Αφροδίτη-Εωσφόρος... 7

Οι απλοί άνθρωποι πάντα εξέφραζαν μεγαλύτερο σεβασμό απέναντι σε πλάσματα σαν τον Ορέστη, «Ημίαιμους θεούς», τους ονόμαζαν. Έτσι, όποτε τους έβλεπαν πλήρως εξοπλισμένους και ιδίως με τα όπλα τους πάνω τους, παραμέριζαν ανοίγοντας δρόμο μπροστά τους.

Στην αίθουσα επικρατούσε σιωπή. Κανείς δε μιλούσε. Ακούγονταν μόνο οι ανάσες και τα συρσίματα των υφασμάτων, κάποια βήματα. Μέσα σε αυτά και τα βήματα του Ορέστη στο ξύλινο πάτωμα.

Ο Ορέστης διέσχισε την αίθουσα πλησιάζοντας ένα πρόχειρα τοποθετημένο βήμα για τον λόγο που θα έβγαζε ο γνωστός έκπτωτος άγγελος. Από τα αριστερά του εντόπισε την ομάδα του, μέσα στην οποία ήταν και οι φίλοι του.

Η Φύση του χαμογέλασε, περνώντας το μπράτσο της μέσα στο δικό του. «Όλα καλά;» τον ρώτησε χαμηλόφωνα κοιτάζοντάς τον με περιέργεια.

Ο Ορέστης έστρεψε βαριεστημένα το κεφάλι του προς το μέρος της. «Γιατί ρωτάς όμορφη;» ψιθύρισε υψώνοντας το φρύδι του.

Εκείνη ανασήκωσε τους ώμους της με τα μάτια της στραμμένα στην οροφή αποτελούμενη από παλαιά σανίδια.

Το φώς στην αίθουσα προερχόταν από αρκετά κεριά, μέσα από τα κηροπήγια που κοσμούσαν τους τοίχους. Η άνθρωποι αυτής της εποχής είχαν συνηθίσει το αμυδρό φως αλλά και το σκοτάδι στο οποίο τα μάτια τους προσαρμόζονταν εύκολα. Την έντονη λάμψη του ήλιου δεν μπορούσαν να αντέξουν. Το δέρμα και τα μάτια τους είχαν γίνει πιο ευαίσθητα πια.

Η Φύση κρεμόταν σχεδόν πάνω στον Ορέστη κι κείνος πρώτη φορά στα χρονικά, άρχισε να νοιώθει μια κάποια δυσφορία, στη σκέψη και μόνο πως η άγνωστη τους έβλεπε από κάπου εκεί μέσα. Από την άλλη... Δεν της πέφτει κανένας λόγος τη Φύση τη γνώριζε μια ζωή. Ενώ αυτή εμφανίστηκε στη ζωή του μόλις χτες κάνοντάς την άνω κάτω.

Βλέπει δε βλέπει... σκέφτηκε πριν το χέρι του τυλίξει τη μέση της Φύσης κολλώντας το σώμα της πάνω στο δικό του.

Η Σαριήλ όμως μόλις είχε ανεβεί πάνω στο βήμα ακολουθώντας τον Εωσφόρο και πίσω της μια στρατιά από ομοίους της, με τα φτερά τους σε όλη την έκτασή τους να σέρνονται στο πάτωμα πίσω τους.

Οι εκφράσεις όλων των αγγέλων ήταν ίδιες αν και τα χαρακτηριστικά διέφεραν τελείως. Αυστηρό ύφος και βλέμμα που σε διαπερνά. Σαν μαρμάρινα αγάλματα στήθηκαν πίσω από την πλάτη του αρχηγού τους κοιτάζοντας κατάματα το πλήθος με απόλυτη σοβαρότητα.

Τα ενδύματά τους διέφεραν, αν και κατά βάση οι περισσότεροι φορούσαν ποικίλων χρωμάτων πανοπλίες από ένα πρωτοφανές υλικό που δεν ήταν ούτε μέταλλο, ούτε γυαλί, μα ούτε και δέρμα, μιας και αγκάλιαζε το σώμα τους από το λαιμό μέχρι και τα γόνατα. Φορούσαν ψηλές μπότες μέχρι εκεί που τελείωνε η ολόσωμη στολή τους, και πάνω από το στέρνο τους μέχρι και την κοιλιά τους ασπίδες που αγκάλιαζαν τέλεια το σώμα τους.

Το χρώμα του δέρματος του καθενός, μπορούσες να το δεις μόνο στις παλάμες τους και το πρόσωπό τους. Τα όπλα τους είτε ήταν στερεωμένα πίσω από την πλάτη τους είτε στη μέση.

Όλα τέλεια σχεδιασμένα ώστε να αποτρέπουν δαγκώματα και γρατζουνιές που μεταδίδουν την ασθένεια που κουβαλάνε οι νεκροί.

Παρ' όλο που η Σαριήλ πρόσεξε τον Ορέστη με την άκρη του ματιού της, τα χαρακτηριστικά της δεν έχασαν στιγμή την αγριάδα τους, αν και η καρδιά της μάτωνε. Αισθάνθηκε το βλέμμα του πάνω της μα δεν βλεφάρισε καν, για να μην του δώσει οποιαδήποτε ένδειξη, πως εκείνη ήταν πριν λίγο στο αμαρτωλό κρεβάτι του. Δεν κατάλαβες καλά... αν δε σε κάνω να σέρνεσαι πίσω μου να μην προλάβω να δω την μόνιμη νύχτα να γίνεται μέρα... σκέφτηκε, και τα χείλη της συσπάστηκαν ελαφρά, κάνοντάς την να μοιάζει με μοχθηρό δαίμονα.

Μέσα σε μερικά κλάσματα του δευτερολέπτου όμως είχε αλλάξει γνώμη αναιρώντας τις προηγούμενες σκέψεις της. Σάμπως τί μου φταίει... έστρεψε το βλέμμα της δειλά πάνω του, την ώρα που ήταν απασχολημένος με κάτι που του έλεγε η Φύση, και κοίταζε το πάτωμα. Κοίτα πόσο ευτυχισμένος είναι εκεί που είναι, που πάω να μπλέξω... γιατί να τον βγάλω από τη ρουτίνα που τόσο αγαπά... έλεγε τώρα στον εαυτό της. Τον είδε να ανασηκώνει το κεφάλι του και αμέσως στράφηκε μπροστά της.

Την ίδια στιγμή ανέβαινε και η Αφροδίτη στην μικρή εξέδρα. Με ανάλαφρα βήματα όλο χάρη πλησίασε το σύντροφό της και στάθηκε πλάι του, πιάνοντας το χέρι του μέσα στα δυο δικά της. Τον κοίταζε σαν να κοίταζε το πιο όμορφο πλάσμα του κόσμου.

Ήταν όμορφος Λούσιφερ, χωρίς αμφισβήτηση. Τα χρυσά μαλλιά του έπεφταν γύρω από τους ώμους του και τα χρυσά, λαμπερά μάτια του έμοιαζε να φέγγουν μέσα στο μισοσκόταδο. Κάτι που δε συνέβαινε όταν η Φρίντα δεν ήταν κοντά.

Εκείνη πάλι, δύσκολο να περιγράψει κανείς ένα τόσο όμορφο πλάσμα, που ανέδιδε μόνο θετική αύρα δίχως ίχνος πονηριάς ή μοχθηρίας. Έλαμπαν όταν ήταν μαζί και έσβηναν όταν τους κρατούσες χώρια. Οι άνθρωποι μαγεύονταν αντικρίζοντάς τους, πριν καν ανοίξουν το στόμα τους.

«Αγαπητοί συμπολίτες» ξεκίνησε με τη βροντερή φωνή του ο Εωσφόρος. «Σας ευχαριστώ εξαρχής που μαζευτήκατε όλοι εδώ στηρίζοντάς μας» η Φρίντα έκανε πίσω και στάθηκε ακριβώς μπροστά από την Σαριήλ, χαμογελώντας της, καθώς γύριζε το κεφάλι της προς το μέρος της. Αμέσως όμως το βλέμμα της περιπλανήθηκε στο πλήθος εντοπίζοντας τη θέση στην οποία στεκόταν ο Ορέστης.

«Μην σχολιάσεις» γρύλισε η Σάρη μέσα από τα δόντια της, χωρίς να κουνήσει τα χείλη της καθόλου.

Η Αφροδίτη έκανε πως δεν άκουσε στρέφοντας την προσοχή της όλη πάνω στο Φως της.

«Έχω αναθέσει σε κάποιους αγγέλους την εκπαίδευση των νέων μελών, θα πραγματοποιηθεί εντατικά, θα είναι ιδιαίτερα αυστηρή και δύσκολη. Για αυτό να είστε προετοιμασμένοι. Δεν υπάρχει καιρός για χάσιμο. Όσο πιο γρήγορα ξεφορτωθούμε αυτά τα μιάσματα από τον πλανήτη μας, τόσο πιο κοντά θα ήμαστε στην αναγέννησή του. Χωρίς κόπο όμως, και ομαδική προσπάθεια δεν πρόκειται ποτέ να υλοποιήσουμε τους στόχους μας. Ο αποτελεσματικότερος λοιπόν τρόπος για να αντεπεξέλθετε στις απαιτήσεις της σύγκρουσης με αυτά τα όντα, είναι να καταπονήσετε τον εαυτό σας σε σημείο, να αντέξετε τα χειρότερα, αυτό δηλαδή που πρόκειται να έρθει. Δεν χωράν οι ευαισθησίες εδώ και τα δάκρυα. Πρέπει να πολεμήσουμε για την ελευθερία μας! Πρέπει να κερδίσουμε αυτή τη μάχη! Πάση θυσία!» από την αρχή ο λόγος του ήταν ήπιος και χαλαρός μα όσο προχωρούσε με τις λέξεις, η ένταση της φωνής του αυξανόταν και το πάθος που μετέφερε ήταν διάχυτο. Με αποτέλεσμα οι τελευταίες κουβέντες του να συνοδεύονται με ζητωκραυγές και επιφωνήματα. Γροθιές να υψώνονται στο αέρα και δίψα για την ελευθερία να κυριεύει κάθε άτομο εκεί μέσα. «Αυτός ο κόσμος ανήκει σε μας! Αυτός ο κόσμος πρέπει να είναι ελεύθερος από κάθε φοβία και τυραννία!» φώναξε ο Εωσφόρος με τη φωνή του να σκεπάζει κάθε άλλη εκεί μέσα και να αντηχεί σε όλες τις στοές, σε όλο το υπόγειο βασίλειο των ανθρώπων.

«Θα ξεκινήσουμε για την πρώτη επιδρομή μας στην επίγεια κόλαση σε μισή ώρα! Όσοι είναι έτοιμοι να συμμετάσχουν.. στη κεντρική είσοδο με όλα τα απαραίτητα. Θα πρέπει να μείνει όμως και ένας αριθμός ικανών στρατιωτών για την υπεράσπιση σε κάθε περίπτωση, της στοάς.» Και με αυτά τα λόγια εγκατέλειψε το βήμα.

Αναμφισβήτητα ήταν ικανός αρχηγός και ηγέτης. Ο ρόλος της Φρίντας ήταν να τον κατευθύνει, να τον στηρίζει και να τον σπρώχνει όποτε ήταν απαραίτητο, διαχέοντας την ομορφιά της αύρας της στους ακροατές του. Ο ρόλος της ήταν πνευματικός. Να ξυπνήσει μέσα στους ανθρώπους συναισθήματα που αγνοούσαν. Να μεταδώσει την καλοσύνη της σε αυτούς που την έχουνε ξεχάσει. Κοίταζε στα μάτια τους θνητούς ανοίγοντας νέες πόρτες στις καρδιές τους. Τους έκανε να ερωτευτούν ή να αγαπήσουν περισσότερο. Αυτό ήταν το όπλο της, και δεν είχε ανάγκη καμία αιχμηρή λεπίδα.

Άνοιξε τα φτερά της και πέταξε πάνω από το πλήθος, σκορπώντας χαμόγελα στα πρόσωπά τους. Και οι άνθρωποι φαινόταν αμέσως πιο φωτεινοί, πιο ευτυχισμένοι, πιο ζεστοί. Προσπέρασε τον Εωσφόρο που την ακολούθησε αμέσως, ανοίγοντας σε πλήρη θέα τα χρυσαφιά φτερά του.

Όπως θα έχετε παρατηρήσει δεν έχω περιγράψει επακριβώς την εμφάνιση της Σαριήλ, θα τη δείτε μόνο όταν τη δει και ο Ορέστης. Αν και σαν και αυτόν έχετε μια μικρή γεύση απο αυτή αλλά ... δεν μπορείτε παρά να υποθέτετε... χεχεχεχεχεχε. είναι γλυκιάααααα η γεύση του μυστηρίου και γουστάααααααρωωωωω τρελά. Μα κάποια στιγμή... πάντα... στη δική μου ζωή τουλάχιστον... οι μάσκες λατρείες μου, πέφτουν!!!!!

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top