια μέρα απλά επέστρεψα στην πραγματικότητα εκεί που ο πατέρας μου δεν πέθανε και εγώ δεν καταφερα να σώσω την Αννελισε σαντς την ημέρα των γενεθλίων μου.
Είναι φρικιαστικό να ζεις στο ΣΚΟΤΑΔΙ και να φαντάζεσαι όλα όσα δεν έγιναν ποτέ.
Δεν υπάρχει μέρα που να μην σκέφτομαι την ζωή που έζησα! Ή μάλλον την ζωή που φαντάστηκα ότι έζησα. Άφηνα έναν άνδρα να με ακουμπάει όπως θέλει, τον παρακαλούσα! Είχα παιδιά, φίλους, η Ανν ζούσε, και υπήρχε και ο Όλιβερ! Δεν μπορώ να ξεχάσω τα ονόματα τους, ούτε τα πρόσωπα τους. Μερικές φορές εύχομαι να μην ξυπνούσα ποτέ από το κώμα. Να πέθαινα ευτυχισμένη εκεί. Έχοντας ζήσει τόσα πολλά!
Αλλά όχι! Είμαι εδώ μόνο εγώ και ο μπαμπάς.
Τελικά αναστενάζω και προχωράω δίπλα από τον πατέρα μου για να φύγουμε από το νεκροταφείο κοιτώντας την Δύση του Κέιπ κοντ! Δεν ξέρω ποιος επιμελήθηκε την ταφή της αλλά είναι κοντά στην μητέρα μου. Το να πηγαίνω κάθε ημέρα και να τις συναντάω είναι το μόνο σημάδι ότι είμαι ζωντανή. Ούτε στην σχολή δεν κατάφερα να περάσω λόγο του τραυματισμού μου. Το μόνο που κάνω είναι να παίζω πιάνο μαζί με τον μπαμπά Στιβ.
Ξαφνικά μια φιγούρα χαλάει την θέα μου και εγώ σηκώνω το χέρι μου για να μπορέσω να δω καλύτερα.
Μαύρο κουστούμι και λευκά τριαντάφυλλα, ένας άντρας με λουλούδια στο χέρι. Ξαφνικά η ακοή μου γίνεται βραδύτερη, η όσφρηση μου συναντάει ένα άρωμα που το γνωρίζει, το νιώθει οικείο! Περνάει από δίπλα μου όσο εμείς βγαίνουμε αυτος μπαίνει στο νεκροταφείο ακουμπώντας τον ώμο μου. Παραλύω! Είδα τα μάτια του! Δεν κουνιέμαι σαν να βρίσκομαι ξανά σε εκείνη την μέθη. Αλλά εκείνος γυρίζει κοντά μου.
«Συγγνώμη δεσποινις! Είστε καλά!» Και το χέρι του αγγίζει τον ώμο μου. Το άγγιγμα του κάνει το σώμα μου να γέρνει προς το μέρος του. Θέλω να τον αγγιξω.
Η φωνή του μεθάει τις σκέψεις μου και σταματάω να αναπνέω, γυρίζω το κεφάλι μου και παρατηρώ τον άντρα που μόλις με χτύπησε στον ώμο. Μπλε βαθιά μάτια σαν τον ωκεανό! Ο εγκέφαλος μου στέλνει σήματα κινδύνου ότι κοντεύει να πάρει φωτιά από το άγγιγμα του, αλλά η καρδιά μου βροντοφωνάζει ότι και η κόλαση καλή είναι άμα είναι έτσι.
«Αλλισον χαβαρντ!» Λέω απότομα χωρίς να το θέλω.
Γυρίζω μια στιγμή το βλέμμα μου στο πατέρα μου ο οποίος είναι σοκαρισμένος αλλά δεν μιλάει.
«Σπενσερ Ντερν η χαρά όλη δίκη μου!» Και χαμογελάει.
Το όνομα του διατυμπανίζει σε όλο μου το σώμα!
Είναι εκείνος!
«Αλλισον πρέπει να φύγουμε!» Τελικά με διακόπτει ο πατέρας μου και εγώ προσπαθώ να ξεκόλλησω από την επίδραση του.
Ο πατέρας μου μου πιάνει το χέρι και τελικά αποχωρώ, όμως αισθάνομαι το βλέμμα του καρφωμένο στην πλάτη μου τόσο έντονα, και όταν γυρίζω στιγμιαία και επιβεβαιώνω αυτό που αισθανόμουν τα μάγουλα μου κοντεύουν να πάρουν φωτιά!
«Πρώτη φορά σε βλέπω να αφήνεις κόσμο να σε αγγίζει!» Παρατηρεί ο πατέρας μου λίγο νευρικά και ο τόνος της φωνής του είναι ψυχρός. Εκείνος δεν είναι ποτέ ψυχρός μαζί μου. «Νομίζω ότι τον ξέρω! Δεν ξέρω μου φάνηκε οικείος!» Λέω καθώς πλησιάζουμε προς το αυτοκίνητο.
Ένα ειρωνικό γελιο ξεφεύγει από το στόμα του. «Δεν θα τον συναντήσεις για κανέναν λόγο! Ακόμα και αν σου το ζητήσει εσύ δεν θα τον συναντήσεις το κατάλαβες Αλλισον!» Και το επιβλητικό βλέμμα του είναι επάνω μου καθώς πάει να μπει στην θέση του οδηγού. Δεν απαντάω δεν λέω τίποτα απλά αναστενάζω γιατί ποτέ δεν θα είμαι φυσιολογική!
Σε όλη την διαδρομή ο πατέρας μου δεν μου μίλησε καθόλου! Ήταν νευρικός και απλά χτύπαγε μερικές φορές το χέρι στο τιμόνι. Δεν τον είχα συνηθίσει έτσι αλλά μπορεί να φοβάται μετά από όλο αυτό που συνέβη την τελευταία φορά που πλησίασα έναν άνθρωπο και εκείνη με πυροβόλησε. Για αυτό δεν αντιδράω απλά κάνω την υπάκουη κόρη του.
Ακόμα και αν τα μάτια του έχουν κατασκηνώσει στον νου μου, ακόμα και αν το όνομα του παίζει σαν μελωδία μέσα μου, ακόμα και αν θα ήθελα να με αγγίξει, είναι ένας ξένος που δεν με ξέρει! Πως μπορεί να με βρει;
Μια ώρα διαδρομή από το Κέιπ κοντ μέχρι την Βοστόνη και εγώ ακόμα δεν μπορώ να βγάλω εκείνον τον άντρα από το μυαλό μου. Ρίχνω μια μάτια στον πατέρα μου αλλά δεν με κοιτάει καν,και απλά κατεβαίνω από το αυτοκίνητο χωρίς να του μιλήσω.
Δεν είμαι θυμωμένη μαζί του! Όμως δεν μπορώ να καταλάβω γιατί εκείνος είναι τόσο θυμωμένος! Πλέον είμαι εικοσιτεσσάρων ετών και δεν μπορεί να με κρατάει σε μια γυάλα. Ανεβαίνω στον σπίτι γρήγορα με της σκάλες γιατί το ασανσέρ έχει χαλάσει και ψάχνω για ένα γράμμα. Έχω κάνει αίτηση κρυφά για το πανεπιστήμιο αρχιτεκτονικών τεχνών και αν με δεχτούν θα βρω τρόπο να τον πείσω. Αλλά και πάλι δεν υπάρχει τίποτα. Δεν απογοητεύομαι γιατί έχω χρόνο είναι ακόμα Φλεβάρης.
Ο πατέρας μου έρχεται επάνω με σοβαρό ύφος όσο εγώ έχω κάτσει στο τραπέζι της κουζίνας κρατώντας ένα κόκκινο μηλο στα χέρια μου.
«Άλλισον! Θέλω να σου πω κάτι.» Και το στόμα του μαγκώνεται. Κάθεται στην καρέκλα απέναντι μου και προσπαθεί να βολευτεί ενώ εγώ τον κοιτάω κατάματα.
«Η μητέρα σου είχε έναν αδερφό! Τον Λιαμ βανντάι.» Ξεροκαταπίνω αναγνωρίζω αυτό το όνομα αλλά αυτός ο άνθρωπος δεν ήρθε ποτέ να με συναντήσει, γιατί τον αναφέρει τώρα; Όμως χτυπάει το κινητό του και εκείνος πάει στο δωμάτιο του βιαστικά. Δεν κάθομαι στο τραπέζι, σηκώνομαι όρθια και πηγαίνω στο δωμάτιο μου για να εξασκηθώ σε μερικά σχέδια.
Μόλις μπαίνω στο δωμάτιο η οθόνη του λαπτοπ ωστόσο μου αποσπάει την προσοχή και βλέπω ένα e-mail.
Από: ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟ ΓΡΑΦΕΙΟ ΟΛΙΒΕΡ ΟΡΤΙΖ!
Μόλις βλέπω την ειδοποίηση τα πόδια μου τρέμουν και θέλω να καταρρεύσω. Δεν μπορεί! Δεν γίνεται! Τι είναι αυτό;
Κοιτάω στο δωμάτιο πέρα δώθε σαν τρελή.
Μια το όνομα αυτού του άντρα και τώρα το όνομα του δικηγόρου. Κλειδώνω το δωμάτιο και ανοίγω το e-mail με τα χέρια μου να τρέμουν και την καρδιά μου να απειλεί με έμφραγμα.
Η ΔΙΑΘΗΚΗ ΜΟΥ
- Σήμερα 05/01/19 γράφω την διαθήκη μου στην οποία αφήνω ολα τα περιουσιακά στοιχεία στην κόρη της μοναδικής μου αδερφής .
- Ονόμα Άλλισον
- Επώνυμο Χαβαρντ
- Μητρώνυμο Λαουρα βανντάι
- Πατρώνυμο Τζόνσον Χαβαρντ
Μετά τον θάνατο μου θα αποκτήσει όλους του τραπεζικούς μου λογαριασμούς,
Και τις μετοχές του ξενοδοχείου ΡΙΤΣ στην Νέα Υόρκη .
Τα οποία ανέρχονται στο πενήντα της εκατό των μετόχων του ξενοδοχείου.
05/01/19
Λιαμ βανντάι
Η μια σελίδα!
Δεν θέλω να ανοίξω τις άλλες σελίδες γιατί δεν μπορώ, αυτό προσπαθούσε να μου πει ο πατέρας μου.
Όμως εγώ νιώθω ότι βρίσκομαι σε ένα ντε ζαβού και όλα γυρίζουν γύρω γύρω.
Σπενσερ Ντερν!
Όλιβερ Ορτιζ!
Διαθήκη!
Ο θάνατος του Λιαμ βανντάι!
Αυτοκτονία!
Πυροβολισμός!
Σαν μαχαιριές στο σώμα μου που δεν μπορώ να της απώθησω. Τα μάτια μου καίνε και τα γόνατα μου έχουν ήδη βρει στο κρύο δάπεδο του δωματίου!
Αλλά τι ειρωνία Όλιβερ ακόμη και εδώ ο Σπενσερ με γνώρισε πρώτος.
Σκουπίζω τα δάκρυα μου και βγαίνω έξω από το σπίτι τρέχοντας. Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί είχα αυτόν τον σαρκασμό, αλλά εδώ τίποτα δεν πάει καλά όλα είναι αλλόκοτα. Βαθιές ανάσες και προχωράω κατεβαίνοντας τις σκάλες με φορά. Σκέψεις αναμνήσεις από μια άλλη ζωή από την ζωή που δεν έζησα και όλα γύρω μου μαυρίζουν. Δεν βλέπω που πατάω και τι κάνω απλά κατεβαίνω ως που το πόδι μου γυρίζει στο πλάι κάνοντας τη κλείδα μου να μετακινηθεί. Χάνω την κάθε αίσθηση της ισορροπίας και πέφτω.
Ένας ήχος ενοχλητικός. Φωνές, ουρλιαχτά και χίλιοι διαφορετικοί ήχοι ακούγονται στα αυτιά μου σε κάθε στάθμη των ντεσιμπέλ. Έπεσα! έπεφτα! Το πόδι μου!
Αλλά δυο χέρια σφίγγουν το σώμα μου και εγώ απλά αφήνομαι. Αφήνω τα χέρια αυτά να με τυλίξουν με το δικό τους φως! «Αλλισον γλυκιά μου σε παρακαλάω μην με αφήσεις!»
Τέλος!!
Γεια σας γεια σας γλυκά μου παιδιά!
Αυτό είναι το πρώτο μέρος του επιλόγου!
Για πείτε μου πως σας φάνηκε;
Ελπίζω να σας άρεσε
Σας φιλώ ❤️
Τα λέμε στο δεύτερο μέρος αν θέλετε ακόμα να το διαβάσετε μετά από αυτό το φιάσκο 😂
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top