Κεφάλαιο Νο24





Η θάλασσα, αυτή η ωραία θάλασσα που πάντα πίστευα πως σου γαληνεύει την ψυχή.
Τον δαίμονα μου τον σκοτώνει.
Τον κάνει πιο ευάλωτο.
Τον κάνει πιο μελαγχολικό.
Έχει πλέον βραδιάσει και αποφασίσαμε να πάμε στην παραλία και να κάνουμε μια μικρή φωτιά για να κάτσουμε εκεί όλο το βράδυ.
Ήταν δίκη του ιδέα γιατί εγώ δεν θα τολμούσα να του πω με τίποτα να πάμε στην θάλασσα μετά από αυτό που μου είπε για την μητέρα του.
Έχουμε κάτσει μαζί στην παραλία, εκείνος χαζεύει την θάλασσα και εγώ εκείνον.
Η φωτιά ζεσταίνει τα σώματα μας και η ματιές μας ζεσταίνουν την ψυχή μας.

Θέλω να τον ρωτήσω τόσα πολλά αλλά φοβάμαι ότι άμα αρχίσω να τον ρωτάω θα με ρωτάει και αυτός.
Όποτε σταματάω με το στόμα μου ανοιχτό προτού αρθρώσω κάποια λέξη.

«Μπορώ να σου απαντήσω σε ό,τι θέλεις Αλλισον. Αρκεί να μου δώσεις και εσύ έστω και λίγες απαντήσεις.»
Μου λέει ενω δεν βγάζει το βλέμμα του από την θάλασσα ενώ εγώ ξαπλώνω τελείως και κοιτάω τον ουρανό. Θέλω τόσο πολύ να μάθω μερικά πράγματα για αυτόν που είμαι διαθέσιμη να του πω απλόχερα κάποια από τα σκοτεινά μου μυστικά.
«Θα απαντήσω Σπενσερ αλλά δεν ξέρω αν μπορώ να απαντήσω σε όλα.»
Του λέω ενώ ένα μικρό χαμόγελο σχηματίζεται στα χείλη του και εγώ ανατριχιάζω
.
Σκύβει λίγο και μου δίνει ένα μικρό φιλι.

«Ωραία τότε αρχίζω εγώ»
Λέει καθώς ξαπλώνει δίπλα μου κοιτώντας πλέον και αυτός τον ουρανό.
«Θα σου κάνω δυο ερωτήσεις μια διακριτική και μια αδιάκριτη θέλω να απαντάς πρώτα την διακριτική σε παρακαλώ.»

Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί το κάνει αυτό αλλά απλά γνέφω και περιμένω να με ρωτήσει.
«Πιο είναι το αγαπημένο σου φαγητό; Και για ποιον λόγο κρύβεσαι;»
Ξεκίνησε κατευθείαν με αυτό το θέμα το περίμενα.
Αλλά όπως και εγώ θα τον ρωτήσω κάτι αδιάκριτο έτσι και αυτός.
«Το αγαπημένο μου φαγητό είναι τα μακαρόνια, και κρύβομαι από τον πατέρα μου.»
Απαντάω και ξεφυσάω σαν να έβγαλα ένα μεγάλο βάρος από επάνω μου. Δεν αντιδράει απλά περιμένει να τον ρωτήσω και εγώ.

«Πιο είναι το αγαπημένο σου χρώμα; Και ποτέ πάθανε η μητέρα σου;»
Σφίγγει λίγο το σαγόνι του, και απαντάει.
«Το αγαπημένο μου χρώμα; Βασικά είναι όλες οι αποχρώσεις του μαύρου, και η μητέρα μου έχει αυτοκτονήσει εδώ και δεκαοκτώ χρόνια.»
Η μητέρα του έχει πεθάνει πριν δεκαοκτώ χρόνια;
Είναι ακριβώς τα ίδια χρόνια που έχει πεθάνει και η μητέρα μου.
Αλλά γιατί λέει αυτοκτόνησε;

Ξεροβήχει και με βγάζει από τις σκέψεις μου.
«Τι σου λείπει από την καθημερινότητα σου; Και γιατί παίρνεις αντισυλληπτικά; εφόσον μετά από εμένα δεν είχες άλλες επαφές.»
Δεν θέλω να τον ρωτήσω πως ξέρει ότι δεν είχα επαφές γιατί θα νευρίασω.
Αλλά πως του απαντάω γιατί παίρνω αντισυλληπτικά.
«Μου λείπει το φως, και παίρνω αντισυλληπτικά εξαιτίας του κόκκινου συναγερμού.»
Ναι ο μόνος λόγος που ξεκίνησα τα αντισυλληπτικά είναι εκείνο το όνειρο.
«Τι είναι ο κόκκινος συναγερμός;»
Απλά γελάω χωρίς να απαντήσω.

Και συνεχίζω τις ερωτήσεις μου.
«Τι καφέ πίνεις και γιατί μου έκανες πρόταση για συνεργασία;»
Δεν αντιδράει...
«Δεν πίνω καφέ μόνο αλκοόλ. Γιατί θέλω να σε δω να φτάνεις ψηλά θέλω να είμαι εγώ η πρώτη σου δουλειά, και να είσαι για πάντα κομμάτι μου. Ακόμα και μέσα από την δουλειά σου.»

Χωρίς να προλάβω να αντιδράσω εκείνος με ρωτάει.
«Ποια είναι η αγαπημένη σου εποχή; Και γιατί βρισκόσουν στο γραφείο εκείνη την ημέρα;»
Πως να του το πω τώρα πως θα απαντήσω σε αυτό.
Ευελπιστώ όταν του το πω να μην φύγει και να με παρατήσει εδώ.
«Το καλοκαίρι είναι η αγαπημένη μου εποχή, και βρισκόμουν εκεί γιατί έψαχνα στοιχεία για να βάλω τον πατέρα σου φυλακή.»
Το είπα επιτέλους το είπα αλλά εκείνος χαμογελάει. Γιατί χαμογελάει;
«Ο πατέρας μου είναι στην φυλακή γλυκιά μου το έχω ήδη κανονίσει αυτό.»
Τι είναι αυτό;
Ο πατέρας του στην φυλακή;
Πως;
Ποτέ;
Ποιος;
«Σπενσερ εσύ;»
Τον ρωτάω διστακτικά.
«Θα έκανα τα πάντα για βγάλω αυτό το ΣΚΟΤΑΔΙ από επάνω σου. Θα έκανα τα πάντα να δω να χαμογελάς χωρίς να φοβάσαι.»

Καρδιά μου μην φτερουγίζεις τόσο, καρδιά μου κάτσε φρόνιμα σου λέω.
Προσπαθώ να ηρεμήσω τον εαυτό μου από την ταχυπαλμία.

«Ρωτά με σειρά σου τώρα.»
Παιρνω μια βαθιά ανάσα για να χωνέψω ότι ο Σπενσερ το έκανε αυτό για εμένα και εγώ φοβόμουν ότι θα με χωρίσει αν το μάθει. Ποσό ηλίθια είμαι!
«Τι σκέφτηκες την πρώτη μέρα που με είδες; Και γιατί λες ότι η μητέρα σου αυτοκτόνησε;»
Τον ρωτάω
Γυρίζει το κεφάλι του προς εμένα καθώς μου χαμογελάει πλατιά.
«Αυτές είναι και οι δυο αδιάκριτες ερωτήσεις γλυκιά μου. Αλλά θα σου απαντήσω μόνο την μια.»

«Δεν σκέφτηκα τίποτα απλά άρχισα να ξανά ακούω την καρδιά μου να χτυπάει μόλις τα μάτια μου αντίκρισαν τα δικά σου. αυτό ήταν! ήσουν εσύ και εγώ, δεν μπορούσα να σκεφτώ τίποτα άλλο.»

Ξεφυσάω όσο και να με χαλαρώνουν τα λόγια του.
Με θυμώνει γιατί δεν μου είπε για την μητέρα του.
Αλλά δεν το συνεχίζω.
Περιμένω υπομονετικά για να ακούσω τις ερωτήσεις του.

«Ποιο είναι το αγαπημένο σου φρούτο; Και γιατί εκείνη την ημέρα στο αεροδρόμιο φιλιόσουν με τον Όλιβερ;»
Λέει καθώς σφίγγει λίγο το σαγόνι του. 
Αναστενάζω ακόμα θυμάται εκείνη την ημέρα.
Του έχω βγάλει την ψυχή μέχρι να πιστέψω τα λόγια του. Αλλά αυτός είναι ακόμα εδώ κοντά μου. Δίπλα μου και βλέπουμε τον αυγουστιάτικο ουρανό μαζί.
«Η φράουλες, και φίλησα τον Όλιβερ για να σε κάνω να καταλάβεις ότι δεν σου ανήκω.»
Απλά του λέω την αλήθεια όσο και να πονάει εγώ εκείνη την στιγμή ένιωθα προδομένη.
«Ακόμα πιστεύεις ότι δεν μου ανήκεις;»
«Ποτέ δεν το πίστεψα αυτό απλά ήθελα να το πιστέψεις εσύ»
Του λέω ενώ εκείνος χαμογελάει με τα λόγια μου και με αγκαλιάζει δυνατά.
«Μικρό μου βάσανο.»
Μου ψιθυρίζει και το σώμα μου ανατριχιάζει ολόκληρο από την χροιά της φωνής του.

«Συνεχίζουμε...»
Του λέω ενώ προσπαθω να σκεφτώ τι θέλω να μάθω.
Αλλά βλέπω τον ημίγυμνο δαίμονα μου που φοράει μονάχα μια βερμούδα και τα τατουάζ που διακοσμούν την επιδερμίδα του.
πάντα αναρωτιόμουν γιατί έχει τόσα τατουάζ όποτε να η ευκαιρία.

«Τι σου αρέσει να πίνεις; Και γιατί έχεις τόσα τατουάζ;»
Δεν αντιδράει καθόλου είναι τελείως ατάραχος και απλά με κοιτάει.

«Έχω κάνει όλα μου τα τατουάζ μέχρι την ηλικία τον είκοσι ξεκίνησα από τότε που πέθανε η μητέρα μου και απλά έκανα σχεδόν ένα κάθε μήνα χωρίς κανένα λόγο μόνο από αντίδραση.»

Ξεφυσάω δεν μου είπε τι πίνει γιατί μάλλον είναι πολύ προφανές.
Αλλά το θέμα μας πάλι έφτασε στην μητέρα του και στα πόσα τραύματα κουβαλάει ακόμα.
Έλεγα για το δικό μου ΣΚΟΤΑΔΙ αλλά εκείνος είναι σαν εμένα.

Αλλά εγώ όταν είμαι κοντά του νιώθω το φως να μεγαλώνει και το ΣΚΟΤΑΔΙ να εξαφανίζεται όταν αγκαλιάζω το κορμί του και ακούω την καρδιά του.

«Τι θα ήθελες να βγάλεις τώρα φωτογραφία; Και γιατί φοβάσαι τον πατέρα σου;»
Το μόνο πράγμα που θέλω να απαθανατίσω πλέον με την φωτογραφική μου είναι τα μάτια του και τίποτα άλλο.
«Τα μάτια σου. Τον φοβάμαι γιατί είναι σαν τον πατερα σου.»

«Δολοφόνος;»

Με ρωτάει χωρίς να γυρίσει προς εμένα.

Αλλά δεν μπορώ να του πω ότι ο βιολογικός μου πατέρας ήταν ναρκομανής και εξέδιδε για την δόση του ενώ εγώ ήμουν μόνο επτά ετών.

Δεν μπορώ να του πω ότι εξαιτίας του πατέρα του πέθανε η μανα μου και εγώ κατέληξα με τον βιολογικό μου πατέρα και με χρησιμοποιούσε.

Δεν μπορώ να του πω ότι ο πατέρας του ήταν ένας από τους πελάτες που με εκδίδε ο πατέρας μου.

Και απλά συμβιβάζομαι με ένα δειλό «ναι» καθώς τα δάκρυα τρέχουν σαν καταρράκτης στο πρόσωπο μου.

Εκείνος με παίρνει και με φέρνει πάνω στο σώμα του με αγκαλιάζει δυνατά και μου ψιθυρίζει «συγγνώμη, ας αφήσουμε αυτήν την συζήτηση για σήμερα.»
Τον σφίγγω δυνατά και αφήνομαι στην αγκαλιά του.
Εκεί που δεν υπάρχει ΣΚΟΤΑΔΙ αλλά υπάρχουμε μόνο εμείς οι δυο.

Χασμουριέμαι ενώ μυρίζω το άρωμα φρεσκάδας από τα σεντόνια. Ανασηκώνομαι λίγο απότομα δεν ξέρω ποτέ κοιμήθηκα μάλλον πρέπει να με έπιασε ο ύπνος στην παραλία.
Αλλά πως κατέληξα στο κρεβάτι δεν ξέρω.
Μάλλον θα με έφερε ο Σπενσερ.
Γυρίζω προς την άλλη πλευρά του κρεβατιού αλλά δεν είναι εκεί.
Που είναι όμως;

Σηκώνομαι λίγο πάω προς την βαλίτσα μου και παίρνω ένα μωβ σορτς και μια λευκή μπλούζα.
Βλέπω τα εσώρουχα μου να είναι όλα σκισμένα.
Τα νεύρα μου στο θεό, αλλά από την άλλη χασκογελάω .
Πρέπει να τον ρωτήσω γιατί δεν θέλει να φοράω εσώρουχα.

Ντύνομαι γρήγορα και κατεβαίνω κάτω ο Σπενσερ είναι στην κουζίνα, και φτιάχνει μια τσάντα με πράγματα.

Πάω πιο κοντά του στις μύτες τον ποδιών μου αλλά όταν σηκώνει το βλέμμα του πάνω μου εγώ παραλύω.
Αφήνει ό,τι κάνει και έρχεται μπροστά μου τα χέρια του φτιάχνουν τις τούφες από τα μαλλιά μου και τις τακτοποιεί πίσω από τα αυτιά μου.
Τον κοιτάω προσηλωμένη καθώς με πλησιάζει και τα χείλη του είναι χιλιοστά μακριά μου.

Τα χείλη του κουνιούνται και οι λέξεις με κάνουν να ανατριχιάζω.

«Καλημέρα Άγγελε μου.»

Μου λέει ενώ με σηκώνει και με στριφογυρίζει μες στην αγκαλιά του.

Ευτυχία οι αγκαλιές του είναι καθαρές δόσεις ευτυχίας.

«Έχω ετοιμάσει φαγητό θα πάμε βόλτα και θα φάμε στην παραλία.»
Μου λέει και εγώ απλά τον αγκαλιάζω πιο δυνατά.
Ψιθυρίζοντας του.

«Δεν μπορούσα ποτέ να πιστέψω ότι η αγκαλιά κάποιου θα με έκανε να νιώσω τόσο ευτυχία. Είσαι το δικό μου φως καρδιά μου.»

Ενώ σταματάμε να αγκαλιαζόσαστε και κοιτάμε ο ένας τον άλλον ενώνοντας τα χείλη μας.

Τα χείλη του είναι τόσο απαλα όσο ένα χάδι από φύλλο τριαντάφυλλου η γεύση τους είναι μέντα που ελαφρώς σε καίει ενώ εγώ παραδίνομαι τελείως και κλείνω τα μάτια μου ενώ εκείνος με ανασηκώνει πάνω του.

Προχωράει για να πάμε προς τις σκάλες μάλλον θα ξανά πάμε στο κρεβάτι.
Αλλά μόλις φτάνουμε στις τρεις πρώτες σκάλες με αφήνει κάτω και μου βγάζει το λευκό μου τισερτ και μετά κατεβαίνει και μου βγάζει το σορτς μου.
Έρχεται μπροστά μου και μου λέει
«Γύρισε και στησου στα τέσσερα εδώ και τώρα.»
Σαστίζω....

Ξεροκαταπίνω και απλά γελάω αμήχανα αλλά η πονηρή του έκφραση μου λέει ότι αυτό δεν θα τελειώσει έτσι εύκολα τα χέρια του με γυρίζουν καθώς αρχίζει να μου φιλάει την σπονδυλική μου στήλη ενώ η γλώσσα του με κάνει να ανατριχιάζω.
«Στησου γλυκιά μου και δεν θα χάσεις.»

Μου κάνει ενώ το χέρι του έχει κατέβει ανάμεσα στα πόδια μου και η σκέψεις μου θολώνουν.
Και απλά υποκύπτω στα λόγια του και στήνομαι στα τέσσερα στην εσωτερική σκάλα του σπιτιού.

Αισθάνομαι το χέρι του να με χαϊδεύει και αναστενάζω .
«Τι έπαθες γλυκιά μου;»

Με ειρωνεύεται θα τον σκοτώσω!!!!!!

Πάω να σηκωθώ για να γυρίσω να τον χαστουκίσω.
Μόλις γυρίζω με αρπάζει από το λαιμό μου και με φιλάει.
Πλέον κάθομαι σε ένα από τα σκαλοπάτια και τα χείλη του εξερευνούν το κορμί μου.
Ποσό γρήγορα μπορεί να μου θολώσει το μυαλό μονάχα με ένα του φιλι;
Με αφήνει δεν με αγγίζει πλέον καθώς μου δείχνει να γυρίσω και εγώ απλά το υπακούω.
Ξανά στήνομαι στα τέσσερα και το χέρι του ξανά αρχίζει να με χαϊδεύει.
Πλέον αισθάνομαι την στύση του να παίζει επάνω μου και ανατριχιάζω.
Ωστόσο μπαίνει μέσα μου και τα χέρια του σφίγγουν την μέση. Εγώ αρχίζω να καίγομαι και ταυτόχρονα να απολαμβάνω τη κάθε του ώθηση.
Με το ένα του χέρι μου τραβάει ελαφρώς τα μαλλιά αρχίζει να κουνιέται ρυθμικά μέχρι την στιγμή που μου τραβάει τα μαλλιά μου και εγώ ακολουθώ την αίσθηση του πόνου και σηκώνομαι. Είμαι πλέον στα γόνατα και τα κορμιά μας σχεδόν κολλημένα μπαινοβγαίνει μέσα μου ενω μου πιπιλίζει την πλάτη μου, το λαιμό μου τα χέρια του πιέζουν τις ρώγες μου.
Με κατεβάζει πάλι κάτω και εγώ κρατάω τα χέρια μου σφικτά δυο σκαλοπάτια παραπάνω καθώς εκείνος κουνιέται πιο δυνατά και τα υγρά μου πλημμυρίζουν τις σκάλες. Μετά από μερικές ωθήσεις χύνει και αυτός μέσα μου.
Δεν μπορώ να ανασάνω.
Το σώμα μου πονάει ολόκληρο.
Καταφέρνει να με διαλύει κάθε φορά.
Καταφέρνει να με κάνει να χύνω πάντα πριν από αυτόν τουλάχιστον δυο φορές.

Τα χέρια του με τραβάνε και με ανασηκώνουν στέκομαι πλέον μπροστά του καθώς τα χέρια του χαϊδεύουν το πρόσωπο μου.
Κοιτάω τα μπλε του μάτια και χάνομαι μέσα τους.
«Σαγαπαω»
Μου λέει και με κλείνει μέσα στην αγκαλιά του αλλά αυτή η λέξη τυλίγει το κορμί μου πολύ καλύτερα από τα χέρια του.

«Και εγώ σ' αγαπάω γλυκέ μου δαίμονα»

Η καρδιά του ακούγεται πιο δυνατά.
Η ανάσες του πιο έντονες.
Το χαμόγελο του το αισθάνομαι στο λαιμό μου.
Και εγώ σαν μικρό παιδί κρύβομαι μέσα στην αγκαλιά του.





Η παραλία που ξέρω κάθε σπιθαμή της είναι αγνώριστη όταν την περπατάω μαζί του.
Δεν μπορώ να πιστέψω ότι μονάχα με ένα του άγγιγμα όλα αλλάζουν μορφή.

Μόλις εκείνος κρατάει το χέρι μου όλα γίνονται πολύχρωμα.

«Αλλισον;»

Προφέρει το όνομα μου και εγώ λιώνω..
Είμαστε ξαπλωμένοι σε μια παραλία μερικά χιλιόμετρα μακριά από το σπίτι έχουμε περάσει όλη μας την ημέρα έξω.
Με έβαλε να μπω στην θάλασσα και με άφησε γυμνή σχεδόν δυο ώρες μέσα.
Μέχρι την στιγμή που νευρίασα....
Ναι μόνο τότε υποχωρεί...

Τότε μου έδωσε πάλι το μαγιό το οποίο πάλι είχε αγοράσει ο ίδιος.
Το μέγεθος είναι τόσο μικροσκοπικό που αισθάνομαι τελείως γυμνή αλλά εκείνος το απολαμβάνει αρκετά.

Δεν μπορώ να τον συνέφερω με τίποτα κάθε τρεις και λίγο έρχεται επάνω μου ανοίγει λίγο το πάνω μέρος από το ροζ μαγιό μου και μου φιλάει της ρώγες.
Αυτός ο άνθρωπος είναι σεξομανής.

«Άλλισον που ταξιδεύεις;»

«Εδώ είμαι καρδιά μου, οπουδήποτε και να ταξιδεύω με το μυαλό να ξέρεις ότι βρίσκεσαι παντού. Ούτε εκεί δεν μπορώ να σε αποχωρίστω.»

Χαμογελάει. Αυτό το χαμόγελο είναι το φως στο ΣΚΟΤΑΔΙ.

«Έχει αρχίσει να βραδιάζει μήπως πρέπει να φύγουμε;»
Θα πήγαινα οπουδήποτε μαζί του.
Μου έχει χαρίσει τα καλύτερα μου γενέθλια και δεν το ξέρει.
Σαν σήμερα πριν είκοσι έξι χρόνια εγώ γενήθηκα στο Κέιπ κοντ γιατί η μητέρα μου δεν πρόλαβε να πάει πίσω στην Βοστόνη.
Και σήμερα ο Σπενσερ με έκανε να ξανά γεννηθώ.
Με έκανε πάλι να ξανά γεννηθώ την τελευταία ημέρα του Αυγούστου.
«Ναι καρδιά μου πάμε μου αρκεί που είμαι μαζί σου.»

Εκείνος μου δίνει ένα πεταχτό φιλι καθώς σηκώνεται και μαζεύει τα πράγματα μας.
Μέχρι να φτάσουμε απλά περπατάγαμε χέρι χέρι χωρίς να μιλάμε αλλά οι καρδιές μας λειτουργούσαν συγχρονισμένα οι κάθε ροή αίματος στις φλέβες μας κυλούσε με τον ίδιο ρυθμό.
Αισθανόμουν την κάθε ροή αίματος που κυλούσε στις φλέβες του χεριού του.

Είμαστε πάλι κοντά στο σπίτι είναι τόσο μοναχικό.
Δεν έχει ούτε ένα φως ανοιχτό αυτό το σπίτι χρειάζεται ζωή. Χρειάζεται ανθρώπους για να το κάνουν χαρούμενο. 

Ο Σπενσερ ξεκλειδώνει την πόρτα και μου λέει να μπω μεσα.
Όμως μόλις μπαίνω μεσα απλά τρελαίνομαι.

«ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ!!!!»

Φωνάζουν όλοι τους η Ανν, ο Όλιβερ, ο Βίνσεντ, ο τζος, ακόμα και η σαρα.....

Δεν μπορώ να διανοηθώ ότι μου έκαναν πάρτυ έκπληξη.
Έχω μείνει με το στόμα ανοιχτό όσο έρχονται και με αγκαλιάζουν.

Είμαι τόσο χαρούμενη αλλά και τόσο τρομοκρατημένη δεν έπρεπε να βρίσκονται εδώ.

Γυρίζω προς τον Σπενσερ και του λέω «Εσύ;»

Ενώ εκείνος μου δείχνει την Ανν με το δάχτυλο του.
Όσες φορές και να θυμώνω μαζί της, δεν παύει να είναι η καλύτερη οικογένεια που είχα ποτέ....

Όταν έλεγα ότι το σπίτι χρειάζεται ζωή.
Επιτέλους ήρθε και λίγο ζωή για αυτό το σπίτι.
Έχουν στολίσει τα πάντα.
Μου φέρνουν την τούρτα και μου λένε
κάνε μια ευχή.

'Εύχομαι να είναι η ζωή μου φυσιολογική όπως σήμερα θέλω να ζω όλη την υπόλοιπη ζωή μου'

Σε παρακαλώ ευχή πιάσε αυτή την φορά.....

Σβήνω τα κεριά.. και όλοι τους χειροκροτάνε.
Ο Σπενσερ με αγκαλιάζει και μου ψιθυρίζει
«χρόνια πολλά μικρό μου βάσανο.»

Ευτυχία έτσι σαν την θάλασσα έτσι μυρίζει η ευτυχία.

Όλο μας το βράδυ πέρασε με μουσική αλκοόλ και της περίεργες ιστορίες του Όλιβερ και του Βίνσεντ.
Ο ένας έλεγε για την Ισπανία και ο άλλος για τα περίεργα ταξίδια στην θάλασσα.
Και πως έμαθε να μαγειρεύει επειδή ταξίδευε μόνος του.
Θα ήθελα πολύ να είμαι σαν τον Βίνσεντ και να ταξιδεύω χωρίς να με νοιάζει τίποτα..

Ο Όλιβερ σηκώνεται και έρχεται κοντά ευτυχώς το χαρούμενο κλίμα δεν άλλαξε προχωράμε διακριτικά προς την κουζίνα.
Δεν κρατιέται θέλει να μου φωνάξει και το ξέρω ότι έχει δίκιο.
«Άλλισον αυτό είναι επικίνδυνο. Δεν έπρεπε να είμαστε εδώ. Το ξέρω ότι είναι τα γενέθλια σου αλλά πρέπει να φύγεις από εδώ φαντάσου να έχει ακολουθήσει την Ανν. θα είναι εδώ, θα έρθει να σε βρει και δεν θέλω να πάθεις κάτι. Σε παρακαλώ λογικέψου.»
«Το ξέρω ότι έχεις δίκιο Όλιβερ σε ευχαριστώ αλλά είναι μόνο για σήμερα αύριο θα φύγω, και θα φύγω μόνη μου χωρίς τον Σπένσερ. Θα πάω εκεί που είχαμε συμφωνήσει αλλά θα πάω μόνη μου χωρίς εσένα και χωρίς τον Σπένσερ.»

Ξεροβήχει! Κάποιος είναι πίσω μου και ξεροβήχει!
Κοιτάω τον Όλιβερ και απλά δεν κουνιέται.
Ένα άψυχο άγαλμα!
Γυρίζω και είναι η σαρα!
«Και να ήθελες Αλλισον δεν θα τον άφηνα εγώ να έρθει κάπου μαζί σου. Δεν είμαι τόσο ηλίθια.»
Γιατί αυτή η κοπέλα ειναι τόσο ηλίθια!
Δεν μπορώ να αντέξω κάτι τέτοιο ο Όλιβερ είναι φίλος μου και αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει.
«Δεν θα έρθει μαζί μου επειδή δεν θέλω να πάθει κάτι. Όχι επειδή το λες εσυ σαρα. Δεν ξέρω τι έχεις πάθει μαζί μου αλλά ο Όλιβερ είναι ο καλύτερος μου φίλος.»
Δένει τα χέρια της στην μέση της και κοιτάει επίμονα τον Όλιβερ...
Δεν μπορώ να καταλάβω αλλά νιώθω αρκετά αμήχανα....
Βλέπω τα βλέμματα τους ειναι σαν ένας μικρός σεισμός που άμα δυναμώσει μπορεί να καταστρέψει τα πάντα.
«Δεν της έχεις πει τίποτα;»
Τι να μου πει για ποιον λόγο να μου πει...
Η απελπισμένη έκφραση του Όλιβερ με κάνει να αγχώνομαι..
«Μην τολμήσεις και αναφέρεις τίποτα γιατί τελειώσαμε.»
«Έχουμε ήδη τελειώσει και δεν το έχεις καταλάβει από την στιγμή που με φωναξες με το όνομα της.»
Όχι όχι αυτό δεν μπορώ να το διαχειριστώ ο Όλιβερ είναι ο καλύτερος μου φίλος...
«Όχι αλλισον δεν είναι ακριβώς όπως τα λέει απλά έχει νεύρα άσε με να σου εξηγήσω.»
Πιάνει το χέρι και με τραβάει για να βγούμε έξω από την πόρτα της κουζίνας.
«Όχι σε παρακαλώ άσε με απλά μην χαλάσεις την διάθεση τον υπόλοιπων που είναι μεσα..»
«Δεν θα χαλάσω καμία διάθεση απλά ήμουν μόνος και περίμενα εσενα και μόλις μπήκε στο γραφείο είπα Αλλισον χωρίς να το σκεφτώ. Και από εκείνη την στιγμή μου έχει βγάλει την ψυχή! Αυτό ειναι ολο.»
Βλέπω κάτι περίεργο στο βλέμμα του που δεν το είχα ξανά δει ο τρόπος που με κοιτάει!
«Εντάξει Όλιβερ αλλά μπες μέσα τώρα και εγώ θα πάω λίγο στην θάλασσα. Πήγαινε και ζητά της συγγνώμη τώρα!»
Χαμογελάει λίγο και πάει να με αγκαλιάσει αλλά δεν τον αφήνω και τον σπρώχνω να μπει μεσα.

Αποχωρώ για λίγο ηρεμα και πάω να δω την θάλασσα εφόσον δεν έχω την δύναμη να ταξιδεύω σε αυτήν τουλάχιστον μπορώ να την χαζεύω από την ακτή.
Αποχωρώ για να μην σκέφτομαι αυτά που είπαν η σαρα με τον Όλιβερ..
Δεν θέλω να χωρίσουν εξαιτίας μου, και δεν μπορώ να πιστέψω ότι ο Όλιβερ μπορεί να ενδιαφέρεται για εμένα ερωτικά.

Αλλά δεν εχουνε περάσει παρα μόνο μερικά λεπτά ώσπου ο Σπενσερ έρχεται δίπλα μου.

«Τι έχεις Άγγελε μου γιατί είσαι μελαγχολική;»

Ξεφυσάω......

«Εφόσον δεν μπορώ να ταξιδέψω στην θάλασσα τουλάχιστον μπορώ να την χαζεύω από την ακτή.»
Δεν μπορώ να του πω για αυτά που έγιναν μεσα εκείνος σιχαίνεται τον Όλιβερ και άμα μάθει και αυτό θα γίνει χειρότερα...

Απλά χαμογελάει ούτε μου απαντάει ούτε δεν μου λέει τίποτα.
Καθόμαστε και οι δυο με τα χέρια στους αγκώνες μας και κοιτάμε την θάλασσα.
Έχει περάσει τουλάχιστον μισή ώρα χωρίς να μιλήσουμε μέχρι που με σκουντάει.

Το βλέμμα μου κατευθείαν σε αυτό το μικρό κουτί που κρατάει στο χέρι του.
Γιατί δεν το είχα παρατηρήσει πιο πριν ότι το κράταγε.

ξεροκαταπίνω..

Εκείνος μου δίνει στο χέρι μου το μικρό πράσινο κουτί.
Στο οποίο απάνω αναγράφεται Tiffany.
Μόλις το ανοίγω και αντιλαμβάνομαι ότι είναι δαχτυλίδι σαστίζω. Το κλείνω και απλά το το προσφέρω πίσω.

«Απλά δέξου ότι είσαι δίκη μου μην με κανεις συνέχεια να απελπίζομαι.
Δεν σου λέω παντρέψου με απλά φόρα το θέλω να το βλέπω επάνω σου και να αισθάνομαι ότι δεν σε χανω από την ζωή μου.»

Καθώς βγάζει από το κουτί το λευκόχρυσο δαχτυλίδι με το πιο αστραφτερό διαμάντι.

Πιάνει το αριστερό μου χέρι και μου το φοράει.
Δεν αντιδράω.
Εκείνος μόλις μου το φοράει μου φιλάει το χέρι και εγώ τον αγκαλιάζω δυνατά.

Δεν ξέρω μερικές φορές γίνομαι τελείως ψυχρή και απότομη.
Τα λόγια του με τάραξαν.
"Μην με κανείς συνέχεια να απελπίζομαι"
Δεν θέλω να απελπίζεται είμαι μόνο δίκια του και αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει.

Τα χείλη του συναντάνε τα δικά μου απαλα σαν μετάξι.
Είναι ο παράδεισος της ζωής μου.
Αλλά κάποιος μας φωνάζει να μπούμε μεσα και εμείς αποτραβιόμαστε χαμογελώντας.

Αλλά του λέω «πήγαινε εσυ εγώ θα έρθω σε λίγο.» Ήθελα λίγο χρόνο να εμπεδώσω αυτό που μόλις μου συνέβη τώρα.
Θέλω να εμπεδώσω ότι μπορεί να χάσω τον καλύτερο μου φιλο το στήριγμα μου. Δεν μου πέρασε ποτέ από το μυαλό ότι ο Όλιβερ θα με ήθελε ερωτικά..

Σκύβει λίγο και μου δίνει ένα πεταχτό φιλι καθως μου λέει λίγο πονηρά «ελπίζω να μην το σκάσεις σε θέλω μες στην ζωή μου.»
Απλά χαμογελάω δεν σκοπεύω να το σκάσω ποτέ από τον παράδεισο μονάχα αν με εξορίσουν.

Κάθομαι πλέον μονη μου με την θάλασσα στα πόδια μου.
Κάθομαι και βλέπω πως τα άστερια μπορούν να φωτίσουν την θάλασσα.
Έτσι θέλω τα αστέρια να φωτίσουν την ζωή μου.

Πάω να σηκωθώ τελικά για να πάω μεσα να βρω την νέα μου οικογένεια γιατί οι φίλοι σου είναι η οικογένεια που εσυ έχεις επιλέξει να έχεις.

Και το μόνο που σκέφτομαι είναι να διορθώσω αυτό που συνέβη με τον Όλιβερ

Όμως μόλις γυρίζω αντιλαμβάνομαι το ΣΚΟΤΑΔΙ μου.
Το ΣΚΟΤΑΔΙ που με κυνηγάει.
Ο βιολογικός παΤΕΡΑΣ μου είναι εδώ και μου δείχνει να πάω προς αυτόν.
Ξεροκαταπίνω.

Προχωράω τρομοκρατημένη. Έχω να τον εδώ σχεδόν δεκαοκτώ χρόνια αλλά ακόμα τον φοβάμαι το ίδιο.
Με βρήκε μετά από τόσα χρόνια με βρήκε.
Ο Όλιβερ είχε δίκιο δεν έπρεπε να έρθουν εδώ.
Προσπαθώ να βρω έναν τρόπο για να ξεφύγω, αλλά προς τα που να πάω προς την θάλασσα;
Κοιτάω το σπίτι απεγνωσμένα.
Θέλω να φωνάξω αλλά βλέπω το όπλο που κρατάει στο άλλο χέρι οπότε δεν αντιδράω απλά προχωράω φοβισμένη, τρομοκρατημένη, απελπισμένη. έχω γυρίσει πίσω και είμαι η Αλλισον επτά ετών που ο πατέρας της την εκδίδε για την δόση του.
Μόλις βρίσκομαι μπροστά του και βλέπω πάλι το πρόσωπο του, το πλέον ρυτίδιασμενο πρόσωπο του.
Κλαίω! Εκείνος όμως βάζει το δάχτυλο στα χείλη του και μου λέει να σκάσω.
«Σκάσε και έλα μαζί μου.»
«Όχι δεν έρχομαι πουθενά μαζί σου.»
Του λέω δεν θέλω να πάω φοβάμαι....
«Θα έρθεις αν δεν θες να μάθει ο γόης σου ότι είσαι μια κοινή πουτανα που την πήδαγε ο πατέρας του. Και αν θες βέβαια να μην πάθει κανένας άλλος κακό.»
Υποφέρω, υποφέρω από τα λόγια του.
Δεν είχα σκεφτεί ποτέ τι θα συνέβαινε αν ο Σπενσερ το μάθαινε αυτό.

Αλλά πιο πολύ δεν θέλω να πάθει κανένας κακό είναι οι οικογένεια μου και θα έκανα τα πάντα για να μην υποφέρουν.
Φοβάμαι και απλά τον ακολουθώ.
Ακολουθώ το ΣΚΟΤΑΔΙ αφήνοντας το φως πίσω μου.


Γεια σας φίλοι του wattpad

Μου έχετε λείψει αρκετά να ξέρετε.

Πως σας φάνηκε το κεφάλαιο;

Σήμερα μάθαμε όλα τα μυστικά που βασανίζουν την Αλλισον.

Δεν ξέρω πότε θα σας ανεβάσω καινούριο κεφάλαιο ξανά γιατί τον τελευταίο καιρό τρέχω και δεν φτάνω.

Πείτε μου στα σχόλια αν σας άρεσε και αν έχετε κάποιες απορίες...

Σας φιλώ💗💗💗💗💗

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top