Κεφάλαιο Νο27

Ο μπλε ουρανός και το μαύρο ΣΚΟΤΑΔΙ.
Πονάω, υποφέρω είμαι κομμάτια δεν ξέρω πως κατάφερα να ανέβω μέχρι την ταράτσα.
Έχουν περάσει τέσσερεις μήνες που έχουμε φύγει και ακόμα δεν έχουν φτιάξει το ασανσέρ.
Όποτε αναγκάζομαι να περπατήσω με αυτό το κομματιασμένο πόδι.

Κάθομαι πλέον και χαζεύω στην αγαπημένη μου γωνία χαζεύω τον ουρανό και μετά ρίχνω λίγο τα μάτια μου κάτω για να δω το έδαφος.
Δεν ξέρω γιατί είπα στην Ανν ότι θα πέσω αφού φοβάμαι.
Δεν θέλω να πεθάνω!

Θέλω να ξανά δω τα μάτια του.
Αλλά πρέπει να τον βγάλω από την ζωή μου.
Πως θα καταφέρω να βγάλω τον δαίμονα μου από την ζωή μου.

Εγώ τον έχω περισσότερο ανάγκη λιώνω για εκείνον αλλά άμα μείνω μαζί του το τέρας θα με κυνηγάει πάντα. Τώρα έφυγε πήρε όλα τα λεφτά και εξαφανίστηκε με παράτησε στην μέση του δρόμου.
Το μονο που μου απέμενε ειναι αυτό το τραύμα στο πόδι, για να μου θυμίζει ότι δεν μπορώ να γλιτώσω.

Ήταν ξεκάθαρος όσο θα υπάρχει ο Σπενσερ μέσα στην ζωή μου εκείνος θα επιστρέφει για λεφτά.
Του έδωσα ότι είχα....
Και δεν ικανοποιήθηκε....
Δεν ξέρω τι θα κάνω αν δεν βρούμε κάποιον πελάτη στην δουλειά θα μηνύουμε στο δρόμο.
Απλά έχω φτάσει πάλι στο σημείο μηδέν.
Θέλω να τον καταγγείλω..
Και θα το κάνω..
Αυτή την φορά θα το κάνω.....

Μόλις είδε το δαχτυλίδι στο χέρι μου μου είπε παντρέψου τον για να περάσουμε και οι δυο καλά.
Δεν μπορώ πλέον να κρατήσω το δαχτυλίδι στο χέρι το έχω βγάλει και το κοιτάω.
Δεν ξέρω πως θα το παρει ο Σπενσερ μόλις του πω να χωρίσουμε.

Αλλά εμένα μου λείπει ήδη.
Μου λείπουν τα μάτια του.
Μου λείπουν τα χείλη του.
Μου λείπουν οι αγκαλιές του.
Μου λείπει το άρωμα του που μου θολώνει το μυαλό.

Ανοίγει η πόρτα, η σιδερένια πόρτα της ταράτσας που κάνει πάντα τόσο θόρυβο.
Μάλλον η Ανν..
Δεν θέλω να γυρίσω ξέρω ότι θα έρθει εδώ.
«Γλυκιά μου.....»
Όχι...... ο γιατί πρέπει να είναι αυτος, γιατί;
Ήθελα να μιλήσω στην Ανν, ήθελα να της πω.
Δεν θέλω να τον κοιτάξω στα μάτια δεν μπορώ να του εξηγήσω τι συμβαίνει.

Είναι μπροστά μου και εγώ σαν μικρό παιδί κοιτάω κάτω το πάτωμα.
Δεν θέλω να τον αντικρίσω στα μάτια δεν έχω την δύναμη....
Θέλω τόσο πολύ να πέσω μες στην αγκαλιά του.
Το πρόσωπο του είναι εξουθενωμένο οι αναπνοές του κοφτές, προσπαθεί να έχει ένα χαμόγελο στα χείλη αλλά τα κοκκινισμενα του μάτια προδίδουν αυτό που νιώθει.

Είμαι ακριβώς στην ίδια κατάσταση αλλά έχω και ένα κομματιασμένο πόδι. Με βλέπει, παρατηρεί το πόδι μου και το πρόσωπο του σπάει διαλύεται. Με τυλίγει μες στην αγκαλιά του και εγώ απλά τον αγκαλιάζω δυνατά ενώ αρχίζω να κλαίω με λυγμούς δεν μπορώ να συγκρατήσω τον εαυτό μου είμαι σα μικρό παιδί μες στην αγκαλιά του. δεν ξέρω τι να του πω ούτε εκείνος μουλέει τίποτα απλά με αγκαλιάζει και η αγκαλιά του βάλσαμο για την πονεμένη μου καρδιά, βάλσαμο για το πονεμένο μου κορμί «Αλλισον καρδιά μου, άγγελε μου, γλυκό μου κοριτσάκι τι έγινε;»
Δεν απαντάω απλά συνεχίζω και κλαίω, κλαίω, κλαίω με σηκώνει μες στην αγκαλιά του πολύ προσεκτικά και κατεβαίνουμε κάτω.

εκείνος με σφίγγει όλο και πιο δυνατά έχω κρατήσει το δαχτυλίδι στο χέρι και έχω κάνει το χέρι μου μια μπουνιά δεν ξέρω πότε θα το πω αλλά Αν ο Σπένσερ δεν βγει απ'τη ζωή μου εκείνος θα επιστρέψει να μου κάνει κακό θα θέλει να πάρει εκδίκηση θα θέλει να πάρει παραπάνω λεφτά. Θα θέλει να καταστρέψει όλους όσους αγαπάω.

Παρατηρώ το διαλυμένο πρόσωπό του Σπενσερ και όσο κατεβαίνουμε τις σκάλες μέχρι και τον τελευταίο όροφο και τις τελευταίες σκάλες εκεί που γνωριστήκαμε του λέω άσε με λίγο κάτω με κοιτάει περίεργα αλλά τελικά με αφήνει στέκομαι όρθια ακριβώς ένα σκαλοπάτι πάνω του όπως την πρώτη φορά εκείνη τι στιγμή απλά ανοίγω το χέρι μου και του δείχνω τι κρατάω.
Το πρόσωπο του άχρωμο ιδρώτας και φλέβες εμφανίζονται στο πρόσωπο του τα μάτια του σκούρα σαν τον βαθύ ωκεανό μέσα στο σκοτάδι.

Τρέμω! τρέμω δεν μπορώ να σταθώ καλά καλά όρθια  τρέμω γιατί θα τον χάσω, τρέμω γιατί υποφέρω, τρέμω γιατί πονάω, αλλά πιο πολύ τρέμω για την αντίδραση του.

«Θέλω να χωρίσουμε!»

Ξεστομίζω και του δίνω το δαχτυλίδι στο χέρι δε μιλάει δεν αντιδράει δεν κάνει τίποτα απλά με ξανά σηκώνει μέσα στην αγκαλιά του και πάμε μαζί στο αυτοκίνητο.
Είμαι τόσο εξουθενωμένη που δεν αντιλαμβάνομαι τίποτα μονάχα γυρίζω το κεφάλι μου λίγο προς τον Σπενσερ λίγο πριν κλείσω τα μάτια και κοιμηθώ..
Η μόνη εικόνα που έχω είναι ο Σπενσερ να κλαίει με λυγμούς ενώ οδηγάει..

Δεν θυμάμαι τίποτα άλλο μονάχα αυτό...
Τα δάκρυα στο αγγελικό του πρόσωπο δεν τον έχω ξανά δει ποτέ έτσι....
Δεν ξέρω που ακριβώς βρίσκομαι είναι περίεργα και αποστειρωμένα είμαι γυμνή. προσπαθώ να αντιληφθώ τι κάνω που είμαι όλα είναι λευκά λευκά λευκά μηχανήματα ακούγονται και δεν μπορώ να κουνήσω καλά τα χέρια ανοίγω δειλά δειλά τα μάτια μου και βρίσκομαι σε μια αίθουσα νοσοκομείου. Είμαι μόνη μου στο δωμάτιο προσπαθώ να αντιληφθώ τι συμβαίνει και ένα ρίγος σύγχυση, φόβου, όλα αυτά περνάνε από την επιδερμίδα μου και εισχωρούν μέχρι τα βάθη της ψυχής μου.

Προσπαθώ να κουνηθώ αλλά δεν είναι εύκολο νιώθω μουδιασμένη ξανά κάνω άλλη μία προσπάθεια το πόδι μου είναι θαμμένο μες τις λεύκες γάζες με πιέζει το κεφάλι μου προσπαθώ να θυμηθώ τι έγινε δεν μπορώ να θυμηθώ!

Τελικά καταφέρνω να καθίσω στο πλάι του κρεβατιού αλλά μόλις το αριστερό μου πόδι ακουμπάει το κρύο πλακάκι του νοσοκομείου σωριάζομαι κάτω ουρλιάζω πονάω θυμάμαι την αίσθηση του πόνου που πέρασα τι στιγμή που χτύπησα τι στιγμή που η σφαίρα διαπέρασε το πόδι μου.
Ο ίδιος μου ο πατέρας με πυροβόλησε δεν φτάνει όλα αυτά που μου έκανε με πυροβόλησε κιόλας.

Η πόρτα ανοίγει η Ανν Όλιβερ,ο Βίνσεντ, ο τζος  ολοι τους είναι εδώ. Ο Σπένσερ που είναι Σπενσερ.
Η μόνη μου σκέψη είναι που είναι ο Σπένσερ θυμάμαι, θυμάμαι του έδωσα το δαχτυλίδι πίσω θυμάμαι, θυμάμαι τα δάκρυα του. θυμάμαι, θυμάμαι την σύγχυση του θυμάμαι την έκφραση του προσώπου θυμάμαι την διαλυμένη του έκφραση
«που είναι ο Σπενσερ» φωνάζω!

Αλλά κανένας δεν απαντάει έρχονται με σηκώνουν έρχεται ο γιατρός δεν ξέρω καθόλου τι έχω πει και τι έχω κάνει δεν θυμάμαι τίποτα...
Κρύος ιδρώτας με έχει λούσει τρέμω κοιτάω τα μάτια της ανν η λύπηση, η απελπισία της με κάνει να νιώθω ευάλωτη. ζητάω από όλους να φύγουνε θέλω να μείνω μόνο με την Άνν.
Την έχω ανάγκη, εχω ανάγκη από την μοναδική μου οικογένεια.

Τα χέρια της με αγκαλιάζουν και εγώ ξεσπάσω σε λυγμούς δεν μπορώ να κρατήσω τα δάκρυα μου.
Δεν μπορώ να ανασάνω καθαρά καθώς έχει αρχίσει να με πιάνει λόξιγκας.
«Ηρέμησε όλα τελείωσαν τώρα..»
Μου λέει και εγώ νιώθω ακόμα χειρότερα.
Νιώθω τόσο ευάλωτη όσο ποτέ.
«Ο Σπένσερ;»
Ρωτάω δειλά δειλά αλλά τα χέρια της αφήνουν το κορμί μου προσπαθεί να με αντικρίσει στο πρόσωπο μου.
«Είναι καλά.»
Το μόνο που μου λέει είναι αυτό.
Αλλά εμένα δεν μου φτάνει εγώ θέλω να μάθω που είναι πως είναι του είπα τόσα πράγματα και αυτός δεν με άφησε.
Και το χειρότερο είναι ότι δεν ξέρω τι του έχω πει όσο ήμουν στο αυτοκίνητο.
«Που είναι ανν; Θέλω να του μιλήσω.»
Δεν με ενδιαφέρει τι έχει συμβεί δεν με ενδιαφέρει αν ο πατέρα μου με χρησιμοποίησε για άλλη μια φορά το μόνο που με ενδιαφέρει είναι ο Σπενσερ.
Σιχαίνομαι τον εαυτό μου που έγινα τόσο ευάλωτη που δεν ήθελα καν να παλέψω για εμάς που δεν προσπάθησα να αντισταθώ.
Το μόνο που σκέφτηκα ήταν να χωρίσω σιχαίνομαι  τον εαυτό μου.

Ο Βίνσεντ μπαίνει μέσα.
Η ανν γυρίζει να τον κοιτάξει καθώς εκείνος προχωράει μέχρι που πλησιάζει αρκετά ως που το χέρι του ακουμπάει τον ώμο της ανν.
Σφίγγει λίγο πιο δυνατά τον ώμο της και εκείνη σηκώνεται.
Δεν μπορώ να καταλάβω τι συμβαίνει.
Ο Βίνσεντ είναι έτοιμος να μιλήσει.
Και εγώ τον κοιτάω προσηλωμένη.
«Ο Σπενσερ είναι καλά αλλά ο πατέρας σου μετά βίας είναι ζωντανός. Θέλω να μου πεις ακριβώς τι έχεις πει στον Σπενσερ.»
Ο Σπενσερ είναι καλά, η καρδούλα μου ηρέμησε μόλις άκουσε αυτά τα λόγια.
Αλλά ο πατέρας μου, ναι αυτό το τέρας γιατι παραλίγο να πεθάνει;
«Γιατί μετά βίας είναι ζωνατανος;»
Νομίζω ότι προσπαθώ να φαίνομαι ότι ανησυχώ αλλά εμένα δεν με ενδιαφέρει αν πεθάνει θα προτιμούσα να πεθάνει.
Βασικά το μόνο που θέλω είναι να πεθάνει.
«Ο Σπενσερ τον βρήκε πριν την αστυνομία και τώρα ο Σπενσερ κατηγορείται για απόπειρα ανθρωποκτονίας από πρόθεση.»
Έχω γουρλωσει τα μάτια μου και απλά κοιτάω τον Βίνσεντ ενώ ρίχνω και μερικές ματιές στην ανν.
Αλλά το βλέμμα της με κάνει να νιώθω χειρότερα.
Πόσες μέρες ήμουν αναίσθητη;
Ποτέ έγιναν όλα αυτά;
Γιατί ο Σπενσερ να καταστρέψει την ζωή του για μένα;
Πως θα βγει από εκεί;
«Θέλω να τον δω;»
Λέω καθως ξανά σηκώνομαι αλλά αυτή την φορά είμαι όρθια κρατάω τον εαυτό μου γερά αντέχω τον κάθε πόνο.

«Θα βγει Αλλισον έχει λεφτά για να πληρώσει την εγγύηση. Κάτσε εδώ που είσαι. Μέχρι αύριο θα είναι εδώ. Αλλά κάτι του έχεις πει!»
Εγώ απλά κουνάω το κεφάλι μου θετικά και εκείνος κάνει ένα νεύμα κατανόησης.
Με βοηθάει να ξανά κάτσω.
Δεν θέλω τον εαυτό μου.
Ανάθεμα την ώρα και την στιγμή που του είπα ότι κρύβομαι από τον πατέρα μου.
Πως τον βρήκε, πως τον αναγνώρισε;
Πως κατάλαβε ποιος ήταν;
Ο Βίνσεντ ξανά βγαίνει έξω και εγώ είμαι πάλι μονη με την Ανν. Εγώ ξαπλώνω και εκείνη έρχεται δίπλα μου κάθεται εκεί αμίλητη τα λεπτά περνάνε και η έκφραση της αλλάζει τρώγεται με το τώρα, και με το μετά το βλέπω. Βλέπω καθαρά της αντιδράσεις του προσωπου της την προδίδουν θέλει κάτι να μου πει.

«Αλλισον έχει κάτι αλλάξει μεταξύ μας; Είσαι αρκετά περίεργη τον τελευταίο καιρό. Είσαι απόμακρη. Είσαι διαφορετική. Σε νιώθω να απομακρύνεσαι και εγώ προσπαθώ παραπάνω αλλά όλες η προσπάθειες μου πέφτουν στο κενό. Το ξέρω δεν είναι η καλύτερη στιγμή αλλά δεν αντέχω την μια είσαι η αλις η οικογένεια μου και την άλλη είσαι η Αλλισον που συχαίνεται τον κάθε άνθρωπο στον πλανήτη γη, ακόμα και εμένα.»

Την ακούω προσεκτικά ακουσα προσεκτικά το κάθε της παράπονο.
Μπορεί να κάθομαι και να βλέπω το ταβάνι αλλά έχω ακουσει την κάθε της λέξη έχω απομνημονεύσει τον κάθε ήχο της φωνής της, την κάθε χροιά απελπισίας της φωνής της.
Αλλά εκείνη έχει δίκιο είμαι αρκετά θυμωμένη μαζί της. Δεν ήθελα να της μιλήσω εδώ αλλά μάλλον πρέπει.

«Παρέλαβα τα χαρτιά της κληρονομιάς του πατριού μου ανν. Θέλεις να μάθεις τι ακριβώς παρέλαβα;»
Τα χέρια της αγγίζουν κατευθείαν το δικό μου αλλά αποτραβιέμαι. Κατάλαβε, και κατάλαβε πολύ καλά.
«Πες μου Ανν θες να μάθεις;»
Ενώ γυρίζω το βλέμμα μου προς εκείνη με κοιτάει ενώ τα μάτια της έχουν γίνει κατακόκκινα.
Απλά γνέφει θετικά.

«Ανν με προδώσες σε έβαλα μέσα στο σπίτι μου μες στο πιο ασφαλές μέρος για εμένα. Σε έβαλα μέσα στην ζωή μου μοιράστηκα τα χειρότερα μυστικά μου μαζί σου. Και εσυ τι έκανες με προδώσες. Κοιμόσουν με τον πατριό μου, πηδιόσουν μαζί του ενώ εγώ κοιμόμουν στο άλλο δωμάτιο δεν φτάνει αυτό σου έδωσα τόσες  εύκαιρες να μιλήσεις αλλά δεν μου το είπες.
Εκείνος πέθανε αλλά εσύ συνεχίσες το ψέμα. Και μετά έκανες ακριβώς το ίδιο με τον Βίνσεντ μου το έκρυψες. Πως θέλεις να είμαι ανν είσαι η μοναδική μου οικογένεια προσπαθώ να είμαι μαζί σου αλλά μου λες ψέματα κοιμήθηκες με τον πατριό μου με τον άνθρωπο που με έσωσε από τον βιολογικό μου πατέρα.
Με τον άνθρωπο που θυσίασε την καριέρα του για να με μεγαλώσει. Εσυ μπήκες στην ζωή μας και μου έκανες κάτι τόσο μεγάλο.

Τι θες να κάνω να μην είμαι θυμωμένη μαζί σου κανονικά δεν θα έπρεπε ούτε να σου μιλάω αλλά δεν μπορώ δεν θα άντεχα να σε χάσω, και αυτος είναι ο μόνος λόγος που ακόμα προσπαθώ. Δεν θέλω να ξανά δω το κορίτσι που είδα στην ταράτσα με τα μάτια από πάγο ψυχρά και άψυχα. Για αυτό προσπαθώ να το ξεχάσω αλλά δεν με αφήνεις κάνεις συνέχεια καινούργια πράγματα....»

Δεν ήθελα να την στεναχωρήσω αλλά δεν μπορώ άλλο δεν αντέχω άλλο να κουβαλάω όλο αυτό το βάρος.
Βλέπω το πρόσωπο της να έχει κοκκινίσει και τα δάκρυα να τρέχουν στο πρόσωπο της.
Βλέπω να περνάει τα ξανθά μαλλιά της πίσω από το αυτί.
Με κοιτάει στα μάτια ενώ κλαίει.
Απλώνω το χέρι μου. Και εκείνη με κοιτάει δειλά αλλά τελικά με ακουμπάει και εκείνη με το δικό της χέρι το σφίγγω δυνατά.
«Συγγνώμη ανν αλλά δεν μπορούσα να τα κρατήσω άλλο δεν ήθελα να σε πληγωσω αλλά δεν άντεχα άλλο;»
Μες στο κλάμα ρίχνει ένα μικρό γελακι.

«Μου ζητάς εσύ συγγνώμη ενώ σου έχω κάνει τόσα εγώ τι πρέπει να κάνω δηλαδή για να συγχωρέσεις για όλα αυτά τα ψέματα που σου έχω πει;»
Την κοιτάω ενώ και το δικό μου πρόσωπο είναι γεμάτο δάκρυα.
«Μπορείς πολύ άνετα να το ξεπληρώσεις με μια μεγάλη αγκαλιά και με μια υπόσχεση ότι δεν θα μου ξανά πεις ψέματα.»
Έρχεται κατά πάνω μου χωρίς να δίνει σημασία αν είμαι άρρωστη με αγκαλιάζει τόσο σφικτά που έχω αρχίσει και πονάω τα κόκκαλα μου υποφέρουν αλλά η ψυχή μου χαμογελάει.

Έφυγε ένα μεγάλο βάρος από πάνω μου.
Κάθεται εκεί στην αγκαλιά μου μέχρι τη στιγμή που ο γιατρός μπαίνει μεσα.
«Καλησπέρα ευτυχώς ξυπνήσατε, θα ήθελα να σας πάρω μαζί για μερικές παραπάνω εξετάσεις και μετά θα πρέπει να δώσετε κατάθεση στην αστυνομία.»
Τον κοιτάω προσεκτικά κοιτάω την λευκή του ρόμπα και τα πράσινα ρούχα έχει ένα στηθοσκοπιο στο λαιμό του. Φοράει γυαλιά και είναι αρκετά νέος.
Φέρνει μέσα ένα αναπηρικό καροτσάκι με βοηθάει να κάτσω. Φεύγω μόνη μου μαζί του ενώ η Ανν είναι ακόμα μες στο δωμάτιο.
Βγαίνοντας έξω από το δωμάτιο δεν ξέρω γιατί ψάχνω απεγνωσμένα με τα μάτια μου για τον Σπένσερ.
Ξέρω ότι είναι στο αστυνομικό τμήμα αλλά η καρδιά μου τον αποζητά απεγνωσμένα.

Βλέπω τον Όλιβερ να κάθεται εκεί όλοι οι υπόλοιποι έχουν φύγει. Μπορώ να πω ευτυχώς γιατί δεν θέλω να τους εξηγήσω τι ακριβώς συνέβη. Έχουμε φτάσει στην αίθουσα μάλλον θα μου κάνουν ακτινογραφία.
Κλείνω τα μάτια μου και εύχομαι να τελειώσω γρήγορα ξεκινάω να μετράω απεγνωσμένα.
Μετράω μέχρι το εκατό μετά χάνω τον ρυθμό δεν μπορώ ούτε δυο λεπτά να συγκεντρωθώ χωρίς να μου περάσει ο Σπένσερ από το μυαλό και να χάσω τελείως τον ρυθμό μου.

Αναμονή και βαθιές ανάσες ενώ μου παίρνουν αίμα.
Πάντα σιχαινόμουν την διαδικασία των εξετάσεων αίματος.
Αλλά ποτέ δεν είναι τόσο επίπονη όσο την φαντάζομαι.

Επιτέλους ξανά γυρίζουμε πίσω στο δωμάτιο ευτυχώς ο γλυκός γιατρός με τα γυαλιά δεν με ρώτησε τίποτα.
Όμως φοβάμαι για την στιγμή που θα αντικρίσω τους αστυνομικούς.
Δεν ξέρω ακριβώς τι θα τους πω.
Φτάσαμε έξω από το δωμάτιο αλλά δεν βλέπω πουθενά ούτε την Ανν ούτε τον Όλιβερ.
Μάλλον θα βρίσκονται μες στο δωμάτιο.
Ο γιατρός ανοίγει την πόρτα και σπρώχνει το αναπηρικό καροτσάκι μπαίνω μεσα και αντιλαμβάνομαι δυο αστυνομικούς να με περιμένουν.
Αγχώνομαι δεν ήμουν έτοιμη για αυτό αλλά μόλις γυρίζω το βλέμμα από την άλλη είναι ο Όλιβερ.
Ανακουφίζομαι αλλά είναι στο ελάχιστο δεν μπορώ. Δεν είμαι έτοιμη για αυτό.

«Καλημέρα σας κυρία χαβαρντ εγώ είμαι η Φραντσέσκα και από εδώ ο συνάδελφος μου ο Λιονέλ.»
Ενώ μου δείχνει τον αστυνομικό δίπλα της.
Δεν ξέρω ποιον ντρέπομαι ποιο πολύ τον άντρα αστυνομικό επειδή δεν μπορεί να καταλάβει γιατί μπορεί να έπεσα θύμα του πατέρα μου.
Ή την γυναίκα αστυνομικό που μπορεί να απορεί στο πόσο αδύναμη είμαι και άφησα τον πατέρα μου να μου το κάνει αυτό.

Ο Όλιβερ με πιάνει από τους ωμους τρίβοντας τα χαλαρά. Παίρνω μια βαθιά ανάσα καθώς σκέφτομαι καλύτερα να τελειώσω όσο πιο γρήγορα με όλο αυτό.
«Μπορείτε να μου κάνετε όσες ερωτήσεις θέλετε;»
Του λέω και εκείνοι γνέφουν και οι δυο.
«Μάλιστα κυρία χαβαρντ. Θα θέλαμε να μας πείτε την ώρα που σας βρήκε ο πατέρας σας και τον λόγο για τον οποίο δεν αρνηθήκατε να πάτε μαζί του;.»
Σκέφτομαι θολώνω βαριανασαίνω αλλά επιτέλους ανοίγω το στόμα μου. « ήταν το βράδυ των γενεθλίων μου, ήταν 31 Αυγούστου λίγο πριν τα μεσάνυχτα ήμουν μόνη μου στην παραλία όταν τον αντιλήφθηκα να με κοιτάει από μακριά. μου έκανε ένα νεύμα να πάω κοντά του ενώ εγώ προχωρούσα δειλά δειλά ήθελα να φωνάξω, ήθελα να τρέξω προς το σπίτι όμως μου δείχνει το όπλο που κρατούσε στο χέρι οπότε εκείνη τη στιγμή παίρνω απόφαση ότι πρέπει να πάω μαζί του για να μην πάθει κάποιος άλλος κακό γιατί στο σπίτι μου υπήρχε κόσμος που εγώ δεν ήθελα να πάθει κάτι κακό.
Αυτός όταν ήταν ο λόγος που πήγα μαζί του»

Ξεφυσάω μόλις τελειώνω την πρόταση μου αισθάνομαι τα χέρια του Όλιβερ να σφίγγουν λίγο παραπάνω απ' όσο πρέπει τους ώμους μου και παρατηρώ την αντίδραση των αστυνομικών, αλλά νομίζω ότι είναι συνηθισμένοι σε αυτά γιατί δεν κάνουν ούτε ένα νεύμα, ούτε μία αντίδραση.
Απλά συνεχίζουν τις ερωτήσεις τους. «Και που ακριβώς σας πήγε, πως δε μας τηλεφωνήσατε, και για ποιο λόγο σας πυροβόλησε;»
«Δεν πήγαμε μακριά πήγαμε σε μία κακόφημή γειτονιά της Βοστώνης στην οποία ζούμε σε μια γκαρσονιέρα στην οποία διέμενε αλλά προτού πάμε εκεί εγώ κατρακύλησα απ'το αυτοκίνητο και εκεί ήταν το σημείο που εκείνος με πυροβόλησε έτρεχα να σωθώ χωρίς να κοιτάω προς τα πίσω και η σφαίρα διαπέρασε το πόδι μου. Δεν μπορούσα να τηλεφωνήσω. Τι είναι αυτή η ερώτηση;»
και οι δύο αστυνομικοί ξεφυσάνε και σφίγγουν τα χέρια τους. Όμως τα χέρια του Όλιβερ είναι ακόμα έτσι θέλω να του πω να τα βγάλει οπότε κουνάω λίγο τους ώμους μου και το αντιλαμβάνεται γιατί τα χέρια του χαλάρωσαν αμέσως.
« Συνεχίζουμε σας είπε για ποιον ακριβώς λόγο σας ήθελε;»

« Ο μόνος λόγος που με ήθελε ήταν τα λεφτά που ειχα κληρονομήσει από τον θείο μου μερικά λεφτά τα οποία πήρε και εγώ του τα έδωσα αυτό ήταν όλο δεν ήθελε τίποτα άλλο από μένα.»

«Αλλισον»
Ακούω τη φωνή του Όλιβερ να προφέρει το όνομά μου ένα παράπονο περίμενε ότι θα έλεγα όλη την αλήθεια για ότι έχει συμβεί σε όλη τη ζωή μου αλλά δεν μπορώ.
Δεν ξέρω τι με κρατάει πίσω όμως δεν μπορώ.
Οι αστυνομικοί γράφουν ό,τι ακριβώς τους έχω πει δε μου λένε κάτι άλλο και απλά αποχωρούν.
«Άλισον γιατί δεν είπες όλη την αλήθεια γιατί;»
Ακούω, ακούω τον Όλιβερ όλο παράπονο ξέρω ότι αυτό που έκανα δεν είναι φυσιολογικό δεν ξέρω γιατί δεν θεωρώ φυσιολογικό ότι αυτός ο άνθρωπος πρέπει να ζει μες στη φυλακή θέλω να είναι ελεύθερος θέλω να τον σκοτώσω δεν ξέρω γιατί έχω γίνει έτσι απλά μόνη μου σκέψη είναι να το σκοτώσω.
«Όλιβερ δεν τον θέλω ζωντανό. Ούτε μέσα στη φυλακή»
ξεροκαταπίνει ενώ με βοηθάει να σηκωθώ για να ξαπλώσω και δεν με ρωτάει κάτι άλλο απλά κάθεται μαζί μου.

Αλλά εγώ σκέφτομαι πολλά!
Σκέφτομαι και αυτο που προκάλεσα στον Όλιβερ.
Θέλω να τον ρωτήσω τι συνέβη με την σαρα αλλά ντρέπομαι. Όχι μόνο ντρέπομαι αλλά φοβάμαι!
Φοβάμαι μήπως οι υποψίες της σαρα είναι αληθινές.
Ξεροβήχω για να σπάσω την σπαστική ησυχία που έχει το δωμάτιο.
Δεν ξέρω αλλά μερικές φορές άμα ο χώρος στον οποίο βρίσκομαι είναι τόσο ήσυχος μου προκαλεί σύγχυση γιατί αυτή η ησυχία σε βάζει στης βαθύτερες σκέψεις. Και αυτές οι σκέψεις είναι αυτο που κρύβω τόσο καλά μεσα σου.
«Θέλεις νερό;»
Με ρωτάει ο Όλιβερ άσχετα ότι έχει αντιληφθεί ότι ο βήχας μου ήταν απλά για να σπάσω την μονοτονία.
«Όχι δεν θέλω. Αλλά θέλω να μου πεις τι έγινε με την σαρα.»
Εκείνη την ώρα εκείνος βάζει τα χέρια του στο πρόσωπο του κρύβοντας την απελπισία που σχηματίστηκε μόλις πρόφερα το όνομα της.
«Απλά με έβαλε να διαλέξω......»
Σταμάτησε την πρόταση του δεν την ολοκλήρωσε.
Δεν θέλει να μου πει την αλήθεια.
«Και εσυ διάλεξες;»
Τον ρωτάω λίγο διστακτικά..
Μπορώ να καταλάβω ότι δεν γίνεται να διαλέξει εμένα.

Εγώ απλά είμαι φίλη του εκείνη είναι ο έρωτας του από τα φοιτητικά τους χρόνια. Ένας έρωτας που δεν ξεπέρασε ποτέ. Και για να πω την αλήθεια δεν θέλω να διαλέξει εμένα, γιατί εγώ ανήκω μόνο στον σπενσερ.....
«Όχι Αλλισον δεν έχω κάτι να διαλέξω εσυ είσαι φίλη μου και εκείνη είναι η σχέση μου.. μάλλον ήταν.»
Δεν θέλω να τον ρωτήσω γιατί το λέει αυτο.
«Όλιβερ όμως αυτά που έλεγε η σαρα γιατί τα έλεγε; Θέλω να μου πεις την αλήθεια;»
Εκεί είναι που χασκογελάει και με σπρώχνει λίγο με το χέρι του.
Πραγματικά νιώθω ηλίθια και ντρέπομαι....
«Για να σου εξηγήσω όταν σε πρωτογνώρισα δεν φαντάστηκα ποτε ότι θα είμαστε φίλοι. Μπορώ να πω ότι εντυπωσιάστηκα από την παρουσία σου, αλλά μετά από το βράδυ που έμεινες στο σπίτι μου και φώναζες όλο το βράδυ σπενσερ. Δεν μου ξανά πέρασε από το μυαλό κάτι τέτοιο να είσαι σίγουρη. Όχι δεν θέλω να ζήσω έναν τέτοιο εφιάλτη να είσαι στο κρεβάτι μαζί μου και να φωνάζεις Σπενσερ.»
Λέει ενώ γελάει.
Και εγώ ξεσπάω σε γέλια...
Τουλάχιστον μου έφυγε ένα μεγάλο βάρος από επάνω μου. έρχεται με αγκαλιάζει και εγώ του κάνω λίγο χώρο για να ξαπλώσει δίπλα μου.
«Ελπιζω άμα κοιμηθείς να μην φωνάζεις Σπενσερ...»
Μου λέει ενώ με παίρνει αγκαλιά.
«Πάντα θα φωνάζω Σπενσερ.. άσχετα ότι του ζήτησα να χωρίσουμε..»

Μόλις του είπα την μεγαλύτερη βλακεία μου.
«Σοβαρά τώρα; Του ζήτησες να χωρίσετε;»
«Ναι αλλά εγώ δεν αντέχω ούτε ένα εικοσιτετράωρο χωρίς την παρουσία του.»
Κλείνουν τα μάτια μου για να αποκοιμηθώ αλλά όλα γυρίζουν, όλα γυρίζουν, όλα γυρίζουν, όλα!
Θέλω να ζήσω φυσιολογικά θέλω να έχω το Σπενσερ στη ζωή μου και ο μόνος τρόπος να τον έχω στη ζωή μου είναι να σκοτώσω τον πατέρα μου και θα το κάνω.





«Αλλισον;»
Αισθάνομαι την φωνή του! αισθάνομαι την γλυκιά φωνή του δαίμονα μου.
είναι πρωί, σίγουρα είναι πρωί σίγουρα έχει βγει ήρθε για μένα ανοίγω τα μάτια μου και είναι εκεί είναι στην πόρτα έχει ανοίξει λίγο την πόρτα και με κοιτάει αλλά όχι γιατί με κοιτάει έτσι γιατί είναι θυμωμένος. προσπαθώ να αντιληφθώ τι περίεργο έχω, ο Όλιβερ! Ο Όλιβερ κοιμάται δίπλα μου στο κρεβάτι νοσοκομείου. Ο Όλιβερ κοιμάται δίπλα μου και ο Σπένσερ άνοιξε την πόρτα και μας είδε έτσι όχι, όχι.
Βλέπω το θυμό στα μάτια του βλέπω την απόγνωση, κλείνει την πόρτα δυνατά και αποχωρεί.

δεν μπορώ να κουνηθώ «Όλιβερ ξύπνα τώρα» φωνάζω δυνατά κι εκείνος τραντάζεται και σηκώνεται όρθιος «γιατί κοιμάσαι δίπλα μου πες μου τώρα βγες έξω και βρες το Σπενσερ»

«Αλλισον χαλάρωσε τι έπαθες απλά κοιμόμουνα δε σου έκανα κάτι κοιμόμουνα δεν ξάπλωσα στο κρεβάτι είχα βάλει το κεφάλι μου μόνο. είσαι καλά είδες κάποιο όνειρο.»
«Σου λέω πως Σπενσερ μας είδε και έφυγε τρέχα να προλάβεις το Σπενσερ τώρα.»
Τα έχω κάνει τόσο σκατά ο δαίμονας μου έφυγε και εγώ δεν μπορώ να κουνηθώ για να τον κυνηγήσω δεν νιώθω καλά.
Τι μπορεί να σκέφτεται για μένα που με είδε έτσι;
κλαίω σα μικρό παιδί ενώ περιμένω απεγνωσμένα να ανοίξει η πόρτα και να δω το Σπενσερ μέσα... αλλά δεν ειναι δεν επέστρεψε και εγώ έμεινα εκεί καθηλωμένη στο κρεβάτι περιμένοντας μήπως η πόρτα ανοίξει και ο δαίμονας μου να έρθει σε εμένα.

Αλλά η πόρτα ανοίγει και μόνο ο Όλιβερ μπαίνει μέσα χωρίς να με κοιτάει στα μάτια.

«Πες μου τι έγινε; Τον πρόλαβες; Που είναι; Του μίλησες;»
Κάνω απανωτές ερωτήσεις αλλά ο Όλιβερ δεν απαντάει σε τίποτα. Απλά κάθεται εκεί μέχρι που του φωνάζω να βγει έξω και εγώ μένω μόνη μου να κλαίω.



Γεια σας φίλοι μου τι κάνετε, όλα καλά;

Νέο κεφάλαιο και πάλι επειδή κοντεύουμε προς το τέλος δεν θέλω να σας αργήσω τα κεφάλαια.

Θέλω να μου πείτε πως σας φάνηκε;

Το ξέρω ότι πάλι το ζευγάρι μας δεν συναντήθηκε όπως θα θέλατε αλλά έχετε λίγο υπομονή μόνο αυτό σας λέω.

Αν σας άρεσε πατήστε ένα αστεράκι και αφήστε ένα σχόλιο με της εντυπώσεις σας για το κεφάλαιο 🩵🩵

Θέλω να σας ζητήσω μια χάρη θέλω να πάτε στην σελίδα της TheLonerWraiter   Και να ρίξετε μια μάτια στην
ιστορία: Συναισθήματα? Τι είναι αυτά?
Αξίζει τον κόπο εμπιστευτείτε με. δεν συνηθίζω να σας λέω κάτι τέτοια ούτε δεν σας προτείνω ποτέ αλλά αυτό ΑΞΙΖΕΙ!
Ελπιζω να μην με σκοτώσεις TheLonerWraiter

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top