Καταραμένοι: Φωνές μες το σκοτάδι (Μέρος πρώτο)
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
ΦΩΝΕΣ ΜΕΣ ΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ
Ήμασταν καθισμένες στο τραπέζι της κουζίνας παίζοντας χαρτιά, εγώ, η κολλητή μου η Σάσα και η μαμά μου έπλενε τα πιάτα. Η Σάσα έκανε τα πάντα για να με πείσει να πάω μαζί της στο εξοχικό της για τις καλοκαιρινές διακοπές που θα πήγαινε μαζί με το αγόρι της, τον Έλιοτ.
«Ω, πείστε την, κυρία Μόνικα να έρθει. Θα περάσουμε τόσο ωραία», είπε η Σάσα απευθυνόμενη στη μαμά μου λες, και θα μπορούσε εκείνη να με μεταπείσει.
«Σου είπα θα το σκεφτώ, εντάξει», τις είπα ρίχνοντας στη στοίβα τον άσο που φύλαγα. Αν ήταν κάτι που δεν μου άρεσε, αυτό ήταν, να μου λένε κάτι διακόσιες φορές λες και ήμουν χαζή. «Ξέρω πόσο θέλεις να έρθω αλλά σκέψου και το άλλο, εσύ θα είσαι με το αγόρι σου, εγώ τι θα κάνω εκεί για πες μου;» με την ερώτησή μου την έβαλα σε σκέψεις. Τρελαινόμουν να την προβληματίζω γιατί όταν ερχόταν σε δύσκολη θέση κοκκίνιζε και έμοιαζε σαν παντζάρι.
«Αμάν μωρέ, και τι έγινε, σιγά. Εξάλλου και ο Έλιοτ θέλει να έρθεις», μου είπε πετώντας όλα τα χαρτιά της κάτω. «Δεν παίζω άλλο. Θα έρθεις;»
«Κι εσύ γιατί δεν πας, τι σε έπιασε τώρα; Το κορίτσι σε παρακαλάει», πετάχτηκε η μαμά μου γυρνώντας από τον πάγκο μαζί με ένα πιάτο και μια πετσέτα καθώς το σκούπιζε.
«Μαμά;», φώναξα.
«Μαμά, τίποτα. Δηλαδή, τι θέλεις, να σε ικετέψει κιόλας;» είπε κοροϊδευτικά.
«Όχι βέβαια, μαμά σταμάτα. Κοίτα, είπα θα το σκεφτώ και θα το σκεφτώ. Μη με πρήζετε άλλο. Πάω να διαβάσω. Τα λέμε το απόγευμα, Σάσα», σηκώθηκα επάνω.
«Να διαβάσεις, είπες; Το σχολείο έχει σταματήσει».
«Πρέπει να είσαι, ή πολύ χαζή ή να μου κανείς πλάκα μεσημεριάτικα, έτσι; Τι λες καλή μου, μονό τη σχολική περίοδο διαβάζει ο άνθρωπος; Τα λέμε Σασούλα», της απάντησα κοροϊδευτικά στη γελοία ερώτησή της. Είναι πολύ καλή μου φίλη αλλά οι ερωτήσεις της πολλές φορές με κάνουν να πιστεύω, πως η μαμά της την κούναγε πολύ στην κούνια όταν ήταν μικρή και αυτό της άφησε κουσούρι κατά κάποιο τρόπο.
Το απόγευμα πήγα στη βιβλιοθήκη και κάθισα μέχρι το βράδυ διαβάζοντας με τις ώρες, κάτι καινούργια βιβλία που μιλούσαν για το φαινόμενο ΡΕΛΑ, δηλαδή τα μικροσκοπικά ανθρωπάκια που ζουν σε έναν κοντινό πλανήτη και για πολλά άλλα μυστήρια που με το πέρασμα του χρόνου έχουν μείνει ανεξιχνίαστα.
«Τσα», με τρόμαξε από πίσω μου η Σάσα.
«Είσαι τρελή κοπέλα μου, μου έκοψες την ανάσα», παραπονέθηκα. Εκείνη είχε κιόλας θρονιαστεί δίπλα μου και κοίταζε εξονυχιστικά αυτό που διάβαζα με τόση αφοσίωση.
«Τα φαινόμενα του κόσμου, τόμος δυο», πρόσθεσε βλέποντας το εξώφυλλο του βιβλίου. «Ναι, καλά κι εγώ διαβάζω, Αγκάθα Κρίστι», γέλασε χλευάζοντας το βιβλίο.
«Αχ, σε παρακαλώ δεν έχω διάθεση για τα χαζά σου αστεία. Κάνε μου τη χάρη και φύγε. Και για να έχουμε καλό ερώτημα, ποιος σου είπε που είμαι; Αα ναι, φυσικά η Μόνικα», απάντησα στην ίδια μου την ερώτηση καθώς άλλαζα σελίδα.
«Ω, ναι. Και τώρα, πες μου άλλαξες γνώμη;» με ρώτησε κλείνοντας το βιβλίο. «Είναι σημαντικό για μένα».
«Αλήθεια;»
«Μπορεί να χωρίσω. Η σχέση μου δεν πάει καλά και θα ήθελα τη βοήθεια σου. Είσαι η μόνη φίλη που με στηρίζει σε ό,τι κάνω. Τον αγαπάω και δεν θέλω να τον χάσω», με αγκάλιασε και έκλαψε για λίγα λεπτά. Εκείνη τη στιγμή, αισθάνθηκα τόσο άσχημα και υπεύθυνη για την κατάσταση της που δεν είχα πλέον να σκεφτώ, τίποτα άλλο.
«Θα έρθω. Πότε φεύγουμε;» της χαμογέλασα. «Γιατί χαζούλα, δεν μου το είχες πει νωρίτερα, ε, γιατί;»
Στο δρόμο για το Σάιλον Χιλ, εγώ διάβαζα ένα βιβλίο ενώ το ζευγαράκι αντάλλαζε φιλιά αψηφώντας πως ήμουν κι εγώ στο αυτοκίνητο και μπορεί να τρακέρναμε σε κανένα δέντρο ή κάπου χειρότερα. Με την Σάσα γνωριζόμαστε από την τρίτη γυμνασίου. Γνωριστήκαμε σε μια πολύ δύσκολη φάση της ζωής της και τη βοήθησα ψυχολογικά στο να ξεπεράσει πολλά. Εκείνη πιστεύω όμως, πως έκανε περισσότερα για μένα, από ό,τι εγώ για εκείνη.
«Παιδιά, εε, παιδιά. Έλιοτ, δεν κοιτάς και λίγο μπροστά σου, να μην κάνουμε διακοπές στον Ερυθρό Σταυρό; Έλα αγοράκι μου και κάνετε μετά όταν φτάσουμε, ό,τι θέλετε».
«Έλα τώρα μωρέ, Μπλέικ. Γιατί μας τη σπας, έτσι;»
«Συγγνώμη που σου την σπάω όπως λες, άλλα μου αρέσει η ζωή μου, έχω πολλά να μάθω ακόμα και να ζήσω», του απάντησα κατηγορηματικά.
Κάτι δεν πήγαινε καλά με την Σάσα. Για ζευγάρι που ήταν έτοιμο να χωρίσει δεν έμοιαζε αυτό που έβλεπα μπροστά μου και μακάρι, αλλά το ξέρει πως δεν μου αρέσουν τα ψέματα. «Αχ, Σάσα», πήρα μια βαθιά ανάσα και έσκυψα πάλι επάνω από το βιβλίο μου.
Όταν φτάσαμε, βγήκα από το αμάξι και αφουγκράστηκα τον καθαρό αέρα. Το σπίτι ήταν λίγα μέτρα μακριά από μια μεγάλη – θα έλεγα πελώρια λίμνη – που την έβλεπες και χανόσουν από το βάθος. Ήταν κρυστάλλινη. Όταν ρώτησα την Σάσα, μου είπε πως λεγόταν λίμνη Μακόλ. Το σπίτι μύριζε κλεισούρα από πάνω μέχρι κάτω. Εγώ διάλεξα ένα από τα επάνω δωμάτια και άρχισα να ξεπακετάρω τα πράγματά μου, τακτοποιώντας τα σε ντουλάπες και συρτάρια. Το παράθυρό μου έβλεπε κατευθείαν στην λίμνη. Το θέαμα ήταν απλά εκπληκτικό – μοναδικό. Τελικά θα μου έκανε πολύ καλό αυτή η αλλαγή περιβάλλοντος.
Οι πρώτες τέσσερις μέρες, ούτε εγώ κατάλαβα πως πέρασαν. Ήταν υπέροχες και ακόμα δεν είχε ξεκινήσει το καλοκαίρι για τα καλά. Όσο για τα παιδιά, αυτοί ήταν πιο ερωτευμένοι και τρελαμένοι από ποτέ. Ένα ήταν σίγουρο, η Σάσα και ο Έλιοτ δεν θα χώριζαν ούτε πριν, αλλά πόσο μάλλον τώρα. Με λίγα λόγια, μου είχε πει ψέματα για να έρθω αλλά δεν πειράζει. Την αγαπώ γιατί βρήκε τρόπο να με κάνει να ξεφύγω ακόμα και από πράγματα που τα θεωρώ ξεκούραστα. Το χρειαζόμουν πολύ αυτό.
« Πιασε, Μπλέικ», φώναξε η Σάσα πετώντας τη μπάλα του βόλεϊ με δύναμη προς το μέρος μου. Η μπάλα εκτοξεύτηκε με τόση δύναμη που χάθηκε στο δάσος.
«Ναι, καλά, Σάσα σ' ευχαριστώ γι' αύτη σου τη βολή μόνο που δεν ήμουν εκεί», την πείραξα βγάζοντας τη γλώσσα.
Εκείνη μέχρι να πάω να τη φέρω πίσω, ανέβηκε πάνω στον Έλιοτ και χάθηκαν στα φιλιά. «Χαζούλα», γέλασα. Κοίταξα δεξιά κι αριστερά για τη μπάλα αλλά δεν φαινόταν πουθενά. Τα ψηλά δέντρα και οι πυκνωτοί θάμνοι που τους πλαισίωναν έκαναν την αναζήτησή μου, ακόμα πιο δύσκολη. «Τι στο καλό, δεν μπορεί να πήγε και πολύ μακριά», αναρωτήθηκα.
«Αυτήν ψάχνεις;» είπε μια ανδρική φωνή πίσω μου.
Όταν γύρισα, είδα έναν ψηλό άνδρα με τζιν και καρό κίτρινο σακάκι να στέκεται απέναντί μου. Αμέσως εκείνος μου χάρισε ένα γλυκό χαμόγελο.
«Ναι, αυτήν», του απάντησα παρατηρώντας τον από πάνω μέχρι κάτω.
«Πολύ ωραία. Ορίστε, λοιπόν», είπε και την πέταξε. Εγώ την έπιασα στον αέρα αμέσως και τον ευχαρίστησα.
«Μένεις εδώ κοντά;» μου ξέφυγε.
Το χαμόγελο συνεχίστηκε και αυτή τη φορά ακόμα εντονότερο. «Ναι, λίγα βήματα πιο κάτω».
«Βήματα; Πρώτη φόρα ακούω κάποιον, να λέει έτσι τα μέτρα».
«Τι θα έπρεπε να πω δηλαδή, αφού μένω εδώ κοντά;»
«Τίποτα, συγγνώμη, δικό μου λάθος. Πρέπει να φύγω. Σ' ευχαριστώ πολύ για τη βοήθεια. Χάρηκα πολύ, κύριε...»
«Ντάρετ και μη με λες κύριο. Αυτό με μεγαλώνει, θα έλεγα», είπε κλείνοντάς μου το μάτι.
«Εντάξει», του χαμογέλασα κι έφυγα.
Το βράδυ στο φαγητό, η Σάσα μου έκανε ακόμα ερωτήσεις για τον νέο μου φίλο, όπως έλεγε.
«Έλα τώρα, ακόμα το συνεχίζεις; Σου τα είπα όλα. Αφού δεν τον ξέρεις εσύ που έμενες εδώ, που θέλεις να τον ξέρω εγώ;»
«Μακάρι να τον ξαναδούμε, να έχεις κι εσύ παρέα», μου είπε πονηρά βάζοντας ένα μακαρόνι στο στόμα.
«Έχω παρέα, δε χρειάζομαι και ξένους. Έχω ήδη δυο κανίβαλους να νταντεύω. Να μου λείπει το βύσσινο», της απάντησα σηκώνοντας ένα ποτήρι με νερό για να πιω.
«Το άκουσες αυτό μωράκι, μας είπε κανίβαλους», είπε απευθυνόμενη στον Έλιοτ, χαϊδεύοντάς του τα μαλλιά.
Και ναι, αύτη εδώ, ήταν η αφορμή που γύρεψαν για να κάνουν το τραπέζι, κρεβάτι. Μεμιάς, ανέβηκαν επάνω, πετώντας στο πάτωμα όλο το βραδινό φαγητό –το όποιο, είχα ευτυχώς τελειώσει – και ξεκίνησαν να γδύνονται με μανία. Εγώ όπως ήταν επόμενο δεν θα έμενα σαν να βλέπω ερωτική ταινία σε σινεμά. Έφυγα αμέσως και πήγα στο δωμάτιό μου.
Το βράδυ ξύπνησα με φρικτούς πόνους στο στομάχι και κατέβηκα κάτω για να πάρω παυσίπονο. Κατέβηκα κάτω, άνοιξα τα φώτα της κουζίνας και κατευθύνθηκα προς το ψυγείο. Όταν έπιασα την πόρτα του, άκουσα μια φωνή από έξω να ζητάει βοήθεια. Πήγα μεμιάς κοντά στο παράθυρο του πάγκου για να δω, αν ήταν κάποιος αλλά δεν έβλεπα έξω καθαρά. Η φωνή σταμάτησε και δεν την ξανάκουσα. Με μια γρήγορη σκέψη υπέθεσα πως το φαντάστηκα.
Το πρωί τα παιδιά είχαν φύγει και με άφησαν μόνη στο σπίτι. Τους είχα πει πως δεν ήθελα να πάω μαζί τους μέχρι την πόλη από χθες το βράδυ κι έτσι με άφησαν εδώ. Κατεβαίνοντας κάτω, η Σάσα - η γλυκιά μου- μου είχε ήδη ετοιμάσει ένα πλούσιο πρωινό γεύμα μαζί με γάλα διαίτης που πίνω. Ο χτύπος της πόρτας με έκανε να σταματήσω το φαγητό και να πάω εκεί. Το ποιος ήταν, φαινόταν από τα πλαϊνά τζάμια δίπλα από την πόρτα. Ήταν εκείνος. Χαμογέλασα και άνοιξα.
«Καλή σου μέρα, καλά είσαι;» μου είπε ο Ντάρετ, βγάζοντας το καουμποΐστικο καπέλο του από ευγένεια.
«Γεια σου Ντάρετ, καλά είμαι. Πως ήξερες που μένω;» τον ρώτησα όλο περιέργεια. Εκείνος χαμογελούσε σε όλη τη διάρκεια που μιλούσαμε σαν να έλεγα κάποιο αστείο. Ήταν γλυκός.
«Δεν έχει και πολλά σπίτια εδώ κοντά, για την ακρίβεια είναι το μοναδικό εδώ γύρω».
Η απάντησή του με έκανε να κοκκινίσω. Αχ Θεέ μου, είμαι χαζή. Τι ερωτήσεις που κάνω. Ήθελα επειγόντως να σκεφτώ, κάτι έξυπνο και γρήγορα. «Τι σε φέρνει εδώ;» Ναι, νομίζω πως αυτό ήταν, ό,τι ακριβώς γύρευα.
«Πήγα για κυνήγι και σκέφτηκα πως θα ήθελες να φας στιφάδο, σήμερα».
Όχι, δεν το είπε αυτό, αποκλείεται. Το καημένο το λαγουδάκι. «Σκότωσες λαγό;» τον ρώτησα κάνοντας τον τόνο της φωνής μου πιο εχθρικό.
«Ναι, εμείς εδώ και ειδικά εγώ, πάω πολύ συχνά για κυνήγι. Τα Σαββατοκύριακα είναι οι κατάλληλες μέρες για...»
«Φτάνει», τον διέκοψα απότομα. «Η αλήθεια είναι πως δεν μπορώ να ακούω, πόσο μάλλον, να βλέπω σκοτωμένα ζώα», είπα κάνοντας μια γκριμάτσα αηδίας.
«Καταλαβαίνω, μην ανησυχείς. Απλά πρέπει να ξέρεις πως εμείς οι άνθρωποι πρέπει να ζούμε και μ' αυτό. Δεν γίνεται να μην έχουμε στο πρόγραμμα μας, κρέας».
Η αλήθεια ήταν, πως ήμουν πολύ απότομη μαζί του χωρίς να του πω, ούτε ένα ευχαριστώ για τον όλο κόπο του. Τον προσκάλεσα μέσα και αφού έβαλα στο ψυγείο το αδικοχαμένο λαγό, έκανα ένα παγωμένο ρόφημα και καθίσαμε στα ευρύχωρα και αναπαυτικά καθίσματα του σαλονιού. Η ώρα δεν καταλάβαινα πως περνούσε μαζί του ώσπου ήρθαν τα παιδιά με τα ψώνια.
Το βράδυ στο τραπέζι είχαμε βάλει άλλο ένα σερβίτσιο για τον νέο μας φίλο. Η Σάσα η πονηρή, έβρισκε αστείο να πετάει διάφορα υπονοούμενα για μένα στον Ντάρετ. Ευτυχώς που καθόταν απέναντί μου και ήταν εύκολος στόχος για μένα, αν πετούσε καμιά κούτσανα που δεν μου άρεσε. Ξαφνικά μια δυνατή γυναικεία τσιρίδα ακούστηκε από έξω, κάνοντάς μας να παγώσουμε στη θέση μας.
«Τι είναι αυτό», ρώτησε ο Έλιοτ ξαφνιασμένος.
Ο Ντάρετ σηκώθηκε από το τραπέζι και βγήκε έξω. Το ίδιο κάναμε κι εμείς από πίσω του. Όταν βγήκαμε, ο Ντάρετ είχε εξαφανιστεί. Η λίμνη απέναντί μας, έμοιαζε τρομακτική, έτσι όπως το φεγγάρι την έλουζε.
«Ντάρετ», φώναξα, αλλά η φωνή μου απλώθηκε με αντήχηση στη περιοχή χωρίς να πάρω απάντηση από εκείνον. Ο Ντάρετ είχε φύγει.
Ένας δυνατός θόρυβος, ένα σύρσιμο στο έδαφος ακουγόταν από την λίμνη. Το φως ήταν ελάχιστο και γι' αυτό δεν βλέπαμε τίποτα προς τα εκεί. Ο θόρυβος ολοένα και μας πλησίαζε με ήρεμο ρυθμό, όταν... μια αποκρουστική φωνή φώναξε βοήθεια. Ένα ανθρωποειδές πλάσμα μαζί με άλλα όμοια, ερχόντουσαν κατά πάνω μας βγαίνοντας από την λίμνη. Στη θέα τους βάλαμε τις φωνές και αμέσως ο Έλιοτ, μας πήρε και μας κλείδωσε στο σπίτι βάζοντας πίσω από τις πόρτες και τα παράθυρα, ό,τι μπορούσε.
«Τι είναι αυτά τα πλάσματα;» έλεγε συνέχεια η Σάσα κλαίγοντας.
Τα παραμορφωμένα πλάσματα είχαν καταλάβει το σπίτι και άρχισαν να χτυπάνε με μανία τους τοίχους και την πόρτα προκειμένου να μπουν μέσα. Εγώ πήγα προσεκτικά προς το παράθυρο της κουζίνας, για να δω πως ήταν αλλά ο Έλιοτ, μου φώναξε να επιστρέψω και τον άκουσα. Το σπίτι είχε περικυκλωθεί από δαύτα και δεν μπορούσαμε να βγούμε πια, έξω. Είχαμε εγκλωβιστεί εδώ μέσα. Ξαφνικά, ακούσαμε βήματα και έναν δυνατό θόρυβο να έρχεται από την πίσω πόρτα του σπιτιού και μας κατέλαβε ο τρόμος.
[
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top