Κεφάλαιο Νο14

Τρέχω, τρέχω, τρέχω, τρέχω, τρέχω, τρέχω, τρέχω.
Προσπαθώ να βρω που θα πάω.
Είμαι χαμένη, είμαι με μια βαλίτσα στο χέρι καθώς περπατώ νευρικά μες στο πλήθος.

Χαίρομαι που το Μανχάτταν είναι μια τόσο απρόσωπη
πόλη, και δεν ενδιαφέρεται κανείς γιατί κλαίω καθώς τρέχω με μια βαλίτσα στο χέρι.
Τα τέρατα μου μεγάλωσαν ο Σπενσερ έγινε ένα από αυτά.

Εκείνος έγινε ο χειρότερος εφιάλτης από όλους.
Είμαι τόσο ηλίθια που του χάρισα την καρδιά μου απλόχερα.
Δεν σκέφτηκα τίποτα δεν πίστεψα ποτέ ότι και αυτός είναι απλά ένας Ντερν, και το μόνο που θέλουν είναι εξουσία.
Θα την πάρουν και με τον πιο χυδαίο τρόπο.

Το μόνο που θέλω είναι να μην τον ξανά δω ποτέ ξανά μες στην ζωή μου.
Τα μάτια μου καίνε, τα χέρια μου τρεμοπαίζουν όσο προσπαθώ να πάρω τηλέφωνο τον Όλιβερ.
Αλλά δεν το ανοίγει κανείς.
Ούτε ο σπαστικός τζος!

Ναι τον Όλιβερ τον χρειάζομαι για να επιστρέψω το πενήντα τοις εκατό στον Σπένσερ.
Δεν θέλω να έχω τίποτα να με συνδέει μαζί του.
Θέλω απλά να εξαφανιστω.
Προσπαθώ να βρω κάποιο ταξί δεν ξέρω που βρίσκομαι αλλά έχω αποθηκεύσει την διεύθυνση του γραφείου του Όλιβερ για να πάω.

Έχω τουλάχιστον μισή ώρα έξω και επιτέλους βρίσκω ένα ταξί. Έναν μεσήλικα που μιλάει συνέχεια και δεν αντέχω.
Δεν απαντάω σε κάποια άσχετα πράγματα που με ρωτάει, και κάποια στιγμή απλά σταμάτησε.
Έχουμε μισή ώρα μες στην κίνηση δεν ξέρω ποσό μακριά είχα φτάσει.
Αλλά ακόμα συνεχίζουμε.

Μόλις φτάνω ξεφυσάω δεν ξέρω πως θα εξηγήσω στον Όλιβερ όλο αυτό. Αλλά ελπίζω να με βοηθήσει ώστε να ξεφορτωθώ μια για πάντα τον Σπενσερ.
Πάω γρήγορα προς το ασανσέρ, και ευτυχώς είναι άδειο.

Μετράω έναν έναν τους ορόφους μέχρι και τον τελευταίο. Ανοίγουν οι πόρτες, αλλά παραδόξως δεν σταμάτησα πουθενά κανένας δεν ήθελε μάλλον να χρισημοποιησει το ασανσέρ.
Χτυπάω δυνατά την πόρτα αλλά τίποτα συνεχίζω επί δέκα λεπτά ώσπου αντιλαμβάνομαι ότι είναι κυριακή και απλά χτυπάω άδικα. Είμαι τόσο άτυχη που δεν παίζεται.

Απλά κάθομαι στο κρύο δάπεδο του δεκάτου πέμπτου ορόφου.
Δεν ξέρω τι θα κάνω πως θα επικοινωνήσω με τον Όλιβερ αλλά μάλλον πρέπει να βρω κάπου εδώ κοντά να διανυκτερεύσω σήμερα, και να έρθω αύριο.
Μαζεύω όλη μου την απογοήτευση από τα πατώματα, και σηκώνομαι να αντιμετωπίσω την αλήθεια έστω και με δάκρυα στα μάτια. 

Κατεβαίνω κάτω μόλις βγαίνω στην εξώπορτα ο Όλιβερ είναι εκεί ευτυχώς θέλω να ξεμπερδεψώ με όλο αυτό κατευθείαν.
Δεν θέλω να παραμείνω ούτε μια μέρα παραπάνω εδώ.
Αλλά είναι τόσο σοκαρισμένος που ούτε να το κρύψει δεν μπορεί. Προσπαθεί κάτι να προφέρει αλλά δεν βρίσκει λόγια, και απλά με κοιτάει. Με κοιτάει σε αυτή την εξουθενωτική κατάσταση που με έφτασε ο Σπένσερ μες σε ένα βράδυ.

«Χρειάζομαι την επαγγελματική σου βοήθεια επειγόντως σήμερα.»
Του λέω ενώ προσπαθώ να μην τρέμω.
«Τι σου συνέβη Αλλισον;»
Απλά τον κοιτάω στα μάτια επικρατεί σιωπή δεν μπορώ να αρθρώσω ούτε μια λέξη.
Μου παίρνει την βαλίτσα από το χέρι και απλά μου λέει.
«Πάμε μέσα.»

Ενώ το χέρι του ακουμπάει την πλάτη μου.
Το άγγιγμα του είναι ζεστό και απλά κλαίω στα βουβά. Ενώ κρατάω το κεφάλι κατεβασμένο μέχρι που φτάνουμε μες στο γραφείο του.
Κάθομαι στην μια από τις δυο καρέκλες μπροστά από το γραφείο του ενώ εκείνος κάθεται στην άλλη, και όχι δεν κάθεται στο γραφείο του.

«Θέλεις να σου φέρω λίγο νερό.»
«Δεν θέλω τίποτα, το μόνο που θέλω είναι την βοήθεια σου για να μεταφέρω τις μετοχές στον Σπενσερ Ντερν.»
Μπορεί να μην έχω σηκώσει το κεφάλι μου αλλά τα χέρια του πιέζουν τα γόνατα του τόσο πολύ. Φαίνεται ότι δεν του αρέσει όλο αυτό.
Είχε υπολογίσει ότι θα κατασκόπευα εκεί για δικό του όφελος.

«Σήκωσε το κεφάλι σου.» Μου λέει....
Καθώς προσπαθεί με το δικό του χέρι να πλησιάσει το πιγούνι μου.
«Μην με αγγίζεις.»
Του λέω με μια πιο δυνατή φωνή από όσο θα ήθελα.
Αλλά τράβηξε το χέρι του κατευθείαν.
Σηκώνω το βλέμμα δειλά, δειλά, για να αντικρίσω πάλι τον αλαζονικό Όλιβερ αλλά αυτό το βλέμμα λείπει απλά νομίζω είναι λίγο τρομοκρατημένος.
Δεν ξέρω αν είναι τρομοκρατημένος γιατί του είπα να μην με αγγίξει, η γιατί με βλέπει σε αυτήν την κατάσταση.

«Θα με βοηθήσεις και φυσικά θα σε πληρώσω απλά το χρειάζομαι επειγόντως σήμερα γιατί θέλω να φύγω.»
Του λέω ενώ ένα μικρό χαμόγελο σκάει στα χείλη του.
«Δεν με ενδιαφέρει αν θα με πληρώσεις, αλλά γιατί θες να του παραχωρήσεις το ποσοστό του ξενοδοχείου;»

Τον κοιτάω στα μάτια θέλει να του απαντήσω. Δεν μπορώ να μιλήσω σε κανέναν για τον εξευτελισμό που με έκανε να περάσω ο Σπένσερ, και ο κάθε Ντερν στα χέρια τους.
«Η θα με βοηθήσεις χωρίς να να σου απαντήσω, η θα με αναγκάσεις να βρω κάποιον άλλον δικηγόρο για να το κάνει και δεν θέλω να είναι χρονοβόρο σε παρακαλώ.»

Με κοιτάει ακόμα σηκώνει λίγο το χέρι του να με πλησιάσει αλλά το μαζεύει.
Ευτυχώς δεν χρειάστηκε να του ξανά αναφέρω ότι δεν θέλω να με αγγίζουν.
Σηκώνεται και κάθεται στο γραφείο του ανοίγοντας τον υπολογιστή του αμίλητος.
Για περίπου τρεις χιλιάδες οκτακόσια σαράντα δευτερόλεπτα. Που αντιστοιχεί σε μια ώρα και τέσσερα πρώτα λεπτά. Ώσπου το φωτοτυπικό αρχίζει να ακούγεται και ο Όλιβερ σηκώνεται να μαζέψει τα χαρτιά. Τα ξανά διαβάζει ξανά, και ξανά, μέχρι που τα ακουμπάει μπροστά μου.
«Διάβασε το και θα υπογράψεις όπου αναγράφει το όνομα σου. Όταν τελειώσεις θα το παραδώσω εγώ στον Σπενσερ για να υπογράψει και αυτός.
Για να μην ξανά χρειαστεί να τον ξανά συναντήσεις.»
Απλά το περνάω αδιάφορα μην δίνοντας καθόλου σημασία. Απλά μετράω περίπου ένα λεπτό, και υπογράφω την κάθε σελίδα. Διαβάζω το όνομα μου δίπλα στο δικό του αηδιασμένη.
«Αα και να ξέρεις τα χρήματα θα μπουν κανονικά στον λογαριασμό σου μέχρι την άλλη εβδομάδα.»
Απλά σηκώνω το κεφάλι μου λίγο και τον βλέπω με το φρύδι ανασηκωμένο.
«Αλήθεια πιστεύεις ότι με ενδιαφέρει αυτό τώρα;»
«Θα σε ενδιαφέρει αργότερα τα χρήματα πάντα χρειάζονται Αλλισον.»
Ενώ χαμογελάει ξανά επέστρεψε αυτό το σπαστικό χαμόγελο.
Μόλις τελείωσα με της υπογραφές ξεφυσάω και ένα μεγάλο βάρος έφυγε από πάνω μου.
Δεν θέλω ούτε να ξανά ακούσω το όνομα του ποτέ ξανά.

"Για εμένα τελείωσε ο Σπενσερ ο μοναδικός άντρας που άφησα να με αγγίξει με την θέληση μου και μου βίασε την ψυχή μου."

«Αλλισον έχεις επαφή με το περιβάλλον.»
Ακούω τον Όλιβερ να λέει και απλά σηκώνομαι όρθια.
«Ναι σε ευχαριστώ πολύ, και θα σε πληρώσω κανονικά.»
Του λέω. δεν έχει καμία υποχρεώση να μου κάνει χαρές.
«Όχι Αλλισον είμαστε εντάξει δεν χρειάζομαι κάτι εσύ τι θα κανείς τώρα.»

Εγώ τι θα κάνω; θα φύγω τρέχοντας για να κρυφτώ στο σκοτεινό μου δωμάτιο.
Αυτό θα κάνω και δεν θα ξανά αντικρίσω ποτέ κανέναν Ντερν.
«Απλά θα βρω πτήση για Βοστόνη και θα φύγω σπίτι μου.»
«Περίμενε να ψάξω εγώ για της σημερινές πτήσεις.»
Αλήθεια τώρα δεν θέλω να του είμαι τόσο υποχρεωμένη.

«Όχι δεν χρειάζεται αρκετά έχεις κάνει για εμένα.»
«Περίμενε μισό λεπτό εδώ τα βρήκα.»
Ενώ ψάχνει στον υπολογιστή του.
«Δεν υπάρχει ούτε μια κενή θέση για σήμερα Αλλισον μονάχα αύριο το πρωί στης εννέα.»
Όχι, όχι άλλη μια μέρα στην νέα Υόρκη θέλω να φύγω. Θέλω να βγάλω αυτό τον θάνατο από απάνω μου.
«Είσαι σίγουρος; Δεν υπάρχει τίποτα;»
Περιμένω να αντιδράσει να κάνει ένα νεύμα ότι απλά μου έκανε πλάκα.
«Ναι Αλλισον,  και για αύριο πρέπει να κλείσουμε τώρα γιατί υπάρχουν περιορισμένες θέσεις.»
Ξεφυσάω.
«Ωραία θα κλείσω εγώ από το κινητό μου μόλις πάω στο ξενοδοχείο.»
Του λέω ενώ μαζεύω την τσάντα και την βαλίτσα μου.
«Έχεις κλείσει ξενοδοχείο;»
Που να έχω κλείσει δεν ξέρω που πατάω και που βρίσκομαι.
«Όχι αλλά κάπου θα βρω. Σε ευχαριστώ πάντως για όλα.»
«Έλα μαζί μου να χαλαρώσεις πρώτα και θα βρουμε που θα μείνεις.»
Δεν έχω και πολλές επιλογές δεν ξέρω κανέναν είμαι χαμένη. Το μόνο που θέλω είναι να φύγω και απλά γνέφω καταφατικά.
Κατευθείαν σηκώνεται και φεύγουμε χωρίς να μου εξηγήσει ακριβώς που θα πάμε, αλλά ούτε εγώ δεν τον ρώτησα καθόλου.
Στην διαδρομή προσπαθώ να βγάλω το εισιτήριο μου, αλλά μια πτήση χωρίς στάση δεν υπάρχει. Όποτε συμβιβάζομαι με την πιο οικονομική γιατί η τιμές είναι τρελές.
Δεν ξέρω αν θα έχω λεφτά για ξενοδοχείο, και για το ταξί μέχρι το αεροδρόμιο αύριο.
Δεν μπορώ μια φορά στην ζωή μου απλά να μην έχω προβλήματα.
«Φτάσαμε!»
Ακούω την φωνή του Όλιβερ, και εκεί τον ρωτάω αυθόρμητα.
«Που ακριβώς φτάσαμε.»
Δεν παρατήρησα καθόλου την διαδρομή είχα το μυαλό μου να βγάλω το εισιτήριο, και ποσό σκατα τα έχω καταφέρει.
«Είμαστε κάτω από το σπίτι μου.»
Απλά δεν μπορώ να αρθρώσω λέξη απλά θα κάτσω λίγο και θα φύγω.
«Ηρέμησε μην με κοιτάς τρομοκρατημένη! Απλά για να ηρεμήσεις σε έφερα εδώ να μην τριγυρνάς στους δρόμους με μια βαλίτσα.»

Απλά βγαίνω από το αυτοκίνητο είμαστε στο πάρκινγκ και προχωράμε προς την εσωτερική είσοδο.
Μόλις μπαίνουμε στο ασανσέρ απλά βάζω τα δυο μου χέρια στο πρόσωπο μου μέχρι να ακούσω την πόρτες να ανοίγουν.
Επιτέλους φτάσαμε! Μόλις ανοίγει την πόρτα αντιλαμβάνομαι από τα μεγάλα παράθυρα είμαστε αρκετά ψηλά το απέραντο μπλε είναι μπροστά μας. Ωστόσο στο σπίτι του υπάρχουν μόνο γήινες αποχρώσεις. Εκτός από μια γωνία που έχει κρεμασμένη μια καθαρά, και μερικά μικρά διακοσμητικά σε έντονα χρώματα.

«Καλώς ήρθες στο σπίτι μου μπορεί να μην είναι σαν το παλάτι του Σπένσερ......»
«Δεν θέλω να ξανά ακούσω το όνομα του.»
Τον διακόπτω ενώ γυρίζω να τον αντικρίσω κατάματα.
«Εντάξει ηρέμησε μπορώ να τον αποκαλώ ηλίθιο τουλάχιστον;»

Εκεί είναι που σκάω ένα μικρό χαμόγελο μετά από αρκετή ώρα.
«Ναι αυτό είναι τέλειο.»
Του απαντάω.
«Μπορείς να καθίσεις στον καναπέ αν θες, και η τουαλέτα είναι ευθεία στο βάθος.»
Απλά γνέφω καταφατικά, και πάω να κάτσω στο καναπέ. Δεν ξέρω τι θα κάνω ούτε πως θα σκοτώσω την ώρα μου μέχρι αύριο το πρωί.

Είναι πλέον μεσημέρι έτσι έχω άλλες δέκα επτά ώρες που είμαι αναγκασμένη να βρίσκομαι στο Μανχάτταν.
Πρέπει να βρω ένα δωμάτιο ξενοδοχείου για να κοιμηθώ. Αλλά όσο βλέπω τις τιμές έχω αρχίσει και αγχώνομαι. Δεν μπορώ να πληρώσω ούτε μια από αυτές. Στο τέλος θα μείνω απλά στο δρόμο μέχρι να ξημερώσει.

Παρατηρώ ότι ο Όλιβερ λείπει, και απλά ακούγεται θόρυβος από την κουζίνα όπου πάω να ερευνήσω.
Σηκώνεται απότομα όρθιος από την μέσα πλευρά του πάγκου, και η καρδιά μου βγήκε από την θέση της
«Με τρόμαξες Όλιβερ.»
«Δεν μπορώ να καταλάβω την διαφορά από το πρωί είσαι έτσι.»
Μου λέει, και είναι αλήθεια είμαι τρομοκρατημένη!
Απλά πρέπει να το αφήσω πίσω μου.

Ξεφυσάω δυνατά.
«Τι κανείς εκεί;»
«Προσπαθώ να μαγειρέψω.»
«Ξερεις;»
Ενώ ανασηκώνω το ένα μου φρύδι.
«Ναι θα κάνω valenciana.»
Τι ήταν αυτό τώρα, τι ήταν αυτή η προφορά.
«Παρακαλώ! τι είναι αυτό;»
Χαμογελάει ενώ συνεχίζει την δουλειά του λέγοντας μου.
«Είναι ένα παραδοσιακό φαγητό της Ισπανίας συγκεκριμένα, της Βαλένθιας της πόλης από όπου κατάγεται ο πατέρας μου. Δηλαδή είμαι μισός Ισπανός.»

Απλά τον κοιτάω με ανοιχτό το στόμα. Για αυτό έχει αυτά τα όμορφα αρρενωπά χαρακτηριστικά.
Γυρίζω τα μάτια μου προς την γωνία με την κιθάρα.
«Ναι η κιθάρα ήταν υποχρεωτική στο σπίτι μας. Ο πατέρας μου ακόμα λέει, αν δεν τα βγάζεις πέρα με την δουλειά σου ξεκινά το τραγούδι.»
Εκεί είναι που ξεσπάμε στα γέλια.
Έχω πλέον χαλαρώσει μπορώ να ξεφύγω λίγο από αυτή την τρέλα που ζω.

Συνέχισα να κάθομαι μαζί του στην κουζίνα μέχρι που τελείωσε με το μαγείρεμα. Φάγαμε λέγοντας ασυναρτησίες, και η ώρα πέρασε αρκετά γρήγορα.
Πλέον είμαι πάλι στο καναπέ και προσπαθώ να βρω που θα μείνω.
«Μπορείς να μείνεις στον ξενώνα απόψε, και θα σε πάω εγώ στο αεροδρόμιο το πρωί.»
Ακούω την φωνή του Όλιβερ ενώ έρχεται προς το σαλόνι.

«Όχι δεν θέλω να γίνομαι άλλο βάρος έχει πλέον φτάσει επτά το απόγευμα πρέπει να φύγω.»
«Δεν υπάρχει πρόβλημα θα είναι καλύτερα να μείνεις εδώ ο Σπενς.... Ο ηλίθιος μπορεί να έχει πρόσβαση εύκολα σχεδόν σε όλα τα ξενοδοχεία.»
Αυτό δεν το είχα σκεφτεί. Ποσό χειρότερα μπορεί να θέλει να με κάνει να νιώσω.
Απλά του λέω «εντάξει»

Δεν έχω και πολλές επιλογές ούτε και λεφτά.
«Ωραία εγώ τότε θα κατέβω να πάρω την βαλίτσα σου από το αυτοκίνητο.»
Φεύγει νιώθω αρκετά αμήχανα, αλλά δεν έχω άλλη επιλογή.
Το κινητό μου χτυπάει, και εγώ αλλάζω εκατό χρώματα.
Αλλά ευτυχώς είναι η Άνν.

«Γεια σου Άνν.»
«Πού είσαι;»
Η φωνή της τρέμει έχω αρχίσει να έχω ταχυπαλμία.
«Απλά έτυχε κάτι, και δεν μπόρεσα να έρθω σήμερα.»
«Άλλισον που είσαι;»
«Θα σου πω όταν έρθω στο σπίτι.»
«Σε παρακαλώ πες μου;»
Γιατί με ρωτάει έτσι τι συμβαίνει.
«Είσαι καλά;»
«Όχι είναι ο Σπένσερ Ντερν εδώ, και σε ψάχνει σαν τρελός. Έχει καταστρέψει όλο το σπίτι.»
Όχι δεν γίνεται δεν μπορεί να μου το κάνει αυτό. Γιατί να βρίσκεται εκεί γιατί με ψάχνει τι άλλο θέλει από εμένα.
«Γλυκιά μου σε παρακαλώ πες μου που είσαι;»
Η φωνή του κάνει την καρδιά μου να καίει. Έχει τόση επίδραση επάνω μου ακόμα, και μετά από όλα αυτά που έχει κάνει.
Αλλά δεν πρόκειται να ξανά ξεγελαστώ από τα γλυκά του λόγια ποτέ ξανά.
Αυτό τελείωσε.
«Δεν σε αφορά που βρίσκομαι. Απλά φύγε από το σπίτι μου, και άσε την Ανν ήσυχη.»
Του λέω ενώ έχω σηκωθεί, και περπατώ πέρα δώθε στο σαλόνι.
«Σε παρακαλώ θέλω απλά να μιλήσουμε να σου εξηγήσω, και μετά μπορείς να κανείς ότι θέλεις.»
Μην υποκύπτεις Αλλισον, όχι μην γίνεσαι τέτοιο θύμα.
«Δεν έχουμε να πούμε τίποτα, και όσο για το ξενοδοχείο θα έχεις όλες της μετοχές σου. Δεν θέλω να έχω καμία επαφή μαζί σου.»
«Δεν με ενδιαφέρει τίποτα εκτός από εσένα απλά θέλω να με ακούσεις.»
«Ωραία τότε εξήγησε μου να τελειώνουμε γιατί από κοντά δεν υπάρχει περίπτωση.»
Ούτε λέξη δεν αρθρώνει.
Μόνο ακούω τη φωνή της ανν να ψιθυρίζει κάτι.
Αλλά τελικά τα αμήχανα λόγια του βγαίνουν από το στόμα του.
«Θα ήθελα να σου μιλήσω από κοντά αλλά......»
«Έφερα την βαλίτσα σου, και το βράδυ μπορούμε να δούμε ταινία να περάσει η ώρα.»
Προσπαθώ να του δείξω να κάνει ησυχία βάζοντας τον δείκτη μου στα χείλη. Αλλά χωρίς επιτυχία και μάλλον τον άκουσε και ο Σπενσερ. Γιατί έχει σταματήσει την πρόταση του μόλις ακούστηκε η φωνή του Όλιβερ.
«Είσαι με τον Όλιβερ;»
Με ρωτάει ενώ η φωνή του έχει αλλάξει τελείως χροιά έχει γίνει πιο βαριά, και οι βαριές αναπνοές του διαπερνούν το ακουστικό. Με κάνουν να νιώθω ευάλωτη.
«Δεν σε αφορά...»
Του λέω ενώ προσπαθώ να μαζέψω την αυτοπεποίθηση μου από τα πατώματα.
Ο Όλιβερ έχει πλησιάσει αρκετά κοντά.
«Απλά κλειστού το τηλέφωνο δεν αξίζει να γίνεσαι έτσι εξαιτίας του.»
Μου λέει πιο δυνατά προσπαθεί να τον εκνευρίσει ως συνήθως.
Αλλά εγώ ακόμα του κάνω σσσς για να σταματήσει.
Ο Σπένσερ κλείνει το τηλέφωνο χωρίς να μιλήσει άλλο, και εγώ έχω μείνει με το τηλέφωνο στο χέρι. Με μια καρδιά να χτυπάει σαν τρελή, με ένα μυαλό που έχει θολώσει από τα νεύρα, και ένα σώμα που δεν αντέχει άλλο.

Κάθομαι κάτω θέλω να καταλάβω γιατί με κυνηγάει. Δεν μου έκανε αρκετά;
Δεν με έκανε να νιώσω σκουπίδι;
Δεν με χρησιμοποίησε έτσι όπως ήθελε;
Τώρα τι άλλο θέλει!

«Σήκω Αλλισον δεν αξίζει να κλαις για κανέναν.»
Ακούμπαω το πρόσωπο μου δεν είχα αντιληφθεί ότι είχα αρχίσει να δακρύζω.
Σηκώνομαι όρθια σκουπίζω το πρόσωπο μου με τα χέρια μου. Το πρόσωπο μου πλέον τσούζει με την κάθε τριβή από το πολύ κλάμα.

«Δεν σκοπεύω να ξανά κλάψω για κανέναν.»
Του λέω ενώ παίρνω μια βαθιά ανάσα.
«Αλλά εσυ γιατί δεν σταμάτησες να μιλάς τώρα μπορεί να έρθει εδώ να με ψάξει.»
Του λέω ενώ έχω τρομοκρατηθεί μες σε λίγες ώρες έφτασε στην Βοστόνη ψάχνοντας με.
«Δεν υπάρχει περίπτωση μόλις έχω μετακομίσει εδώ. όποτε μέχρι αύριο το πρωί θα είσαι ασφαλής.»
Από τα λόγια του ανακουφίζεται όλο μου το κορμί, αλλά η καρδιά και το μυαλό είναι ακόμα εκεί.
«Εντάξει αλλά δεν θέλω να ξαναεπέμβεις όταν συζητάω με ενοχλεί.»
«Ενταξει κυρία μου. Εδω έφερα την βαλίτσα σου. Μπορείς να πας να κανείς μπανιο να χαλαρώσεις, και μετά θα βάλω ταινία.»
Γιατί προσπαθεί να είναι καλός μαζί μου. Κανένας άντρας δεν είναι καλός.
Είμαι εδώ μονάχα επειδή δεν έχω που να μείνω. Δεν ξέρω αν αυτά τα λόγια τα πιστεύω, η τα λέω για να τα πιστέψω επειδή έχω αρχίσει να συμπαθώ τον Όλιβερ.
Κρατάει την βαλίτσα μου, και προχωράει προς τον ξενώνα.
«Εδώ θα κοιμηθείς σήμερα σου έχω βάλει και πιτζάμες στην άκρη του κρεβατιού αν θες να φορέσεις. Να ξέρεις η πόρτα έχει κλειδαριά, και μπορείς να κλειδώσεις για να κοιμηθείς ποιο άνετα.»
Όσο εκείνος μου μιλούσε, εγώ απλώς ντρεπόμουν να τον κοιτάξω νιώθω τόσο άσχημα, έχω γίνει βάρος σε έναν ξένο άνθρωπο.
«Σε ευχαριστώ πολύ για την φιλοξενία σου Όλιβερ, και για όλα. Σου υπόσχομαι κάποια στιγμή θα σου το ξεπληρώσω.»
Απλά χαμογελάει. Εγώ δεν εστιάζω καθαρά στα μάτια του γιατί ντρέπομαι.
«Δεν θέλω να μου ξεπληρώσεις τίποτα. Τώρα σε αφήνω πάω στο σαλόνι.»
Ενώ αποχωρεί.....
Βρίσκομαι στον ξενώνα ενός ξένου. Στον ξενώνα με της λευκές αποχρώσεις. Που σε κάνει να νιώθεις σαν λεκές μες στο δωμάτιο, σαν ένα διακοσμητικό που δεν ταιριάζει με τον χώρο.
Ανοίγω την βαλίτσα πιάνω τις μαύρες πιτζάμες για να της φορέσω, αλλά είναι ποτισμένες με το άρωμα του. Η καρδιά μου λέει αγκάλιασε τα δυνατά, και το μυαλό πέταξε τα πάλι μέσα.
Συγγνώμη καρδιά δεν πρόκειται να σε ξανά ακούσω.
Μουρμουρίζω.
Καθώς τα πετάω πάλι στην βαλίτσα.

Παίρνω τις πιτζάμες του Όλιβερ, και θα συμβιβαστώ με αυτά. Είναι αντρικά αλλά φαίνονται αχρησιμοποίητες. Αυτό το λευκό χρωμα κυριαρχεί παντού ακόμα και στις πιτζάμες.

Ένα υπερβολικά ζεστό μπάνιο με βοήθησε αρκετά ώστε οι μυς του σώματος μου να χαλαρώσουν, και η σκέψη μου να ξεφεύγει από την πραγματικότητα. Η επιδερμίδα μου κατακόκκινη αλλά τουλάχιστον τώρα δεν είναι από ντροπή.

Έχοντας πλέον ντυθεί, και προχωρώντας προς το σαλόνι αισθάνομαι κάποιους ήχους αλλά αντικρίζω τον Όλιβερ. Κρατάει δυο πιάτα να έρχεται από την κουζίνα.
Έχει αλλάξει ρούχα και τον βλέπω με φόρμες μου είναι λίγο περίεργο, αλλά είναι το σπίτι του.
«Η βραδιά έχει τάκος και κωμωδία δεν μπορούσα να βρω τίποτε καλύτερο όποτε""»
Απλά χαμογελάω πόσο διαφορετικοί μπορεί να είναι οι άνθρωποι μες στο οικείο τους περιβάλλον.
«Ωραία δεν θα μπορούσε να είναι καλύτερα.»
Του λέω ενώ τον βοηθάω με τα πιάτα, και εκείνος πάει να φέρει κάτι να πιούμε.
Πραγματικά τα τάκος φαίνονται πεντανόστιμα και δεν μπορώ να αντισταθώ, καθώς πιάνω ένα να δοκιμάσω. Μόλις κάνει κρατς στο στόμα αρχίζεις να αισθάνεσαι περιθώρια γεύσεων ξέρει, και ξέρει να μαγειρεύει καλά.
«Πως σου φαίνεται.»
Μου λέει ενώ τον ακούω να έρχεται.
«Απλά δεν μπόρεσα να αντισταθώ μόνο αυτό σου λέω.»
«Ωραία.»
Κάθεται δίπλα μου, αλλά σε απόσταση ασφάλειας μας χωρίζουν τουλάχιστον εβδομήντα εκατοστά.
Είχα ξεχάσει μες σε τρεις μέρες πως είναι να κάθεσαι στον καναπέ, και να τρως μπροστά στην τηλεόραση.
Απλά απολαμβάνω το τελευταίο μου γεύμα στο Μανχάτταν.
Η βραδιά είχε εξίσου τόσο χαλαρωτική επίδραση όσο και το μεσημέρι.
ο Όλιβερ όταν τελείωσε η ταινία άρχισε να λέει ιστορίες με τον πατέρα του. Και την μανία για την κιθάρα, καθώς εγώ τον παρακολουθώ προσηλωμένη.
Ώσπου μου έρχεται η φαεινή ιδέα να του ζητήσω να παίξει κιθάρα.
«Όλιβερ παίξε εσύ κάτι;»
Απλά σταματάει να μιλάει, και με κοιτάει με τα μάτια ορθάνοιχτα.
«Γιατί δεν μπορεί να είσαι τόσο τραγικός. Θέλω να σε ακούσω.»
«Καλά αλλά θα με ακούσεις με δίκη σου ευθύνη.»
Ενώ σηκώνεται παίρνει την κρεμασμένη του κιθάρα, και αρχίζει να την κουρδίζει.
Αρχίζει και από της πόρτες νότες αντιλαμβάνεσαι ότι είναι ισπανικό τραγούδι. Αλλά μόλις η χροιά της φωνής του αρχίζει να ακούγεται; απλά καθηλώνομαι.

Ακούω το Quizas, Quizas, Quizas.
Ένα πολύ γνωστό ισπανικό τραγούδι, που δεν ξέρω καθόλου τη λέει απλά η μελωδία του είναι υπέροχη.
Ωστόσο η φωνή του είναι ποιο καθηλωτική, δεν το περίμενα. Κάθομαι και τον ακούω μέχρι και την τελευταία νότα. Ώσπου αντιλαμβάνομαι ότι και η δυο μας έχουμε πλησιάσει αρκετά κοντά. Αποτραβιέμαι απότομα καθώς εκείνος χαμογελάει.

«Πως σου φάνηκε;»
«Ήταν καθηλωτικό.»
Καθώς τρίβω το χέρι μου στον αυχένα μου, και χασμουριέμαι για να αποφύγω την ατμόσφαιρα.
«Αλλά πρέπει να πάω να κοιμηθώ.»
«Ναι εννοείται.»
Σηκώνεται να ξανά κρεμάσει την κιθάρα εγώ τον καληνυχτίζω, και αποχωρώ προς το δωμάτιο.

Πλέον είμαι πάλι αυτός ο μικρός λεκές στο δωμάτιο με της λευκές αποχρώσεις. Έχω ξαπλώσει δεν θέλω να ξανά ανοίξω το κινητό μου.
Ο χτύπος της πόρτας με κάνει να ανασηκωθώ λίγο.
«Αλλισον είσαι ακόμα ξύπνια;»
«Ναι τι θέλεις;»
«Αύριο πρέπει να είσαι έτοιμη στης έξι το πρωί φεύγουμε μην ξεχαστείς. Να είσαι έτοιμη.»
Εγώ έχω κάτι χρόνια να κοιμηθώ μέχρι το πρωί αλλά κανείς δεν το ξέρει.
«Ωραία σε ευχαριστώ, καληνύχτα!»
«Καληνύχτα!»
Εκείνη την στιγμή αντιλαμβάνομαι ότι έχω ξεχάσει την πόρτα ξεκλείδωτη, αλλά ευτυχώς δεν μπήκε μέσα.
Αλλά και πάλι άφησα ξεκλείδωτα.
Η σκέψεις μου τριγυρνάνε στο μυαλό μου ποιος άραγε θα είναι ο επόμενος εφιάλτης.
Μέχρι να κοιμηθώ δεν θα ξέρω όποτε μόνο κλείνω τα μάτια μου.

➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿

"Δεν γίνεται να σε παρακαλάω εγώ.
Δεν γίνεται εσυ να φεύγεις μακριά μου και εγώ να τρέχω πίσω σου.
Δεν γίνεται να υποφέρω για εσένα και εσύ να χαμογελάς.
Γιατί τα δάκρυα τυλίγουν το πρόσωπο μου.
Γιατί ο ιδρώτας έχει λούσει το φρεσκοπλυμένο μου κορμί.
Γιατί για αυτόν πρέπει να υποφέρω αλλιώς.
Σε παρακαλώ καταφέρνω να ξεστομισω και εκείνος, και η σκιά του εξαφανίζονται από το οπτικό μου πεδίο.
Εγώ να τραντάζομαι ψάχνωντας που βρίσκεται αλλά ξυπνάω μόνη μου στον ξενώνα με της λευκές αποχρώσεις. Συνειδητοποιώ τη ακριβώς έχει συμβεί και ότι πλέον ο Σπενσερ είναι ένας εφιάλτης. Ένας εφιάλτης που κάνει την καρδιά μου να υποφέρει και η παλμοί της να χτυπάνε ασύστολα. Δεν ξέρω ποσό θα αντέξει, και ποτέ θα εκραγεί.

➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿➿

Κάθομαι στο κρεβάτι αγκαλιάζοντας τα γόνατα μου έχοντας τυλιχτεί σε εμβρυακή στάση μέχρι το πρωί.
Έχοντας φτάσει η ώρα πλέον πέντε και μισή. Σηκώνομαι, και ντύνομαι γρήγορα χωρίς να ανοίξω ακόμα το κινητό μου.
Απλά κλείνω την βαλίτσα, και βλέπω το φόρεμα σε χρωμα του γάλακτος. Δεν ξέρω καθόλου γιατί το πήρα μαζί μου.
Προχωράω με την βαλίτσα προς το σαλόνι, αλλά ο Όλιβερ είναι στην κουζίνα.
Όποτε πάω εκεί. Έχει είδη ντυθεί μάλλον με περίμενε.
«Καλημέρα!»
Του λέω ενώ ξεροβήχω για να αντιληφθεί ότι βρίσκομαι στον χώρο.
«Καλημέρα Άλλισον θέλεις κάτι να φας.»
«Όχι είμαι εντάξει.»
«Όποτε μπορούμε να φύγουμε;»
Με ρωτάει.
Εννοείται! Δεν γίνεται να με ρωτάει.
«Ναι φεύγουμε!»
Του λέω και προχωράμε προς το σαλόνι που έχω αφήσει την βαλίτσα.
Μόλις φτάνουμε στο αυτοκίνητο αισθάνομαι έναν κόμπο στο στομάχι, και η μονόχρωμη συμπεριφορά του Όλιβερ δεν βοηθάει.
Στην διαδρομή νομίζω ότι αν κάναμε διαγωνισμό αφωνίας θα τον είχαμε κερδίσει.
Αλλά ξεροβήχει, και μου χαλάει την σιωπή.
«Πως κοιμήθηκες το βράδυ;»
«Μια χαρά! Εσύ;»
Του λέω από αμηχανία γιατί μπορεί πάλι να φώναζα.
«Εγώ μέχρι της τρεις τα ξημερώματα κοιμήθηκα με το όνομα Σπένσερ ως μουσική υπόκρουση. Παραλίγο ακόμα και εγώ να τον ερωτευτώ. Αλλά μετά μάλλον ξύπνησες, και δεν ξανά άκουσα τίποτα.»
Έχω κοκκινίσει από ντροπή.
«Συγγνώμη δεν πιστεύω να είχες ποτέ χειρότερο φιλοξενούμενο.»
Του λέω χωρίς να τον κοιτάξω ενώ εκείνος μου ρίχνει μικρές ματιές ενώ οδηγάει.
«Δεν το είπα για αυτό. Αλλά τουλάχιστον μπορούσες να μου πεις την αλήθεια όταν σε ρώτησα πως κοιμήθηκες.»
Γιατί νιώθω τόσο άβολα!!!!!!
«Απλά συγγνώμη.»
Του λέω λίγο πιο δυνατά, και κατάλαβε ότι εκνευρίστηκα. Όποτε δεν μου ξανά μίλησε μέχρι το τέλος της διαδρομής.
Φτάνουμε κατεβαίνω από το αυτοκίνητο, και τα πόδια μου τρέμουν από το άγχος, από όλα αυτά που μου έχουν συμβεί.
«Έλα μην τρέμεις απλά πας σπίτι σου.»
Μου λέει και εγώ γεμίζω μάλλον για τελευταία φορά τα πνευμονια μου με τον αέρα του Μανχάτταν.
Τον ακολουθώ ενώ εκείνος κρατεί την βαλίτσα μου.
Έρχεται μαζί μου μεχρι να φτάσω να κάνω τσεκ ιν.
Γυρίζω να τον κοιτάξω κατάματα.
«Ευχαριστώ για όλα Όλιβερ ορτιζ.»
Χαμογελάει! Ενώ με ακούει να προσπαθώ να προφέρω το όνομα του με ισπανική προφορά.
«Παρακαλώ! Και καλό ταξίδι Αλλισον χαβαρντ.»
Απλά έχω ανάγκη να του δώσω μια αγκαλιά, ναι μια αγκαλιά.
Και απλά το κάνω, και εκείνος με σφίγγει χαϊδεύοντας την πλάτη μου.
Μόλις ανοίγω τα μάτια μου αντιλαμβάνομαι ότι μες στο πλήθος του κόσμου που έρχεται είναι και ο Σπενσερ. Το βλέμμα του είναι κολλημένο πάνω είναι σαν να με φωνάζει έλα εδώ.
Έρχεται αρκετά γρήγορα δεν θέλω να με πλησιάσει. Πρέπει κάτι να κάνω.
Μόλις ο Όλιβερ με αφήνει από την αγκαλιά του πιάνω το πρόσωπο του με τα δυο μου χέρια, και τον φιλάω.
Παραδόξως δεν με σταμάτησε αλλά συνέχισε.
Πλέον τα βήματα του Σπενσερ σταμάτησαν είναι περίπου δέκα μέτρα μακριά.
Και απλά με βλέπει να φιλιέμαι με τον Όλιβερ.
Η διαλυμένη του έκφραση ικανοποιεί τον εγωισμό μου. Μόλις σταματώ να τον φιλάω ο Όλιβερ με κοιτάει έντονα.

«Συγνώμη εγω...»
«Δεν μπορώ να σε πάρω στα σοβαρά Αλλισον είσαι συναισθηματικά ευάλωτη. Απλά πες μου εκεί πίσω μου που κοιτάς είναι ο Σπενσερ;»
«Ναι!»λέω χαμηλόφωνα!

«Θες να τον κανείς να ζηλέψει;»

Απλά γνέφω θετικά δεν ξέρω τι έχω πάθει η καρδιά μου χτυπάει σαν τρελή, και το βλέμμα μου δεν μπορεί να βγει από πάνω του.
Ο Όλιβερ Πιάνει μια τούφα από τα μαλλιά μου και μου ψιθυρίζει.
«Κοιτά μόνο εμένα τώρα.»
Ενώ με πιάνει και με φιλάει ανασηκώνοντας με πάνω του. Εγώ δένω τα πόδια μου στην μέση του και τον ακολουθώ το πως με φιλάει, το πως με αγγίζει. Έχω κλείσει τα μάτια μου για να μην γυρίσω το βλέμμα μου προς τον Σπενσερ. Με κράτησε πάνω του σχεδόν δέκα λεπτά. Την στιγμή που με κατεβάζει κάτω γυρίζω το βλέμμα προς τον Σπενσερ. Αλλα εκείνος γυρίζει προς την έξοδο και φεύγει. Πλέον μόνο την πλάτη του μπορώ να δω τίποτα άλλο.
Χαίρομαι τόσο πολύ που μπόρεσα έστω για μια στιγμή να τσακίσω την αυτοπεποίθηση του.

Αλλά θέλω πραγματικά να φύγει;

Κοιτάω τον Όλιβερ ενώ ντρέπομαι φιλιόμασταν σαν να ήμαστε ερωτευμένοι, αλλά δεν είμαστε τίποτα.
«Σε ευχαριστώ Όλιβερ τα καταφέραμε έφυγε.»
«Παρακαλώ! Αλλά αυτό θα μου το χρωστάς να ξερεις.»
Μου λέει ενώ προσπαθεί να μην γελάσει.
«Εντάξει θα σου χρωστάω!»
«Πρέπει να φύγεις τώρα ομως Αλλισον γιατί θα χάσεις την πτήση σου.»
Ξέχασα γιατί βρίσκομαι εδώ μόλις είδα τον Σπενσερ.
«Ναι έχεις δίκιο σε ευχαριστώ.»
«Καλό ταξίδι αλλισον.»
«Καλή συνέχεια Όλιβερ»
Και έτσι αποχωρώ από το Μανχάτταν με μια μεγάλη πληγή στην καρδιά. Αλλά και με μια μικρή νίκη στο μυαλό. Έστω και την τελευταία στιγμή.
Επιτέλους ο Σπενσερ είδε ότι δεν του ανήκω.




Γεια σας κορίτσια μου όμορφα.
Τι μου κάνετε;

Το ξέρω πως το σημερινό δεν είναι όπως τα γνωστά μας κεφαλαία, αλλά κάπως πρέπει να εξελίξω την ιστορία.
Ελπίζω να σας άρεσε❤️

Η Αλλισον σκοπεύει να του βγάλει την ψυχή🖤

Πείτε μου την γνώμη σας σας άρεσε;

Και αυτό το κεφάλαιο ανέβηκε έκτακτος γιατί είδα πολλές αντιδράσεις σε ένα ποστ στο τικτοκ και ήθελα να δω πως θα αντιδράσετε με της αλλαγές❤️❤️

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top