Κεφάλαιο 15ο: Το Νέο Βασίλειο
Το ταξίδι προς τις βόρειες ακτές της Κρήτης ήταν μακρύ, αλλά γεμάτο προσμονή. Το κοπάδι κολυμπούσε με συντονισμένες κινήσεις, σαν να είχε αποκτήσει ξανά σκοπό. Εγώ και ο Ιάσωνας τους είχαμε προλάβει στο δρόμο, καθώς έκαναν και αρκετές στάσεις για ξεκούραση. Ήμασταν μαζί, χέρι με χέρι, με βλέμματα που μιλούσαν χωρίς λέξεις.
Όταν φτάσαμε, ο βυθός ήταν παρθένος. Κρυστάλλινα νερά, σπηλιές γεμάτες πολύχρωμα κοράλλια, και μια αίσθηση ότι η φύση μας καλωσόριζε. Ο βασιλιάς Απρίλιος έδωσε το σύνθημα:
«Από εδώ ξεκινάμε ξανά.»
Ένιωσα ένα ρίγος. Δεν ήμουν πια η κοπέλα που δίσταζε ανάμεσα σε δύο κόσμους. Ήμουν μέρος αυτού του κόσμου. Ήμουν έτοιμη να χτίσω μαζί με τους υπόλοιπους, και ας μην ήμουν γοργόνα με ουρά.
...
Οι πρώτες μέρες ήταν γεμάτες δουλειά. Το κοπάδι χωρίστηκε σε ομάδες: άλλοι έφτιαχναν υποθαλάσσια καταλύματα, άλλοι συγκέντρωναν τροφή, άλλοι φρόντιζαν τους τραυματίες από την προηγούμενη μάχη.
Εγώ ανέλαβα να σχεδιάσω το κέντρο του νέου βασιλείου: έναν χώρο συνάντησης, με φυσικά υλικά, φωτισμένο από μαγικά φωτιζόμενα φύκια. Ο Ιάσωνας ήταν δίπλα μου σε κάθε βήμα, και η συνεργασία μας έμοιαζε με χορό.
Τις νύχτες, μαζευόμασταν γύρω από τις φωτεινές σπηλιές και μοιραζόμασταν ιστορίες. Εγώ άκουγα και μιλούσα, γελούσα και έκλαιγα. Ήταν η πρώτη φορά που ένιωθα πραγματικά πως είχα βρει το σπίτι μου κάτω απ' το νερό. Ακόμα και η συμπεριφορά της Μάγιας είχε αλλάξει κατά πολύ προς εμένα, πλέον μιλούσαμε όντως σαν αδελφές. Φαινόταν πως είχε σκεφτεί πολλά και το μίσος της είχε υποχωρήσει.
...
Τρεις μήνες μετά την εγκατάσταση, το βασίλειο είχε αποκτήσει μορφή. Ήταν ώρα για γιορτή. Ο Ιάσωνας με ζήτησε επίσημα σε γάμο μπροστά σε όλο το κοπάδι, με ένα δαχτυλίδι φτιαγμένο από μαργαριτάρι και φύκια.
Η τελετή έγινε σε μια υποθαλάσσια σπηλιά γεμάτη φως. Ο βασιλιάς ευλόγησε την ένωση μας, και οι φίλοι μας τραγούδησαν αρχαία μελωδίες που αντηχούσαν στους βράχους. Η Μάγια δεν έδειχνε πια να μας ζηλεύει, αντιθέτως έδειχνε χαρούμενη στο πλάι του δικού της συντρόφου, του Ιάκωβου.
Φορούσα ένα φόρεμα φτιαγμένο από λεπτά φύλλα κοραλλιών, και ο Ιάσωνας ένα μανδύα από μπλε λέπια. Όταν ανταλλάξαμε όρκους, η θάλασσα γύρω μας φάνηκε να σιωπά, σαν να μας άκουγε, σαν να ήταν κι εκείνη μάρτυρας της ένωσης μας.
...
Λίγο καιρό μετά, έφερα στον κόσμο δύο παιδιά, δίδυμα, ένα αγόρι και ένα κορίτσι. Τα ονομάσαμε Αλκιβιάδη και Εβελίνα, το όνομα του πατέρα του Ιάσονα και της μητέρας μου φυσικά, τιμώντας τις ρίζες μας.
Τα παιδιά είχαν πόδια σαν εμένα, αλλά καλυμμένα με μπλε λέπια. Ήταν γέφυρες ανάμεσα στους δύο κόσμους. Τα μεγάλωνα με ιστορίες από τη στεριά και τη θάλασσα, με τραγούδια που μιλούσαν για ελευθερία και αγάπη.
Η καθημερινότητα ήταν γεμάτη απλότητα: κολύμπι, παιχνίδια, κατασκευές, φροντίδα. Μα κάθε μέρα ήταν ξεχωριστή, γιατί ήταν δική μας. Χτισμένη με επιλογές, όχι με τύχη.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top