Κεφάλαιο Πέμπτο: Η Μονομαχία
Σε δυο ώρες όλα ήταν έτοιμα για τη μονομαχία. Η Μάγια στεκόταν απέναντι μου και με κοιτούσε με μίσος. Ήθελε να τιμωρήσει την ιδια της τη μητέρα, γιατί εξαιτίας της πέθανε ο πατέρας της. Όσο για τις αδερφές μου, θα τις τιμωρούσε γιατί ανήκαν στη στεριά όπως ο πατέρας μας. Εκείνη την ώρα, με κοιτούσαν με αγωνία από το βράχο στον οποίο ήταν δεμένες. Ο περισσότερος κόσμος ήταν με τη Μάγια.
Λίγοι ήταν μαζί μου, έπρεπε όμως να κερδίσω. Η Μάγια έκανε πολύ γρήγορες κινήσεις, εγώ όμως την απέφευγα. Οποία έχανε το ξίφος απ' το χέρι της, αυτή θα έχανε. Σημασία είχε να κρατήσω το ξίφος. Σύντομα όμως κουράστηκα και δεν το κατάφερα αυτό. Όλο το πλήθος άρχισε να χειροκροτεί. Η Μάγια ήταν η νικήτρια. Αυτοί οι λίγοι που ήταν μαζί μου έφυγαν.
Πήγα στη μητέρα μου στο βράχο.
«Λυπάμαι...» είπα και στις τρεις. Η μητέρα μου και η Τζούλια με καθησύχασαν και μου είπαν πως ήταν έτοιμες να δεχθούν ακόμα και το θάνατο. Η Αυγουστίνα όμως φοβόταν πάρα πολύ.
«Αφήστε με να φύγω!» φώναζε. «Δεν θέλω να πεθάνω!»
«Μάγια, τι θέλεις να κάνω στη μητέρα μας, που μας πρόδωσε και παντρεύτηκε έναν άντρα της στεριάς, και στις δύο κόρες της που γεννήθηκαν στη στεριά και ανήκουν εκεί;» τη διέκοψε ο βασιλιάς.
Η Μάγια δίσταζε. Κοίταζε πότε εμένα και πότε την οικογένεια μου, που ήταν στην ουσία και δική της οικογένεια. Την απάντηση της όμως δεν την περίμενα:
«Άφησε τες να γυρίσουν στο Ψαρονήσι. Να μην τις ξαναδώ ποτέ όμως.» Οι φρουροί με διαταγή του βασιλιά, έλυσαν τις τρεις γυναίκες, οι οποίες με αγκάλιασαν σφιχτά. Η χαρά και η συγκίνηση όλων μας ήταν απερίγραπτη.
Η οικογένεια μου είχε σωθεί απ' τη μανία της θάλασσας κι ετοιμαζόταν να φύγει. Κοίταξα τη Μάγια. Σίγουρα δεν της συγχωρούσα το γεγονός ότι πέρασαν τόση δοκιμασία και αγωνία, αλλά εκτιμούσα το γεγονός ότι έκανε πίσω στο τέλος και δεν τις τιμώρησε.
«Εσύ τι θα κάνεις, Ιουνία;» με ρώτησε η Μάγια.
«Ανήκω και στη στεριά και στη θάλασσα. Το σπίτι μου όμως είναι στο Ψαρονήσι. Και πρέπει να προσέχω τις αδελφές μου. Για την ώρα θα πάω μαζί τους, υπόσχομαι όμως να ξανάρθω.» Η Μάγια συμφώνησε κι έτσι ξεκινήσαμε όλες μαζί για το σπίτι μας.
Όταν επιτέλους βγήκαμε απ' το νερό, οι αδερφές μου έβγαλαν τις μάσκες τους και τις πέταξαν μακριά. Πήγαμε σπίτι, ξεπλυθήκαμε απ' την αλμύρα της θάλασσας και μετά φάγαμε μεσημεριανό. Το άλλο πρωί η μητέρα μου έφυγε για την Αθήνα. Τις επόμενες μέρες οι αδερφές μου δεν έλεγαν να πλησιάσουν τη θάλασσα! Ούτε σ' εμένα επέτρεπαν να πάω, μην τυχόν και τις παρατήσω και φύγω.
Μία εβδομάδα μετά, δέχτηκα μια απρόσμενη επίσκεψη: ήταν ο Κώστας, ο ψαράς που είχαμε δει την ημέρα που γνώρισα τη Μάγια και που παραλίγο να τραβήξει μαζί της στο νερό.
«Γεια,» μου είπε, «Είμαι ο Κώστας, με θυμάσαι;»
«Ω, και βέβαια! Πέρασε μέσα!»
«Όχι, βιάζομαι. Θέλω μόνο να μου πεις για εκείνο το κορίτσι που είχαμε δει πριν λίγο καιρό, αυτή τη γοργόνα που φιλοξένησες σπίτι σου.» Για κάποιο λόγο, ήμουν σίγουρη πως αυτό δεν ήταν για καλό! Το βλέμμα του τα έλεγε όλα!
«Δεν πρόκειται να σου πω τίποτα.»
Ο Κώστας όρμησε μες στο σπίτι, ψάχνοντας με μανία τη Μάγια.
« Πού είναι;!» φώναξε τρομοκρατώντας τις αδερφές μου. «Πρέπει να έρθει μαζί μου. Ξέρεις πόσα λεφτά θα βγάλω μ' αυτήν; Ε;! Το διανοείσαι;!» και με κοίταζε άγρια.
«Δεν χρειάζεται να φωνάζεις.» του είπα συγκρατώντας την ψυχραιμία μου. Δεν επρόκειτο να προδώσω την αδελφή μου:
«Δεν σου λέω τίποτα γιατί πολύ απλά δεν ξέρω που είναι. Δεν μου είπε τίποτα για αυτήν. Έφυγε την επόμενη μέρα.»
«Λες ψέματα!» άρχισε πάλι να φωνάζει. «Σε λίγες μέρες θα ξανάρθω. Να μου την έχεις έτοιμη, ή έστω να έχεις κάποια πληροφορία, οτιδήποτε για τις γοργόνες για να μπορέσω να βρω άλλες. Διαφορετικά δεν θα μείνει πέτρα στην πέτρα εδώ μέσα!» Και έφυγε, χτυπώντας δυνατά την πόρτα. Εγώ κάθισα στον καναπέ ταραγμένη και οι αδερφές μου έτρεξαν δίπλα μου.
«Έλα, μην ανησυχείς, κάτι θα σκεφτούμε για να τους σώσουμε.» μου είπε η Τζούλια.
Πριν μια βδομάδα έπρεπε να σώσω την οικογένεια που είχα στη στεριά. Τώρα έπρεπε να σώσω τη θαλασσινή μου οικογένεια, τη Μάγια, τον Βασιλιά Απρίλιο, τον Ιάσωνα και όλους. Έπρεπε να επισκεφθώ τη θάλασσα, να τους προειδοποιήσω ώστε να μπορέσουν να προστατευθούν και να δούμε τι θα κάνουμε. Δεν μπορούσα όμως να αφήσω τη Τζούλια και την Αυγουστίνα σε εκείνο το σπίτι πλέον. Εκείνος ο ψυχάκιας το έκανε ξεκάθαρο ότι θα το γκρεμίσει αν δεν βρει τις γοργόνες.
Μπήκαμε και οι τρεις στη βάρκα και πήγαμε στην Άνδρο. Από εκεί, τις έβαλα σ' ένα καράβι και τις έστειλα στο ασφαλές μας σπίτι στην Αθήνα, μαζί με τους γονείς μας και μακριά από θάλασσα και τρελούς ψαράδες.
Για το σπίτι μας στο Ψαρονήσι δεν μ' ένοιαζε καθόλου. Ήταν μόνο ένα σπίτι και οι αδελφές μου ήταν ασφαλείς. Αυτοί που κινδύνευαν τώρα ήταν τα αδέλφια μου και οι φίλοι μου στη θάλασσα. Επέστρεψα όσο πιο γρήγορα μπορούσα στο Ψαρονήσι, πέταξα τη μπλούζα μου στα βράχια και βούτηξα φορώντας το σορτς μου και το πάνω μέρος του μπικίνι μου. Σε χρόνο μηδέν έτρεξα στη βασίλειο.
Ωχ! Δύσκολα τα πράγματα για τους ανθρώπους της θάλασσας. Τι πιστεύετε ότι πρέπει να κάνουν τώρα; Να σημειώσω ότι το βασίλειο είναι αρκετά κοντά στην Άνδρο, έτσι οι ψαράδες με μια κατάδυση θα είναι πολύ εύκολο να τους βρουν. Πιστεύετε ότι θα πρέπει να πολεμήσουν εναντίον τους; Τι αποφάσεις θα πάρει ο βασιλιάς Απρίλιος;
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top