0004. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

Έτσι λοιπόν όπως σας είπα στον πρόλογο, η ιστορία μου ξεκινάει με μια τεράστια προσωπική μου απογοήτευση γενικότερα για τον κόσμο. Εγώ όμως δεν θα του κάνω τη χάρη. Δεν θα πέσω σε κατάθλιψη και δεν θα προσφέρω σε αυτούς που με κράζουν επειδή δεν μπαίνουν καν στον κόπο να με γνωρίσουν καλύτερα, έχουν το θράσος να σχολιάζουν με τόση κακία και που δεν με θαυμάζουν αυτό που θέλουν. Να με βλέπουν να πληγώνομαι. Ούτε σε αυτούς που κατά βάθος με αγαπούν να λένε ότι είμαι αναίσθητη και δεν έχω αξιοπρέπεια απλά για να είμαι στη μονότονη βαρετή ευθεία τους. Εγώ θα έχω κουράγιο και κότσια και θα καθίσω να γράψω αυτήν εδώ την ιστορία, ο κόσμος να χαλάσει. Και δεν θα μπει τίποτα και κανένας εμπόδιο σε αυτό.

Τέλος πάντων, προχωρώ για να μη σας σπάω τα νεύρα. Η μέρα μου σήμερα ήταν απίστευτα βαρετή. Ηθελημένη καραντίνα και αυτοπεριορισμός. Ξύπνησα στις έξι το πρωί μετά από τρομερές καθημερινές αυπνίες. Ω ναι! Διάβασμα επτά ώρες σερί με μόνα διαλείμματα κάτι ηλεκτρονικά παιχνίδια που τα παίζω απλά για ρουτίνα. Προφήτευα να τα τελειώσω σήμερα αλλά είχα σιχαθεί τη ζωή μου που τα παράτησα. Ύστερα, κρυφομαγειρέματα. Μετά, μάθημα κλασσικού τραγουδιού. Μετά, χειροτεχνίες. Και φυσικά μια αναγουλιαστική μπουκιά πρασόρυζο. Πάντα μισούσα το συγκεκριμένο φαγητό. Για μένα δεν έχει καν λόγο ύπαρξης. Ξέρω είναι υγιεινό και κάνει καλό αλλά εγώ προσωπικά δεν θέλω καθημερινά να αισθάνομαι λες και βουτάω τη γλώσσα μου στο βόθρο και να αναγουλιάζω και να μποχάω. Έφαγα μετά δύο σοκολάτες για να μου φύγει η χειρότερη γεύση που είχα ποτέ στη ζωή μου και τώρα κάθομαι εδώ και σας γράφω την ιστορία μου. Αυτή η υπέροχη βαρετή και κάπως εφιαλτική ρουτίνα για μένα αισθάνονταν παράλληλα ένα μοναχικό ζευγάρι που μένει στα Καρπάθια της Αττικής και συγκεκριμένα στο Διόνυσο.

Ο Διόνυσος είναι μια απίστευτα ωραία περιοχή, τελείως αντικειμενικά. Είναι δήμος όμως και όχι προάστιο της Αθήνας. Είναι πίσω από τη Πεντέλη και πολύ μακριά από οποιαδήποτε μορφή πολιτισμού. Η πλούσια μυθολογία του και το ψυχρότερο κλίμα του από τις άλλες περιοχές της Αττικής σίγουρα δεν είναι κίνητρα για να πας να μείνεις εκεί. Εκτός και αν θέλεις να ζεις στη μοναξιά σου και στην ησυχία σου καθαρά. Εγώ δεν είμαι τέτοιος άνθρωπος αν και για το ζευγάρι μας θεωρείται ιδανικός προορισμός. Έχει τέλεια σπίτια, γαλήνη, ερημιά, ησυχία... Ίσα ίσα που βρίσκεις στη μεγάλη του έκταση έναν φούρνο, μια παιδική χαρά και δύο μικρά καφέ. Ίσα ίσα που βλέπεις ακόμη και μέρα μεσημέρι κάποιον πεζό να περπατάει. Και ο Αρχαιολογικός Χώρος του Διονύσου είναι μονίμως κλειστός μιας και το Φοβερό Ελληνικό Δημόσιο με τον τρόπο λειτουργίας του δεν προωθεί τους αρχαιολογικούς χώρους και τα μουσεία όπως θα έπρεπε φυσικά. Από τις ελάχιστες επίσης πηγές πολιτισμού είναι το λεωφορείο των αστικών συγκοινωνιών που έρχεται από Κηφισιά και περνάει από Νέα Ερυθραία, Εκάλη, Δροσιά, Ροδόπολη, Σταμάτα... Και μετά φτάνεις στο Διόνυσο. Είναι μεγάλη διαδρομή. Και αισθάνεσαι λες και είσαι σε χωριό. Όχι σε πόλη. Όχι σε έναν πιο ερημικό δήμο της Αθήνας που έχει τα σπίτια της Κηφισιάς και της Εκάλης. Αυτό το τελευταίο, πες το και καλό... Εγώ το βρίσκω πάντως σαν καλό... Χεχε...

Στο Διόνυσο πάντως είναι η περιοχή που μένει το ζευγάρι που θα πρωταγωνιστήσει για αυτό το κεφάλαιο. Ένα μονόχνοτο, εσωστρεφές και κλειστό νεαρό ζευγάρι σε μια ιδιόκτητη μεσαίου μεγέθους μονοκατοικία τριών δωματίων. Η μονοκατοικία απέχει ελάχιστα μέτρα από τη στάση λεωφορείου και τη λεωφόρο Διονύσου αλλά βρίσκεις πανεύκολα να παρκάρεις και από πίσω, έχει έναν σχετικά μεγάλο και συμπαθητικό κήπο. Το ζευγάρι που είναι εργασιομανές, αγόρασε τη μονοκατοικία με δικά του λεφτά. Και τώρα ζουν μια ήρεμη αλλά απόμακρη ζωή χωρίς πολλές κοινωνικότητες. Η γυναίκα μετά από τρία χρόνια γάμου, έμεινε έγκυος στη Ροζαλία.

Ηταν 16 Δεκεμβρίου και οχτώ η ώρα το βράδυ. Η γυναίκα ήθελε να γεννήσει φυσιολογικά αλλά και να την εγχειρίσουν στο σπίτι της. Δεν ήθελε να πάει σε νοσοκομείο. Και η γέννα πήγε απροσδόκητα καλά αν και ο γιατρός δεν της το είχε προβλέψει. Το παιδί όμως, ήταν κοριτσάκι, δεν αντέδρασε καθόλου. Ο γιατρός και το ζευγάρι κοιτάχτηκαν περίεργα. Απλώς δεν ήταν φυσιολογικό. Και δεν είχε προφανώς και την αγωνία που χρειάζεται η συγκεκριμένη σκηνή.

Παρόλα αυτά, ο μαιευτήρας έκοψε τον ομφάλιο λώρο κανονικά, έπλυνε το νεογέννητο κοριτσάκι και το έντυσαν και το έβαλαν σε μια κούνια σε ένα από τα κλειστά υπνοδωμάτια του σπιτιού. Το ζευγάρι μετά την γέννα και την εγχείρηση της γυναίκας, έπεσε αποκαμωμένο για ύπνο. Γιατί δυστυχώς η γέννα διάρκεσε από το πρωί έως το βράδυ, όλη μέρα ήταν οι πόνοι. Τελικά γεννήθηκε η μικρή Ροζαλία στις 21:35 μετά μεσημβρίαν και όλοι ήταν απίστευτα χαρούμενοι. Αν και δεν το πολυέδειξαν. Απλά έριξαν ο ένας στον άλλον μια αγκαλιά και μετά χαμογέλασαν διακριτικά και έπεσαν για ύπνο αγκαλιασμένοι.

Το πρωί όμως το μωρό φερόταν περίεργα. Δεν έκλαιγε αλλά έβγαζε σπασμούς. Η γυναίκα πήγε στο δωμάτιο αλλά αισθάνθηκε ότι θα έχανε τη γη κάτω από τα πόδια της. Όμως, με το που το πήρε στην αγκαλιά της και το θήλασε, όλα έγιναν φυσιολογικά. Δεν σκέφτηκε να καλέσει τον γιατρό της, δεν υπήρχε λόγος. Αφού το πρόβλημα λύθηκε, όλα καλά, όλα ωραία, όλα ανθηρά...

Πέρασαν τρεις μήνες και η ζωή του ζευγαριού με το μωρό ήταν ήρεμη και ωραία. Δεν φαινόταν να υπήρχαν προβλήματα στη νεοαποκτηθείσα οικογενειακή τους ζωή και καθημερινότητα. Το ζευγάρι εξάλλου δεν ήθελε και πολλά. Μόνο να έχουν τις δουλιές τους, χρήματα για να ζήσουν, το φαγητό τους, το σπίτι τους, ρεύμα και θέρμανση. Και μια γυναίκα μπέιμπι σίτερ να τους προσέχει το μωρό γιατί δεν ήθελαν να αφήσουν τις δουλιές τους για αυτό. Ίσως και κάποια καλά βιβλία μιας και δεν ήταν άνθρωποι που πήγαιναν σε πάρτι και σε άλλες περιττές καθ αυτούς κοινωνικές εκδηλώσεις. Προτιμούσαν να κάθονται στο σπίτι διαβάζοντας και καμιά φορά με το να μην κάνουν απολύτως τίποτα.

Όμως, ένα μεσημέρι Τετάρτης, η μπέιμπι σίτερ καλεί τους γονείς τρομοκρατημένη. Σε λίγες μέρες, η μικρή Ροζαλία θα έμπαινε στον τέταρτο μήνα της ζωής της και το ζευγάρι θα έκανε ένα ιδιαίτερο ήσυχο δείπνο στο σπίτι σαν γιορτή. Ίσως καλέσουν και κανέναν φίλο από τους λίγους που έχουν για να δουν το μωρό και να μιλήσουν γιατί με τις δουλιές, που να βρουν το χρόνο και το κουράγιο. Αλλά τελικά, τα σχέδιά τους άλλαξαν αμέσως όταν τους πήρε τηλέφωνο τρομοκρατημένη η μπέιμπι σίτερ.

Οι δυο γονείς τρέχουν με ταχύτητα φωτός στο σπίτι τους από τις δουλιές τους στη Κηφισιά και πάνε να προυπαντήσουν την μπέιμπι σίτερ που ήδη είχε καλέσει και τον γιατρό της μητέρας, της εργοδότριάς της. Ο γιατρός αν και εξέτασε πολύ προσεκτικα το μωρό, δεν μπόρεσε να κάνει τίποτα. Κατάλαβε όμως ότι ήταν παγωμένο στο κεφάλι. Πολύ περίεργα παγωμένο. Και όσες ζεστές κομπρέσες και να του έβαζαν και θερμοφόρες στα πόδια, τίποτα δεν γινόταν. Το περίεργο όμως ήταν ότι το μωρό δεν είχε ούτε καν πυρετό! Και με το που έπιασε το μωρό στα χέρια της η μητέρα, το μωρό ηρέμησε και έκανε σαν να μη συμβαίνει τίποτα απολύτως.

-Λυπάμαι κυρία μου, δεν ξέρω πραγματικά καθόλου τι συμβαίνει με το μωρό σας και κάνει όλους αυτούς τους σπασμούς. Καλό θα ήταν όποτε μπορέσετε και αν θέλετε, να περάσετε από το ΚΑΤ να εξετάσουν καλύτερα οι συνάδελφοί μου την κατάστασή σας. Ευτυχώς να λέτε που ήταν η μπέιμπι σίτερ στο σπίτι σας με το μωρό και με ενημέρωσε και εμένα αλλά και εσάς εγκαίρως αλλά φαινομενικά το πρόβλημα λύθηκε οπότε δεν έχει πλέον σημασία αυτό πια.

Με αυτά τα λόγια, ο γιατρός έφυγε και το ζευγάρι έδωσε άδεια στη μπέιμπι σίτερ μετ αποδοχών για τρεις μέρες. Πήραν και αυτοί άδεια τρεις μέρες από τις δουλιές τους για να συνέλθουν από το σοκ που έπαθαν και να μείνουν στο σπίτι, δεν πειράζει και να τους τις έπαιρναν από τις άδειες του Πάσχα. Τρεις μερούλες ήταν εξάλλου, όχι κάτι άλλο. Και σε θέματα υγείας δεν τα σκεφτόμαστε αυτά φυσικά.

Το ζευγάρι ευτυχώς σαν να ηρέμησε λίγο. Το βραδυ της Κυριακής όμως, ενώ προσπαθούσαν να συνεχίσουν τη ζωή τους κανονικά όπως έχουν συνηθίσει, με ηρεμία και ησυχία, και να απολαύσουν τη βροχή να πέφτει, ξαφνικά ακούνε να χτυπάει το κουδούνι και πάλι.

Η μητέρα ανοίγει τη πόρτα και στο κατώφλι είναι ένας νέος άνδρας με μαύρα στιλπνά μαλλιά με ζελέ στρογυλλά γυαλιά, μαύρο δερμάτινο τζάκετ, μαύρο κολλητό τζιν και κόκκινο πουκάμισο. Κρατούσε και μια μεγάλη φουσκωτή μαύρη τσάντα. Έμοιαζε λίγο στον Δράκουλα με το κόκκινο πουκάμισο και τον σηκωμένο γιακά του μπουφάν του που τον είχε έτσι καθαρά για να προστατεύεται από τη βροχή, αν και ήταν λίγο τρομακτικός αλλά τελικά τους μίλησε με μια ψυχραιμία που ο καθένας μας θα θαύμαζε.

-Καλησπέρα σας. Έμαθα πως έχετε ένα σοβαρό πρόβλημα με τη κόρη σας. Άκουσα τη μπέιμπι σίτερ σας τυχαία να σας το λέει στο τηλέφωνο. Λυπάμαι πολύ για το σοκ που περάσατε. Αλλά αν με αφήσετε να μπω, θα σας βοηθήσω και θα σας υποσχεθώ ότι θα προσπαθήσω πολύ να σας σώσω τη μικρή Ροζαλία.

-Συγνώμη, πως γνωρίζεις πως θα τη βαφτίσουμε; Ακόμη δεν έχει χρονίσει! λέει έκπληκτος ο πατέρας.

-Έχω τα ταλέντα μου. Και θα καταλάβετε σε λίγο το γιατί. Αφήστε με να περάσω και να δω τη κόρη σας σας παρακαλώ. Έχετέ μου εμπιστοσύνη.

Το ζευγάρι δίστασε, αλλά τελικά τον άφησαν να μπει μέσα. Ο άνδρας χάζεψε με ενδιαφέρον γύρω τον χώρο και είπε:

-Ωραίο σπίτι έχετε. Το γούστο σας είναι τέλειο αν και η περιοχή που μένετε είναι τελείως ερημική...

Μετά τον οδήγησαν πάνω στο δωμάτιο της Ροζαλίας. Το δωμάτιο ήταν απλό αλλά κοριτσίστικο με μια κούνια, μια αλλαξιέρα με 5 μεγάλα συρτάρια, μια ντουλάπα και τρία μεγάλα λαγούδια-κούκλες που ήταν στο δωμάτιο στις γωνίες ενώ κάτω από το παράθυρο ήταν και ένα μπαούλο με τα λίγα για την ώρα παιχνίδια του παιδιού. Ο άντρας πήγε κατευθείαν στη κούνια και σήκωσε με προσοχή το κοριτσάκι στην αγκαλιά του. Οι γονείς τον κοιτούσαν ξαφνιασμένοι. Αναρωτιόντουσαν τι θα έκανε. Αλλά τελικά, ακούμπησε το μωρό στην αλλαξιέρα.

-Ποπό! Το μωράκι σας είναι πολύ πιο μικρόσωμο και ελαφρύ από το συνηθισμένο! Και το κεφαλάκι του είναι απίστευτα κρύο! Και τα χεράκια του! Και το δέρμα του είναι σκληρό! Πως γίνεται αυτό το πράγμα μα την αλήθεια;

-Δεν έχω ιδέα πραγματικά. Τη Τετάρτη που ήμασταν στη δουλειά μας καλεί τρομαγμένη η μπέιμπι σίτερ που προσλάβαμε και μας λέει ότι το μωρό είχε σπασμούς. Πολύ περίεργο. Το πήρα όμως στην αγκαλιά μου. Κάθε φορά που το κάνω αυτό, ηρεμεί. Πως όμως γίνεται αυτό... Και πως δεν κλαίει καθόλου; Είναι απίστευτο...

-Μάλιστα... Ο εγκέφαλός του και οι νευρώνες του έχουν παγώσει. Και ο λόγος που είναι τόσο ήσυχο είναι επειδή δυσλειτουργούν και τα αυτάκια του. Δεν έχει αυτή τη στιγμή αίσθηση της ισορροπίας, του χρόνου, του τόπου, δεν καταλαβαίνει ότι μιλάμε καν. Φυτοζωεί στην ουσία.

Οι γονείς κοίταξαν τον άνδρα με περιέργεια. Αλλά τον άφησαν να συνεχίσει.

-Και δυστυχώς θα συνεχίσει για πάντα να φυτοζωεί, εκτός και αν... Αν του βάλω στον εγκέφαλο μια συσκευή δικής μου επινόησης για να μπορεί τουλάχιστον να έχει μια άλφα ευφυία. Να ξέρει πότε θα φάει, πότε θα πάει στο μπάνιο, πότε θα κοιμηθεί. Για την ώρα αυτά. Αν δεχτείτε, θα εξελίσσεται διαρκώς με τις νέες γνώσεις της.

Οι γονείς κοιτάχτηκαν σιωπηλά μεν αλλά χαμογελώντας με αισιοδοξία.

-Όμως, αγαπητοί μου... Δεν σας τα είπα καλά ακόμη. Μεν θα μπορεί να ζήσει, αλλά μόνο να επιβιώσει. Δεν θα μπορέσει να μιλήσει. Δεν θα μπορέσει να μάθει συναισθηματική νοημοσύνη. Δεν θα μπορεί να κάνει δουλιές όπως όλοι. Και θα χρειαστεί πολύυυυ χρόνο για να μπορέσει να ανταπεξέλθει έστω και στα ελάχιστα πράγματα που μπορεί και που θα μπορέσει να κάνει. Δεν θα μπορέσει να νιώσει την αγάπη, τον έρωτα. Δεν θα μπορέσει να νιώσει τη στοργή. Και πολύ δύσκολα θα μπορεί να αναγνωρίζει πρόσωπα, πόσο μάλλον να κάνει έναν φίλο έστω. Επίσης, δεν θα μπορέσει να παίξει, να τρέξει όπως όλα τα παιδάκια και κάθε συναίσθημα που θα έχει, αν θα έχει, θα καταπιέζεται μέσα στη ρουτίνα, τη ζοφερή που θα την περιτριγυρίζει. Θα είναι όμως ο μόνος τρόπος για να επιβιώσει. Αν δεν το κάνω, είναι ζήτημα η κόρη σας, η μικρή Ροζαλία να έχει μόλις δύο ακόμη μήνες ζωής.

Τα χαμόγελα του ζευγαριού, έσβησαν μαχαίρι. Παρόλα αυτά, τον άφησαν να τελειώσει.

-Λοιπόν. Σας ακούω. Δέχεστε ή όχι;

-Πως... Θα το καταφέρεις αυτό; Δεν θα χρειαστείς βοήθεια; Επίσης, τι είσαι; Γιατρός; Χειρουργός;

-Πείτε το κι έτσι. Αν θέλετε όμως να σωθεί η κόρη σας θα πρέπει να αποφασίσετε αυτή τη στιγμή και είναι η μόνη σας ευκαιρία. Δεν θα υπάρξει άλλη!

Οι δύο γονείς το σκέφτηκαν ξανά για περίπου τριάντα δευτερόλεπτα και μετά, κοίταξαν τον άνδρα στα μάτια.

-Εντάξει. Θα το κάνουμε. Πες μας ό,τι χρειαστείς... Ό,τι θελήσεις.

-Το μόνο που θέλω αυτή τη στιγμή, είναι να πέσετε για ύπνο. Και να ξεχάσετε τελείως ότι ήμουν εδώ. Και το πρωί, η κόρη σας θα μπορεί να επιβιώσει έστω με τα στοιχειώδη.

Το ζευγάρι αποσύρθηκε στη κρεβατοκάμαρά του χωρίς να βγάλει μιλιά. Να ξεχάσουν ότι ήρθε! Πως γίνεται αυτό το πράγμα! Και ειδικά, όταν σου λένε ότι το παιδί σου δεν θα ζήσει για πολύ ακόμη!

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top