Άγγελοι που αγαπούσαν βρικόλακες... 17
Η τραχιά επιφάνεια του άβολου κρεβατιού που φιλοξενούσε τα γυμνά τους κορμιά ήταν μια ασήμαντη λεπτομέρεια για την οποία δεν έδιναν δεκάρα. Χαμένοι στην πλάνη του έρωτα με τον μανδύα του οποίου ήταν τυλιγμένοι οι δύο εραστές. Ιδρώτας κυλούσε από τα μέτωπά τους, στο πρόσωπο και το λαιμό τους. Η αναπνοές τους οι μόνοι ήχοι στον απέραντο χώρο της σπηλιάς, απόδειξη της σφραγίδας ενός φλογερού και επικίνδυνου έρωτα, με την οποία είχαν σημαδευτεί. Δυό σώματα μα μοιάζανε με ένα. Μια μάζα σάρκας, μυών, οστών και μπερδεμένων μαλλιών.
Το βάρος και των δυό τους ήταν αναγκασμένη η πλάτη του Ορέστη να υποβαστά με την πέτρα να την πονά... μα δεν τον ένοιαζε. Τα μπράτσα του ήταν τυλιγμένα γύρω από το εύθραυστο τη δεδομένη στιγμή σώμα της Σαριήλ, τα γόνατα της οποίας γδέρνονταν πάνω στην επιφάνεια του βράχου.
Κάποια στιγμή ανακτώντας την αναπνοή της ανασηκώθηκε στηρίζοντας το βάρος της στις παλάμες των χεριών της. Τα καστανά μαλλιά της μια μπερδεμένη μάζα πλαισίωνε το αναψοκοκκινισμένο πρόσωπό της. Τα μάτια της γεμάτα έκσταση, -ίσα που ήταν ανοιχτά- εστίαζαν ακριβώς από κάτω της τον Ορέστη. Που ήταν χαμένος και αυτός σε μια κατάσταση απόλυτης ηδονής, φιλοξενώντας στο πρόσωπό του παρόμοια έκφραση με τη δική της. Δεν μιλούσαν, δεν ήταν ανάγκη. Τα κορμιά τους μόλις τα είχαν πει, όλα όσα έπρεπε να ειπωθούν. Τα λόγια ήταν περιττά.
Τα χέρια του κινήθηκαν προς το πρόσωπό της απομακρύνοντας τα ανακατεμένα μαλλιά της από το πρόσωπο της και στρώνοντας τα προς τα πίσω ευλαβικά. Η παλάμη του σμίλεψε τον σβέρκο της όπως την κοίταζε κάπως λοξά. Έπειτα την τράβηξε απαλά και πάλι προς το μέρος του, μέχρι τα χείλη της να έρθουν σε επαφή με τα δικά του και το απαλό φιλί που είχε σκοπό να της δώσει μέσα σε δευτερόλεπτα να εξελιχθεί σε κάτι που μόνο μέσα από την έντονη έλξη και απέραντό πάθος γεννιόνταν.
Τα κορμιά τους άρπαξαν και πάλι φωτιά. Ο χρόνος σταμάτησε. Ο χώρος έπαψε να υπάρχει. Το μυαλό και η λογική έπαψαν να λειτουργούν. Με μόνο τα συναισθήματα να κυριαρχούν. Δεν υπήρχε σήμερα. Δεν υπήρχε χτες. Τα αύριο ήταν κάπου χαμένο και αυτό.
Λευκές σάρκες. Χέρια και πόδια πλεγμένα. Κορμιά εφαπτόμενα. Στόματα λυσσαλέα πεινασμένα.
Ένα περιθώριο κλεμμένο από τον ίδιο το χρόνο που ήταν πάντα λίγος και περιορισμένος σε έναν κόσμο σαν και αυτό, όπου υπήρχαν άγγελοι και αγαπούσαν βρικόλακες.
Ένα πάρα πολύ μικρούλι κεφάλαιο, έτσι γιατί σε όλα τα βιβλία μου μου αρέσει να περιγράφω όμορφες γεμάτες πάθος σκηνές, και η περασμένη μέρα για πολλούς είναι γιορτινή και σημαντική... ήθελα να συμβάλω σε αυτήν με μια τέτοια σκηνή. Χρόνια πολλά λοιπόν πιτσουνάκια, ο έρωτας είναι όμορφο συναίσθημα και μου αρέσει να ασχολούμαι με αυτό. Πολλά φιλιά σας αγαπώ!!!
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top