Αποπροσανατολισμός... 9
Περπατούσαν κάμποσες ώρες. Από τη θέση του φεγγαριού ο Ορέστης υπολόγιζε δέκα περίπου.
Είχαν σταματήσει, μετά από το απότομο τίναγμα του χεριού της Σαριήλ, σε ένα σημείο που περιβαλλόταν από βραχώδες οροσειρές από τη μια πλευρά, και από την άλλη συνεχιζόταν η ατελείωτη έρημος.
Ακουγόταν ψίθυροι από μέρος της διμοιρίας, αναγκάζοντας τη Σάρη να γυρίσει πίσω αναζητώντας με το αυστηρό της βλέμμα τους ένοχους.
«Ησυχία» ακούστηκε δυνατά ο ψίθυρός της, και την ίδια στιγμή επικράτησε η απόλυτη σιωπή. Το βλέμμα της παρέμεινε για λίγο πάνω στον Ορέστη, μιας και βρισκόταν ακριβώς μπροστά της στην πρώτη γραμμή. Το δικό του όμως εξερευνούσε ήδη τις εσοχές μέσα στα βράχια που σχημάτιζαν μεγάλες σπηλιές. Η Σάρη ακολούθησε το βλέμμα του.
«Πιστεύω πως είναι ένα καλό μέρος για να ξεκουραστούμε μερικές ώρες» πρότεινε η Σαριήλ στον Εωσφόρο που στεκόταν πριν από αυτήν, με τις αισθήσεις του πάντα σε εγρήγορση και τα μάτια του να σκανάρουν όλη την περιοχή.
«Ναι, συμφωνώ» της απάντησε και αμέσως άνοιξε τα χρυσά φτερά του. Από τον ουρανό η αναγνώριση του χώρου είναι πάντα καλύτερη.
Άλλοι δύο αρσενικοί άγγελοι τον ακολούθησαν.
Η Σαριήλ ξαναγύρισε πίσω της καρφώνοντας τα μάτια της πάνω στον Ορέστη.
«Λοιπόν τι βλέπει το βρικολακίσιο μάτι σου;» τον ρώτησε παρατηρώντας το χρώμα των ιρίδων του να γίνεται πιο έντονο κόκκινο από πριν. Την ίδια στιγμή το βλέμμα του χαμήλωσε ελάχιστα, ώστε να συναντήσει το δικό της.
«Σε μένα μιλάτε;» αναρωτήθηκε περίεργος.
«Στην πρώτη σειρά, δεν υπάρχουν άλλοι βρικόλακες εκτός από σένα, και αφού σε κοιτάω... σε σένα μιλάω Ορέστη. Σε ποιον άλλον; Σου φαίνομαι για αλλήθωρη;» πέταξε εκείνη με νεύρο.
Ο Ορέστης κοίταξε μια αριστερά και μια δεξιά. Από τη μια τον πλαισίωναν δύο άντρες λυκάνθρωποι και από την άλλη δύο γυναίκες ξωτικά.
«Δεν ήθελα να σας προσβάλω, και σίγουρα δεν είστε αλλήθωρη» εστίασε το κόκκινο βλέμμα του πάνω στα μάτια της, ενώ ταυτόχρονα προσπαθούσε να σκαλίσει τον εγκέφαλό της για αναμνήσεις. Μια από τις δυνάμεις των βρικολάκων που έμεινε ατόφια στο υβριδικό οργανισμό του, και επιτυγχάνεται με την οπτική επαφή.
«Τι κάνεις Ορέστη;» η Σαριήλ ανασήκωσε τα τέλεια φρύδια της. «Αυτό που προσπαθείς να κάνεις, δεν πετυχαίνει στους αγγέλους. Και θα σε παρακαλούσα να μην επιχειρήσεις ξανά, να χρησιμοποιήσεις τις δυνάμεις σου πάνω μου, γιατί αυτούς τους κατάλευκους κυνόδονές σου θα του βγάλω από τη ρίζα. Για τελευταία φορά... τι είδες μέσα στα βράχια;» είχε κάνει ένα βήμα μπροστά με αποτέλεσμα η απόσταση μεταξύ τους να εκμηδενιστεί σχεδόν και ο εκνευρισμός της να είναι πέρα για πέρα φανερός.
Ο Ορέστης χαμογέλασε στραβά, ήταν πλέον, σχεδόν σίγουρος πως είχε μπροστά του εκείνη. Έσκυψε τώρα από πάνω της, φέρνοντας το κεφάλι του πλάι στο δικό της και τεντώνοντας το χέρι του έτσι, ώστε να της δείξει το μέρος που είχε μαρκάρει. Εισέπνευσε μια μεγάλη ποσότητα αέρα ανακατεμένη με το φυσικό της άρωμα. «Αυτή εκεί η σπηλιά, νομίζω πως είναι η καταλληλότερη από όλες, και μεγάλη, και ευρύχωρη, και μπορούμε με ευκολία να ξεφύγουμε ή να αντεπιτεθούμε. Τα μάτια μου και κρίση μου δε με ξεγελούν ποτέ» εξακολουθούσε να χαμογελά και το μάγουλό του ήταν επικίνδυνα κοντά στο δικό της. Έστρεψε το κεφάλι του απειροελάχιστα στο πλάι, με τα χείλη του να απέχουν χιλιοστά από το αφτί της. «Ούτε και η βρικολακίσια μύτη μου, να σαι σίγουρη.» συμπλήρωσε με σιγανό ψίθυρο σίγουρος πως δε θα τον άκουγε κανείς.
Ήταν μονάχα ένα κλάσμα του δευτερολέπτου που την είδε να παγώνει και να αναριγά, μα αρκετός ο χρόνος για να πάρει την απάντηση που ήθελε, ώστε να συμπληρώσει το εκατό τοις εκατό.
Η Σάρη όμως γύρισε απότομα και τα δάχτυλά της τυλίχτηκαν γύρω από το λαιμό του, αν και αδυνατούσαν να σμίξουν γύρω του, τον κρατούσαν δυνατά και σταθερά. Ασκώντας μεγάλη πίεση και τα χαρακτηριστικά του προσώπου της να αλλοιώνονται από την οργή, με τα μάτια της να αποκτούν μια μωβ λάμψη πέταξε το σώμα του Ορέστη δέκα μέτρα μακριά. Η ίδια πέταξε προς την ίδια κατεύθυνση και αιωρούμενη από πάνω του πίεσε την μπότα της στο στήθος του επιδεικνύοντας την τεράστια δύναμή της, αφού το σώμα του άρχισε να υποχωρεί μέσα στο χώμα.
«Εμένα θα μου μιλάς με μεγαλύτερο σεβασμό στρατιώτη!» φώναξε μα η φωνή της δεν έμοιαζε με τη δική της, ήταν βραχνή και μπάσα.
Παραδόξως το χαμόγελο του Ορέστη δεν είχε εγκαταλείψει τα χείλη του. Σιγουρεύτηκε πως κανείς δεν έβλεπε τα χαρακτηριστικά του σπρώχνοντας το κεφάλι του πιο βαθιά μέσα στην άμμο.
«Θα το έχω στο νού μου» είπε δυνατά, για να ακούσουν οι υπόλοιποι. Τους οποίους οδηγούσε ο Εωσφόρος στη σπηλιά που είχε υποδείξει νωρίτερα ο Ορέστης, τώρα που είχε προσγειωθεί, με σκοπό να πάρει τα αδιάκριτα βλέμματά τους από την υποτιθέμενη μάχη που έδινε η Σάρη.
Το λάγνο βλέμμα του Ορέστη κατέτρωγε αδιάντροπα την ύπαρξη από πάνω του. «Δώσε πόνο όμορφη, αντέχω» σιγοψιθύρισε.
Η Σάρη στριφογύρισε τα μάτια της αγανακτισμένη. Στάθηκε στα πόδια της τείνοντας το χέρι της προς το μέρος του. Το οποίο άρπαξε αμέσως ο Ορέστης και σηκώθηκε, κολλώντας το σώμα του πάνω της ξανά. Ενώ το άλλο χέρι του εφάρμοζε στη μέση της. Έριξε μια ματιά στη διμοιρία του που απομακρυνόταν και την τράβηξε με αστραπιαία ταχύτητα πίσω από έναν βράχο πάνω στον οποίο προσέκρουσε άγαρμπα η πλάτη της με τα φτερά μαγκωμένα.
«Γιατί εξακολουθείς να κρύβεσαι από μένα; Δε μου το βγάζεις από το μυαλό με τίποτα. Εσύ είσαι;» οι παλάμες του βρίσκονταν πάνω στους ώμους της και την πίεζαν ενάντια στο βράχο.
Μόνο τον κοίταζε, δεν έλεγε τίποτα. Δεν ήξερε ακόμη τι έπρεπε να κάνει.
«Δε μιλάς ε;» τα μάτια του πάλι χανόντουσαν μέσα στα δικά της προς αναζήτηση των απαντήσεων. «Η σιωπή σου, απάντησή μου» έσκυψε περισσότερο κοντά της, με τα χείλη του να αναζητούν τα δικά της.
Η Σαριήλ αναστέναξε, δεν μπόρεσε να αντισταθεί άλλο, μεγάλο ήταν το κακό που της είχε κάνει. Τα δάχτυλά της αυτομάτως εισχώρησαν μέσα στα μαλλιά του και το πεινασμένο στόμα της άνοιξε για να υποδεχτεί το δικό του κτητικό.
«Θα το παραδεχτείς λοιπόν τώρα;» τη ρώτησε χαϊδεύοντας τα μαλλιά της που κάτω από το φως του φεγγαριού έμοιαζαν με ένα θαμπό καστανό φωτοστέφανο γύρω από το κεφάλι της. Τα μάτια της γυάλιζαν σκούρα πράσινα όπως αντίκριζαν τα δικά του.
«Μου χάλασες το παιχνίδι» παραδέχτηκε η Σάρη.
Ο Ορέστης γέλασε σιγανά. Απομάκρυνε μερικές καστανές τούφες από το πρόσωπό της. «Δεν περίμενα να συναντήσω τέτοια ομορφιά» το χέρι το κατέβηκε στο λαιμό της, και ο αντίχειράς του σα να έσβηνε τη γραμμή του σαγονιού της. «Το ξέρεις πως δεν είναι καιρός για έρωτες, έτσι δεν είναι;» τη ρώτησε με ανασηκωμένα φρύδια.
Η Σάρη πάγωσε. Η οργή της θέριευε ξανά. Τα φτερά της που τόση ώρα ήταν εγκλωβισμένα πίσω από την πλάτη της αναρίγησαν. Αλλά έπρεπε να φερθεί έξυπνα και δεν θα του επέτρεπε να έχει το πάνω χέρι.
«Εντάξει Ορέστη... τότε τι θες εδώ; Έχεις τη Φύση... ο δρόμος ανοιχτός...» τον έσπρωξε ελαφρά. «Και τώρα που είδες τα μούτρα μου, χάθηκε και το μυστήριο της αναζήτησης... πες πως έχεις χάσει πια το ενδιαφέρων σου και τέλος» ανασήκωσε τον έναν ώμο της αδιάφορα. «Δεν έψαξα ποτέ τον έρωτα, έψαχνα το άλλο μου μισό... εχ, μάλλον έκανα λάθος τελικά» έκανε μια παύση και κοίταξε άγρια τον Ορέστη στα μάτια. «Ξέχνα ό,τι ήταν αυτό που ζήσαμε. Δεν πρόκειται να σε ενοχλήσω ξανά... θα ικανοποιήσω αλλού τις ορέξεις μου» χαμογέλασε πονηρά. «Εκείνος ο Λούκας ο λυκάνθρωπος καλούλης είναι... και ο άλλος το ξωτικό, ο ξανθός.... Πως τον είπαμε;» έφερε τον δείκτη της πάνω στο ζυγωματικό της. «Α ο Τρίσταν... ναι... ναι... Δεν κατάλαβες καλά! Μην τολμήσεις να μου απευθύνεις το λόγο ξανά αν δε σου μιλήσω εγώ πρώτα!» τίναξε το δάχτυλό της μπροστά στο πρόσωπό του απειλητικά. Άνοιξε τα λευκά φτερά της και πέταξε μακριά.
Ο Ορέστης την κοίταζε που απομακρυνόταν, χωρίς να ξέρει πώς να αντιδράσει. Κάτι μέσα του έσπασε φυσικά. Συνηθισμένος από τις συγκαταβατικές συνομιλίες με τη Φύση, δεν περίμενε ένα τέτοιο ξέσπασμα.
Χαμένος στις σκέψεις του δεν είχε όλες τις αισθήσεις του σε επαγρύπνηση και δεν άκουσε τα βήματα που τον πλησίασαν, παρά μόνο όταν ήταν πολύ αργά και μια λεπίδα διαπερνούσε το στομάχι του και άστραφτε κάτω από το φεγγαρόφως.
«Σαριήλ» σύριξε αδύναμα και βραχνά. Αποπροσανατολισμός... ήταν η τελευταία του σκέψη.
Η λεπίδα βγήκε από το σώμα του και εκείνος έπεσε στα γόνατά του.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top