Κεφάλαιο Νο1
Ξέρεις μερικές φορές ξυπνάς από τον λήθαργο του θανάτου με την ελπίδα ότι όλα ήταν ένας εφιάλτης.
Οι αναπνοές κοφτές, και γρήγορες. Οι χτύποι της καρδιάς ακούγονται παντού, ακόμα και στα ακροδάχτυλα των χεριών, και των ποδιών μου.
Πάλι, πάλι αυτό το ΣΚΟΤΑΔΙ που υπάρχει στο δωμάτιο είναι τόσο φωτεινό, μπροστά στον εφιάλτη που έζησα και βλέπω τα τελευταία χρόνια στον ύπνο μου. Θέλω να ξανά κοιμηθώ, αλλά φοβάμαι ότι κάποια στιγμή δεν θα μπορέσω να ξυπνήσω από τον λήθαργο.
Όλα πια είναι πιο φωτεινά, και ας είμαι κάτω από τον σκοτεινό ουρανό της Βοστώνης.
Όλα είναι πάντα πιο φωτεινά όταν το φως που εισχωρεί από τα μάτια αντανακλά στην ψυχή.
Όμως τα μάτια μου έχουν πάψει να βλέπουν το φως.
Είναι απλά άλλη μια νύχτα που κατάφερα να κοιμηθώ μόνο τέσσερις ώρες. Θα έπρεπε να πω μπράβο στον εαυτό μου που καταφέρνω και επιβιώνω με τόσες λίγες ώρες ύπνου. Όμως πρέπει να σηκωθώ, δεν ξέρω πόσες ώρες έχω κάτσει στο παράθυρο μου περιμένοντας την Ανατολή του ηλίου, αλλά όχι αρκετές μάλλον, γιατί η συγκάτοικος μου.
Όχι μάλλον η κολλητή, αδερφή ψυχή μου, και αρκετά σπαστική συγκάτοικος μου θα είχε έρθει να εισβάλει στο δωμάτιο μου με το έτσι θέλω αν είχε πάει η ώρα να φύγουμε για την σχολή. Χαμογελάω στην σκέψη μου για εκείνη και πιάνω τα μπράτσα μου σφιχτά με τα χέρια μου σαν μια αγκαλιά προς τον εαυτό μου.
Ακούω την πόρτα του δωματίου να ανοίγει σιγά σιγά κάνοντας αυτό τον χαρακτηριστικό ήχο τριβής.
Γυρίζω ήρεμα ξέροντας το πρόσωπο που θα αντικρίσω.
«Άλις, πάλι ξύπνια είσαι;»
Ρωτάει όλο απορία με τα μάτια της να έχουν την πιο λαμπερή απόχρωση του πάγου.
«Καλημέρα λέμε,ξέρεις Άνν»
Της λέω με ένα μικρό παράπονο ενώ πηγαίνω κοντά της. Είναι πραγματικά τόσο όμορφη,
Με αυτά τα μάτια που σε κάνουν να νιώθεις μια ρίγη, και τα ξανθά της μαλλιά, είναι σαν πίνακας ζωγραφικής.
Θα μπορούσα να γράφω για εκείνη σελίδες ολόκληρες είναι πλέον η μοναδική μου οικογένεια...και...
«Καλημέρα!!! Θέλω βοήθεια, δεν βρίσκω την εργασία μου!» Τα μάτια μου ανοίγουν διάπλατα και προσπαθώ να εμπεδώσω αυτό που μόλις μου είπε.
«Τι εννοείς δεν βρίσκεις την εργασία σου; Έπρεπε να την παραδώσεις την προηγούμενη εβδομάδα.»Αυτό συμβαίνει κάθε φορά! είμαστε στο τελευταίο έτος, σε περίπου ένα μήνα θα πάρουμε το πτυχίο μας έπρεπε να έχουμε παραδώσει την τελευταία εργασία μας. και εσύ τι κανείς Άνν; απλά αγνοείς τα πάντα.»
Λέω αγανακτισμένη και εκνευρισμός μου δεν μπορεί να κρυφτεί.
Είναι η οικογένεια μου!
Προσπαθούμε τόσο σκληρά και οι δυο να καταφέρουμε το μεγαλύτερο μας όνειρο. Να πάρουμε το πτυχίο αρχιτεκτονικής, να φύγουμε για νέα Υόρκη, να ανοίξουμε το δικό μας γραφείο.
Βράζω ολόκληρη....
Όσο σκέφτομαι ότι μπορεί να χάσουμε άλλον έναν χρόνο.
«Αλις υπερβάλεις ήμουν άρρωστη και δεν μπόρεσα να παραδώσω. Γιατί προσπαθείς να αρχίζεις την ημέρα με τσακωμό;»
Το εμφανώς εκνευρισμένο της πρόσωπο με κάνει να ντρέπομαι ότι την έχω παραμελήσει. Δεν ήξερα ότι ήταν άρρωστη. Το μόνο που σκέφτομαι είναι η αποφοίτηση, και οι εφιάλτες μου, που έχουν γίνει σαν δεύτερη σκιά μου.
«Συγγνώμη»
Αποκρίνομαι, και ζητάω άλλη μια ψιθυριστή συγγνώμη και μια αγκαλιά. Τελικά προσφέρθηκα να βοηθήσω να βρούμε την εργασία, και να ρίξω μια τελευταία μάτια.
Ευτυχώς το βρήκαμε γρήγορα.
Τα σχέδια σωστά,
η επεξήγηση ωραία,
οι μετρήσεις καλές.
«Είσαι έτοιμη, μπορείς να πας να δεις τον γκόμενο προτού πας στην σχολή. Εγώ θα έρθω μόνη μου!» Της αποκρίνομαι χασκογελωντας.
«Ευχαριστώ μικρό γλυκό ΦΥΤΟ,τουλάχιστον περνάω καλά! Θα πρέπει να δοκιμάσεις κάποια στιγμή.»
Μου λέει ενώ μου στέλνει ένα γλυκό φιλί κλείνοντας την πόρτα, αφήνοντας με να μπορώ πάλι να βυθιστώ στο ΣΚΟΤΑΔΙ.
Αλλά όχι πρέπει να σηκωθώ,
Πρέπει να ντυθώ.
Πρέπει να φύγω.
Πρέπει τουλάχιστον να κάνω έστω κάτι που με κάνει λίγο χαρούμενη.
Πάω γρήγορα να ντυθώ, κοιτάω τα ρούχα μου και απλά νομίζω έχω μόνο φόρμες πλέον στην ντουλάπα μου. Σε τίποτα δεν δίνω πλέον σημασία ούτε καν στην εμφάνιση μου!
Πλησιάζω τον καθρέφτη τα μάτια μου μουντά όπως ο ουρανός της Βοστώνης. αλλά μερικές φορές αλλάζουν χρώμα όταν θυμώνω είναι πράσινα, και όταν η ηρεμία διαπερνάει την ψύχη μου έχουν ένα απαλό καφέ χρώμα. Με της γωνιές του προσώπου μου να δείχνουν την απώλεια κιλών μου. Και το σώμα μου να ζητάει συνέχεια φροντίδα από την τροφική παραμέληση.
Δεν δίνω άλλο σημασία στην εμφάνιση μου ντύνομαι και φεύγω τρέχοντας προς τα κάτω με τις σκάλες γιατί το ασανσέρ μας έχει πάψει να λειτουργεί εδώ και μέρες. Τρέχω θέλοντας να προλάβω να βγάλω μερικές φωτογραφίες πριν ξεκινήσω την καθημερινή μου ρουτίνα.
Ξαφνικά προτού προλάβω να φτάσω το τελευταίο σκαλοπάτι γλιστράω από την βιασύνη να τα προλάβω όλα, αλλά δυο ξένα χέρια ακουμπάνε πάνω μου με προτρέπουν να μην πέσω κάτω, και με βοηθούν να σταθώ. Πρέπει να σηκώσω το κεφάλι μου ψηλά για να δω ποιος είναι γιατί μπροστά μου μου υπάρχει μόνο ένα ανδρικό στέρνο.
Σηκώνω το κεφάλι σιγά σιγά προσέχοντας την κάθε λεπτομέρεια του κορμιού του το σκούρο κουστούμι που φοράει,το λευκό πουκάμισο,το γιλέκο του, αυτό το άρωμα που μου θολώνει το μυαλό. Το πρόσωπο του, όμορφο, πολύ όμορφο, τα μαλλιά του σκούρα, τα μάτια του....
Ωχ όχι, μπλε μάτια σκούρα σαν το βαθύ ωκεανό βρίσκονται προσκολλημένα επάνω στα δικά μου. «Έχω κάτι το αξιοπερίεργο;» Ακούω την φωνή του, την χροιά της φωνής του και νομίζω ότι μόλις έχασα έναν χτυπό και η αρρυθμία συνεχίζεται.
Νομίζω αν αγγίξω την καρδιά μου θα την αισθάνομαι έξω από την θέση της. Θα έχει βγει σίγουρα έξω από την θέση της!
Δεν μπορεί να είναι αληθινός, δεν μπορεί να μου μίλησε, δεν μπορεί να με προστάτευσε να μην πέσω,
κανείς δεν θα προστάτευε εμένα. Η αλήθεια χτυπάει σαν κεραυνός στο κεφάλι μου και αντιλαμβάνομαι την παραίσθηση.
Αλλισον βλέπεις παραισθήσεις ξυπνά! κουνήσου! Κάνε κάτι, μην στέκεσαι έτσι σαν ένα άγαλμα νεκρό ψυχρό χωρίς σφυγμό.
Πάω να κουνηθώ και τα χέρια του πιέζουν τα μπράτσα μου. Δεν μπορεί, είναι αληθινός!
Το μόνο που καταφέρνω να πω είναι.
«Πρέπει να φύγω» Τα χέρια του λύνονται, ενώ προσπαθώ να περάσω από το πλάι, για να φύγω από την επίδραση που μου προκαλεί, και από την ντροπή που νιώθω.
«Τουλάχιστον θα μπορούσα να μάθω το όνομα σου; Εφόσον συγγνώμη δεν ξέρεις να λες.»
Η φωνή του ηλεκτροσόκ στο κορμί μου.
Το πρόσωπο μου κόκκινο από ντροπή.
Το μυαλό μου θόλο από το άρωμα του.
Η φωνή μου τρεμοπαίζει, αλλά αποκρίνομαι χωρίς να το σκεφτώ καθόλου. «Άλλισον Χάβαρντ»
Ενώ προσπαθώ να φύγω πάλι η φωνή του ξανά χτυπά δυνατά.
«Χάρηκα δεσποινίς Άλλισον, εγώ είμαι ο Σπένσερ Ντέρν.» Γυρίζω να τον δω κατάματα γιατί ένας άγνωστος ενδιαφέρεται για εμένα απορώ;
Αλλά αντικρίζω τα μάτια του να με κοιτάνε από πάνω μέχρι κάτω.
Με ένα μικρό χαμόγελο σχηματισμένο στα χείλη του.
Μια γλυκιά ευχαρίστηση στα μάτια του.
Μια αλαζονεία εκπνέει το πρόσωπο του.
Όλα αυτά με κάνουν να θέλω να φύγω τρέχοντας.
Το μόνο που καταφέρνω να πω είναι
«Συγγνώμη»
Ενώ γυρίζω να φύγω γρήγορα ακούω από το βάθος πλέον « εις το επανιδείν δεσποινίς Άλλισον!»
Ακούγεται σαν πρόκληση. Η φωνή του βραχνή όλο αποφασιστικότητα, αλλά που θα μπορούσα εγώ να συναντηθώ μαζί του; είναι ξεκάθαρο πως είμαστε από διαφορετικές κοινωνικές τάξεις.
Νομίζω πως το μυαλό μου πλάθει σενάρια και τα αυτιά μου ακούνε λόγια που δεν ειπώθηκαν ποτέ. Μόνο ένα είναι αληθινό τα μάτια του,
Θα ήθελα πολύ να τραβήξω μια φωτογραφία τα μάτια του, μόνο τα ΜΑΤΙΑ ΤΟΥ.
Γεια σας!
Εδώ είναι η πρώτη μου προσπάθεια να γράψω ένα βιβλίο ελπίζω να το αγαπήσετε όσο και εγώ.
Θα ήθελα πολύ να ακούσω την γνώμη σας στα σχόλια.
Θα με βοηθούσε αρκετά αν σας αρέσει η ιστορία μου να πατήσετε αστεράκι ⭐️❤️
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top