Δεν υποτάσσονται οι σκοτεινοί... 18
Το γλυκό σκοτάδι της σπηλιάς το είχαν συνηθίσει, δεν χρειαζόταν το φως για να βλέπουν το ίδιο καλά και στο μαύρο σκότος που τους περίκλειε στην παγωμένη αγκαλιά του. Μα οι σκιές υποχωρούσαν αργά και σταθερά, φοβούμενες τις ακτίνες του ήλιου που απλωνόταν αργά και βασανιστικά ξεσκεπάζοντας κάθε ασχήμια που έκρυβε η νύχτα. Ο πορτοκαλένιος βασιλιάς τύφλωνε με τη λάμψη του κάθε ον ανίκανο να τον αντικρύσει, όπως υψωνόταν πίσω από την οριοθετημένη γραμμή του ορίζοντα της ερήμου φτιαγμένης από χρυσαφιά ψυχρή άμμο.
Θαμπό και γκρίζο το φως που διεκδικούσε το χώρο του μέσα στη σπηλιά πέφτοντας πρώτα στο χέρι του Ορέστη. Τα δάχτυλά του συσπάστηκαν νευρωτικά, μιας και τη ζεστασιά αυτή σπάνια την είχαν αισθανθεί κι ας ήταν μια αδύναμη λάμψη. Σαν ιατρικό παρόλα αυτά ταξίδευε ήδη μέσα στο κορμί του, παλεύοντας ταυτόχρονα με όποια ακάθαρτη ουσία είχε μείνει μέσα του. Μα χάνοντας κάποτε τη μάχη υποχώρησε σαν σε υγρή μορφή με έντονο πόνο, τσουρουφλίζοντας την επιδερμίδα που είχε αρχικά αγγίξει. Ο χρόνος που είχε δοθεί στο φως δεν ήταν παρά μερικών νανοδευτερολέπτων να κάνει τη δουλειά του, προκάλεσε ωστόσο έντονο τσούξιμο στον Ορέστη που το αποτράβηξε το ίδιο γρήγορα συρίζοντας. Γλυκό μου σκοτάδι σύριζαν όλα τα κύτταρά του χαρούμενα, καθώς αυτός αποτραβιόταν ολόκληρος στην εσοχή του βράχου, στριμώχνοντας και τη Σαριήλ εκεί.
«Εεε, τι συμβαίνει;» παραπονέθηκε εκείνη τρίβοντας τα μάτια της αγουροξυπνημένη.
«Φωωωςςςς» σύριξε ο Ορέστης με τα μάτια του να λάμπουν κόκκινα στο κέντρο και μαύρα να γεμίζουν το άλλοτε ασπράδι τους.
Η Σάρη πάντα θέλει λίγη ώρα να χουζουρέψει μα η αντίδραση του αυτή, την αφύπνισε αμέσως. Τον κοιτούσε με μάτια ταραγμένα γεμάτη ανησυχία.
«Ακριβώς Ορέστη μου... είναι το φως που πάντα περιμένουμε να βγει έπειτα από τις τρεις νύχτες» του θύμισε η Σαριήλ χαϊδεύοντας τον γυμνό ώμο του στοργικά. «Δεν κρυβόμαστε από αυτό» συνέχισε.
«Εγώ πάντα κρύβομαι» ήταν ένα ψέμα, ο τόνος του απότομος και η φωνή του εξακολουθούσε να έχει μια ανατριχιαστική χροιά.
«Τώρα όμως σου είναι απαραίτητο για να γιατρευτείς» αντέτεινε εκείνη με κάποια ενόχληση. «Μόνο αυτό θα αποβάλλει το δηλητήριο που ρέει μέσα στις φλέβες σου. Πρέπει να αντέξεις τον πόνο» έμοιαζε τώρα να τον μαλώνει.
Ο Ορέστης ξεφύσησε βαριεστημένα κλείνοντας τα μάτια του, ενώ οι ώμοι του χαλάρωναν και η σύγχυση που τον είχε κυριέψει άρχισε να υποχωρεί. Εξακολούθησε να παίρνει βαθιές ανάσες ηρεμώντας σταδιακά, ως που να κατευνάσει ολοκληρωτικά.
«Φυσικά και έχεις δίκιο... απλά ήταν πολύ ξαφνικό και ίσως το σώμα μου να αντέδρασε υπερβολικά» άνοιξε τα μάτια του, αναζητώντας γρήγορα το πρόσωπό της, ήταν και πάλι καστανά.
Για κάποιο ανεξήγητο λόγο η Σάρη πήρε μια ανάσα ανακούφισης, άργησε να καταλάβει και η ίδια το γιατί. Είναι που τα μάτια του τώρα ήταν φυσιολογικά. Μα και πάλι σε αυτόν τον κόσμο η Σαριήλ δεν έδινε μεγάλη σημασία σε πράγματα σαν αυτά. Υπήρχαν οντότητες ανάμεσά τους με πολύ πιο περίεργα χαρακτηριστικά... μα αυτά ήταν στο αντίθετο στρατόπεδο και τα πολεμούσε... συλλογιόταν η κοπέλα ώστε να δικαιολογήσει την αντίδρασή της. Μέσα από τον συλλογισμό αυτόν όμως δεν υπήρχε κάποια σανίδα σωτηρίας, παρά το αντίθετο.
«Έλα σήκω! Πρέπει να το δοκιμάσουμε αμέσως» άφησε τα πόδια της να γλιστρήσουν στο παγωμένο έδαφος γρήγορα, ενόσω τραβούσε και τον Ορέστη μαζί της από το μπράτσο.
Εκείνος όμως έμοιαζε με βράχο αμετακίνητο προβάλλοντας αντίσταση για μερικά δευτερόλεπτα πριν αποφασίσει να την ακολουθήσει προς την πηγή του φωτός... την άπλετη λάμψη του ήλιου που υψωνόταν βάφοντας τον ουρανό σταδιακά γαλανό.
Μέσα σε λίγα λεπτά το φως είχε γίνει πιο δυνατό μέσα στη σπηλιά, μα ο σκοπός της Σάρη ήταν να τον εκθέσει στην ακτινοβολία όσο το δυνατόν πιο πολύ και για όσο το δυνατόν περισσότερη ώρα.
«Έλα μην καθυστερείς» τον ενθάρρυνε τραβώντας τον προς την τεράστια είσοδο, η οποία έμοιαζε με μεγάλη ανομοιόμορφη τρύπα στο βράχο και έφτανε τα είκοσι μέτρα ύψους ενώ είχε το διπλάσιο πλάτος. «Δεν είσαι μωρό που χρειάζεται σπρώξιμο Ορέστη!» απέκτησε πάλι το κατηγορηματικό ύφος, μαλώνοντάς τον.
Εκείνος ωστόσο με τις λιγοστές ακτίνες που χάιδευαν φαινομενικά την επιδερμίδα του, ένοιωθε ήδη σα να τον τρυπούν αναρίθμητες βελόνες. Ανεξάρτητα από τον βασανιστικό πόνο που βίωνε όλο και πιο έντονα με κάθε του βήμα, συνέχιζε να ακολουθεί τη Σαριήλ σαν ένοχος που αποδέχεται την ποινή του. Ένα βήμα τον κρατούσε πριν την απόλυτη έκθεση και δεν δίστασε, το έκανε.
Η εικόνα της αγγέλου -το δέρμα της οποίας είχε καλυφθεί με μικροσκοπικούς κρυστάλλους που αντανακλούσαν κάθε αχτίδα που έπεφτε πάνω της σχηματίζοντας γύρω της μια χρυσαφένια εκτυφλωτική λάμψη- τον κρατούσε δέσμιο, έτσι ο πόνος παραμεριζόταν τα πρώτα δευτερόλεπτα. Μα το πρώτο κιόλας λεπτό, το χέρι του βίαια αποτραβήχτηκε από την αιχμαλωσία της Σάρη, τα γόνατά του λυγήσαν προσκρούοντας στην ηλιόλουστη -αν και κρύα- πέτρα. Αυτή τη φορά, δεν θα υποχωρούσε τόσο γρήγορα στην ασφάλεια του σκοταδιού. Το κεφάλι του έπεσε άβουλο ανάμεσα στους ώμους του με τα λευκά λουσμένα στο φως μαλλιά του να κρέμονται μέχρι κάτω στο πάτωμα. Οι μυς στο σώμα του διαγραφόταν σφιγμένοι κάτω από την γκρίζα επιδερμίδα του στην προσπάθεια να πνίξουν μέσα τους κάθε τι ξένο και σκοτεινό. Για τον Ορέστη ο χρόνος κυλούσε υπερβολικά αργά, κάθε βελόνα που τον τρυπούσε πριν είχε μετατραπεί σε λεπίδα μπηγμένη βαθιά μέσα στη σάρκα του και έστριβε αργά με βάναυσο τρόπο. Κανείς θνητός δε θα το άντεχε αυτό.
Όταν η κοπέλα που στεκόταν μπροστά του παρατήρησε πως το σώμα του σέρνετε σιγανά και πάλι προς το σκοτάδι έσκυψε μπροστά του αρπάζοντας τις παλάμες του που εφάπτονταν μια την πέτρα στηλώνοντας τες στη θέση τους αμετακίνητες, όπως ασκούσε υπεράνθρωπη δύναμη πάνω τους.
«Όχι!» γρύλισε η Σαριήλ με μια φωνή παραμορφωμένη και βραχνή την υποταγή της. «Θα το υπομείνεις αυτό όσο κι αν σε πονάει» μέσα από τα μάτια της ξεπεταγόταν το ίδιο χρυσό φως με αυτό του ήλιου που εστίαζε το κέντρο της κεφαλής του βρικόλακα, μέχρι αυτός να το σηκώσει ανοίγοντας τα κατακόκκινα μάτια του αντιμετωπίζοντάς την.
Η όψη του δε μαρτυρούσε πόνο πια μα οργή. Τα χέρια του έτρεμαν κάτω από τα δικά της. Η καρδιά του χτυπούσε σαν τρελή. Μέσα από τα ρουθούνια του έβγαινε καυτή ανάσα που σχημάτιζε σύννεφα ατμού στο παγωμένο πρωινό. Τα δόντια του απέκτησαν το πλήρες βρικολακίσιο μέγεθός τους αστράφτοντας λευκά και επικίνδυνα μπροστά της. Μαύρες κηλίδες υπήρχαν ακόμη γύρο από την κόκκινη ίριδα σχηματίζοντας ένα άψογο σκοτεινό κύκλο.
Βλέποντας τη σχηματισμένη αλλαγή στο βλέμμα του, η Σάρη δείλιασε. Συμπέρανε αμέσως πως δεν υπήρχε άλλο περιθώριο η κατάσταση του αγαπημένου της να βελτιωθεί.
Αυτή η στιγμή της δειλίας για εκείνον ήταν αρκετή. Τα χέρια του πίεσαν την πέτρα ραγίζοντάς την. Η ρωγμή εξαπλώθηκε προς όλες τις κατευθύνσεις. Η Σάρη τα έχασε ξανά με την ανεπάντεχη αυτή συμπεριφορά αν και η οπτική επαφή που είχαν δεν είχε χαθεί στιγμή.
«Δεν υποτάσσομαι σε καμία υποταγή!» ακούστηκε η φωνή του που δεν έμοιαζε με τη δική του.
Το γυμνό κορμί της Σαριήλ βρέθηκε να αιωρείται μέτρα μακριά πριν καν η ίδια το καταλάβει. Δεν υπήρχε επιφάνεια πίσω της για να το συγκρατήσει. Η βαρύτητα ήταν ανίκανη να φέρει το πανάλαφρο για τα δεδομένα της γης σώμα της. Τα φτερά της ωστόσο άνοιξαν την ίδια στιγμή για να σταματήσουν την απομάκρυνσή της, η οποία προκλήθηκε από μια δυνατή ώθηση που της είχε δώσει ο Ορέστης.
Βράχοι αποκολλώνται από το ταβάνι της εισόδου της σπηλιάς ταχύτατα φράζοντάς την -κατάφερνε η Σαριήλ να δει από μια μεγάλη απόσταση- με την ορθωμένη μορφή του Ορέστη να κρύβεται πίσω από αυτούς. Δεν έμοιαζε να θέλει να ξεφύγει από κει. Η Σαριήλ πείσμωσε περισσότερο μετατρέποντας το σώμα της σε ρουκέτα, η ταχύτητα της οποίας ήταν ασύλληπτη. Έφτασε στο σημείο του επικέντρου της την τελευταία στιγμή μέσα από μια μικροσκοπική εσοχή πριν πέσει και η τελευταία πέτρα που έφραξε την είσοδο της σπηλιάς για τα καλά. Έπεσε με την ίδια ορμή πάνω στον Ορέστη που αντιστεκόταν σθεναρά στη δύναμή της, όπως τα πόδια του προέβαλαν αντίσταση πάνω στην πέτρα και έμοιαζε να γλυστράει απαλά σε μια στρώση από χιόνι.
«Τι έκανες;» ούρλιαζε εκείνη απεγνωσμένη, χτυπώντας τον στο σκληρό σαν πέτρινο στέρνο του.
Δεν υπήρχε γι αυτήν άλλη επιλογή από αυτήν που είχε κάνει. Δεν θα τον άφηνε μόνο του εκεί, και αποκλείστηκε στην μαύρη κόλαση μαζί του.
Ουάου.. πάει καιρός... επιτέλους ξεκόλλησα και ευθύνεται αυτό το κομμάτι που έχω βάλει να παίζει.
Ευχαριστώ για την υπομονή... φιλάκια πολλά λατρείες!!! Ελπίζω να το απολαύσατε όπως και γω.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top