Σκέτη καταστροφή... 10

Οι νεκροζώντανοι ποτέ δε χρησιμοποιούν όπλα. Τα μόνα όπλα που διέθεταν πάντα ήταν τα χέρια και τα δόντια τους, τα σωματικά υγρά με τα οποία μόλυναν τα θύματά τους.

Οι υπόλοιποι κάτοικοι του πλανήτη δεν έχουν λόγο να θέλουν να σκοτώσουν κάποιον τόσο πολύτιμο σαν τον Ορέστη, τον υπερασπιστή τους.

Παρά τον εκνευρισμό της, η Σάρη άκουσε το σιγανό κάλεσμά του από μια αρκετά μεγάλη απόσταση, και διαισθάνθηκε στον τόνο του τον πόνο. Τα πληγωμένα συναισθήματά της ήρθαν αντιμέτωπα με τη λογική, μια πάλη που δεν διήρκησε πάνω από μερικά κλάσματα του δευτερολέπτου. Η λογική νίκησε κάνοντας τη Σάρη να κάνει μια ανάποδη τούμπα στον αέρα και να γυρίσει προς την κατεύθυνση από την οποία μόλις είχε έρθει.

Το θέαμα που αντίκρισε της έκοψε την ορμή με την οποία έσχιζε τον αέρα και στέρησε τον αέρα από τα πνευμόνια της. Πίσω από τον γονατισμένο Ορέστη, μέσα από το στομάχι του οποίου και πάνω στη χρυσαφιά άμμο κυλούσε το αίμα του, βρισκόταν μια ομάδα δέκα ατόμων. Αν μπορεί κανείς να χαρακτηρίσει τα ζόμπι άτομα, με όπλα στα χέρια τους και εστίαση στο άλλοτε αποβλακωμένο βλέμμα τους.

Η Σαριήλ δεν επέτρεψε στον εαυτό της να τα χάσει, με μια διαπεραστική κραυγή που αποτελούσε και το κάλεσμα για βοήθεια στον κώδικα των αγγέλων, διατάραξε την ηρεμία της νύχτας.

Ανάμεσα στο έννομα των φτερών της πίσω από την πλάτης της, χιαστά βρίσκονταν τα τεράστια σπαθιά της, που εμφανίζονταν μόνο όταν τα είχε ανάγκη, μα πάντα βρίσκονταν εκεί αόρατα. Τα τράβηξε και χίμηξε πάνω στα πλάσματα, με άλλη μια οργισμένη κραυγή, δίχως δεύτερη σκέψη.

Όλη η μορφή της άλλαξε όψη. Το σώμα της φωτίστηκε με μια χρυσαφιά λάμψη, τα μαλλιά της απέκτησαν και εκείνα την ίδια απόχρωση και τα μάτια της, αυτά, γίναν δυο μωβ φωτιζόμενες σφαίρες, που άπαξ και σε εγκλωβίζανε σε παραλύανε.

Οι παλάμες του Ορέστη συγκρούστηκαν με το χώμα μπροστά του. Με κόπο προσπαθούσε να στηρίζει το βάρος του πάνω στα χέρια του, αν και ένοιωθε ήδη την πληγή του να επουλώνεται.

Η Σάρη πέταξε από πάνω του, αποκεφαλίζοντας με μια στροφή γύρω από το σώμα της τρείς από τους υποψήφιους δολοφόνους του Ορέστη, με το μίσος διάχυτο στα χαρακτηριστικά της. προσγειώθηκε στα πόδια της σηκώνοντας ένα σύννεφο σκόνης γύρω της. Ούρλιαξε ξανά απόκοσμα, σαν κάλεσμα, την ίδια στιγμή που ο ίδιος ο Εωσφόρος προσγειωνόταν πλάι της. «Ένας να μείνει ζωντανός» φώναξε ξαφνικά αναγνωρίζοντας ίχνη λογικής στα πρόσωπα των μολυσμένων εχθρών τους, αυτός που ποτέ δεν αφήνει επιζώντες.

Μέσα στα επόμενα δευτερόλεπτα έγινε σφαγή, αφού έσπευσαν περισσότεροι άγγελοι στο σημείο. Η συμβολή της Σαριήλ πλέον δεν ήταν απαραίτητη. Γύρισε προς το μέρος που είχε δει τον Ορέστη αιμόφυρτο, βρίσκοντάς τον στην ίδια θέση. Με τα λευκά σχεδόν μαλλιά του φωτισμένα από το γαλαζωπό φως του φεγγαριού να πέφτουν μπροστά του όπως ήταν σκυμμένος.

Η Σάρη έπεσε στα γόνατα απέναντί του, με τα σπαθιά της πεταμένα στο πλάι. «Ορέστη;» αναζήτησε το πρόσωπό του αγωνιωδώς.

Μέσα στον πόνο του ο Ορέστης χαμογέλασε αχνά. «Νοιάζεσαι;» πέταξε με στόμφο.

Το πρόσωπο της Σάρη σκοτείνιασε στιγμιαία. «Άντε βρε!» παραπονέθηκε. «Σήκωσε λίγο τον κορμό σου να δω την πληγή» πρόσταξε και είδε την αστάθεια με την οποία στηριζόταν στα χέρια του. Ήρθε στο πλάι του αμέσως ακουμπώντας ευλαβικά τους ώμους του. «Έλα αφέσου σε μένα» του ζήτησε αγκαλιάζοντας τις φαρδιές πλάτες του.

Εκείνος έγειρε με τη βοήθειά της προς τα πίσω και την κοίταξε αδύναμα αλλά και παιχνιδιάρικα πάνω από τον ώμο του. Αυτή όμως δεν τον κοιτούσε, το βλέμμα της παρέμεινε στην τεράστια τρύπα πάνω στην κοιλιά του.

«Αυτό είναι... επουλώσιμο;» ρώτησε φοβισμένη.

Ο Ορέστης γέλασε και τα χείλη του βάφηκαν κόκκινα, με λεπτά ρυάκια αίματος να κυλάνε πάνω στο πιγούνι του. Τα μάτια του γυάλιζαν ασθενικά.

«Θα σου λείψω άραγε;» τη ρώτησε βήχοντας, με το αίμα να πληθαίνει γύρω από το στόμα του.

Η Σαριήλ τον κεραυνοβόλησε με το μωβ βλέμμα της. «Κόψε την πλάκα Ορέστη!» τον μάλωσε.

«Όχι, θα πεθάνω» είπε σοβαρά, αλλά τα μάτια του μαρτυρούσαν το αντίθετο και έδειχνε να το διασκεδάζει παρά την πονεμένη και αδύναμη όψη του.

«Ε τι να σου πω τώρα! Είσαι βλάκας!» πέταξε εκείνη εκνευρισμένη τώρα.

https://youtu.be/JEbxw2wY0Pk

Ο Εωσφόρος τον πήρε από την αγκαλιά της στα χέρια του και άνοιξε τα φτερά του που έφταναν στο άνοιγμά τους τα εφτά μέτρα. «Μια χαρά θα είναι σε λίγες ώρες. Απλά δεν θέλει να δείξει σε σένα την αδυναμία του» την καθησύχασε ο διάβολος, κοιτάζοντας αυστηρά τον Ορέστη, που πλέον έκλεινε τα μάτια του παραδομένος στον διαπεραστικό πόνο του.

Η σπηλιά ήταν ευρύχωρη, με μικρές εσοχές σαν κρεβάτια, που είχαν φτιαχτεί από ανθρώπινο χέρι κάποτε, με απομεινάρια της φωτιάς που θέρμανε τον χώρο γύρω της.

Ο Εωσφόρος τοποθέτησε το σώμα του Ορέστη σε μια απομακρυσμένη από τις υπόλοιπες εσοχή στο πιο σκοτεινό σημείο. Ένας ασθενής χρειάζεται περισσότερη ηρεμία και χαλάρωση από τους άλλους.

Η Φύση και ο Ταξιάρχης έτρεξαν κατευθείαν μόλις τον είδαν κοντά του, με ανήσυχες εκφράσεις. Ο Ορέστης ποτέ δεν πληγώνεται τόσο βαριά, είναι ο καλύτερος πολεμιστής από όλους τους.

«Πως την πάτησες έτσι φίλε;» αναρωτήθηκε ο Ταξιάρχης εξετάζοντας τη ζημιά που είχε προκληθεί στο σώμα του φίλου του.

«Έλα ντε... την πάτησα» του απάντησε όσο πιο δυνατά μπορούσε με την ελπίδα να τον ακούσει η Σάρη.

Η Φύση δε μιλούσε, ήταν σοκαρισμένη.

«Ας τον αφήσουμε να επουλωθεί» πρότεινε ο Εωσφόρος απομακρύνοντάς τους από κοντά του, ενώ με την άκρη του ματιού του είδε τη Σάρη να πλησιάζει.

Έκατσε πάνω στην πέτρινη επιφάνεια του κρεβατιού του, μπλέκοντας τα δάχτυλά της με τα δικά του, δεν είπε τίποτα.

Ο Ορέστης έσφιξε με όση δύναμη είχε το χέρι της. Την κοιτούσε με ένα βλέμμα διαφορετικό τώρα, περίεργο.

Η Σάρη ανέσυρε από την μικροσκοπική τσέπη που κοσμούσε τον κορσέ της ένα λευκό μαντίλι. Το έφερε κοντά στα χείλη του και σκούπισε το αίμα που είχε αρχίσει να ξεραίνεται γύρω από το στόμα του. «Εγώ φταίω ε;» τον ρώτησε χωρίς να τον κοιτάει στα μάτια, ενώ τα δικά της ακτινοβολούσαν ακόμη με το μωβ φως.

Με το άλλο χέρι του έπιασε τον καρπό αυτού που ήταν κοντά στο πρόσωπό του, ασκώντας μια ελαφρά πίεση ώστε να γύρει προς το μέρος του. «Κάτι μπορείς να κάνεις για να με απαλλάξεις από τον πόνο» είπε χιλιοστά από τα χείλη της.

Τότε ήταν που τα μάτια της βυθίστηκαν στα καστανά δικά του όλο νόημα. Έγειρε περισσότερο αγνοώντας τα άπειρα βλέμματα που τους παρακολουθούσαν και τον φίλησε, με την καρδιά της να σπαρταρά με έναν ευχάριστο πόνο που εξαπλωνόταν σε όλο το κορμί της. Αυτό το υβρίδιο τρέλαινε όλες της τις αισθήσεις. Ήξερε πως πολλοί από τους ομοίους της ήταν ζηλόφθονοι, και ήταν και η Φύση στη μέση, μα δεν την ένοιαζε και τόσο πια. Νόμιζε πως θα τον έχανε, κόντεψε να πεθάνει από την αγωνία της.

«Εξακολουθείς να έχεις την ίδια άποψη για τον έρωτα;» τον ρώτησε σιγανά αποκολλώντας για λίγο τα χείλη της από τα δικά του καθώς αναζητούσε απάντηση στο βλέμμα του.

Εκείνος χαμογελούσε πάλι. «Τώρα έχει γίνει χειρότερη» αποκρίθηκε με πικρία. «Είναι σκέτη καταστροφή» με το βλέμμα του έδειξε την πληγή του, επιστρέφοντάς το ξανά πάνω της.

Ένα δάκρυ δραπέτευσε από τα μάτια της.

Εκείνος έσφιξε τα χείλη του μεταξύ τους, με μια τρεμουλιαστή ανάσα να του ξεφεύγει. Έφερε το χέρι του πάνω στο σβέρκο της φέρνοντας το κεφάλι της πάνω στο στέρνο του.

Δεν είπαν τίποτε άλλο, είχαν πει ήδη αρκετά.


Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top