Η Αγάπη μας, θα Ζήσει!


Κοιτάζω στον καθρέφτη το πρόσωπό μου και δεν μπορώ να πιστέψω ότι είμαι εγώ. Τα δάκρυα που το τυλίγουν έχουν σβήσει κάθε χρώμα του μακιγιάζ. Το έχουν κάνει αγνώριστο. Το περίφημο μακιγιάζ της Ασημούλας, μιας από τις πιο ακριβοπληρωμένες αισθητικούς στην Κέρκυρα, τώρα κατάντησε ένα "έργο" που κανείς δεν θα παίνευε. Μάλλον θα απογοήτευε. Αυτό όμως θα μπορούσε να απασχολήσει την ίδια, για μένα όλο αυτό έμοιαζε με φάρσα, μια παρωδία που δεν ήθελα σε καμία περίπτωση να συμμετέχω. Ήθελα να ξεφύγω. Ν' ανοίξω την πόρτα της μπαλκονόπορτας του ασφυκτικά με δώρα, δωματίου μου και να δώσω ένα τέλος πέφτοντας από το μπαλκόνι. Αυτό, που κάποτε, κάποιος ανέβαινε σκαρφαλώνοντας κάθε βράδυ για να μου δώσει αξημέρωτα φιλιά. Ο Αχιλλέας μου. Της καρδιάς μου ο πόθος και η ατελείωτη αγάπη μου. Αλλά όχι, έπρεπε να συνεχίσω αυτό το δρόμο ακόμα κι αν το μετάνιωνα ύστερα σε όλη μου τη ζωή. Για να ζήσει εκείνος. Ακόμα κι αν με μισούσε παντοτινά. Και αλήθεια θ' άξιζα, συγχώρεση;

Το μακρύ πέπλο που φορούσα μου έκαιγε το κεφάλι. Ήθελα να το βγάλω και να το σκίσω. Ή καλύτερα ν' ανάψω μια μεγάλη φωτιά και να το κάψω μαζί με το καλοσχεδιασμένο νυφικό μου, άλλο ένα δώρο των πεθερικών μου. Των "καλών" ανθρώπων που αύριο τέτοια ώρα θα αποκαλούσα μητέρα και πατέρα. Λες και ποτέ κατάλαβα τη σημασία τους. Δεν με άφησαν να την καταλάβω, ούτε καν να ελπίζω στην παρουσία τους στη ζωή μου. Παρόντες και ταυτόχρονα απόντες. Έτσι και τώρα ο ακριβός μου πατέρας ετοιμαζόταν να πουλήσει την κόρη του σε κάποιον που ποτέ εκείνη δεν θ' αγαπούσε για να γλυτώσει την πτώχευση, ή μάλλον τον εξευτελισμό όπως φώναζε στην απελπισία του.

«Αύρα; Τι έπαθες κορίτσι μου; Τι κλάματα είναι αυτά τέτοια μέρα» έκανε ανήσυχη η μητέρα μου που μπήκε στο δωμάτιό δίχως να χτυπήσει. «Τι θέλεις τώρα, να έρθει εδώ ο πατέρας σου και να δει αυτά τα χάλια; Φτιάξε το βάψιμό σου σε παρακαλώ και κατέβα, ο πατέρας σου περιμένει για να σε πάει στην εκκλησία».

«Μα, εγώ δεν θέλω να παντρευτώ τον Δημήτρη! Τον σιχαίνομαι, δεν το καταλαβαίνεις;» φώναξα με όλη μου τη δύναμη.

«Σιγά, σιγά! Σώπασε κορίτσι μου, πώς μπορείς να πας κόντρα στο θέλημα του πατέρα σου; Τι θέλεις δηλαδή, να τα χάσουμε όλα; Να μας πετάξουν από το πατρικό μου; Το σπίτι που με τόσο κόπο και θυσίες έφτιαξε με τα ίδια του τα χέρια ο προπάππος μου; Θα ικανοποιηθείς τότε;» ψευτοέκλαψε η γυναίκα που χάρισε κάποτε ζωή.

Τότε μου τη χάρισε. Και τώρα μου την έπαιρνε. Γιατί δεν θα ζούσα. Ήδη δυσκολευόμουν να ζήσω μακριά του. Ασφυκτιούσα. Αρρώσταινα.

«Στα παλιά μου τα παπούτσια το γράφω και το σπίτι κι εσάς! Σας μισώ!»

«Τι κόρη είσαι εσύ μου λες; Δεν σε συγκινούν ούτε τα δάκρυά μου;»

«Ποιά δάκρυα; Τα κροκοδείλια; Άσε μας, ρε μάνα, εδώ δεν έκλαψες όταν ήμουν στην εντατική και κινδύνευα να μείνω σε κώμα, τώρα θα το 'κανες;» συνέχισα την επίθεση. Ήμουν έτοιμη να ξεστομίσω κι άλλες κατηγόριες όταν ήρθε ένα χέρι και μου έδωσε ένα χαστούκι που μου έκανε κατακόκκινο το μάγουλο. Ήταν το χέρι του πατέρα μου, που είχε ακούσει τις φωνές και ανέβηκε να δει τι συνέβη.

«Ελπίζω τώρα να κατάλαβες παλιοκόριτσο, έτσι; Αλλιώς μπορώ να το επαναλάβω αν θέλεις!» ετοιμάστηκε να με ξαναχτυπήσει.

«Ανέστη, άσε την κατάλαβε, κατάλαβε. Έχουμε κόσμο κάτω θα μας σχολιάζει όλο το νησί σε λιγάκι» μπήκε μπροστά η μάνα μου.

«Ας είναι μέρα που είναι. Το χρωστάς σ' αυτή τη γυναίκα που δεν σου δίνω άλλο χαστούκι, τ' ακούς; Έχεις πέντε λεπτά για να ετοιμαστείς. Ο αμαξάς έχει έρθει από ώρα και περιμένει. Όλοι περιμένουν την "πριγκίπισσα" να κατέβει κι αυτή αντί να πετάει από ευτυχία όπως όλες οι νύφες κάνει και νάζια! Κατάλαβες, η κόρη σου;» γύρισε προς το μέρος της μητέρας μου. «Πέντε λεπτά. Αν περάσουν, έρχομαι και σε σέρνω από τα μαλλιά ίσαμε την εκκλησία»!

***

Στην άμαξα κανένας μας δεν μιλά, ο πατέρας μου καμαρωτός και περήφανος χαιρετάει όποιον του εύχεται στο δρόμο και του κουνάει το χέρι λες και είναι ο βασιλιάς και χαιρετά τους υπηκόους του. Δεν νιώθω κανένα συναίσθημα γι' αυτόν τον άνθρωπο. Μόνο την περιφρόνησή μου αξίζει. Και θα την έχει!

«Κοίτα μην μας κάνεις ρεζίλι και πεις όχι την ώρα που σε ρωτήσει ο παπάς, ε;» μου λέει και σφίγγει τον καρπό του χεριού μου. «Ξέρεις μετά τι θα πάθει ο αγαπητικός σου. Ο Δημήτρης, μελλοντικός σου σύζυγος ξέρεις τι θα του κάνει. Ένα του νεύμα στους μπράβους του, και το φτωχό τομάρι του άξεστου θα γίνει τροφή και για νυχτερίδες ακόμα» με προειδοποιεί.

Ξαφνικά η άμαξα σταματά στη μέση του πουθενά.

«Ε, αμαξά γιατί σταμάτησες; Άντε φύγε, που μας έφερες άνθρωπέ μου, θ' αργήσουμε για το γάμο. Προχώρα»!

Ο οδηγός βγάζει το καπέλο, και την ψεύτικη γενειάδα που του "κάλυπτε" το πρόσωπο και γύρισε προς το μέρος μας. Τα μάτια μου φωτίστηκαν με τη θωριά του. Ήταν ο Αχιλλέας!

«Αγάπη μου!» έκανα να πάω κοντά του.

«Έπρεπε να το καταλάβω αλήτη πως ήσουν εσύ! Τώρα θα δεις» άρχισε να ψάχνει στην τσέπη του σακακιού του.

«Αυτό ψάχνεις;» του δείχνει το κινητό του πατέρα μου και το πετάει με δύναμη στον χωμάτινο δρόμο ώσπου γίνεται κομμάτια. Έπειτα βγάζει από την εσωτερική τσέπη του δικού του σακακιού, ένα πιστόλι.

«Αχιλλέα, μη! Δεν αξίζει να βάψεις τα χέρια σου με αίμα γι' αυτόν!» του φωνάζω.

Αυτός, τον σημαδεύει και με το όπλο του κολλημένο στο μέτωπο του πατέρα μου, τον αναγκάζει να κατέβει από την άμαξα. Αφού ο ξένος, έχει πια κατέβει, κάθεται ξανά στη θέση του οδηγού και χτυπά τα χαλινάρια για να φύγουμε αδιαφορώντας για τις φωνές του αγριεμένου γονιού μου, που αφήνουμε πίσω μας. Έχοντας απομακρυνθεί κατά πολύ, σταματά σε μια άσπρη εκκλησιά που δεν έχω ξαναδεί ποτέ μου. Κατεβαίνει επιδέξια από την άμαξα και μου φιλά το χέρι.

«Πίστευες ότι θα πιστέψω ένα ανόητο γράμμα; Εσύ ποτέ δεν θα έγραφες κάτι τέτοιο. Δεν θα μου έσκιζες την καρδιά με τέτοιο τρόπο. Άλλος σ' έβαλε να τα γράψεις έτσι δεν είναι;» με ρωτά κοιτώντας με, στα μάτια με συμπόνια.

Κατεβάζω το κεφάλι.

«Όχι, αγάπη μου» με παίρνει στην αγκαλιά του. «Μην στεναχωριέσαι πέρασε τώρα ναι; Δεν θέλω να ξαναδώ το πρόσωπό σου έτσι.» με φιλά στο στόμα. «Μην ξεχνάς, είσαι νύφη σήμερα» μου χαμογελά.

Τον κοιτάζω ερωτηματικά και αποφασίζω να τον ρωτήσω τι εννοεί αλλά μου δίνει άλλο ένα παθιασμένο φιλί και χάνω κάθε μου λέξη.

Τι έλεγα; Τι σκεφτόμουν; Ποια ήμουν και σε ποια χώρα είχα βρεθεί; Δεν θυμόμουν τίποτα πια...

«Πάμε» μου είπε και με κατέβασε από την άβυσσο της αγκαλιάς του.

«Πού;» τον ρωτάω έχοντας ακόμη την επίδραση των φιλιών του.

«Στην εκκλησία, ήλιε μου. Δεν με βλέπεις που κι εγώ φόρεσα τα καλά μου;» μου δείχνει με μια κίνηση το μαύρο του κουστούμι, όπου μέσα σ' αυτό, φάνταζε πρίγκιπας σωστός. «Ο Νίκος και η Χρυσούλα περιμένουν. Αυτοί θα 'ναι οι κουμπάροι μας. Είναι όλα κανονισμένα. Όσο για το μετά μην το ρωτάς, είναι η έκπληξή μου».

Τα μάτια μου λούζονται με δάκρυα αλλά αυτή τη φορά είναι της χαράς.

«Όχι, μην κλάψεις πια ποτέ. Άσε σε μένα τα βάσανα, τις μπόρες όλες» μου χαρίζει το πιο φωτεινό του βλέμμα.

Μου δίνει το χέρι και προχωράμε. Εμπρός στην εκκλησιά οι δυο καλοί μας φίλοι, που βίωσαν κι αυτοί επίσης, πρόσφατα τον έγγαμο βίο. Μόλις με βλέπει η Χρυσούλα τρέχει και με αγκαλιάζει.

«Να ζήσετε, γλυκιά μου!» μου λέει και μου δίνει μια ανθοδέσμη με πανέμορφους, άσπρους κρίνους.

«Σ' ευχαριστώ» καταφέρνω να πω συγκινημένη.

Μπαίνουμε στην μικρή εκκλησιά και ετοιμαζόμαστε να φτάσουμε στην αιωνιότητα, την επισφράγιση του έρωτά μας. Στην έγγαμη ζωή.

***

Με κρατάει ακόμα στα χέρια και μου έχει δέσει τα μάτια μ' ένα μαντήλι για να μην δω που με πηγαίνει. Κοντοστέκεται και με αφήνει απαλά στο έδαφος.

«Είσαι έτοιμη να ανοίξεις τα μάτια, λατρεμένη μου γυναίκα;» νιώθω τα χέρια του ν' ακουμπούν το πίσω μέρος του μαντηλιού.

«Ανυπόμονη» κουνώ τα χέρια μου γεμάτη ενθουσιασμό.

Με αποδεσμεύει από το μαντήλι και αντικρίζω ένα πανέμορφο ξύλινο σπίτι στην καρδιά του δάσους. Το κοιτάζω με θαυμασμό και μαζί με αυτό, κι εκείνον. Ανοίγει την πόρτα και μπαίνουμε μέσα, κλείνοντας την με την άφιξή μας.

«Εγώ το έφτιαξα, με τα χέρια μου. Για σένα. Μόνο για σένα, φως μου» με παίρνει ξανά στα χέρια και ενώνει τα χείλη του στα δικά μου. Με πηγαίνει στην κάμαρα που βρίσκεται ίσια μπροστά μας και με αφήνει στα κάτασπρα σεντόνια του κρεβατιού. Ένα κρεβάτι με διασκορπισμένα ροδοπέταλα να καλύπτουν όλη σχεδόν την επιφάνειά του. Τον έσφιξα πιο δυνατά στη δική μου αγκαλιά και απλά αφέθηκα στον παράδεισο της μαγείας του. Τώρα ήμουν η γυναίκα του και ήταν ο άντρας μου. Κι ακόμη κι αν παρόμοιες στιγμές είχαμε ζήσει πολλές και παθιασμένες, αυτή θα 'ταν η πρώτη. Η πρώτη μας νύχτα, ολοκληρωτικά μαζί.

***

Τυλιγμένοι και οι δυο στο σεντόνι του έρωτά μας, ρίχναμε ματιές ο ένας στον άλλο δίχως να μιλάμε. Μόλις είχαμε ζήσει. Το καταφέραμε και οι δύο. Τα φαρδιά του μπράτσα ήταν τυλιγμένα γύρω μου κάνοντάς με να νιώθω απόλυτη ασφάλεια. Κούρνιασα εκεί και απέφυγα για λίγο τα πράσινά του μάτια.

«Θέλω να σου πω κάτι αγάπη μου» προσπάθησα να πω.

«Γιατί μου κρύβεσαι; Τι συμβαίνει, ζωή μου;» ανησύχησε.

«Να..ξέρεις.. ο πατέρας μου. Ας πούμε ότι είχε κι έναν ακόμη λόγο για να με παντρέψει».

«Ας πούμε ή είχε;» μου χάιδεψε τους ώμους.

«Μην παίζουμε με τις λέξεις. Είχε» είπα ήρεμα.

«Μπορώ να μάθω ποιόν;»

«Κάποιον ή κάποια που θα έρθει σε μερικούς μήνες» είπα με μια ανάσα.

Ο Αχιλλέας άνοιξε διάπλατα τα μάτια και μου γύρισε το πρόσωπο μου σε αυτόν με τα χέρια του.

«Εννοείς... αυτό.. δηλαδή, θες να πεις..» δεν μπόρεσε να εκφράσει.

«Θα γίνουμε γονείς, Αχιλλέα. Αλλά ο πατέρας με απειλούσε συνέχεια πως αν σου έλεγα κάτι, τότε εσύ...»

Μου έκλεισε το στόμα με ένα ακόμη φιλί χωρίς να με αφήσει να συνεχίσω. Αρχίσαμε ξανά να παραδινόμαστε στις φλόγες του πάθους μας.

Κερδίσαμε...

Κάναμε την αγάπη μας αιώνια, να ζήσει!



Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top