Καταραμένοι: Τρέξε... τρέξε (Μέρος δεύτερο)


«Μείνετε κοντά μου», μας συμβούλεψε ο Έλιοτ και κρυφτήκαμε πίσω από την μεγάλη πολυθρόνα του σαλονιού.

Τα βήματα κοντοζύγωναν ολοένα και περισσότερο κοντά μας, ώσπου...

«Δεν είστε ασφαλείς εδώ κάτω, θα πρέπει να ανεβείτε στα επάνω δωμάτια, αμέσως», είπε ο Ντάρετ που εμφανίστηκε ξαφνικά και καθησύχασε την ψυχή μου.

«Ω, Ντάρετ, μας κατατρόμαξες», παραπονέθηκα.

Έτσι κι έγινε. Με τα πλάσματα εκεί έξω να ουρλιάζουν και να ζητιάνε βοήθεια για λόγους που δεν καταλάβαινα, ανεβήκαμε τη μεγάλη ξύλινη σκάλα και μπήκαμε στο μεγάλο δωμάτιο της Σάσας. Ο Έλιοτ κλείδωσε δυο φόρες την πόρτα βάζοντας το βαρύ κομοδίνο από πίσω με την βοήθεια του Ντάρετ. Εκείνος φαινόταν τόσο ήρεμος που με εξέπληττε αυτή του η συμπεριφορά. Από το μυαλό μου περνούσαν μόνο τα χειρότερα για λίγα λεπτά. Η Σάσα φοβισμένη με αγκάλιασε σφιχτά ενώ καθόμασταν και οι δυο επάνω στο κρεβάτι της. «Όλα καλά θα πάνε», την καθησύχασα ενώ έγειρα το κεφάλι μου στο δικό της.

«Τι είναι αυτά τα πλάσματα, Νταρετ, πες μας; Εσύ εδώ μένεις, κάτι θα ξέρεις. Τι θέλουν από μας;» φώναξε σοκαρισμένος ο Έλιοτ βλέποντας έξω από το παράθυρο να βγαίνουν κι αλλά ανθρωποειδή πλάσματα από την λίμνη.

Ο Ντάρετ έμεινε να με κοιτάζει χωρίς να πει λέξη. Με κοίταζε επίμονα και με τρόμαζε κατά ένα τρόπο. «Δεν απάντησες στην ερώτηση του, κύριε Ντάρετ», του είπα με θυμωμένο ύφος έχοντας ακόμα στην αγκαλιά μου την σχεδόν ζαλισμένη και κλαμένη Σάσα. Εκείνος έκανε ένα βήμα και κάθισε ελαφρά στο κομοδίνο μπροστά από την πόρτα με τα χέρια σταυρωμένα.

«Είναι μια κατάρα», είπε χαμηλόφωνα με το κεφάλι στραμμένο στο πάτωμα.

«Τι είπες;» αποκρίθηκε ο Έλιοτ μη ακούγοντας καλά αυτό που "ψιθύρισε" ο Ντάρετ.

«Είναι μια κατάρα», φώναξε δυνατά. «Η οποία μαστίζει την πόλη εδώ και δυο αιώνες», είπε απευθυνόμενος σε μένα.

Το αίμα μου ένιωθα πως είχε σταματήσει για μερικά λεπτά και η ανάσα μου είχε βαρύνει πολύ. Τα λόγια του με έκαναν να θέλω επειγόντως να φύγω από δω με κάθε δυνατό και άμεσο τρόπο, αλλά αμέσως σκέφτηκα την Σάσα και την κατάσταση σοκ που πέρασε. Στην αποκάλυψη αυτή, λιποθύμησε και την έβαλα να ξαπλώσει. «Γίνε πιο ξεκάθαρος, και πες μας με τι έχουμε να κάνουμε», του είπα πηγαίνοντας μπροστά του.

«Είναι ψυχές που δεν έχουν ηρεμήσει. Πριν ένα αιώνα ακριβώς, σ' αύτη τη λίμνη υπήρξε μια ομάδα που πίστευε πως οι ψυχές των ανθρώπων μπορούν να μοιραστούν και να έχουν οι ίδιοι μια μακροχρόνια ζωή, μεγαλύτερη από αυτή που έχει ένας κανονικός άνθρωπος· μάζεψαν αθώους χωρικούς και τους έπνιξαν όλους μαζί. Από αυτή τη θυσία, όπως την αποκαλούσαν, περίμεναν να τους δώσει ο Θεός που πίστευαν την δική τους ψυχή έτσι ώστε, να ζήσουν περισσότερο».

«Και τι σχέση έχει όλο αυτό, μ' αυτούς που βρίσκονται κάτω;» ρώτησε ο Έλιοτ από το κρεβάτι, δίπλα από την Σάσα.

«Τα πλάσματα αυτά είναι...»

«Είναι οι ψυχές που δεν ηρέμησαν ποτέ», συνέχισα ανοίγοντας τα μάτια.

«Ακριβώς, αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Σύμφωνα με την ιστορία αυτές οι ψυχές αν έρθουν σε επαφή με εμάς τους ζωντανούς παίρνουν την δική μας ζωή και επανέρχονται εκείνοι», συνέχισε ήρεμα . «Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, κλειδαμπαρώναμε πάντα τις πόρτες και τα παράθυρα στο σπίτι γιατί πάντα, από τις δεκαέξι με εικοσιεννιά Αυγούστου έκαναν επιδρομή στην πόλη αλλά και σε όλη την περιοχή εδώ».

«Και έχουμε δεκαεπτά. Είσαι δολοφόνος, έπρεπε να μας είχες προειδοποιήσει γι' αυτό. Είσαι ένα τέρας», φώναξα σκορπίζοντάς του κατηγορίες. Ξαφνικά ένας δυνατός θόρυβος από κάτω με έκανε να σταματήσω απότομα. Ο Έλιοτ και ο Ντάρετ έτρεξαν προς το παράθυρο του δωματίου να δουν τι ήταν κι από πού ερχόταν.

«Όχι...» φώναξε ο Έλιοτ και έδωσε μια γερή γροθιά στο περβάζι του παραθύρου. «Το αυτοκίνητό μου! Το έκαναν κομμάτια. Πως θα φύγουμε τώρα;»

Έριξα άλλη μια εχθρική ματιά στον Ντάρετ και κάθισα δίπλα στην Σάσα η όποια εκείνη την ώρα ξυπνούσε. «Όλα θα πάνε καλά παιδιά, θα φύγουμε σύντομα από δω. Θα το δείτε», τους είπα με σιγουριά.

«Το πιστεύεις αυτό;» με ρώτησε η Σάσα μισοζαλισμένη.

«Ναι, καλή μου το πιστεύω, θα το δεις», απάντησα σφίγγοντάς της το χέρι παρηγορητικά.

«Άκου να δεις, δεν ευθύνομαι εγώ που είστε εδώ περά τώρα, ήταν δική σας επιλογή. Είχατε υποχρέωση να γνωρίζετε την ιστορία του μέρους που πάτε, αλλά όχι, είναι πολύ εύκολο να αποδίδουμε τις ευθύνες μας αλλού», είπε σε όλους με αυταρχικό τόνο ο Ντάρετ.

«Για να σου πω...»

«Τίποτα», με διέκοψε απότομα κάνοντας με το χέρι να σωπάσω.

Μου την έδινε αυτό όταν μου το έκαναν, και τώρα αυτό το αντράκι το είχε παρακάνει πολύ.

«Αν θέλετε να φύγετε από δω, θα κάνετε αυτό που θα σας πω εγώ γιατί είμαι ο μόνος που ξέρει σαν την παλάμη του αυτό το μέρος. Καταλάβατε;»

«Εντάξει, θα κάνουμε αυτό που θα πεις εσύ αλλά, αν κινδυνέψει κάποιο από τα κορίτσια θα σε σκοτώσω με τα ίδια μου τα χέρια», προειδοποίησε ο Έλιοτ τον Ντάρετ λίγο πριν δώσουν τα χέρια.

« Αν κάνετε ότι ακριβώς σας πω, κανείς δεν θα πάθει τίποτα. Εμπιστευτείτε με».

Τα χέρια δόθηκαν αλλά εγώ δεν ήμουν ακόμα σίγουρη για τίποτα. Κάτι μου έλεγε μέσα μου, να μην τον εμπιστευτώ. Άρχισε να μας ξετυλίγει το σχέδιο του και εμείς τον ακούγαμε προσηλωμένοι και αμίλητοι. Όταν όλα κανονίστηκαν, εκείνος βγήκε από το παράθυρο αφού πρώτα μας είχε προειδοποιήσει να προσέχαμε να μη μας έπιανε κανείς. Η Σάσα ήταν εκτός εαυτού και είχε αγχωθεί πολύ με το σχέδιο ενώ ο Έλιοτ ήταν πιο ήρεμος και την παρηγορούσε. Αν και το σχέδιο του Ντάρετ φαινόταν πρακτικά καλό και εύκολο στην υλοποίηση του, ο φόβος όμως που κυρίευε μέσα μου δεν είχε σταματημό. Κοιτούσαμε από το παράθυρο τον Ντάρετ να κατεβαίνει προσεκτικά από τα κεραμίδια κάτω. Τώρα ήταν εκεί. Ήταν κάτω μαζί τους και τους φώναζε να πάνε σ' αυτόν. Για μια στιγμή έσφιξα τις γροθιές μου κλείνοντας τα μάτια από το φόβο για εκείνον. Δεν ήθελα να βλέπω. Όταν τα άνοιξα είχε εξαφανιστεί στο σκοτάδι, βαθιά μέσα στο δάσος.

«Τα κατάφερε», είπε και χαμογέλασε ο Έλιοτ.

«Ναι, τα κατάφερε», απάντησα συνεχίζοντας να βλέπω μακριά. Ξαφνικά μέσα από το δάσος ο φακός που περιμέναμε αναβόσβησε δυο φόρες. Ήταν το σινιάλο για να φύγουμε αμέσως από δω. «Παιδιά, το σινιάλο του Ντάρετ, πάμε να φύγουμε από δω», είπα πηγαίνοντας προς την πόρτα. Ο Έλιοτ με βοήθησε να βγάλουμε από την πόρτα μπροστά το μεγάλο και βαρύ κομοδίνο και αμέσως φύγαμε απο το σπίτι, κατεβαίνοντας βιαστικά τη σκάλα. Αρχίσαμε να τρέχουμε προς την αντίθετη κατεύθυνση από εκείνη του Ντάρετ, όπως ακριβώς μας είχε πει στο σχέδιό του. Τώρα ο προορισμός μας ήταν το σπίτι του. Εκεί, μέχρι το ξημέρωμα θα ήμασταν ασφαλείς, και μετά θα φεύγαμε από την πόλη αμέσως. Χωρίς φακό και χάρτη, ήταν πολύ εύκολο να χαθείς μεσ' το σκοτάδι. Τώρα ήμασταν τελείως ακάλυπτοι, χωρίς καμιά προστασία και χωρίς τίποτα στα χέρια για άμυνα. Έτσι συνεχίσαμε να τρέχουμε με τον ίδιο ρυθμό ώσπου ξαφνικά μια λάμψη διαγράφηκε μπροστά μας. Ήταν ένα σπίτι. Βάλαμε τα δυνατά μας και τρέξαμε ακόμα πιο πολύ. Το σπίτι ήταν χωρίς αμφιβολία του Ντάρετ – έτσι τουλάχιστον -, υποθέσαμε. Χωρίς να το σκεφτούμε και πολύ, ο Έλιοτ έσπρωξε πρώτος την πόρτα και μπήκαμε μέσα.

«Είναι κανείς εδώ;» είπε με λαχανιασμένη φωνή ο Έλιοτ καθώς κοίταζε τριγύρω το φωτισμένο χώρο.

Απάντηση δεν πήρε. Δυο κορνίζες επάνω στο μαρμάρινο τζάκι που απεικόνιζαν τον Ντάρετ με μια γυναίκα, μαρτύρησαν την ταυτότητα του σπιτιού. Ήταν του Ντάρετ. Η χαρά όλων μας ήταν ανέλπιστη. Σφραγίσαμε την πόρτα με μια γερή κλειδαριά που υπήρχε εκεί και καθίσαμε ήσυχοι στους καναπέδες του σαλονιού, μπροστά από το τζάκι.

«Διψάω πολύ», γκρίνιαξε η Σάσα.

«Όχι άστο, θα πάω εγώ Έλιοτ, εσύ κάτσε με κείνη», τον σταμάτησα πριν προλάβει να σηκωθεί. Η Σάσα ήταν και θα είναι πάντα η πιο γκρινιάρα φίλη που είχα ποτέ αλλά την αγαπάω πολύ. Σηκώθηκα και κατευθύνθηκα προς την φαρδιά και άνετη κουζίνα. Χωρίς αμφιβολία ο Ντάρετ ήταν πολύ νοικοκύρης. Όλα έλαμπαν. Άνοιξα το ντουλάπι και έπιασα ένα γυάλινο ποτήρι. Η λάμψη του ήταν απίστευτη. Έβαλα το ποτήρι κάτω από τη βρύση και περίμενα να γεμίσει. Μια περίεργη δυσοσμία με έκανε να κρατήσω τη μύτη μου απότομα. Ακολούθησα την άσχημη μυρωδιά, η οποία προερχόταν από μια πόρτα δίπλα από την κουζίνα. Ήταν μια παλιά πόρτα με ένα σκουριασμένο μεταλλικό πόμολο η οποία ήταν μισάνοιχτη. Η μυρωδιά ήταν τόσο αποκρουστική και άσχημη που αναγκάστηκα να καλύψω με το χέρι το μισό μου πρόσωπο. Το ποτήρι είχε κιόλας ξεχειλίσει κι εγώ έτρεξα να κλείσω τη βρύση.

«Έλα καλή μου, πάρε το νερό σου», είπα στην Σάσα δίνοντάς της το ποτήρι. «Παιδιά, εκεί υπάρχει μια πόρτα. Φαίνεται πως είναι αποθήκη και αναδύει από μέσα της μια απαίσια μυρωδιά. Λέω να πάμε να δούμε τι υπάρχει εκεί κάτω. Τι λέτε;» πρόσθεσα όλο περιέργεια.

«Έλα τώρα, Μπλέικ, σε παρακαλώ. Σιγά μη πάω εκεί κάτω τώρα, ήδη χρειάζομαι επειγόντως ένα καλό μπάνιο μετά από τόσο τρέξιμο. Σιγά μη πάω».

«Εγώ λέω να πάμε, μπορεί ο τύπος να μας κρύβει κάτι», πετάχτηκε ο Έλιοτ.

«Τι λες αγάπη μου, εγώ...»

«Για μια φόρα στη ζωή σου, πάρε στα σοβαρά κάτι. Κοίτα, αν δεν θέλεις να έρθεις κάτσε εδώ», τη διέκοψε απότομα δίνοντάς της τελεσίγραφο.

Ανοίξαμε τα φώτα της αποθήκης και αρχίσαμε να κατεβαίνουμε τα ξύλινα σκαλοπάτια. Η απαίσια δυσοσμία που έμοιαζε αφόρητη όσο κατεβαίναμε, μας έκανε να μη μπορούμε να κατεβάσουμε λεπτό τα χέρια από το πρόσωπό μας. Είχαμε σχεδόν φτάσει κάτω αλλά λόγω της τρεμάμενης λάμπας που υπήρχε στον εσωτερικό χώρο δεν φαινόταν καθαρά, τι υπήρχε κάτω. Ξαφνικά μας διαπέρασε ένα παγωμένο ρεύμα καθώς πατήσαμε στο χωμάτινο έδαφος και αντικρίσαμε την φρίκη αυτού του σκοτεινού μέρους. «Όχι, δεν είναι δυνατόν να συμβαίνει αυτό, όχι», φώναξα αηδιασμένη. Από τα μάτια μου άρχισαν να κυλάνε δάκρυα χωρίς να το καταλάβω. Το σώμα μου είχε πετρώσει στη θέση του ενώ οι άλλοι είχαν σοκαριστεί για τα καλά, βλέποντας με γουρλωμένα μάτια το αποτρόπαιο θέαμα μπροστά τους.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top