Κεφάλαιο Νο7

Βρίσκομαι στην 57η οδό της Νέας Υόρκης στον τελευταίο όροφο του ουρανοξύστη στο σπίτι του Σπένσερ με θέα το central park.
Κάθομαι πάνω στο ολόμαυρο πάγκο της κουζίνας του, ενώ εκείνος μου μαγειρεύει δεν μπορώ να καταλάβω τι σκέφτεται την μια φορά είναι, τρυφερός, γλυκός προστατευτικός, και από την άλλη γίνεται ένας γελοίος σπαστικός, και αρκετά εκνευριστικός άνθρωπος.
«Ριζότο με μανιτάρια, δεν ξέρω να μαγειρεύω τόσο καλά μην πιστεύεις ότι θα φας ότι καλύτερο.»
Χαμογελάω......
Τι να πω εγώ που δεν ξέρω καθόλου.
«Τουλάχιστον δεν θα με αφήσεις νηστική. Κάτι είναι και αυτό...»
Μου φέρνει κοντά το πιρούνι να δοκιμάσω μπορώ να πω ότι είναι αρκετά γευστικό. Εφόσον εγώ και η Ανν δεν ξέρουμε να μαγειρεύουμε όποτε αυτό είναι αρκετά νόστιμο. 
«Είναι αρκετά νόστιμο...»
Ένα μικρό χαμόγελο σχηματίζεται στα χείλη του.
Τον βλέπω προσεκτικά σε κάθε του βήματα τα μάτια μου τον ακολουθούν πως βάζει το φαγητό στο πιάτο, πως έχει σηκώσει τα μανίκια του και φαίνονται τα τατουάζ στα χέρια του. Κοιτάω την κάθε του κίνηση ενώ απολαμβάνω το λευκό κρασί που μου είχε προσφέρει προηγούμενος.

Έρχεται κοντά μου πολύ κοντά μου ανάμεσα στα πόδια μου ακουμπάει τα δάχτυλα του χεριού του στο πρόσωπο μου.
Η καρδιά μου με προδίδει ακούγεται τόσο δυνατά που με κάνει να μην μπορώ να ανασάνω καθαρά. Το υπέροχο χαμόγελο του με κρατάει προσηλωμένη. Περιμένω να με φιλήσει, απλα περιμένω να με φιλήσει.
«Αλλισον έλα να φας...»
Ενώ με πιάνει από την μέση και με κρατάει στην αγκαλιά του για να με βάλει να κάτσω στην καρέκλα.
Κάθεται ακριβώς απέναντι μου ενώ μου προσφέρει ακόμα λίγο κρασί.
Τώρα νομίζω ότι φαντάζομαι πράγματα ήταν τόσο κοντά μου και απλα δεν με φίλησε, ή εγώ απλά το φανταστικά ότι ήταν κοντά μου.
«Αλλισον πρέπει να φας.»
Τα λόγια του με κάνουν να χαμογελάω, ποσό γρήγορα ξεχνάω ότι όταν είμαι με κόσμο δεν μπορώ να κρύβομαι στις σκέψεις μου.
«Ναι, μην συνεχίζεις θα φάω.»
Του λέω με μια μικρή γκριμάτσα στο πρόσωπο μου.
«Τώρα τι θα κανείς θα μετακομίσεις στην Νέα Υόρκη αφού αποδέχτηκες την κληρονομιά;»
Σηκώνω λίγο τα μάτια μου να δω αν πραγματικά μίλησε ή απλά το φανταστικά.
«Ούτως ή άλλως θα μετακόμιζα στην Νέα Υόρκη μετά την ορκωμοσία μου.»
«Ωραία, και ποτέ είναι η περίφημη ορκωμοσία σου;»
Ναι ωραία θα μπορούσε να ρωτήσει τη σπουδάζω αλλά ξέρω γίνεται κάθαρμα μερικές φορές.
«Σε ένα μήνα περίπου θα είμαι και επίσημα αρχιτέκτονας.»
Το χαμόγελο του μεγαλώνει και αφήνει το πιρούνι στο πιάτο ενώνοντας τα χέρια του.
«Αλλά πλέον έχεις δουλειά να ασχοληθείς.»
Τα μάτια μου καρφώνονται πάνω του σαν αστραπή.
«Αυτό δεν σημαίνει ότι εγώ θα παρατήσω την δουλειά που ονειρεύομαι.»
«Ναι σίγουρα!!!»
Κάθομαι και τρώω το φαγητό χωρίς να μιλήσω άλλο γιατί πάλι θα τσακωθούμε.
Μπορώ να πω ότι πεινούσα αρκετά ώστε να τελείωσω όλο μου το πιάτο.
«Θέλεις να σου βάλω άλλο;»
«Όχι είμαι εντάξει, σε ευχαριστώ πολύ.»
Ενώ τον κοιτάω που σηκώνεται και μαζεύει το τραπέζι. Είναι τόσο τρυφερός αλλά........

«Τώρα μπορώ να σε πάω όπου θέλεις, ετοιμάσου, και φεύγουμε.»

Τα λόγια μου χτύπησαν την καρδιά με έκαναν να μάτωσω ξανά, αυτά τα αθώα λόγια που με έκαναν να υποφέρω. Η απογοήτευση ζωγραφισμένη στο πρόσωπο μου. Τον κοιτάω κατάματα περιμένω ένα χαμόγελο του μια αντίδραση. Αλλά είχε δίκιο ήθελε να κάνει ότι μου είπε προηγούμενος.

"Απλά να με ταΐσει και μετά να πάω όπου στο διάολο θέλω"

Αλλά εγώ θέλω να είμαι εδώ μαζί του!!!!!

«Ναι μάλλον έχεις δίκιο.»
Ενώ σηκώνομαι να πάω στον καναπέ να πάρω το παλτό που είχα ακουμπήσει εκεί προηγούμενïς.
Έρχεται κοντά μου πολύ κοντά μου. Το χαμόγελο του απολαμβάνει την κάθε μου ταραχή που αισθάνομαι.
«Που θες να σε πάω τελικά;»
«Στο ξενοδοχείο μάλλον δεν έχω που άλλου να πάω.»
«Είσαι σίγουρη;»
Με ρωτάει ενώ η ανάσες μας είναι τόσο κοντά, υποφέρω κοντά του, και ο μόνος λόγος που υποφέρω είναι ότι το κορμί μου καίγεται για να με αγγίξει.
Τα χείλη μου απελπισμένα ζητάνε το φιλι του.
«Όχι» Μουρμουρίζω......

«Τότε γλυκιά μου κάνε αυτό που θες.»
Τα χέρια μου γυρνάνε γύρο από το λαιμό του τα χείλη μου ακουμπάνε τα δικά του, και το μικρό χαμόγελο του πριν αρχίσει να με φιλάει παθιασμένα με τρελαίνει.
Το μόνο που θέλω είναι αυτός, και ας είναι πρώτη φορά που θέλω απεγνωσμένα ένας άντρας να με αγγίζει.
Τα χέρια μου προσπαθούν να ξεκουμπώσουν το πουκάμισο του ενώ εκείνος κατεβάζει τις τιράντες από το φόρεμα μου κάνοντας το φόρεμα να πέσει στα πόδια μου. Ένα σώμα γεμάτο τατουάζ που κρυβόταν τόσο καλά μέσα από το πουκάμισο και αυτό το αγγελικό πρόσωπο.
Ο δαίμονας με το αγγελικό πρόσωπο.
Τα χείλη του κατεβαίνουν στο λαιμό καίγοντας κάθε σπιθαμή του κορμιού μου.
Τα χέρια του πιάνουν τους μηρούς μου ανασηκώνοντας με πάνω του ενώ είναι εμφανές ποσό σκληρός έχει γίνει. Με κατεβάζει στο καναπέ και με μια κίνηση σκίζει το μαύρο εσώρουχο που φορούσα. Με φιλάει στο στόμα δαγκώνοντας το κάτω μέρος τον χειλιών μου, ενώ πλησιάζει προς της ερεθισμένες μου ρώγες μικρά βογκητά βγαίνουν από το στόμα μου και τα χέρια μου να πιέζουν το κεφάλι του προς τα κάτω.
«Σε παρακαλώ Σπένσερ συνέχισε.»
Είμαι απελπισμένη των θέλω ανάμεσα στα πόδια μου.
«Ηρέμησε γλυκιά μου δεν πρόκειται να σε αφήσω. Αυτό είναι το μόνο σίγουρο τώρα»
Ενώ το δικό του βλέμμα ικανοποίησης αντικρίζει το δικό μου βλέμμα απελπισίας για αυτόν.
Κατεβάζει το κεφάλι του ανάμεσα στα πόδια μου τα χείλη του ακουμπάνε την κλειτορίδα μου, και ηλεκτροσόκ σε όλο μου το κορμί η γλώσσα του παίζει μεθοδικά κυκλικά τα βογκητά δεν με αφήνουν να ανασάνω καθαρά.
Το χέρι του πλησιάζει βάζοντας τα δυο του δάχτυλα μέσα μεθοδικά, και εμένα να φωνάζω το όνομα του πιέζοντας ακόμα ποιο δυνατά το κεφάλι του μέχρι που το σώμα μου έτρεμε από σπασμούς και τα υγρά μου με έκαναν να ανακουφιστώ. Το χαμόγελο μου ατελείωτο, και ο δαίμονας με το αγγελικό πρόσωπο είναι επάνω μου και σκίζει μια συσκευασία από προφυλακτικό με τα δόντια του.
«Τώρα γλυκιά μου ήρθε η σειρά μου.»
Ενώ μπαίνει όλος μέσα μου τα βογκητά μου, ικανοποίηση στο πρόσωπο του.
Ενώ δεν έχει σταματήσει να πιπιλίζει τις ρώγες μου, οι ανάσες του γίνονται ποιο βαριές οι κινήσεις γρηγορότερες, μέχρι που βγαίνει έξω σηκώνοντας με μια κινήσç να γυρίσω στα τέσσερα, εκείνος όρθιος. Ενώ εγώ να ακουμπάω τα χέρια μου στην πλάτη του καναπέ, ενώ εκείνος εισχωρεί πάλι μέσα μου τώρα είναι ακόμα πιο βίαιος τα χέρια του στην μέση μου με πιέζουν πάνω του τα σωθικά μου καίγονται με κάθε του κίνηση . Δεν μπορώ άλλο δεν αντέχω θα πεθάνω εδώ με το χέρι του να μου τραβάει τα μαλλιά μου και εγώ φωνάζοντας δυνατά.
Το σώμα μου τραντάζεται ολόκληρο με τα υγρά μου να με κάνουν να φωνάζω το όνομα του.
«Έτσι γλυκιά μου χύσε για μένα. Όπως θα σε χύσω και εγώ.»
Με δυνατά βογκητά και πιέζοντας αρκετά το σώμα μου με χύνει και αυτος.
Η ανάσες μας κοφτές, και χωρίς ένα φυσιολογικό ρυθμό η καρδιά πάει να σκάσει μέχρι που με σηκώνει στην αγκαλιά του, και εγώ το μόνο που θέλω είναι να γείρω το κεφάλι μου στον ώμο του.
Δεν θέλω να φύγω από την αγκαλιά του που μου ικανοποιεί την κάθε ανάγκη της ψυχής μου. Με βάζει να κάτσω στο κρεβάτι του γυμνή το αρωμα του έχει καλύψει κάθε σπιθαμή του σώματος μου.
Θα κοιμηθώ και θα ονειρευτώ όχι όχι αλλισον ξυπνά οι εφιάλτες θα ξανά έρθουν δεν γίνεται να κοιμηθείς μαζί του.
Ενω προσπαθώ να σηκωθώ λίγο όρθια ακουμπώντας τα χέρια στο κρεβάτι για αντίσταση.
«Τι έπαθες γλυκιά μου» η απορία στα μάτια του ζωγραφισμένη.
«Πρέπει να φύγω δεν μπορώ να κοιμηθώ εδώ μαζί σου.»
Προσπαθεί να χαμογελάσει ενώ η απορία δεν έχει φύγει από τα μάτια του.
«Τι εννοείς που θα πας;»
Φαίνεται ενοχλημένος όσο και να προσπαθεί να έχει ένα χαμόγελο ζωγραφισμένο στο πρόσωπο.
«Απλά θέλω να κοιμηθώ μονη μου αυτό είναι.»
Του λεω ενώ ξεροκατάπια γιατί δεν ξέρω ακούστηκε περίεργο εγώ μόλις έκανα σεξ μαζί του, αλλά φοβάμαι να κοιμηθώ μαζί του φοβάμαι για αυτόν όχι για μένα.
Η απορία, η απογοήτευση, η θλίψη, μπορεί και λίγος θυμός, είναι πλέον ζωγραφισμένα στο πρόσωπο του με της γωνιές του να σκληρύνουν όλο και πιο πολύ.
«Ωραία εγώ θα πάω να κοιμηθώ στο απέναντι δωμάτιο και εσύ κοιμήσου εδω. Ή θες να φύγω και από το σπίτι;»
Τον κοιτάω στα μάτια χωρίς να απαντήσω γιατί μόλις είχα χαλάσει την ωραιότερη στιγμή μας.
«Απάντησε μου»
Μου λέει με μια πιο βαριά φωνή, με τις φλέβες στο λαιμό και στα χέρια να έχουν κάνει την εμφάνιση τους.
«Μια χαρά είναι στο άλλο δωμάτιο.»
Του λέω χωρίς να των κοιτάξω στα μάτια δεν έχω το θάρρος να αντικρίσω άλλο την απογοήτευση στα μάτια του.
«Ωραία»
Ενώ φεύγει χωρίς να μου χαρίσει ούτε ένα χαμόγελο ούτε μια μάτια όχι ότι το αξίζω αλλά το έχω ανάγκη......
Ανοίγει την πόρτα κρατώντας τα πράγματα μου, ενώ τα ακουμπάει στην μαύρη πολυθρόνα χωρίς να μου ρίξει ούτε μια μάτια.
Φεύγει ενώ μου έλεγε μια «Καληνύχτα»
Μέσα από τα δόντια του.

Νιώθω τόσο κενή προσπαθώ να πάρω το μαξιλάρι αγκαλιά και να κλάψω στα βουβά για μην με ακουσει.
Γιατί μα γιατί δεν μπορώ να είμαι φυσιολογική.
Θέλω απεγνωσμένα την αγκαλιά του και έτσι αγκαλιάζω το μαξιλάρι του πιο δυνατά για να αισθανθώ το άρωμα του να εισχωρεί στα πνευμόνια μου και σαν υπνωτικό να με βάζει για ύπνο με δάκρυα στα μάτια.

«Όχι φύγε από πάνω μου τέρας φύγε δεν θέλω να με αγγίζεις. Γιατί πρέπει να είσαι ένα από τα τέρατα που με βασανίζει σε παρακαλώ άσε με άσε με. Δεν θέλω να με ξανά αγγίξεις σε παρακαλώ βοήθησε με μπαμπά.....»

«Αλλισον ξυπνά Αλλισον εγώ είμαι εδώ.»
Η φωνή του και τα χέρια του που μου αγκαλιάζουν όλο το κορμί με ξύπνησαν με έβγαλαν από τον εφιάλτη από το ΣΚΟΤΑΔΙ μου.
Κλαίω με λυγμούς, θλιμμένη , φοβισμένη και έχω εισχωρήσει στην αγκαλιά του για να σωθώ.
«Ηρέμησε γλυκιά μου απλά ένας εφιάλτης ήταν σταματά να κλαις.»
Ενώ έχει βάλει το κεφάλι μου στο στέρνο του και μου χαϊδεύει απαλά τα μαλλιά.
Δεν μπορώ να διαχειριστώ τον φόβο που νιώθω την ντροπή φαντάσου ποσό θα φώναζα για να με άκουσε από το άλλο δωμάτιο.
Η Άνν έχει σταματήσει εδώ και καιρό να μου αναφέρει για της φωνές στο δωμάτιο μου, και απλά νόμιζα ότι δεν ακούγομαι πλέον.
Μονάχα μια «συγγνώμη» με τρέμουλο στα χείλη καταφέρνει να βγει από το στόμα μου.
Τα χείλη του φιλάνε το μέτωπο μου, και η αγκαλιά του ακόμα ποιο δυνατή δεν μπορώ να ανασάνω αλλά δεν με ενδιαφέρει. ο δυνατός χτύπος της καρδιάς του μου ήρεμη την ψυχή, με κάνει να νιώθω ασφάλεια και να αποκοιμηθώ μες στην αγκαλιά του. θέλω να αποκοιμηθώ μες στη ζεστή και ασφαλή αγκαλιά του δαίμονα με το αγγελικό πρόσωπο.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top