Κεφάλαιο Νο10
Η πόρτα του ασανσέρ ανοίγει και τα πνευμόνια διώχνουν όλο τον αέρα που έχουνε μέσα τους ανακουφίζοντας με.
Θεωρώ ότι το ασανσέρ είναι ανυπόφορο όταν βρίσκεσαι μεσα με τον Σπένσερ.
Προχωράμε προς το αυτοκίνητο θέλοντας πλέον να φύγουμε στο ξενοδοχείο εγώ θα πάω στο δωμάτιο, και εκείνος δεν ξέρω που ακριβώς θέλει να πάει.
Το μόνο που ξέρω είναι ότι προχωράμε χέρι χέρι και το χέρι του με σφίγγει πολύ δυνατά.
Τον σφίγγω και εγώ με το δικό μου χέρι ενώ του χαμογελάω.
Είναι πρώτη φορά στην ζωή μου που λαχταραω το άγγιγμα ενός άντρα.
Είναι μερικές στιγμές που λατρεύω αυτό που συμβαίνει αλλά υπάρχουν, άλλες στιγμές που νιώθω ότι το σκοτάδι θα με καταπιεί, και θα χάσω ότι έχω, και ότι προσπαθούμε να έχουμε.
Παραδόξως εκεί βρίσκεται και ο Λουις νόμιζα ότι θα φύγουμε με το δικό του αυτοκίνητο μόνοι μας.
«Άλλισον εσένα θα σε πάει Λουις στο ξενοδοχείο εγώ θα φύγω.»
Που θα πάει, που θα φύγει;
Θέλω λίγο χρόνο μόνη μου για να πάω να συναντήσω το δικηγόρο αλλά με ενοχλεί που θα με αφήσει μόνη μου.
«Καλησπέρα Λουίς»
Του λέω με ένα γλυκό χαμόγελο και εκείνος ανταποδίδει.
«Καλημέρα Άλλισον.»
Χαμογελάει ενώ μου ανοίγει την πόρτα.
«Λουίς πρόσεξε την γιατί έχει τάσεις φυγής, και θα το σκάσει πάρα πολύ εύκολα.»
Ενώ με δείχνει με το δάχτυλο του χαμογελώντας πονηρά.
Αλλά του απαντάω εγώ.
«Ο Λουις δεν είναι σαν εσένα για να θέλω να το σκάσω.»
Γελάω ενώ μπαίνω στο αυτοκίνητο ο Λουίς κλείνει την πόρτα.
Νιώθω ικανοποίηση ενώ βλέπω τον εκνευρισμό στο πρόσωπο του.
Δεν αντέχουμε ούτε δυο λεπτά χωρίς να τσακωθούμε λίγο.
Ο Λουις συζητάει κάτι με τον Σπενσερ αλλά δεν μπορώ να ακούσω μιλάνε πολύ σιγά.
Καθώς μπαίνει στο αυτοκίνητο γυρίζει το κεφάλι προς εμένα που βρίσκομαι στο πίσω κάθισμα της Μασερατι.
Λέγοντας μου.
«Που θέλεις να σε πάω Άλλισον;»
Θέλω να του πω να με πάει στο δικηγορικό γραφείο του Όλιβερ, αλλά δεν τον εμπιστεύομαι τόσο.
Φοβάμαι ότι θα το αναφέρει κατευθείαν στον Σπενσερ, και μόνο μπελάδες δεν θέλω να προκαλέσω τώρα.
«Στο ξενοδοχείο πήγαινε με δεν έχω να πάω πουθενά άλλου.»
Του λέω ενώ βλέπω το αυτοκίνητο του Σπενσερ να αποχωρεί, και απορώ γιατί με άφησε μόνη μου.
Θέλω τόσα πολλά να ρωτήσω τον Λουίς για τον Σπενσερ
.
Θέλω να τον ρωτήσω για να καταλάβω κάτι γι'αυτόν αλλά φοβάμαι δεν ξέρω αν θα μου εκμυστηρευτεί πράγματα για τον Σπενσερ.
Καλύτερα να μη μιλήσω καθόλου, και να συγκεντρωθώ στο γράμμα στο πιο σημαντικό πράγμα αυτή τη στιγμή.
Θέλω να βρω αποδείξεις για τον θάνατο της και θα βρω. Τουλάχιστον θα τον κάνω να πληρώσει για αυτό που έκανε στην μητέρα μου.
Σε όλη τη διαδρομή χάζευα βλέποντας την μεγαλούπολη, ονειρευόμουν πάντα ότι θα ζήσω εδώ .
Ενώ τώρα έχω αρχίσει να φοβάμαι χωρίς να έχω ζήσει εδώ ούτε δυο εικοσιτετράωρα.
Έχω αρχίσει να φοβάμαι τη Νέα Υόρκη απ'τη στιγμή που πάτησα το πόδι μου από τη στιγμή που είδα το Ριτσς Ντερν.
Το αυτοκίνητο σταματάει η πόρτα ανοίγει και εγώ βρίσκομαι πάλι μπροστά στην είσοδο του ξενοδοχείου που σχεδίασε η μητέρα μου.
Αυτό το μεγαλοπρεπές κτίριο ήταν έργο της και εγώ δεν ήξερα τίποτα κανένας
δε μου είπε τίποτα δεν ήξερα καν ότι ήταν αρχιτέκτονας.
Ήμουν πραγματικά μικρή όταν πέθανε αλλά κανένας δεν προσπάθησε να μου αναφέρει πράγματα για αυτήν.
Η φωνή του Λουις με επαναφέρει στην πραγματικότητα.
«Πάμε μέσα δεσποινίς Αλλισον.»
Γυρίζω το κεφάλι μου για να τον δω λίγο θα πάμε μαζί;
Ξέρω που είναι το δωμάτιο μου.
«Ξέρω που είναι το δωμάτιο μου»
«Το ξέρω Άλλισον αλλά εγώ θα βρίσκομαι έξω απ' το δωμάτιο σου μέχρι να έρθει ο Σπένσερ.»
«Δεν υπάρχει περίπτωση.»
Του λέω ενώ τον κοιτάζω αγριεμένη.
«Δεν μπορώ να κάνω κάτι γι' αυτό προχώρα σε παρακαλώ.»
Προχωράω αλλά τα νεύρα μου δε λέγονται με έχει εγκλωβισμένη, φυλακισμένη μέχρι να γυρίσει εκείνος δεν είμαι κτήμα του, και εγώ θα βρω τον τρόπο να φύγω θα πάω να συναντήσω τον Όλιβερ.
Να δω μετά τι θα κάνει ο Σπένσερ.
Φτάνουμε στο δωμάτιο ενώ εγώ μπαίνω μέσα ο Λουις κάθεται έξω απ' την πόρτα σαν βράχος.
βρίσκομαι 32ο όροφο και δεν έχω πως να το σκάσω.
Το μόνο που σκέφτομαι είναι να ψάξω στο ίντερνετ το όνομα Όλιβερ ορτιζ για να βρω το τηλέφωνο του.
Γιατί την κάρτα μου την πήρε εχτές ο Σπενσερ.
Το γλυκό μου κάθαρμα θέλει να έχει το πάνω χέρι σε όλα, αλλά δεν μπορεί να με κρατήσει αιχμάλωτη.
Κατευθείαν πάω στη βαλίτσα ανοίγω τον υπολογιστή κάνω μια γρήγορη αναζήτηση στο Google και παραδόξως το βρίσκω αρκετά γρήγορα.
Βρίσκω και φωτογραφίες του κυκλοφορεί πάντα μόνος έχει και την ηλικία του, είναι μόνο 32 ετων.
Δεν έχω υπομονή να χαζέψω ψάχνω και βρίσκω τον αριθμό του γρήγορα.
Πιάνω το τηλέφωνο μου, και παίρνω τηλέφωνο το ανοίγει μια γυναίκα με πολύ γλυκιά φωνή.
Μάλλον η γραμματέας του. «καλημέρα σας» «Καλημέρα ψάχνω τον κύριο Όλιβερ ορτιζ»
«Τι θα τον θέλατε;»
«Μπορείτε να του πείτε ότι είμαι η άλισον Χάρβαρντ, και τον ψάχνω για την διαθήκη του θείου μου.
«Είναι πολύ απασχολημένος σήμερα»
Έλεος δεν πρόκειται να τον φάω άμα δεν μπορεί δεν θα πάω με το ζόρι.
Αλλά προσπαθώ να είμαι ακόμα ευγενική.
«Σας παρακαλώ πολύ άμα του πείτε το όνομά μου θα θέλει να μιλήσει.»
Εκείνη με ακούει και εγώ μπαίνω στην αναμονή περιμένοντας πότε θα μου ανοίξει το τηλέφωνο.
Όχι δεν έχω τόσες απορίες πλέον πιστεύω πως ξέρει για το γράμμα όσο και να μου είπε ότι δεν το 'χει διαβάσει.
«Καλημέρα, δεσποινίς Άλλισον δεν περίμενα ότι θα με ψάξετε τόσο γρήγορα.»
Περίμενε να τον πάρω ήταν σίγουρος.
«Καλημέρα, Θα σου τα πω γρήγορα να μη σε ενοχλώ.
θέλω να συναντηθούμε έχω διαβάσει το γράμμα, και είμαι σίγουρη ότι κι εσύ ξέρεις για το γράμμα το έχεις διαβάσει.»
Σιωπή δεν ακούγεται τίποτα μονάχα το μυρμήγκιασμα του κινητό αυτός ο ενοχλητικός θόρυβος.
«Που είσαι να έρθω να σε πάρω.»
Ο Όλιβερ δεν μπορεί να έρθει εδώ δεν μπορώ να του εξηγήσω ότι είμαι φυλακισμένη του Σπενσερ.
«Θα περάσω απ' το γραφείο σας αν γίνεται δε γίνεται να συναντηθούμε στο ξενοδοχείο.»
«Ωραία σε περιμένω.»
Ενώ το τηλέφωνο κλείνει.
Καθώς εγώ πρέπει να σχεδιάσω πως θα καταφέρω να φύγω από τον Λουίς που βρίσκεται έξω από την πόρτα.
Το ξενοδοχείο βρίσκεται στην έβδομη οδό οπότε από ότι βλέπω στις πληροφορίες του Google είναι περίπου 15 λεπτά μακριά.
Ωραία μόλις βγω εξω θα βρω ένα ταξί θα αποθηκεύσω την διεύθυνση στο κινητό για να του την δείξω.
Τώρα θα πρέπει να βγω έξω και να εξηγήσω στον Λουις ότι θα πάω βόλτα να περπατήσω μόνη μου.
Πρώτα από όλα όμως να μην ξεχάσω να φορέσω εσώρουχο...
και να αλλάξω αυτά τα ενοχλητικά τακούνια.
Γιατί δεν αντέχω άλλο να κυκλοφορώ γυμνή από κάτω.
Κάνω να ετοιμαστώ 5 λεπτά κρατάω το φόρεμα μονάχα αλλάζω παπούτσια φοράω κάτι λευκά αθλητικά.
Φοράω και το παλτό γιατί κάνει ακόμα πολύ κρύο και ας έχουμε Μάρτιο μήνα.
Παίρνω μερικά χαρτιά τα βάζω στην τσάντα μου παίρνω το γράμμα μαζί και βγαίνω.
ο θεός βοηθός.
«Λουίς... Γεια σου.»
«Τι έγινε για που το έβαλες;»
Με ρωτάει ενώ χαμογελάει είναι πράγματι γλυκός άνθρωπος δεν ξέρω τι κάνει με αυτόν μάλλον βασανίζει για να κάτσει μαζί του όπως βασανίζει εμένα.
«Βόλτα να περπατήσω δεν την ξέρω την Νέα Υόρκη οπότε θα ήθελα πολύ να βγω βόλτα.
Εφόσον το times square είναι είναι 4 km μακριά από δω θα πάω δεν έχω πάει ποτέ στη ζωή μου.»
«Ωραία μπορούμε να κατεβούμε μαζί.»
Χαμόγελο του είναι ακόμα εκεί ξέρει το βλέπει ότι θέλω θα πάω μόνη μου αλλά δεν θέλει να με αφήσει.
«Όχι Λουίς δεν είμαι εγκλωβισμένη να κάνω ό,τι λέει ο Σπένσερ δεν είμαι κτήμα του ούτε δουλεύω γι' αυτόν.»
«Ωραία εσύ κάνεις ότι φεύγεις μόνη σου και εγώ έρχομαι από πίσω σου. Εμένα όμως είναι η δουλειά μου»
«Ναι, όμως εγώ θέλω να πάω μόνη μου»
Του λέω να προσπαθώ να φανώ επιβλητική.
«Ακριβώς σου λέω δηλαδή Εσύ φεύγεις εγώ σ' ακολουθώ, και στη διαδρομή σε χάνω.
ούτε γάτα ούτε ζημιά»
Χαμογέλασα ήταν εύκολο! Παρά ήταν εύκολο για μένα περίμενα ότι δεν θα με αφήσει. Αλλά δεν τον πιστεύω!!!
«Ευχαριστώ πολύ είσαι πολύ ευγενικός.»
«Θέλω να ξέρω που θα είσαι όμως.»
Εκεί μένω με το στόμα ανοιχτό υπάρχει περίπτωση να του πω θα με καταδώσει.
«Όχι δε σου λέω γιατί θα το πεις.»
«Δεν θα του το πω όμως θέλω να ξέρω για να είμαι σίγουρος.»
«Δεν θα του το πεις;
δεν σε εμπιστεύομαι τόσο.»
Με κοιτάει με ανασηκωμένα τα φρύδια του ενώ ανοίγει τελείως της πόρτα.
«Τότε μπες μέσα στο δωμάτιο.»
«Με δουλεύεις;»
«Όχι δεν σε δουλεύω δεν σκοπεύω να σκοτωθώ μαζί του γιατί εσύ θες να γυροφέρνεις μονή σου.»
Δεν μπορώ να το πιστέψω πως βρίσκομαι σε αυτό το σημείο να διαπραγματεύομαι την ελευθερια μου.
Ενώ εκείνος έφυγε χωρίς να μου πει τίποτα.
«Τότε να κατέβουμε κάτω να φάμε πρωινό.»
Χαμογελάει ενώ μου δείχνει το δωμάτιο.
«Δεν έφαγες πρωινό με τον Σπένσερ στο σπίτι; Μην μου πεις ψέματα γιατί εγώ το έφερα, και μπες μέσα.»
Αυτό ήταν δηλαδή μες στο σπίτι....
«Όχι δεν έφαγα γιατί τσακώθηκα μαζί του. Όποτε τι θα κανείς θα με αφήσεις να πεθάνω της πείνας.»
Με πιάνει από το χέρι με τραβάει να μπω μέσα. Ενώ εγώ προσπαθώ να φέρω αντίσταση χωρίς επιτυχία.
«Θα κάτσεις εδώ και θα σου φέρουν πρωινό στο δωμάτιο θα τους ενημερώσω τώρα.»
Ενώ βγαίνει έξω κλείνοντας την πόρτα δυνατά.
Βλάκα και σε είχα συμπαθήσει, απλά το μόνο που σε ενδιαφέρει είναι να μην σου φωνάξει το αφεντικό σου.
Φωνάζω δυνατά για να με ακούσει.
Αλλά δεν αντιδράει, και έτσι πάω κοντά στην πόρτα για να κρυφακούσω μήπως μιλάει με τον Σπένσερ, αλλά δεν ακούγεται τίποτα.
Όποτε ξανά δοκιμάζω να ανοίξω την πόρτα και ευτυχώς δεν βρίσκεται εκεί.
Αντιλαμβάνομαι σχετικά γρήγορα ότι θα έφυγε για το πρωινό.
Όποτε και εγώ παίρνω τα χαρτιά μαζί μου και αρχίζω να τρέχω πατάω τα κουμπιά και από τα τρία ασανσέρ.
Αλλά μετά σκέφτομαι ότι μπορεί να τον πετύχω όποτε ξεκινάω να τρέχω από τις σκάλες δεν ξέρω πως θα κατέβω τριάντα δυο ορόφους.
Τρέχω λαχανιασμένη εδώ και πέντε λεπτά τα πνευμόνια μου ζητάνε απεγνωσμένα αέρα.
Μόλις έφτασα στην ρεσεψιόν όποτε δεν θα τα παρατήσω τώρα.
Κοιτάω λίγο προσεκτικά για να μην πετύχω κάπου τον Λουις, και φεύγω.
Βγαίνω έξω!
Κλείνω λίγο τα μάτια ο καθαρός αέρας χτυπάει στο πρόσωπο μου τουλάχιστον τώρα θα μπορέσω να ανασάνω για μερικά δευτερόλεπτα.
Αλλά μόλις ανοίγω τα μάτια κάτω από τις σκάλες της εισόδου βρίσκεται ο μεγαλύτερος μπελάς μου.
«Ο Σπένσερ.»
Τι κάνει εκεί για ποιο λόγο με κοιτάει ενώ χαμογελάει ειρωνικά με τα χέρια σταυρωμένα.
Περπατάω νευριασμένη προς εκείνων θέλω να τον χαστουκίσω.
Ενώ εκείνος δεν κουνιέται περιμένει εκεί να πάω μπροστά ενώ χαμογελάει.
«Κοιτά να δεις κύριε διατάζω και ότι θέλω εγώ θα γίνεται. Εγώ δεν είμαι μαριονέτα για να κανείς ότι θέλεις μαζί μου. Εγώ μπορώ να πάω όπου θέλω και να κάνω ότι θέλω μόνη μου. Δεν θέλω να ξανά βάλεις κανέναν να με φυλάει γιατί εγώ θα το σκάω κάθε φορά.»
Έχω λαχανιάσει δεν μπορώ να ανασάνω λίγο τα λόγια λίγο ότι κατέβηκα τριάντα δυο ορόφους με τα πόδια.
Ενώ εκείνος εκεί χαμογελάει και τα χέρια του χαϊδεύουν τα αναψοκκινισμενα μου μάγουλα.
Μου λέει.
«Μικρό και αντιδραστικό μου πλάσμα .»
Ενώ με τραβάει και με φιλάει.
Τα χέρια του περνάνε γύρο από την μέση μου ενώ εγώ ακουμπάω το πρόσωπο του.
Η γλώσσα του παίζει με την δικια μου.
Έχω ξεχάσει γιατί είχα νεύρα μαζί του έχω θολώσει τα χέρια μου περνάνε γύρο από το λαιμό του, και τον αγκαλιάζω δυνατά. Εκείνος χαϊδεύει τα μαλλιά μου και με ρωτάει ψιθυριστά στο αυτί.
«Τώρα θα μου πεις που ήθελες να πας;»
Εκεί είναι που σταματάω να ανασάνω και όχι δεν είναι επειδή με έχει σφίξει πολύ δυνατά.
Είναι ότι δεν θέλω να του πω.
Ειδικά μετά από την αντίδραση του.
Έτσι όπως φέρθηκε επειδή ο Όλιβερ φίλησε το χέρι μου.
«Σπενσερ δεν είναι φυσιολογικό αυτό που γίνεται;»
Ενώ τα χέρια του χαλαρώνουν και εγώ ελευθερώνομαι από την ζεστασιά των χεριών του.
Τα μάτια του λάμπουν αλλά το πρόσωπο του είναι ανέκφραστων δεν προδίδει ούτε μια αντίδραση ούτε μια ενόχληση.
«Θα μπορούσα να σε πάω εγώ εκεί που θέλεις.»
Αυτό είναι το θέμα αν έρθεις εσύ εγώ δεν μπορώ να μιλήσω για το γράμμα και εγώ θα μιλήσω σήμερα ο κόσμος να χαλάσει.
Θέλω να του πω αλλά συμβιβάζομαι με «Δεν θέλω να με πας εσύ ούτε κανένας άλλος. Μάλλον έχεις μπερδέψει τα πράγματα δεν είμαι υποχρεωμένη να σου πω που θα πάω.»
Αυτό το δαιμονικό χαμόγελο του έρχεται στο παρασκήνιο τα χέρια του με σηκώνουν και με τοποθετεί στον ώμο του λες και είμαι παιχνίδι.
«Άσε με κάτω τώρα.»
Ενώ κουνάω τα πόδια μου μήπως και τον χτυπήσω στο ευαίσθητο σημείο του αλλά είναι αρκετά ποιο δυνατός από εμένα για να με κρατάει ακίνητη.
«Η θα συμμορφωθείς! Η θα μπούμε μεσα έτσι στο ξενοδοχείο, και μην νομίζεις ότι δεν ξέρουν ήδη ποια είσαι.»
Ενώ προχωράει προς την είσοδο του ξενοδοχείου.
Θέλει να με κάνει ρεζίλι παντού όχι δεν θα το επιτρέψω.
«Κατέβασε με θα έρθω μόνη μου.»
Ενώ τα χέρια του με αφήνουν κάτω τα νεύρα μου έχουν πατήσει κόκκινο φυσάω δυνατά μια τούφα από τα μαλλιά μου που είναι μπροστά στο πρόσωπο μου και εκείνος γελάει.
«Μην είσαι τόσο νευρική έλα να πάμε μέσα.»
Ενώ μου προσφέρει το χέρι του για να το πιάσω.
Του σπρώχνω το χέρι γιατί δεν πρόκειται να με καταφέρει ξανά.
θέλω να φύγω και θα φύγω ειδικά τώρα που δεν φοράω τακούνια.
Γυρίζω και ξεκινάω να τρέχω, είχα δει προηγουμένως στον χάρτη προς τα που θα πάω όποτε έχω μελετήσει πολύ καλά την διαδρομη τρέχω μες στο πλήθος ενώ εκείνος με ακολουθεί. Είμαι κουρασμένη ήδη από πριν έχω κατέβει τριάντα δυο ορόφους, και εκείνος είναι πιο γρήγορος από εμένα.
Αλλα βρήκα ευκαιρία διέσχισα το δρόμο μόλις άναψε κόκκινο όποτε ίσα ίσα που πρόλαβα για να μην σκοτωθώ.
Εκείνος δεν πρόλαβε οποτέ του στέλνω ένα φιλι με το χέρι και τρέχω.
Είναι εκεί λαχανιασμένος στο φανάρι με πλήθος κόσμου, και εκείνος να χαμογελάει σαν τρελός, και να πιάνει το φιλι μου με το χέρι του.
Πλέον έχει χάσει τα ίχνη μου και μπορώ να περπατώ φυσιολογικά.
Δεν μπορούσα να φανταστώ ποτέ μου πόσος κόσμος περπατάει στους δρόμους του Μανχάτταν.
Κοιτάω γύρο γύρο θέλω να απαθανατίσω και να συλλέξω στον εγκέφαλο μου όλα αυτά τα υπέροχα κτίρια που είναι έργα τέχνης.
Δεν έχω φέρει μαζί την φωτογραφική μηχανή για να μπορώ να έχω τουλάχιστον μερικές φωτογραφίες έτσι όπως θέλω εγώ.
Θέλω να καταφέρω και εγώ κάποια μέρα να σχεδιάσω ένα έργο που να διακοσμεί την Νέα Υόρκη.
Τα όνειρα μου είναι αφάνταστα αλλά υπήρχε κάτι που δεν το είχα σκεφτεί ποτέ δεν το πίστευα ότι θα μου συνέβαινε.
ΕΧΩ ΑΡΧΙΣΕΙ ΝΑ ΕΡΩΤΕΥΟΜΑΙ!!!!!
Το καταλαβαίνω το σώμα μου λιώνει για αυτόν και κάθε φορά που είμαι κοντά του ξεχνάω τα πάντα ακόμα και το πως να προφέρω τις λέξεις.
Είναι κάτι που δεν θέλω να εκμυστηρευτώ σε κανέναν ούτε στον εαυτό μου ήθελα να το πω.
Αλλα δεν είμαι ηλίθια έχω αυτογνωσία στο τι μου συμβαίνει αλλά γιατί με αυτόν γιατί.
Έχω φτάσει έξω από το κτήριο που μου έλεγε ο χάρτης του κινητού μου.
Προσπαθώ στην είσοδο να μπω μέσα δεν ξέρω σε ποιον όροφο βρίσκεται το γραφείο του.
Όποτε πρέπει να πάρω έναν έναν τους ορόφους.
Το κτήριο έχει τουλάχιστον δεκαπέντε ορόφους αλλά τώρα μπορώ να χρησιμοποιήσω το ασανσέρ.
Έχω ηδη ανεβεί δέκα ορόφους χωρίς επιτυχία και όλοι τους είναι αγενείς, κανένας δεν σου απαντάει άμα δεν έχει να κάνει με την δουλειά του.
Πάω πάλι πίσω στο ασανσέρ και πατάω τον επόμενο όροφο ένας ξανθός νεαρός με κουστούμι και γυαλιά τρέχει να προλάβει το ασανσέρ, και εγώ αυθόρμητα κρατάω την πόρτα.
«Ευχαριστώ!!»
Μου λέει λαχανιασμένος.
Του ανταποδίδω με ένα χαμόγελο.
Αυτή την γλυκιά φωνή που έχει κάπου την έχω ξανά ακούσει σκέφτομαι.
Ενώ με ρωτάει.
«Σε ποιον όροφο πας;»
Βρίσκω ευκαιρία να του πω.
«Στον δικηγόρο Όλιβερ ορτιζ,
δεν ξέρω κάν σε ποιον όροφο είναι και πάω έναν έναν όλους τους ορόφους.»
Εκείνος φτιάχνει λίγο τα γυαλιά με τα δάχτυλα του.
Και ναι πατάει τον δέκατο πέμπτο όροφο.
Δεν ξέρω γιατί όλοι θέλουν να είναι στον τελευταίο όροφο.
«Και εγώ εκεί πάω όποτε πάμε μαζί στον δέκατο πέμπτο όροφο.»
«Θα είχα πολύ δρόμο ακόμα αν δεν είχες βρεθεί στον δρόμο μου. Σε ευχαριστώ.»
Του λέω με ένα μικρό χαμόγελο και μου ανταποδίδει κι εκείνος.
Η πόρτες ανοίγουν, το πρώτο γραφείο είναι του Όλιβερ ο ξανθός κύριος ανοίγει την πόρτα μάλλον δεν ερχόταν για πρώτη φορά εδώ.
Μόλις μπαίνω μέσα τα μάτια μου εστιάζουν στο κυπαρίσσι χρωμα του τοίχου τα ξύλινα έπιπλα από ξύλο καρυδιάς φαίνονται εγώ μπορώ να αναγνωρίσω εύκολα το καλό ξύλο.
Ο γλυκός αυτό ξανθός άνθρωπος κλεινει την πόρτα ενώ πηγαίνει και κάθεται στην καρέκλα του γραφείου που είναι έξω από την κλειστή πόρτα που μάλλον θα είναι το γραφείο του Όλιβερ.
Ωχ όχι αυτός είναι η σπαστικιά, μάλλον ο σπαστικός γραμματέας!
«Τη εσύ είσαι η ο γραμματέας..»
Του λέω με μια δυνατή φωνή ενώ με τον δείκτη μου να δείχνω προς τον ξανθό κύριο.
«Καλησπέρα εγώ είμαι ο γραμματέας ο τζος. εσύ πρέπει να είσαι η δεσποινίς χαβαραντ. Δεν ξεχνιέται εύκολα τέτοια τσιρίδα.» Χα εδώ στην νέα Υόρκη το έχουν πολύ να σε ειρωνεύονται μου φαίνεται.
Αλλά όχι!
«Ααα και εσυ πρέπει να είσαι η γυναίκα με την γλυκια φωνή.»
Του λέω ενώ ανασηκώνω το ένα μου φρύδι ικανοποιητικά.
Απλά χαμογελάει αλλά ενοχλήθηκε φάνηκε από τον τρόπο που τραβούσε την γραβάτα του.
Ενώ πήγαινε την πλάτη του πιο πίσω για τεντώσει το σώμα του.
«Που είναι ο κύριος ορτιζ;»
Τον ρωτάω.
«Μέσα είναι αλλά εσύ θα περιμένεις εδώ μαζί μου μέχρι να τελειώσει το ραντεβού του.»
Ενώ μου δείχνει μια από τις δυο καρέκλες που είναι στο γραφείο του.
Πάω, κάθομαι ενώ μετρούσα τα δευτερόλεπτα ένα ένα. νομίζω ότι έχω αγανακτήσει, περιμένω ήδη χίλια εκατό σαράντα δευτερόλεπτα που αντιστοιχούν σε δεκαεννέα λεπτά, και η πόρτα επιτέλους ανοίγει.
Από μέσα βγαίνει μια γυναίκα βγαλμένη από περιοδικό.
Τα μάτια μου ανοίγουν διάπλατα ενώ γυρίζω να δω και τον τζος αν την βλέπει και αυτός ή έχω παραισθήσεις.
Αλλά και εκείνος είναι με ορθάνοιχτο το στόμα .
Του ψυθηριζω «νομίζω ότι στην νέα Υόρκη κυκλοφορούν μόνο μοντέλα. Κάθε μέρα βλέπω και ποιο όμορφες γυναίκες.»
«Αυτή όμως είναι μοντέλο.»
Μου ψιθυρίζει και αυτός.
Εκείνη μας χαμογελάει.
Ενώ και ο Όλιβερ βγαίνει από το γραφείο του για να την συνοδέψει στην πόρτα της εξόδου.
Ο τζος βρίσκει την ευκαιρία να μου πει.
«Είναι φίλη του κυρίου ορτιζ, και την βοηθάει για κάτι κληρονομικά από τον σουγκαρ νταντι της.»
Ενώ χασκογελάει.
«Είσαι πολύ κουτσομπόλης, αλλά σε ευχαριστώ που μοιράζεσαι τα μυστικά του εργοδότη σου και τον πελατών του μαζί μου.»
Ενώ του κλείνω το ένα μάτι.
Μένει με το στόμα ανοιχτό αλλά δεν πρόλαβε να αντιδράσει γιατί ο Όλιβερ είναι ακριβώς πίσω από την καρέκλα μου και εγώ έχω γυρίσει το κεφάλι για να τον δω.
Δεν ξέρω αν με άκουσε αλλά σηκώνομαι όρθια για να τον αντικρίσω κατάματα αλλά ειδικά τώρα που δεν φοράω τακούνια το εκατόν εβδομήντα πέντε εκατοστά ύψους μου φαίνονται λίγα μπροστά σε όλους που είναι πάνω από εκατόν ενενήντα εκατοστά και ο Όλιβερ σίγουρα είναι.
Είναι ντυμένος συντηρητικά όπως ο κάθε δικηγόρος αλλά αυτό το μαύρο μαλλί που πετάει έξαλλα κάνει την ηλικία του να φαίνεται μέσα από αυτό το συντηρητικό μαύρο κουστούμι.
«Καλησπέρα δεσποινις Αλλισον θα ηθελες να περάσουμε στο γραφείο μου.»
Ενώ μου δείχνει την πόρτα του γραφείου του.
Ανταποκρίνομαι λέγοντας του
«Καλησπέρα.»
Καθώς έγνεψα θετικά.
Προχωράω προς το γραφείο μόλις μπαίνω μεσα τα χρώματα είναι εξίσου σκούρα και παρόμοια με το προηγούμενο δωμάτιο.
Αλλά εδώ υπάρχει και μια ατελείωτη ξύλινη βιβλιοθήκη γεμάτη με τόμους.
Κάθομαι στην μια από τις δυο καρέκλες που είναι δίπλα στο γραφείο και εκείνος κανονικά στο γραφείο του.
Δεν θέλω να χάσω χρόνο ανοίγω κατευθείαν την τσάντα μου για να βγάλω το γράμμα και του το δίνω.
«Κύριε Όλιβερ το έχεις διαβάσει ξέρεις ακριβώς τι περιέχει αυτό το γράμμα.»
Με κοιτάει στα μάτια ενώ δεν ανοίγει καθόλου το γράμμα.
«Δεσποινίς.....»
«Απλά Αλλισον»
Τον διακόπτω....
«Ωραία Αλλισον πες μου σε τι σου χρησιμεύει να μάθεις αν εγώ έχω διαβάσει το γράμμα;»
Τον κοιτάω προσηλωμένη αλλά όσο εκείνος δεν κάνει κίνηση για να ανοίξει το γράμμα εγώ έχω αρχίσει να πιστεύω ότι ξέρει, μάλλον ξέρει και αλλά πράγματα που μπορεί να μην ξέρω εγώ.
«Δεν μου χρησιμεύει απλά να έχεις διαβάσει το γράμμα κύριε Όλιβερ.»
«Όλιβερ.»
Με διακόπτει και εκείνος.
Ενώ εγώ κάνω ένα μικρό νεύμα με ένα μικρό χαμόγελο.
Αλλά δεν πτοούμαι συνεχίζω.
«Απλά θέλω να μάθω αν ξέρεις κάτι άλλο γιατί εγώ θέλω να ξανά ανοίξω την υπόθεση του θανάτου της μητέρας μου.»
Ενώ τον κοιτάω στα μάτια.
Τα χέρια του έχουν αφήσει το γράμμα πάνω στο γραφείο ενώ τα χέρια του έχουν γίνει γροθιές πάνω στο γραφείο.
«Έχεις κάτι να μου πεις;»
Τον ρωτάω πάλι....
«Όχι Αλλισον ούτε θείος σου ήξερε κάτι παραπάνω. Όποτε υπάρχουν μόνο υποψίες. Δεν μπορείς να ανοίξεις μια υπόθεση μόνο με υποψίες.»
Τον κοιτάω απογοητευμένη νομίζω ότι θα αρχίσω να κάνω σαν μικρό παιδί και θα με πιάσει το κλάμα.
«Εντάξει Όλιβερ καταλαβαίνω, σε ευχαριστώ πολύ για των κόπο σου.»
Ενώ σηκώνομαι όρθια και γυρίζω για να φύγω.
«Μπορούμε όμως να το ερευνήσουμε. εσύ πλέον έχεις πρόσβαση στην εταιρία θα μπορούσες να βρεις κάτι. Και μην φύγεις ακόμα γιατί σε χρειάζομαι για τους λογαριασμούς της τράπεζας για να πάρεις ό,τι είχε στους λογαριασμούς του ο θείος σου.»
Γυρίζω να τον κοιτάξω χαμογελώντας.
«Πιστεύεις πως μπορούμε να ανοίξουμε ξανά την υπόθεση;»
Χαμογελάει.
Ενώ εμένα δεν με κρατάνε τα πόδια μου από την χαρά μου.
«Ναι Αλλισον πιστεύω πως κάτι θα καταφέρουμε. Τώρα όμως θέλω τους λογαριασμούς σου γιατί έχεις να κληρονομήσεις δέκα εκατομμύρια δολάρια.»
Μείνω με το στόμα ανοιχτό ήταν μάλλον οι σελίδες που δεν διάβασα και απλά τα υπέγραψα.
«Δέκα είπες;;»
Των ρωτάω πάλι για να είμαι σίγουρη.
«Ναι Αλλισον, και πλέον δεν θα σου φαίνονται πολλά γιατί αυτά είναι τα έσοδα του ξενοδοχείου μονάχα μες σε ένα χρόνο.»
Τον κοιτάω σαστισμένη με το στόμα ανοιχτό.
Με τον μπαμπά και την Άνν δεν ήμασταν φτωχοί αλλά ποτέ δεν είχαμε τόσα λεφτά αυτό είναι αρκετά τρελό για τα δικά μου δεδομένα.
«Μα έχω μόνο το πενήντα της εκατό του ξενοδοχείου;»
«Ναι αυτό ακριβώς Αλλισον μόνο το πενήντα της εκατό βγάζει τόσα. Δεν θα ήθελες να αναλύσουμε τα ποσά μπορεί να βγάζει η εταιρία Ριτς με τα εκατό και ξενοδοχεία που έχει.»
Είμαι ακόμα με το στόμα ανοιχτό αλλά δεν με ενδιαφέρουν τα οικονομικά τους το μόνο που με ενδιαφέρει είναι να πληρώσει αυτό το τέρας τουλάχιστον για αυτό που έκανε στην μητέρα μου.
Γιατί αυτό που έκανε σε εμένα δεν ξεπληρώνεται με φυλακή.
Δίνω τα χαρτιά μου στον Όλιβερ που με κοιτάει με ικανοποίηση. Κοιτάει με ικανοποίηση τον εκνευρισμό μου αλλά δεν μπορώ να καταλάβω γιατί.
Αλλά το προσπερνάω προς στιγμή'ν έχω σημαντικότερα θέματα να λύσω.
Περιμένω ήρεμα ενώ εκείνος πληκτρολογεί στον υπολογιστή.
Κοιτάω τα πράγματα έχει πάνω στο γραφείο του.
Ενώ εκείνος σηκώνεται να πάρει τα χαρτιά που βγήκαν από το φωτοτυπικό.
Μου τα φέρνει μπροστά, και μου δίνει ένα στύλο λέγοντας μου.
«Διάβασε το πρώτα και μετά υπέγραψε δεν θα ξανά υπογράψεις κάτι χωρις να το διαβάσεις.»
Αυτό ήταν ξεκάθαρη σπόντα για την διαθήκη που είχα παραμελήσει να διαβάσω όλα τα χαρτιά.
Των κοιτάω ενώ ξεφυσάω την μύτη μου, κι εκείνος κάθεται σαν άγαλμα με τα χέρια του ενωμένα στο γραφείο του.
Διαβάζω αναλυτικά το έγγραφο το οποίο δεν είναι κάτι άλλο από μια εξουσιοδοτήση για τις τράπεζες για να εγκριθεί η μεταφορά τον χρήματων.
Υπογράφω και του το δίνω.
Λέγοντας του «Σε ευχαριστώ.»
«Παρακαλώ αλλισον, τελείωσα και είσαι έτοιμη.»
«Όποτε μπορώ να φύγω.»
«Ναι... με τι ήρθες μέχρι εδώ μήπως θέλεις να σε πάω εγώ γιατί έχω μια δουλειά εκεί κοντά.»
Πως τωρα να του εξηγήσω ότι ήρθα τρέχοντας επειδή το έσκασα από τον Σπενσερ.
«Με ταξί.»
Του λέω ενώ έχω κοκκινίσει μονάχα που σκέφτομαι αυτό που έκανα.
«Ωραία όποτε πάμε μαζί.»
Ενώ σηκώνεται όρθιος και προχωράμε προς την έξοδο.
Εκεί ξανά βλέπω τον εκνευριστικό τζος απλά να κάνει ότι δουλεύει.
Ενώ του κάνω μια γκριμάτσα και εκείνος βγάζει την γλώσσα του.
Το βλέμμα του Όλιβερ στον τζος σκέτος θάνατος και εγώ χασκογελάω.
Μπαίνουμε στο ασανσέρ, ενώ σκέφτομαι ποσό ταλαιπωρήθηκα για να βρω το γραφείο του.
Μόλις βγαίνουμε από το ασανσερ πιάνει το χέρι μου και μου λέει.
«Θα βρούμε λύση πάση θυσία για να τον βάλουμε μεσα.»
Αλλά εγώ τραβάω το χέρι μου αρκετά γρήγορα ναι υπάρχει και αυτό εγώ δεν θέλω την επαφή με τον κόσμο.
Αλλά δεν πτοείται το χαμόγελο του είναι εκεί.
Δεν ξέρω γιατί με βοηθάει αλλά τώρα είναι η μονή μου ελπίδα όποτε απλά θα συμβιβαστώ.
Προχωράω μπροστά και ανοίγω την εξώπορτα.
Αλλά ο γλυκός μου δαίμονας είναι εκεί.
Είναι έξω από το αυτοκίνητο του και με περιμένει χαμογελώντας αλλά μόλις τα μάτια του αντικρίζουν τον Όλιβερ να έρχεται από πίσω οι εκφράσεις του αλλάζουν.
Ενώ εγώ έχω αρχίσει να φοβάμαι αυτές τις εκφράσεις του προσώπου του που όταν κάνει έτσι δεν είναι ποτέ για καλό.
Αλλά πηγαίνω μπροστά με όσο θάρρος μπόρεσα να άντλησω με την βαθιά ανάσα που πήρα.
Ενώ ο Όλιβερ ακουλουθει.
«Σπενσερ τι στο διάολο θες εδώ.»
«Σε περιμένω να τελειώσεις την δουλειά σου για να πάμε πίσω.»
Ο Όλιβερ γελάει ενώ τα μάτια του Σπενσερ καρφώνονται πάνω του σαν αστραπή.
«Δεν ήξερα ότι πλέον κανείς το ταξί.»
Ενώ συνεχίζει να γελάει.
Δεν ξέρω πως έγινε μες σε ένα κλάσμα του δευτερολέπτου τα μάτια του αστράφτουν ενώ το δεξί χέρι του Σπενσερ σπρώχνει εμένα και το άλλο χέρι του χώνει τα δάχτυλα του στο λαιμό του Όλιβερ κάνοντας τον να ασφυκτιεί.
Η οργή του τον έχει πλημμυρίσει.
Φωνάζω προσπαθώντας να τον σταματήσω αλλά η αλαζονική συμπεριφορά του Όλιβερ δεν βοηθάει.
Εγώ φταίω για αυτό που γίνεται πρέπει να κάνω κάτι.
Εκείνη την στιγμή βγαίνω μπροστά στα μάτια του και του ψιθυρίζω.
«Σε παρακαλώ άστον.»
Και επιτέλους το χέρι του χαλαρώνει.
Πιάνω τα δυο του χέρια πλέον και του λέω.
«Πάμε να φύγουμε Σπενσερ.»
Καθώς προσπαθώ να κρατήσω τα μπράτσα του.
Αλλά ο Όλιβερ και η αλαζονεία του χτυπάνε ξανά.
«Αλλισον δεν θα φεύγαμε μαζί;»
Ρωτάει ενώ χαμογελάει κοιτώντας τον Σπενσερ όμως ούτε καν τον ενδιέφερε για μένα χαίρονταν που έσπαγε τα νεύρα στον Σπενσερ.
«Όχι εμείς θα τα πούμε κάποια άλλη στιγμή Όλιβερ.»
Του λέω ενώ δεν γυρίζω ούτε να τον κοιτάξω.
Τα δόντια του Σπενσερ τρίζουν από τα νεύρα.
«Ότι θέλεις Αλλισον θα τα ξαναπούμε σύντομα.»
Ευτυχώς αποχωρεί.
Εγω είμαι ακόμα μπροστά στον Σπενσερ.
Το σώμα του έχει χαλαρώσει περνάει το χέρι του από τα μαλλιά του, και μου ανοίγει την πόρτα να μπω μέσα.
Μπαίνω αλλά δεν υπάρχει περίπτωση να γλιτώσει χωρίς εξηγήσεις για το πως βρέθηκε εδώ.
Και για όλο αυτό που συνέβη τώρα.
Μόλις μπαίνει στο αυτοκίνητο το πρώτο πράγμα που κάνει είναι να μου φορέσει την ζώνη.
Αμεσως μετά πιάνει το πρόσωπο μου με το χέρι του και με φιλάει βίαια και παθιασμένα δεν μπορώ να πάρω ανάσα παθαίνω, και όχι δεν παθαίνω γιατί δεν μπορώ να ανασάνω παθαίνω για αυτόν για τα φιλιά του για το άγγιγμα του.
Μπορεί να μου αλλάξει την ψυχολογία μόλις με αγγίζει το άγγιγμα του είναι θεραπεία για τα νεύρα μου.
Μόλις σταματάει να με φιλάει το χέρι του δεν έχει αφήσει ακόμα το πρόσωπο μου.
Κάθεται και με κοιτάει.
«Άμα τον ξανά δεις χωρίς εμένα θα σε σκοτώσω.»
Μου λέει ενώ με αφήνει.
Αυτό, αυτό το τρελό πράγμα που μόλις με αγγίζει με κάνει να ξεχνάω τα πάντα. Ενώ μόλις ανοίγει το στόμα του με κάνει να θέλω να τον σκοτώσω αυτό δεν μπορώ να το διαχειριστώ.
«Άσε τις απειλές και πες μου πως βρέθηκες εδώ γιατί είμαι σίγουρη ότι δεν με κατάφερες να με ακολουθήσεις.»
Χασκογελάει ενώ η φλέβες πετάνε ακόμα και στο μέτωπο του.
«Απλά πήγα στο δωμάτιο και βρήκα το λαπτοπ σου ανοιχτό όποτε ήταν αρκετά εύκολο.»
Αυτό είναι παραβίαση προσωπικών δεδομένων.
Και δεν τον νοιάζει καθόλου μονάχα να γίνεται το δικό του.
Απλά έχω μείνει εκεί ακίνητη χωρίς να μπορώ να πω κουβέντα γιατί είμαι ηλίθια που άφησα το λαπτοπ ανοιχτό.
«Για πες μου εσυ τώρα για ποιον λόγο συναντήθηκες με τον ηλίθιο;»
Με δουλεύει αυτος μου τον γνώρισε ενώ τώρα τον λέει ηλίθιο.
«Για να του δώσω τους λογαριασμούς της τράπεζας.»
Ευτυχώς τώρα έχω κάποια δικαιολογία γιατί δεν θέλω να του πω την αλήθεια.
Σφίγγει τα δόντια του αλλά δεν έχει τι να κάνει έχω άλλοθι.
Επιτέλους ξεκινάμε και απλά τον παρατηρώ πως οδηγάει.
Τις φλέβες που πετάνε στα χέρια του.
Πως έχει πιάσει το τιμόνι με το χέρι του με αυτά τα δάχτυλα που εχτές βρισκόντουσαν μέσα μου.
Η έλξη που μου προκαλεί είναι ανεξέλεγκτη
Είμαι αρκετά υγρή.
Το χέρι του επιτέλους με πλησιάζει, και το χαμόγελο μου μεγαλώνει.
«Γλυκια μου για να μην βασανίζεσαι βγάλε το εσώρουχο σου.»
Ενώ μου χαμογελάει.
Τον υπακούω βγάζω το εσώρουχο μου και το χέρι του κατευθείαν με ακουμπάει για να δει ποσό υγρή είμαι παίζει για λίγο κάνοντας με να υποφέρω από ηδονή.
Βγάζει τα δυο του δάχτυλα από πάνω μου και τα πάει στο στόμα του.
Γεύεται τα υγρά μου με την γλώσσα του.
«Γλυκιά μου αυτά τα υπέροχα υγρά σου δεν θέλω να τα χάσω.»
«Ούτε εγώ θέλω να τα χάσεις»
Του λέω με ένα πονηρό χαμόγελο.
Στρίβει για να πάει σε ένα ιδιωτικό πάρκινγκ.
Με θέλει όπως τον θέλω και εγώ.
Τον θέλω μέσα μου.
Δεν με νοιάζει αν πριν από λίγο σκοτωνόμασταν η σαρκική επαφή μαζί του με κάνει τρελαίνομαι.
Μόλις παρκάρει ξεκουμπώνεται και βγάζει λίγο το παντελόνι του εγώ αμέσως ανεβαίνω πάνω του χωρίς να το σκεφτώ καθόλου βάζοντας τον όλον μέσα μου.
Φωνάζω δυνατά γιατί δεν περίμενα τόσο πόνο άμα τον βάλω μέσα μου κατευθείαν.
Μου βάζει το χέρι του στο στόμα μου καλύπτοντας με για να μην φωνάζω,
αλλά δεν με νοιάζει.
συνεχίζω να κουνιέμαι ενώ ο Σπένσερ μου έχει πιάσει τα μαλλιά.
Με φιλάει στο λαιμό και εγώ να κουνιέμαι σαν τρελή φωνάζοντας δυνατά χωρίς να με νοιάζει αν κάποιος θα μας δει.
Είμαι εθισμένη για αυτόν και αυτός για εμένα.
Τα τζάμια του αυτοκινήτου έχουν θολώσει.
Εγώ δεν μπορώ να ανασάνω.
Η μυς μου κοντεύουν να πάθουν κράμπα χαλαρώνω λίγο της κινήσεις μου αλλά δεν με αφήνει πιάνει την μέση μου και μου κουνάει δυνατά πάνω κάτω βάζοντας τον όλο μέσα μου.
«Δεν αντέχω άλλο»φωνάζω δυνατά ενώ όλα μου τα υγρά τον καλύπτουν.
Εκείνος συνεχίζει και κουνιέται σαν τρελός σπρώχνοντας με πάνω του.
Ενώ με φιλάει στο λαιμό προσπαθεί να έχει πρόσβαση στις ρώγες μου αλλά το στενό κορσέ φόρεμα δεν τον αφήνει.
Μου πιάνει δυνατά το μαλλί φωνάζοντας μου.
«Άλλη φορά θα έρχεσαι πάνω μου μόνο γυμνή το κατάλαβες.»
Καθώς κραυγάζει χύνοντας μέσα μου.
Η ικανοποίηση στα χαμόγελα μας τα πνευμόνια μας που υποφέρουν για λίγες καθαρές ανάσες και εμείς που καιγόμαστε ο ένας για τον άλλον.
Με βυθίζει μες στην αγκαλιά του και τα γλύκα του χείλη ακουμπάνε το λαιμό μου.
Με της αναπνοές μας να προσπαθούν να επανέλθουν στα φυσιολογικά τους.
«Γλυκιά μου ξέρεις ότι το κάναμε χωρίς προφυλακτικό,
και έχυσα μέσα σου;»
Μου λέει ενώ παθαίνω σοκ προσπαθώ να σηκωθώ αλλά με πιέζει και δεν με αφήνει να τον βγάλω από μέσα μου.
Δεν ξέρω καθόλου τι μου συμβαίνει δεν υπάρχει λογική όταν βρίσκεται κοντά μου.
«Θα ήθελα να χύνω έτσι μέσα σου κάθε μέρα.
εσύ θα το ηθελες;»
Γίνεται να με ρωτάει εμένα που τον παρακαλάω συνέχεια.
«Ναι μου ακούγεται καλή ιδέα.»
Δεν ντρέπομαι να του πω ότι τον θέλω μέσα μου κάθε μέρα.
Ενώ τα χέρια του με αγκαλιάζουν και εγώ βρίσκομαι στο ποιο γαλήνιο μέρος όλου του πλανήτη γη.
Αλλά ο δαίμονας βρίσκεται μεσα μου ανάμεσα στα πόδια μου.
Γεια σας κορίτσια μου ελπίζω να σας άρεσε το κεφάλαιο. Αν σας άρεσε θα μπορούσατε να βάλετε αστεράκι ⭐️❤️
Όπως θα παρατηρήσατε από εδώ και πέρα τα κεφάλαια θα είναι μεγαλύτερα.
Ελπίζω να σας άρεσε που μεγάλωσα τα κεφάλαια θα ήθελα πολύ να μου πείτε την γνώμη σας στα σχόλια.❤️❤️
Φιλάκια μέχρι το επόμενο κεφάλαιο.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top