Παιχνίδι... 16
Μέσα σε δεκαπέντε λεπτά η επίλεκτη ομάδα του Εωσφόρο είχε ανασυνταχτεί μπροστά από την είσοδο της σπηλιάς, με τον ίδιο να ηγείται του τάγματος. Ο ήλιος δεν είχε σκοπό να κάνει την εμφάνισή του, έτσι θα συνέχιζαν την εξερεύνηση τους με το φως του φεγγαριού για οδηγό τους.
Πριν αποχωρίσουν ο Εωσφόρος αναζήτησε την Σαριήλ, που δεν είχε και τίποτα να μαζέψει, όποτε και πέρασε όλη την ώρα καθισμένη πλάι στον Ορέστη, που ανάρρωνε σταδιακά. Έσκυψε κοντά στο αυτί της ψιθυρίζοντας κάτι, –κανείς, όσο ευαίσθητη ακοή κι αν είχε δε μπορούσε να ακούσει τα λόγια του- που την έκαναν να χαμογελάσει θερμά και να τον κοιτάξει με βλέμμα γεμάτο ενθουσιασμό. Της ένευσε με συγκατάθεση και απομακρύνθηκε. Όπως αμέσως απαίτησε από την ομάδα του να τον ακολουθήσουν στη συνέχιση του μυστήριου ταξιδιού τους.
Η Φύση με τον Ταξιάρχη στο πλάι περπατούσε στην τελευταία σειρά της διμοιρίας, παρατηρώντας εκείνη τη στιγμή, πως η Σάρη δεν κουνήθηκε από τη θέση της, παραμένοντας πλάι στον ξαπλωμένο ανάσκελα Ορέστη. Ο οποίος παρεμπιπτόντως έμοιαζε να μην αντιλαμβάνεται πλήρως την κατάσταση που επικρατούσε γύρω του. Τα μάτια του ήταν κλειστά και τα χέρια του διπλωμένα πάνω στο στομάχι του.
Όταν και ο τελευταίος από αυτούς πάτησε την άμμο της γυμνής κοιλάδας, και ο υπόκωφος ήχος από τις μπότες τους φαινόταν αρκετά απομακρυσμένος, το σώμα του Ορέστη σαν ελατήριο πετάχτηκε πάνω. Τα μάτια του ήταν κόκκινα παρατήρησε η Σαριήλ και λάμπανε μέσα στο απόλυτο σκοτάδι, μιας και είχε σβήσει η φωτιά και το μόνο που είχε απομείνει από αυτήν ήταν η μυρωδιά και η στάχτη. Τα δόντια του θα φάνταζαν απειλητικά μπρος στα μάτια άλλων, όπως ήταν σουβλερά και κοφτερά μπροστά της. Και τα σχεδόν λευκά μαλλιά του τρομοκρατικά, αν τον παρομοίαζαν με φάντασμα και όχι ως ζωντανό με σάρκα και οστά. Μα τη Σαριήλ αυτή του η εικόνα, τη μάγευε, αγγίζοντας μια ευαίσθητη χορδή μέσα της που τόσο τον ποθούσε.
«Τι μυστικοπάθεια είναι αυτή;» τη ρώτησε με τα κόκκινα μάτια του να την καρφώνουν επίμονα.
Η Σαριήλ είχε ξεχάσει προς στιγμήν, σε τι ακριβώς αναφερόταν ο Ορέστης. Μα αμέσως μετά θυμήθηκε. Ακούμπησε την παλάμη της πάνω στο μάγουλό του. Με τον αντίχειρα να αγγίζει ανεπαίσθητα τον ένα από τους εξέχοντες κοπτήρες του, όπως τον κοίταζε σαν υπνωτισμένη. Το βλέμμα της έπειτα ταξίδεψε αργά προς τα μάτια του. Έμεινε να τον κοιτάζει για λίγο σιωπηλή.
Ως που εκείνος με ένα νεύμα του την παρότρυνε να μιλήσει. Η Σάρη πήρε μια βαθιά ανάσα πριν ανοίξει το στόμα της, σαν να ήθελε να απομνημονεύσει κάθε σπιθαμή των χαρακτηριστικών του να μείνουν για πάντα ανεξίτηλα στη μνήμη της. «Ο Εωσφόρος έχει ένα σχέδιο... μια πιθανή τοποθεσία..» έκανε μια παύση εισπνέοντας για ακόμη μια φορά βαθιά. «Σε μια από τις περιπολίες του, εντόπισε κάποια συσσωρευμένη κινητικότητα. Εκεί θα οδηγηθούμε φυσικά» σταμάτησε ξανά και κοίταξε σκεπτική στο πλάι. «Είναι μακριούτσικα... αλλά εγώ έχω φτερά, εσύ ταχύτητα» χαμογέλασε νοσταλγικά εξακολουθώντας να έχει τα μάτια της καρφωμένα σε ένα απροσδιόριστο σημείο. «Με αγαπάει ο αδερφός μου, πάντα με πρόσεχε πολύ» εστίασε τώρα ξανά το βλέμμα της πάνω στα μάτια του. «Φαντάστηκε πως... μετά από όλη αυτήν την ταλαιπωρία που κόντεψε να με διαλύσει, θα ήθελα λίγες στιγμές ανάπαυλας από όλα αυτά που συνέβησαν και θα συμβούν μετά» οι πλούσιες βλεφαρίδες της έπαιζαν τώρα ένα ναζιάρικο παιχνίδι.
Ο Ορέστης της χαμογέλασε κάπως πονηρά. «Πρέπει όντως ο μέγας Εωσφόρος, να σου έχει μεγάλη αδυναμία» συμφώνησε μαζί της, με το χέρι του να σέρνεται στο εσωτερικό του μηρού της. «Ίσως όμως να έχει αδυναμία και σε μένα» είπε με κάποιο σαρκασμό φλερτάροντας με τη ιδέα. Λίγη απομόνωση για τους δύο τους δε σήμανε διασκέδαση μόνο για εκείνη.
«Ίσως» παραδέχτηκε σκεφτική ξανά εκείνη. Η σκέψη την έκανε να αναρωτηθεί, ποια σχέδια να είχε ο Εωσφόρος για τον Ορέστη, μια ιδέα σίγουρα γοητευτική, σίγουρα ξυπνούσε την περιέργεια μέσα της. Συνειδητοποίησε ωστόσο εκείνη της στιγμή, πως αν και έχουν κάνει ήδη έρωτα μερικές φορές και λαχταράει όσο τίποτα το άγγιγμά του, ο Ορέστης δεν την έχει δει γυμνή ακόμη.
Τον ίδιο συλλογισμό έμοιαζε να μοιράζεται μαζί της και ο ίδιος, κοιτάζοντας τώρα πιο λαίμαργα το κορμί της. «Δεν έχω αγωνία ξέρω πως δείχνεις τέλεια. Παρόλα αυτά η λαχτάρα μου να σε δω, είναι απερίγραπτη» ψέλλισε κοντά στο αυτί της αισθησιακά.
Η Σαριήλ φορούσε μια μπλούζα από ένα υλικό που ο Ορέστης δεν κατάφερνε να προσδιορίσει σε πια κατηγορία υφάσματος ανήκε, μιας και φαινόταν ελαστικό και εφαρμοστό πάνω στο στις καμπύλες της μέσης της και τα μπράτσα της. Το χρώμα του επίσης άλλαζε συνεχώς, μια γινόταν μαύρο, μια μωβ και άλλες φορές πάλι γινόταν μπλε σκούρο με μωβ σκιές όπως γυάλιζε κάτω από διάφορες αντανακλάσεις φωτός και εναλλαγές θερμοκρασίας. Κούμπωνε μπροστά με ένα φερμουάρ που ξεκινούσε από το σαγόνι της μέχρι και τερμάτιζε χαμηλά κάτω από την κοιλιά της.
Ο Ορέστης στριφογύρισε ανάμεσα στα δάχτυλά του την γυαλιστερή μαύρη πετρούλα του οδηγού του φερμουάρ, εξετάζοντάς το μέχρι το βλέμμα του να συρθεί πάνω στα μάτια της ξανά. Στήριζε τον κορμό του πάνω στο αριστερό του χέρι όσο έπαιζε με το φερμουάρ της Σάρη. Κάποια στιγμή το χέρι του άρχισε να τραβάει τον οδηγό προς τα κάτω αργά.
Πρώτο έκανε εμφάνιση το γυμνό στέρνο της. Έπειτα το πλούσιο στήθος της αποκαλύπτονταν μπροστά στα μάτια του. Ήταν καλά στριμωγμένο μέσα στο ρούχο, ενώ απελευθερώθηκε σχεδόν ολοκληρωτικά. Η διαδρομή του χεριού του τερματίστηκε χαμηλά στην κοιλιά της, χωρίζοντας το ρούχο της στη μέση. Περισσότερη λευκή σάρκα αποκαλύφθηκε, μα μάτια του παρέμειναν πάνω στα στήθη που παραπλανητικά τον προκαλούσαν να τα αγγίξει. Το χέρι του πλανήθηκε βασανιστικά αργά για εκείνη πάνω στην επίπεδη κοιλιά της. Έπειτα ανηφόρισε και αιχμαλώτισε επιτέλους το ένα από τα στήθη της γεμίζοντας την χούφτα του και την άκουσε να στενάζει δυνατά.
Η Σαριήλ έκλεισε τα μάτια της, παραδομένη στην επαφή του χεριού του πάνω στο δέρμα της. Οι παλμοί της καρδιάς της επιταχύνανε και η πλάτη της τεντώθηκε. Η ανταπόκριση του κορμιού της στο άγγιγμά του, ήταν άμεση. Έμοιαζε να παραδίνεται σε κείνον αυθόρμητα και τελειωτικά, σαν μαριονέτα μόλις που αγγίζει κάνεις τα σχοινιά της.
Ο Ορέστης τη βασάνιζε εξερευνώντας το σώμα της, απαλλάσσοντάς την από τα ρούχα και παπούτσια της, εξίσου βασανιστικά αργά. Την έβαλε να σταθεί μπροστά του ολόγυμνη και μόνο τότε κατέβασε τα πόδια του από την πέτρα. Την κρατούσε τώρα από τη μέση γυρίζοντάς την, έτσι ώστε να τη θαυμάσει από όλες τις πλευρές, όλες τις οπτικές γωνίες, σα να ήταν μπαλαρίνα κουρντιστή.
«Έξοχη... χωρίς αμφιβολία» τόλμησε να βγάλει προς τα έξω τον ενθουσιασμό του.
Η Σάρη δεν μίλησε. Το πρόσωπό της παρέμεινε σοβαρό, σα να μην είχε συναισθήματα μέσα της. Απλά φαινόταν να περιμένει από εκείνον να χορτάσει το θέαμα μπροστά του, και να δει ποσό αυτό τον ικανοποιούσε. Μα πως μπορούσε να μην τον ικανοποιεί;
Οι μεγάλες παλάμες του κατηφόρισαν από τη μέση προς τους γλουτούς της, τους οποίους και έσφιξε λιγάκι παραπάνω ανάμεσα στις χούφτες του. Όπως ήταν φανερό από τα ανασηκωμένα χείλη του και αποχαυνωμένο βλέμμα του, απολάμβανε την απαλή υφή τους, φέρνοντάς την πιο κοντά του τώρα.
«Δεν είσαι τώρα και τόσο τολμηρή ή μου φαίνεται;» επέλεξε να την πειράξει με ένα λοξό χαμόγελο.
Η Σάρη γέλασε σιγανά. «Ορέστη μου... σου μοιάζω για πλάσμα ντροπαλό; Μάλλον έχεις σχηματίσει μια λανθασμένη εντύπωση λοιπόν. Δεν ισχύει μωρό μου κάτι τέτοιο. Απλά συμμετέχω στο παιχνίδι, τους κανόνες του οποίου όρισες για απόψε εσύ» ανασήκωσε τα λεπτά της φρύδια κοιτάζοντάς τον με νόημα πριν συνεχίσει. «Και δεν θα ήταν διασκεδαστικό αν τις πρωτοβουλίες τις έπαιρνε πάντοτε ο ένας από τους δύο, ή αν ο πρώτος δεν το έβρισκε εξ αρχής διασκεδαστικό. Οπότε μην ανησυχείς, απλά ακολουθώ» τα λεπτεπίλεπτα δάχτυλά της ταξίδεψαν από το στέρνο του πάνω στους ώμους του και από εκεί στο λαιμό του. Έσκυψε από πάνω του δίνοντάς του ένα έντονο γεμάτο πάθος φιλί.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top