ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8

ΤΩΡΑ...

Σήμερα πονούσα παντού το σώμα μου διαμαρτυρόταν από όλες τις μεριές. Πλησίαζε η ώρα μου είχα μπει στον μηνά μου και από μέρα σε μέρα περίμενα να γεννήσω. Ο Χρίστος δεν είχε δώσει σημεία ζωής ούτε είχε στείλει γράμμα το μυαλό έκανε πολλά σενάρια. Ο φόβος εξαπλωνόταν στην ψυχή μου. Παρακολουθούσα τις ειδήσεις τι γινόταν και πραγματικά ήταν ένα χάος ο εχθρός είχε μπει βαθύτερα στην χώρα μας από τα σύνορα και δημιουργούσαν καταστροφές. Οι μέλλουσες γιαγιάδες έπιναν τον καφέ τους στο σαλόνι και εγώ τους έκανα παρέα παρακολουθώντας τις εξελίξεις. Ξαφνικά χτυπάει η πόρτα. Ίσως ήταν για την αλλαγή φρουράς να μας ειδοποιήσουν ότι ήρθαν. Πήγε η μάνα μου να σηκωθεί αλλά την σταμάτησα. Πήγα και άνοιξα εγώ την πόρτα.

Μπροστά μου δυο άντρες ντυμένοι με στρατιωτικά και παράσημα με κοιτούσαν. Δικοί μας ήταν. Τους θυμόμουν από το στρατόπεδο.

« Η κυρία Αποστόλου;»

«Μάλιστα πείτε μου»

«Έχουμε δυσάρεστα νέα. Ο σύζυγος σας αγνοείται. Κάντε κουράγιο»

« Τι...τι εννοείτε;»

« Η ομάδα που ήταν στην αποστολή έπεσε σε ενέδρα χθες το βράδυ. Όλοι είναι νεκροί εκτός από τον σύζυγο σας που αγνοείται. Αλλά φοβόμαστε τα χειρότερα.»

Δίπλα μου εμφανίστηκαν η πεθερά μου και η μάνα μου. Κρατούσαν τις ανάσες τους. Τα πόδια μου έτρεμαν στηρίχτηκα στην κουπαστή της πόρτας.

«Πρέπει να με κοροϊδεύετε έτσι; Δεν μπορεί ο άντρας μου να αγνοείτε. Δεν είναι δυνατόν εσείς τι κάνετε για αυτό; Γιατί δεν πάτε να τον βρείτε γιατί δεν στέλνετε ενισχύσεις να βρεθεί ο άντρας μου γιατί δεν ψάχνετε να τον βρείτε γαμώτο!» ένας λυγμός ανέβαινε στα σωθικά μου.

«Είναι δύσβατη περιοχή και δεν μπορούν να σταλθούν ενισχύσεις. Κάνουμε ότι καλύτερο γίνεται πρέπει όμως να είστε έτοιμοι για όλα.»

«Πια όλα; τι μου λέτε; Δηλαδή μπορεί να είναι και νεκρός;» δεν μου απαντούσαν. Έσκυψαν τα κεφάλια τους.

«Προς το παρόν δεν έχουμε τέτοια πληροφόρηση.»

«Πότε θα έχουμε νεότερα;»

« Μέσα στις επόμενες ώρες»

«Κρατήστε με ενήμεροι.»

Έκαναν μια υπόκλιση και αποχώρησαν. Στο σπίτι επικρατούσε ένα χάος οι γυναίκες έκλαιγαν βουβά η τηλεόραση έπαιζε ασταμάτητα και εγώ έκανα βόλτες πάνω κάτω. Η αγωνιά μου ώρα με την ώρα κορυφωνόταν. Δεν άντεχα άλλο. Προχώρησα προς το μπουφέ του σπιτιού μου και έβγαλα από ένα συρτάρι ένα πακέτο τσιγάρα που είχε φυλαγμένο ο Χρίστος εκεί για ιδιαίτερες περιστάσεις. Πήρα ένα και το άναψα με ένα σπίρτο. Με έπνιξε στην αρχή αλλά μετρά το συνήθισα. Οι μάνα μου γούρλωσε τα μάτια ήταν έτοιμη να σηκωθεί να με σταματήσει.

«Κόρη μου δεν κάνει...» είπε η μάνα μου

«έχει δίκιο παιδί μου δεν κάνει στην....»

«Βουλώστε το και οι δυο σας τώρα. Δεν θέλω καμία υπόδειξη από κανέναν αυτή την στιγμή. Παρατήστε με ήσυχη!»

Οι ώρες περνούσαν μαρτυρικά η αγωνία κορυφωνόταν όλο και πιο πολύ. Είχε νυχτώσει νέα όμως δεν είχαμε από τους στρατιώτες. Τα κανάλια έλεγαν για την ενέδρα που στήθηκε και ότι ένας από την ομάδα αγνοείτε. Οι έρευνες συνεχίζονται αλλά οι ελπίδες για να είναι ζωντανός λιγόστευαν. Δεν ανέφεραν όνομα αλλά εγώ ένιωθα ότι ήταν αυτός. Ένιωσα πόνους αλλά τους αγνόησα. Δεν ήθελα να σκέφτομαι ούτε να νιώθω τίποτα. Το σώμα μου είχε παραλύσει από την ένταση από την εξάντληση από τον φόβο.

Η πόρτα χτύπησε. Έτρεξα να ανοίξω. Όλες μαζευτήκαμε μπροστά στους στρατιώτες με την ελπίδα να έχουν καλά νέα.

«Έχουμε νεότερα;» ρώτησα με αγωνία

«Δυστυχώς όλες οι προσπάθειες που κάναμε αποδείχθηκαν μάταιες. Δεν βρήκαμε απολύτως τίποτα.»

Γύριζαν όλα. ένας δυνατός πόνος χαμηλά στην κοιλιά μου με έκανε να διπλωθώ στα δύο και μια υγρασία στα πόδια μου γεννούσα. Άκουγα φωνές στο βάθος ουρλιαχτά, εντολές. Ο πόνος δυνάμωνε. Ένιωσα το σώμα μου να μεταφέρετε σε κάτι μαλακό. Ένα βουητό ηχούσε στα αφτιά μου. Κουνιόμουν κάπου πήγαινα. Ή κάπου με πήγαιναν. Δεν θυμάμαι.

Το μόνο που θυμάμαι είναι ότι ξύπνησα σε ένα δωμάτιο. Πρέπει να ήταν του νοσοκομείου. Διέκρινα την φιγούρα της μαμάς μου.

«Παιδί μου είσαι καλά;»

«Μαμά, το παιδί που είναι το παιδί; Γέννησα; Είναι ζωντανό; Πες μου μαμά πες μου σε παρακαλώ.»

«Σσσς ησύχασε κοπέλα μου όλα καλά πήγαν σε λίγο θα στο φέρουν. Γέννησες κόρη.»

Κόρη; Έκανα κόρη; Είδα την πόρτα να ανοίγει και η νοσοκόμα με ένα μωρό στην αγκαλιά με πλησίασε.

«Να σας ζήσει. Κάνατε μια πανέμορφη κοπέλα.»

Μου την έδωσε προσεχτικά. Ένα μικρό πλασματάκι ήταν στην αγκαλιά μου μόλις το πήρα άνοιξε τα ματιά του και με κοίταξε. Πήρε τα ματιά του πατέρα του. Η καρδία μου κομμάτια εγώ έκλαιγα και γελούσα ταυτόχρονα. Τι να κάνω; Να χαρώ ή να κλάψω; Να γελάσω από χαρά ή από πίκρα; Τα συναισθήματα μου ανάμεικτα και η ψυχολογία μου άνω κάτω. Ένα κομμάτι του άντρα μου εκεί στην αγκαλιά μου ο καρπός του έρωτα μας ενώ το άλλο κομμάτι είχε χαθεί. Τον έχασα θεέ μου τον έχασα. Γιατί με τιμώρησες έτσι και γιατί με έκανες να χαρώ έτσι; Τι σου έκανα;

Τα νέα μαθεύτικαν γρήγορα στον κύκλο μας. Στις επισκέψεις μας όλοι ένιωθαν αμηχανία δεν ήξεραν αν έπρεπε να με σηλλυπηθούν ή να με συγχαρούν για τα γεννητούρια. Δέχτηκα πολλές επισκέψεις στο νοσοκομείο από συναδέλφους και υψηλά πρόσωπα ενώ άλλοι λόγω υποχρεώσεων έστελναν λουλούδια και δώρα για το παιδί με ευχές καλές και λύπης ταυτόχρονα. Το γεγονός αυτό είχε στιγματίσει ολόκληρο τον κύκλο μας. Μόνο εγώ ήξερα πόσο πονούσα είχε ραγίσει η καρδιά μου είχε σπάσει όλος ο κόσμος μου. Βυθίστηκε στο σκοτάδι. Το μωρό ήταν η μόνη σχισμή φωτός που υπήρχε μέσα μου και με έκανε να χαμογελάω. Να νιώθω ότι είναι εδώ, δίπλα μου.

Ο Παύλος και η Σούλα ήταν οι πρώτοι που έφτασαν στο νοσοκομείο και ήταν δίπλα μου συνέχεια και έπειτα όταν γύρισα σπίτι με το μωρό. Η Σούλα μαζί με την πεθερά μου και την μάνα μου με βοήθησαν σε πολλά πράγματα στο σπίτι.

Ο Παύλος με τον πατέρα μου έτρεξαν να επισπεύσουν τις διαδικασίες για το χτίσιμο μνημείου έξω από το σπίτι μας προς τιμήν του. Κηδεία δεν θα γινόταν αφού δεν υπήρχε σορός. Μαζί με το μνημείο που ήταν σε εξέλιξη θα έθαβα μαζί με τις πέτρες και την ψυχή μου. Την πήρε μαζί του. 

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top