Κεφάλαιο Νο32
Μέρα, νύχτα, μέρα, νύχτα, το μόνο που αντιλαμβάνομαι αυτές τις μέρες είναι ότι ο ήλιος ανατέλλει και το φεγγάρι που μεγαλώνει κάθε μέρα μέχρι την πανσέληνο.
Δεν μπορώ να αντιληφθώ τίποτα άλλο έχω μείνει μονη μου και σκέφτομαι όλα όσα έχω περάσει με τον Σπενσερ πόσες φορές ήμουν άδικη μαζί του.
Εκείνος όμως δεν με εγκατέλειψε ποτέ.
Ποτέ μέχρι πριν μια εβδομάδα που εξαφανίστηκε και δεν ξανά ήρθε πίσω. Μάλλον πρέπει να το πάρω απόφαση και να φύγω απο το σπίτι του. Κάθομαι εδώ μήπως και γυρίσει. Με την ελπίδα να με βρει στο σπίτι αλλά μπορεί να είμαι και εγώ η αιτία που δεν γυρίζει σπίτι.
Όλα πλέον χτυπανε κόκκινο
Δεν ξέρω τι σκέφτομαι!
Δεν ξέρω πως νιώθω!
Το μόνο που ξέρω είναι ότι μου λείπει ο Σπενσερ
Ο Σπενσερ λείπει και εγώ είμαι περιτριγυρισμένη με τις φωτογραφίες μου που διακοσμούν τους τοίχους του σπιτιού.
Δεν με άφησε να βγάλω ούτε ένα κάδρο από τον τοίχο ακόμα κι αν τον παρακάλεσα.
Κάθομαι και βλέπω εμένα ευτυχισμένη στης φωτογραφίες ενώ κάθομαι απότομα στο κρεβάτι με ένα τεστ εγκυμοσύνης στα χέρια μου.
Ναι πάλι χτύπησε ο κόκκινος συναγερμός.
Αλλά αυτή την φορά οι ροζ γραμμές είναι δυο.
Ξεφυσάω δυνατά ενώ σηκώνομαι και περπατάω σαν υστερική στο δωμάτιο.
Ακούω θόρυβο και τρέχω κατευθείαν προς τα που ακούγεται ο θόρυβος αλλά απογοητεύομαι! Είναι πάλι ο Λουις έρχεται κάθε μέρα και μου μαγειρεύει. Με βλέπει και προσπαθεί να χαμογελάσει, αλλά εγώ έχω αρκετά νεύρα μαζί του. Έχω νεύρα γιατί δεν μου λέει που βρίσκεται ο Σπενσερ. Δεν μου λέει που βρίσκεται ο έρωτας μου, ο οποίος έφυγε θυμωμένος γιατί διάβασε το τετράδιο μου, και εγώ αναγκάστηκα να αντικρίσω την αλήθεια με τα μάτια μου. Την αλήθεια που σκόπευα νου του κρύψω για πάντα.
Έπρεπε να του εξηγήσω τα πάντα να του πω την αλήθεια πριν την ανακαλύψει έτσι.
Δεν ήθελα ποτέ αυτά τα μάτια να με κοιτάνε με λύπηση με θυμό με απογοήτευση.
Προσπάθησα να γίνω ευτυχισμένη μαζί του, όμως με ψέματα δεν έγινε κανένας ευτυχισμένος.
«ΑΛΛΙΣΟΝ.»
Φωνάζει ο Λουις, ενώ εγώ έχω πέσει κάτω και κλαίω.
«Εσυ φταις Λουις εσυ φταις που δεν μου λες που βρίσκεται ο Σπενσερ. Έχει εξαφανιστεί εσυ ξερεις που βρίσκεται και δεν μου λες τίποτα. Το μόνο που κανείς είναι να έρχεσαι εδώ να και να μου μαγειρεύεις με αυτό το ψεύτικο χαμόγελο.»
Του φωνάζω δυνατά.
Έρχεται κοντά μου και απλώνει το χέρι του για να στηριχτώ και να σηκωθώ.
Αλλά τον σπρώχνω και σηκώνομαι μονη μου ενώ προσπαθώ να φτιάξω το μαύρο μου φόρεμα να σταθεί κανονικά.
«Εγώ θα φύγω δεν χρειάζεται να μαγειρεύεις.»
Του λέω ενώ με κοιτάει ήρεμος χωρίς να αντιδράσει καθόλου χωρίς να κουνήσει ούτε ένα βλέφαρο των ματιών του. «Όχι δεν θα φύγεις μέχρι να επιστρέψει ο Σπένσερ.»
Ενώ προχωράει προς την κουζίνα.
Χωρίς να μου δώσει καθόλου σημασία.
Ενώ εγώ ξεφυσάω και σφίγγω πιο δυνατά το τεστ εγκυμοσύνης που έχω στο χέρι μου. Όμως το κουδούνι χτυπάει και η καρδιά μου φτερουγίζει. Τρέχω κατευθείαν να ανοίξω την πόρτα αλλά ο Λουις μου φωνάζει. «Σε παρακαλώ περίμενε να ανοίξω εγώ» ενώ έρχεται προς εμένα εγω έχω μείνει κάγκελο δεν κουνιέμαι.
Αλλά παρατηρώ! παρατηρώ ότι κρατάει στο χέρι του ένα όπλο. γιατί; που το βρήκε; πως βρέθηκε με το όπλο στο χέρι; τον κοιτάω ενώ βάζει τον δείκτη του μπροστά στο στόμα και μου κάνει «σσσσς»
ανοίγει την πόρτα σημαδεύοντας με το όπλο.
Αλλά είναι ο Όλιβερ που μόλις βλέπει το όπλο σαστίζει ο Λουις μαζεύει το όπλο του και βγαίνει έξω μαζί με τον Όλιβερ κλείνοντας την πόρτα του σπιτιού.
Εγώ όμως ανοίγω την πόρτα και φωνάζω μπείτε μεσα και οι δυο και θέλω επιγόντως εξηγήσεις.
Ο Όλιβερ έρχεται κοντά μου αλλά δεν τον αφήνω να με αγγίξει. Έχω κρύψει κάτω από το μανίκι του φορέματος μου το τεστ εγκυμοσύνης που θέλω να δείξω στον Σπενσερ.
Οπότε τον σπρώχνω μόνο με το αριστερό μου χέρι. Αλλά με πιάνει από το χέρι του και με τραβάει κοντά του.
«Ηρέμησε Αλλισον ούτε εγώ δεν ξέρω τι συμβαίνει όποτε θα το βρούμε μαζί.»
«Άσε το χέρι μου τώρα. Αν έσυ δεν είχες πει στον Σπένσερ για το τετράδιο δεν θα γινόταν τίποτα από αυτά. Εγώ δεν θα περνούσα μόνη μου αυτή την σημαντική στιγμή.»
Η απορία στο πρόσωπο του με κάνει να αντιληφθώ την βλακεία που πέταξα.
Ο Σπενσερ είναι ο πρώτος που θα μάθει για αυτό που συμβαίνει. Ακόμα και αν δεν θέλει να έχει παιδί μαζί μου, ακόμα και αν δεν με θέλει άλλο μες στην ζωή του. Θα είναι ο πρώτος άνθρωπος που θα μάθει ότι μέσα μου υπάρχει φως έστω ένα μικρό φασολάκι φως.
«Σημαντική στιγμή;»
Όχι, όχι δεν θα πω τίποτα!
Ευτυχώς ο Λουις έρχεται πολύ κοντά μας και εμείς σταματάμε την κάθε βλέμματικη επαφή.
«Όλιβερ πρέπει να φύγεις·»
«Δεν θα φύγω μέχρι να μαθω γιατί δεν βγαίνεις από το σπίτι και για ποιον λόγο δεν σηκώνεις ούτε ένα τηλέφωνο.»
«Σοβαρά θες και λόγο ο Σπένσερ με παράτησε και........»
«Ο Σπενσερ δεν σε παράτησε»
«Ο Σπενσερ δεν σε παράτησε»
Πετάγονται δυνατά και οι δυο ενώ εγώ τους κοιτάω προσεκτικά.
Είναι τόσο σίγουροι για τον Σπένσερ κάτι που ποτέ δεν κάνω εγώ, εγώ περιμένω πάντα να με παρατήσει πάντα βλέπω την αρνητική πλευρά του νομίσματος.
Αλλά αν ο Σπένσερ δεν θέλει να με παρατήσει που είναι; Και τι ακριβώς κάνει τόσες μέρες μακριά μου;
«Τότε που είναι ο Σπενσερ;»
Κανένας τους δεν αντιδράει κοιτάνε ο ένας τον άλλον αμήχανα και εγώ αρχίζω να νευριάζω νιώθω ότι παίζουν μαζί μου.
Όμως ακούω την κλειδαριά του σπιτιού και τρέχω κατευθείαν προς την πόρτα ποιος άλλος θα άνοιγε με τα κλειδιά.
Ο Όλιβερ με τον Λουις με ακολουθούν χωρίς να μιλάνε.
Αλλά όχι μόλις ανοίγει η πόρτα απογοητεύομαι και απλά χαστουκίζω δυνατά τον Βίνσεντ που άνοιξε την πόρτα.Εκείνος πιάνει λίγο το σαγόνι του αλλά δεν αντιδράει δεν μου λέει γιατί τον χτύπησα.
Όμως όσο τον παρατηρώ έχει κάτι αλλάξει επάνω του ο Βίνσεντ είναι χλομός τα ρούχα του είναι ταλαιπωρημένα ο ίδιος είναι ταλαιπωρημένος.
«Τι κανείς εδω, και που είναι ο Σπενσερ;»
Ακούω τον Λουις να ρωτάει με μια βραχνή φωνή που δεν ήξερα ότι έχει, συνήθως είναι ο πιο ήρεμος άνθρωπος αλλά τώρα αυτή η αντίδραση του κάνει την καρδιά μου να χτυπάει πιο δυνατά, και τα χέρια μου να τρέμουν από το άγχος.
«Ήρθα για την Αλλισον!»
Ήρθε για εμένα;
Τι θέλει από εμένα;
«Τι θέλεις»
«Ο Σπενσερ...::.»
Μόλις προφέρει το όνομα του εγώ δεν νιώθω καλά αρχίζω να ζαλίζομαι.
Σφίγγω δυνατά το μανίκι το οποίο κρύβει πολύ καλά το δικό μου μικρό μυστικό. Ενώ τον παροτρύνω να συνεχίσει κουνώντας το κεφάλι μου.
«Σε χρειάζεται Αλλισον πρέπει να έρθεις επειγόντως μαζί μου.»
Μόλις ακούω να προφέρει ότι με χρειάζεται.
Άρχισα να κάνω βήματα για να πάω κοντά του η καρδιά μου πλέον δίνει εντολές στα άκρα μου χωρίς να μπορεί να επέμβει το μυαλό.
«Πάμε, πάμε όσο πιο γρήγορα γίνεται Βίνσεντ θέλω να δω απεγνωσμένα τον δαίμονα μου.»
Ένα μικρό χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπο του αλλά εξαφανίστηκε το ίδιο αστραπιαία.
Μόλις φτάνουμε στο πάρκινγκ ξεροβήχει.
«Τι έγινε Βίνσεντ;»
« έρχεται ο Όλιβερ αλλά δεν υπάρχει περίπτωση να έρθει μαζί μας αλλιώς δεν θα έρθεις ούτε εσυ.»
«Θα τον διώξω» του λέω ενώ γυρίζω και προχωράω προς τον Όλιβερ ο οποίος έρχεται προς εμένα.
«Σταματά εκεί που είσαι και μην πλησιάζεις άλλο θέλω να πάω να βρω τον Σπένσερ.»του φωνάζω δυνατά.
«Αλλισον νιώθω ότι φταίω και θέλω να βοηθήσω.»
«Δεν μπορείς να βοήθησεις Όλιβερ σε θεωρούσα φίλο μου αλλά με προδώσες είπες το χειρότερο μου μυστικό στον άντρα που αγαπάω, κάνοντας τον να φύγει από εμένα. μπορεί να ένιωσες το ίδιο όταν σε παράτησε η Σάρα η όταν δεν έγινε αυτό που ήθελες με την Σκάι αλλά εγώ δεν σου φταίω πουθενά...»
«Σταματά η Σάρα είναι παρελθόν προσπαθώ να φτιάξω κάτι καινούριο όπως και εσένα προσπάθησα να σε βοηθήσω δεν το έκανα για να σε τιμωρήσω επειδή εγώ χώρισα με την σαρα.»
«Ωραία Όλιβερ κάτσε και φτιάξε αυτό το δικό σου καινούριο με την σκαι που για εκείνη μπόρεσες να προδώσεις εμένα από ότι κατάλαβα, και άσε εμένα ήσυχη. ξέρω μονη μου πιο είναι το καλό μου δεν θέλω να ξανά ανακατευτείς ποτέ ξανά μες στην ζωή μου το κατάλαβες;»
«Θέλω να φύγεις από την ζωή μου ολοκληρωτικά Όλιβερ!»
Γυρίζω και φεύγω για να μπω στο αυτοκίνητο προσπαθώντας να κρατήσω τα δάκρυα μου και να μην ξεσπάσω σε λυγμούς πριν μπω στο αυτοκίνητο. Ευτυχώς τα καταφερα και μπήκα στο αυτοκίνητο χωρίς να κλάψω αλλά ο Όλιβερ είναι εκεί ακόμα σαν άγαλμα και απλά με κοιτάει. Ενώ το πρόσωπο του έχει παραμορφωθεί από το κλάμα.
Λυπάμαι αλλά αυτή την στιγμή θα έκανα τα πάντα για να δω τον Σπενσερ. θα έκανα τα πάντα για να έχω τουλάχιστον λίγο χρόνο για να του εξηγήσω τα ανεξήγητα που έγραφα στο τετράδιο μου.
«Αλλισον αυτό που θα δεις να ξερεις ότι θέλει γερό στομάχι προσπάθησε να είσαι δυνατή.»
«Το μόνο που θέλω είναι να μην έχει πάθει κάτι κακό ο Σπένσερ όλα τα υπόλοιπα τα αντέχω.»
«Σωματικά είναι καλά Αλλισον αλλά ψυχικά δεν μπορώ να πω το ίδιο.»
Απλά ξεροκαταπίνω και σφίγγω τα χέρια μου δυνατά.
Δεν ξέρω τι να κάνω. Προχωράμε σχεδόν μια ώρα χωρίς να βγάλω ούτε τον πιο μικρό ήχο. Αλλά τελικά ρωτάω κάτι που με ενδιαφέρει.
«Η ανν;»
Ξεφυσάει αλλά δεν γυρίζει το βλέμμα του προς εμένα.
«Είναι θυμωμένη, αλλά της λείπεις πολύ δεν μπορεί να σου κρατήσει μούτρα όσο και να το θέλει.»
Έχω διώξει από κοντά μου όλους τους ανθρώπους που αγαπάω έδιωξα την Ανν, δεν την υπολόγισα πουθενά. απλά την άφηνα να υπάρχει και εκείνη απλά με ανεχόταν.
Έδιωξα τον Σπενσερ επειδή του έλεγα ψέματα έλεγα ψέματα για να μην τον χάσω αλλά αυτά τα ψέματα μου γύρισαν μπούμερανγκ.
Και τελικά έδιωξα και τον Όλιβερ αλλά είναι ο μοναδικός που δεν θα προσπαθήσω να ξανά έχω επαφή μαζί του. Δεν θέλω να τον ξανά δω στα μάτια μου τον εμπιστεύτηκα πιο πολύ από τον κάθε άνθρωπο και με εξαπάτησε για να βγει ραντεβού με την σκαι.
Με πρόδωσε! Πάτησε επάνω στα συναισθήματα μου, στην ευτυχία μου, πάτησε σε ότι προσπάθησα να χτίσω με τον Σπενσερ μονάχα για να ευτυχήσει εκείνος.
Αυτος ο άνθρωπος δεν θα ξανα μπει ποτέ ξανά μες στην ζωή μου.
«Φτάσαμε»
Λέει ο Βίνσεντ και εγώ μαζεύω τα δάκρυα από το πρόσωπο μου.
Ενώ βγαίνω έξω από το αυτοκίνητο. παρατηρώ το εγκατελειμμένο κτίριο που ο Βίνσεντ προχωράει.
«Που πάμε;»
«Στον Σπενσερ.»
Ενώ μου προσφέρει το χέρι του για να τον πιάσω τον πιάνω δυνατά και αισθάνομαι να τρέμω.
«Να ξερεις μπορεί να Θυμώσει αλλά μόνο εσυ μπορείς να τον επαναφέρεις στην πραγαματικότητα για να μην καταλήξει να γίνει ένας δολοφόνος.»
«Δολοφόνος;»
Λέω με μια πιο δυνατή φωνή ενώ τρέμω σαν το ετοιμοθάνατο χρυσόψαρο που το έβγαλαν από την γυάλα και ξέχασαν να τον ξανά βάλουν μεσα.
Σκέφτομαι για ποιο λόγο ο Σπενσερ να γίνει δολοφόνος ποιον θα σκοτώσει αλλά αυτή η απάντηση είναι προφανείς. Όμως εγω δεν θέλω ο Σπενσερ να γίνει ενας δολοφόνος εξαιτίας μου.
Τον ακολουθώ όσο εκείνος με τραβάει από το χέρι, τον αισθάνομαι, αισθάνομαι την ταραχη του, το άγχος του, αισθάνομαι όλο τον φόβο που έχουμε και οι δυο.
Εκείνος γιατί δεν θέλει να χάσει τον αδερφό του και εγώ γιατί δεν θέλω να χάσω τον άντρα που αγαπάω, τον άντρα που με έκανε να ξεχάσω ότι μου έχουν κάνει και να αφήνομαι ελεύθερη στα χέρια τους χωρίς να
Φοβάμαι.
Προχωράμε στις σκάλες αλλά κατεβαίνουμε προς τα κάτω μάλλον σε κάποιο υπόγειο που φωτίζεται μονάχα με λάμπες φθορίου που ψυχραίνουν το χώρο.
Είναι άδειο είναι τελείως άδειο αλλά υπάρχει μια μαύρη σιδερένια πόρτα που έξω από αυτήν στέκονται μερικοί άντρες με μαύρα ρούχα.
«Όχι σε παρακαλάω...»
Ακούγονται ουρλιαχτά και χτυπήματα πίσω απο την σιδερένια πόρτα ο Βίνσεντ πιέζει πιο πολύ το χέρι όσο εγώ αντιλαμαβαινομαι ότι τρέμω ολόκληρη.
Ένας απο αυτούς τους άντρες έρχεται μπροστά μας κοιτώντας περίεργα και δείχνοντας εμένα με το βλέμμα του σαν να είμαι κάτι αποκρουστικό.
«Πες στον Σπενσερ να βγει έξω γιατί είναι η Αλλισον εδώ.»
Και εκείνος ανοίγει τα μάτια του διάπλατα αλλά εντέλει σηκώνει λίγο τους ώμους ψηλά και γυρίζει πηγαίνοντας προς την σιδερένια πόρτα, που μόλις την ανοίγει τα ουρλιαχτά και οι περίεργοι ήχοι γίνονται εντονότεροι και εγώ προσπαθώ να ανασάνω καθαρά και να μην σκέφτομαι τι ακριβώς συμβαίνει εκεί μεσα.
Βγαίνει έξω επιτέλους βγαίνει έξω αλλά το λευκό του πουκάμισο είναι γεμάτο αίματα τα μανίκια είναι σηκωμένα, και στο δεξί του χέρι έχει ένα μαχαίρι. Κοιτάω το πρόσωπο του αλλά δεν μου ρίχνει ούτε ένα μικρό βλέμμα απλά προχωράει κοιτώντας τον Βίνσεντ και σφίγγοντας το σαγόνι του.
Απλώνει το χέρι του και το βάζει μπορστα στο πρόσωπο του Βίνσεντ. Το χέρι του τρέμει νιώθω ότι απλά θέλει να τον πνίξει αλλά δεν τον αγγίζει καθόλου...
Εγώ όμως όσο τον κοιτάω ανακατεύομαι κοιτάω το αίμα στα ρούχα του και δεν νιώθω καλά κοιτάω το αίμα που έχει πιτσιλίσει στο πρόσωπο του και πέφτω κάτω κάνοντας εμετό ή προσπαθώντας να φτύσω τα σάλια μου και το κίτρινο υγρό του στομαχιού μου. Γιατί φαγητό δεν υπάρχει.
«Για ποιο λόγο την έφερες εδώ; θέλω να μου πεις γιατί; είσαι ηλίθιος; Δεν θέλω να έχει καμία σχέση με αυτό που συμβαίνει εδώ.»
Ενώ κατεβαίνει κάτω και ακουμπάει το χέρι του στην πλάτη μου ενώ εγώ βρίσκομαι ακόμα στο πάτωμα.
«Έλα να σηκωθείς τώρα Αλλισον και θα σε πάει ο Βίνσεντ σπίτι θα τα πούμε σήμερα στο σπίτι σου το ορκίζομαι. Απλά φύγε τώρα!»
«Δεν πρόκειται να πάω πουθενά θέλω να μαθω τι ακριβώς κανείς σε αυτό το δωμάτιο,και γιατί είσαι όλος αίματα. δεν πρόκειται να φύγω αν δεν μου πεις.»
Του φωνάζω δυνατά ενώ τον κοιτάω κατάματα.
Με πιάνει από τον ώμο μου και σηκώνεται απότομα επάνω τραβώντας με για να πάμε στης σκάλες.
«Άσε με μην με τραβάς έτσι θέλω να μαθω τι ακριβώς συμβαίνει.» «Δεν σε αφορά Αλλισον το μόνο που θέλω είναι να φύγεις.. Βίνσεντ πάρε την από εδώ, και μαζί θα μιλήσουμε μετά για την μαλακια που έκανες.»
Του λέει ενώ δεν με αφήνει να κουνηθώ έχει πιάσει τόσο πολύ το μπράτσο μου που πονάω.
Όμως εγώ δεν θα φύγω!
Και άμα είναι να φύγω θα φύγω μια και καλή από την ζωή του!
«Άσε με! Αμα θες να φύγω θα φύγω αλλά θα φύγω μια και καλή από την ζωή σου και εγώ και το αγέννητο παιδί μας.»
Ξεστομιζω δυνατά ένα μυστικό που πίστευα ότι θα ήταν μια στιγμή ευτυχίας και όχι χωρισμού.
Βγάζω από το μανίκι μου το τεστ και του το πεταω στο πρόσωπο.
Αλλά εκείνος έχει παραλύσει δεν κουνιέται και το χέρι του δεν με αφήνει με κρατάει το ίδιο δυνατά που υποφέρω. Αλλά το μαχαίρι που είχε στο άλλο χέρι του έπεσε κάτω κάνοντας έναν αποκρουστικό ήχο.
Απλά βλέπω δάκρυα στο πρόσωπο του να κυλούν και το χέρι του επιτέλους χαλαρώνει. Με τραβάει επάνω του και με αγκαλιάζει., με βάζει στην αγκαλιά που είναι γεμάτη αίματα. Χωρίς να αντιλαμβάνεται τίποτα.
«Άσε με Σπενσερ! Δεν αξίζουν αυτές οι αγκαλιές άμα εσυ δεν με θες άλλο μες στην ζωή σου. Μπορώ να καταλάβω ότι σου έκρυψα πολλά αλλά δεν είναι αυτος λόγος για να με διώχνεις τώρα και ούτε να με διατάζεις . Θέλω να μαθω τι ακριβώς κανείς εκεί μες στο δωμάτιο αλλιώς δεν υπάρχει περίπτωση να με ξανά δεις μες στην ζωή σου. Βασικά αν ακόμα με θες μες στην ζωή σου γιατί δεν μου έδωσες ούτε μια ευκαιρία να σου εξηγήσω για όσα έγραφα στο τετράδιο μου.»
«Όχι δεν θα φύγεις ποτέ από την ζωή μου γλυκία μου θα κάνω τα πάντα για να μην ξαναχρειαστεί να σκέφτεσαι αυτά που συνέβησαν απλά θέλω να φύγεις τώρα δεν είναι μέρος για σένα αυτό. θα το λύσω εγώ και θα επιστρέψω σπίτι μας δεν έχεις να μου εξηγήσεις τίποτα ήσουν ένα μικρό παιδί και αυτά τα τέρατα ασέλγησαν πάνω σου δεν φταις πουθενά.»
Απλά κλαίω με λυγμούς όσο η γλώσσα μου δεν μπορεί να προφέρει τις ορθές λέξεις για να του προφέρει τουλάχιστον ένα σαγαπαώ, ένα σε θέλω, ένα σε έχω ανάγκη γιατί δημιούργησες φως μες από το ΣΚΟΤΑΔΙ μου.
«Σε παρακαλώ Σπενσερ δεν θέλω να γίνεις ένας δολοφόνος δεν θα το αντέξω δεν θέλω να κανείς κακό σε εμάς γιατί τίποτα δεν θα είναι το ίδιο μετά.»
Τίποτα δεν μπορεί να είναι το ίδιο άμα εκείνος σκοτώσει κάποιον εκείνος δεν θα είναι το ίδιο το ΣΚΟΤΑΔΙ θα τον καταπιεί.
«Αλλισον κανένας από αυτούς τους δυο δεν θα βγει ζωντανός από εδώ.»
«Αν τυχόν έσυ σκοτώσεις κάποιον και λερώσεις τα χέρια σου με αίμα ξέχασε με»
Του απαντάω δυνατά ενώ τον σπρώχνω και πάω προς την σιδερένια πόρτα θελω να δω τι πραγματικά έχει κάνει εκεί μεσα.
Αλλά μόλις πλησιάζω οι περίεργοι άντρες με τα μαύρα μπαίνουν σαν τοίχος μπροστά από την πόρτα.
«Ανοίξτε τώρα γιατί ούτε εγώ δεν ξέρω τι θα γίνει.»
Φωνάζω δυνατά και κανένας δεν κουνιέται μέχρι την στιγμή που ο Σπενσερ βγαίνει μπροστά μου και εγώ σχεδόν κρύβομαι ολόκληρη με θέα την πλάτη του.
«Ανοίξτε αν θέλει να δει, θα δει τι συμβαίνει και τότε μπορεί να με παρατήσει ελεύθερα.»
Λέει κοφτά ενώ δεν γυρίζει προς εμένα εγώ απλά τρέμω και σκέφτομαι τα λόγια του ο Σπένσερ ο δικός μου Σπένσερ θα γίνει ένας δολοφόνος σαν και αυτούς όχι δεν μπορώ να φανταστώ κάτι τέτοιο...
Η πόρτα ανοίγει και εγώ μυρίζω την έντονη μυρωδιά σαπίλας, σαπισμένο αίμα...
Εκείνος μπαίνει μεσα και εγώ απλά είμαι ένα σώμα άψυχο έξω από την πόρτα που φοβάμαι τι θα αντικρίσω.
Αλλά κάνω ένα βήμα και σταματάω παίρνω μια βαθιά ανάσα και ξανά κάνω άλλο ένα βήμα.
«Σκότωσε με να τελειώνουμε.»
Άκουω την παραμορφωμένη φωνή κάποιου δεν μπορώ να την αναγνωρίσω δεν μπορώ να αναγνωρίσω αν είναι ο πατέρας μου η ο δικός του.
Τελικά ξεροκαταπίνω και μπαίνω μεσα βλέποντας δυο παραμορφωμένα πρόσωπα δυο άτομα δεμένα χειροπόδαρα και πεταμένα στην άκρη σαν σάκος του μποξ. Πρέπει να τους λείπουν κομματια από το σώμα τους αλλά δεν αντέχω να το βλέπω. Αναγούλα, ζαλάδα, σκιές, και θολούρα όμως γυρίζω να δω τον Σπενσερ που δεν τον αναγνωρίζω.
«Βγες έξω τώρα Αλλισον και άσε με, παράτησε με, εγκατέλειψε με, κάνε ότι θες αλλά αυτοί οι δυο θα πεθάνουν απο τα χέρια μου. Ακόμα και αν αυτό σημαίνει ότι έσυ θα με αγκατλειψεις.»
Κοιταω τα τέρατα μου διαλυμένα, ανήμπορα, και να με κοιτάνε όλο απελπισία μήπως και εγώ τους σώσω.
ΤΑ ΤΕΡΑΤΑ ΠΑΡΑΚΑΛΑΝΕ ΕΜΕΝΑ ΤΟ ΘΥΜΑ ΤΟΥΣ ΝΑ ΤΟΥΣ ΣΩΣΕΙ!!!
«Σπένσερ πάμε να φύγουμε;»
«Σου είπα Άλλισον όχι»
Ενώ φοράει κατι μαύρα δερμάτινα γάντια και πιάνει στο χέρι του ένα μαύρο οπλο μαύρο σαν την ψυχή του αυτή την στιγμή.
Όμως εγώ δεν μπορώ να το δεχτώ αυτό βγαίνω μπροστά του και απλά τον κοιτάω κατάματα περιμένοντας μήπως και το βλέμμα του αλλάξει μήπως σκεφτεί ότι έτσι θα καταστραφούμε.
Όμως εκείνος απλά μου λέει. «Φύγε από την μέση.»
«Σε εκλιπαρώ μην χάσεις την λογική σου σε εκλιπαρώ γύρνα σε εμάς σε χρειαζόμαστε Σπενσερ εγώ και το μωρό μας σε χρειαζόμαστε.»
Ενώ απλά κλείνω τα μάτια μου και τα δάκρυα τρέχουν στο πρόσωπο μου. Ενώ εγώ συνεχίζω να ψιθυρίζω «σε παρακαλώ, σε παρακαλώ, σε παρακαλώ, σε παρακαλώ.»
Εκείνη την στιγμή ακούγεται ένα μεγάλο μπαμ και εγώ απλά τραντάζομαι δεν ξέρω ποιον σκότωσε φοβάμαι να ανοίξω τα μάτια μου φοβάμαι τα πάντα.
«Πάμε να φύγουμε.»
Ενώ με σηκώνει στην αγκαλιά του και μόνο εκείνη την στιγμή ανοίγω τα μάτια μου αλλά βλέπω ότι και οι δυο τους είναι ζωντανοί και ο Σπένσερ απλά έριξε στον τοίχο. Επιτέλους χαλαρώνω επιτέλους μπορώ να τον αγκαλιάσω δυνατά. «Συγγνώμη που αναγκαστικές να δεις κάτι τέτοιο. Αλλά σου υπόσχομαι ότι δεν πρόκειται να ξανά δεις κάτι τέτοιο ποτέ ξανά στην ζωή σου δεν θα αφήσω κανέναν να σε ξανά πλησιάσει.»
Βγαίνουμε έξω και εκείνη την στιγμή αντικρίζω ένα χαμόγελο ευγνωμοσύνης από τον Βίνσεντ. Άμα δεν ερχόταν ο Βίνσεντ σε εμένα ο Σπενσερ τώρα μπορεί να ήταν ένας κοινός δολοφόνος.
Το κακό με αυτό είναι ότι άμα σκότωνε κάποιον άμα λέρωνε τα χέρια του με το αίμα τον νεκρών ανθρώπων δεν θα μπορούσε ποτέ να ξανά επιστρέψει, θα ζούσε παντα μεσα στο ΣΚΟΤΑΔΙ στο ΣΚΟΤΑΔΙ που μας βασανίζει παντα...
Μόλις μπαίνουμε μες στο αυτοκίνητο ακούγονται δυο πυροβολισμοί και ο Σπενσερ ψιθυρίζει «επιτέλους.»
Τον κοιτάω με τα μάτια ορθάνοιχτα.
«Δεν λέρωσα τα χέρια μου όπως μου ζήτησες αλλά δεν υπήρχε περίπτωση αυτοί οι δυο να βγουν από εδώ ζωντανοί. Ακόμα και αν είναι οι γονείς μας.»
Και απλά απλώνει το χέρι του και εγώ τυλίγω το δικό μου γύρω από το δικό του.
«Σπενσερ Σαγαπαώ»
Λεω, ενώ δεν μπορώ να κρύψω την ανακούφιση που νιώθω επειδή αυτοί οι δυο δεν θα μπορέσουν να με ξανά πλησιάσουν ποτέ. Επειδή αυτοί οι δυο δεν αναπνέουν πέλον τον ίδιο αέρα με εμάς.
«Είσαι το δικό μου φως μες στο ΣΚΟΤΑΔΙ Αλλισον.»
Όμως μπορεί να υπάρξει φως μετά από όλο αυτό;
The end........
Και εδώ θα μπορούσα να πω: the end όμως υπάρχει και κάτι ακόμα....
Τελικά μετά από τέτοια καταστροφή μπορεί να υπραξει ευτυχία;
Μπορεί η αγάπη να εξαφανίσει όλο το ΣΚΟΤΑΔΙ;
Αυτό θα το δούμε στο τελευταίο μας κεφάλαιο που θα είναι αρκετά μεγάλο και πολύ υπέρ αναλυτικό 👌👌👌
Γεια σας, πως μου είστε; τι κάνετε με αυτήν την αφόρητη ζέστη;
Γιατί εγώ δεν αντέχω 🥵🥵🥵
Θέλω να φύγω να πάω να μείνω στην Ανταρκτική 🥶
Αν σας άρεσε το κεφάλαιο και σας φάνηκε ενδιαφέρον θέλω να πατήσετε αστεράκι 😳
Και θέλω μια χάρη από εσάς τους αναγνώστες μου...
Θα σας ανεβάσω σύντομα το τελευταίο κεφάλαιο, και θα σας ήμουν πολύ ευγνώμων αν αφήνατε όλοι σας ένα σχόλιο για το πως σας φάνηκε το βιβλίο μου και αν θα διαβάζατε κάποιο άλλο από εμένα... όλα αυτά τα θέλω για το επόμενο κεφάλαιο ❤️
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top