Επιχείρηση: Χριστούγεννα
Οι γείτονες στόλισαν κιόλας. Τα μπαλκόνια τους γέμισαν με κάθε είδους λαμπιόνια και αναρίθμητους χρωματισμούς. Φωτιστικά χιονάνθρωπων, έλκηθρων ήταν μόνο μερικά από όσα έβλεπα από το παράθυρό μου. Μπορούσα να δω από τις τραβηγμένες - στο πλάι - κουρτίνες των απέναντι παραθύρων, τα άλλοτε θεόρατα ή ακόμη και μικρά έλατα που έστεκαν με καμάρι σε κάθε φωτισμένο δωμάτιο.
"Οι τραβηγμένες κουρτίνες είναι σίγουρα για επίδειξη" σκέφτηκα. "Χρειάζεται και δέντρο σε όλο αυτό;" αναρωτήθηκα.
Έπειτα γύρισα στο δικό μου, μισοσκότεινο δωμάτιο. Δεν χρειαζόταν κανένα στολίδι για να δείχνει όμορφο. Ήταν στολίδι από μόνο του και απόλυτα κομψό. Κανένα δέντρο δεν είχε θέση στο σπίτι μου. Χριστούγεννα. Μια απλή γιορτή που δεν χρειαζόταν τόσο σαματά. Δεν μπορώ να καταλάβω αυτόν τον πανικό.
"Αυτά τα δώρα, τα γκι, το χιόνι, τα ξωτικά και τους καλικάτζαρους... Παιδιάστικα.. παιδαριώδη.. Δίχως νόημα".
Εκτός από λίγα μελομακάρονα και μια βασιλόπιτα για τη νέα χρονιά, όλα τα υπόλοιπα είναι άκρως περιττά!
Φέτος, βέβαια, τα πράγματα είναι διαφορετικά κι αυτό γιατί θα έχω υπό την φροντίδα και επίβλεψή μου, την εφτάχρονη, πανέξυπνη ανιψιά μου, την Αγγελικούλα. Λατρεύω τα παιδιά και ειδικά την κορούλα της μεγαλύτερης αδερφής μου, η οποία για πρώτη φορά στα χρονικά κατάφερε να πάρει άδεια διακοπών (ναι, όταν έχεις ένα στριμμένο αφεντικό, όλα μπορούν να συμβούν) και να αποδράσει μ' ένα πολυπόθητο ταξίδι στην Ελβετία με τον αγαπημένο της σύζυγο. Θα με ρωτήσετε γιατί δεν ήταν και η μικρή στα σχέδιά τους αλλά έχω την απάντηση έτοιμη. Γιατί, η Αγγελικούλα προτίμησε να μείνει εδώ μαζί μου, αντί του ταξιδιού. Με συγκινεί το γεγονός αυτό αλλά από την άλλη αναρωτιέμαι το γιατί, γνωρίζοντας πολύ καλά ότι της αρέσουν τα ταξίδια και ακόμη πιο πολύ: το χιόνι.
***
«Λοιπόν, Αγγελικούλα, είναι η πρώτη μέρα των ξεχωριστών γιορτών μας» της είπα ενώ τακτοποιούσα τα πράγματα της στον ξενώνα του σπιτιού μου.
«Των ξεχωριστών Χριστουγέννων μας, εννοείς θεία» με διόρθωσε εκείνη.
«Ω, ναι, των Χριστουγέννων» έκανα ανέκφραστα νιώθοντας έναν κόμπο στο λαιμό στο να πω το όνομα της γιορτής. «Πού θα ήθελες να πάμε πρώτα;»
«Μα, πού αλλού; Στο εμπορικό κέντρο φυσικά» χτύπησε τα μικρά χεράκια της, μεταξύ τους.
«Θα πάμε όπου θέλεις εσύ» δίπλωσα το τελευταίο μπλουζάκι και το έβαλα στο τρίτο συρτάρι της ντουλάπας. Μετά γύρισα σ' εκείνη. «Όμως πες μου. Γιατί δεν θέλησες να πας στο ταξίδι με την μαμά και τον μπαμπά; Τέτοιο καιρό η Ελβετία είναι κάτασπρη κι εσύ λατρεύεις το χιόνι. Επιπλέον, σίγουρα θα ήθελαν πολύ να είσαι μαζί τους, τώρα» εξέφρασα μια πραγματικά μεγάλη απορία.
«Σίγουρα, θεία Δάφνη. Κι εμένα θα μου λείψουν. Όμως ο λόγος μου είναι ιερός. Φωτεινός και πρέπει, ελπιδοφόρος».
Την κοίταξα ακόμη πιο ερωτηματικά. Κι αυτό γιατί, τώρα είχα μπερδευτεί για τα καλά. Τι λόγο ιερό, φωτεινό και ελπιδοφόρο θα μπορούσε να έχει ένα εφτάχρονο και άφηνε την ευκαιρία που του δινόταν, να γνωρίσει έναν από τους πιο ονειρεμένους προορισμούς; Ανεξήγητο.
«Ξέρω ότι δεν κατάλαβες τώρα. Μα, θα το μάθεις στην πορεία» συνέχισε η μικρή. «Τώρα όμως σειρά μου να ρωτήσω. Γιατί, δεν έχεις στολίσει ακόμη;»
«Αγγελικούλα, ξέρεις πολύ καλά...»
«Φώναζέ με, Αγγελική. Είμαι πια μεγάλη κοπέλα, θεία μου, καλή. Ότι δεν γιορτάζεις τα Χριστούγεννα» είπε με λίγη θλίψη στα τελευταία λόγια της.
«Για μένα πάντα θα είσαι η μικρή μου Αγγελικούλα. Δώσε μου λίγο χρόνο για να το συνηθίσω, ναι; Ξέρεις πως δεν στολίζω. Όμως φέτος...»
«Ναι;» φώτισε μια ελπίδα τα ματάκια της.
«Φέτος θα φτιάξουμε μαζί νόστιμους κουραμπιέδες και μελομακάρονα» της είπα με ενθουσιασμό, περιμένοντας κι από 'κείνη την ίδια αντίδραση.
«Α, αυτό μόνο. Σπουδαία» κατσούφιασε. «Εντάξει, έχουμε χρόνο» ξαναέδωσε στο πρόσωπό της μια ευχάριστη νότα.
***
Δεν μου αρέσει να πολυπηγαίνω στο εμπορικό κέντρο, τέτοιες μέρες. Κάνω τα ψώνια μου πιο νωρίς κι έτσι αποφεύγω την πολυκοσμία, τα γιορτινά τραγούδια που ακούγονται από τα μεγάφωνα των μαγαζιών και το κλίμα που φέρνει σε τι άλλο; Τα Χριστούγεννα. Καθώς φαίνεται όμως, σήμερα – τα φετεινά - θα αποτελούσαν εξαίρεση αλλά άξιζε τον κόπο. Δεν θα χαλούσα κανένα χατίρι στην Αγγελικούλα ή στην Αγγελική όπως μου ζήτησε να τη λέω πια. Την αγαπούσα πολύ και δεν είχα τη δύναμη να της πω όχι. Παρότι θα έπρεπε ν' ανεχτώ μια ατμόσφαιρα που με κούραζε και μου προκαλούσε πονοκέφαλο.
"Ας είναι. Μια μέρα είναι και θα περάσει".
«Αυτό είναι! Δεν είναι υπέροχο;» μου έδειξε ένα τεράστιο παιχνιδάδικο, του οποίου η ταμπέλα έγραφε με ψεύτικα αλλά φωτισμένα καραμελογράμματα «Η χαρά».
«Τώρα ξέρω γιατί με οδήγησες ως εδώ».
«Είναι καινούργιο! Πάμε μέσα!» με τράβηξε από το χέρι και περάσαμε την πόρτα του καταστήματος.
Έμπαινα πολύ συχνά σε παρόμοια μαγαζιά από τότε που γεννήθηκε η Αγγελική και της αγόραζα αρκουδάκια, κούκλες και τόσα άλλα παιχνίδια. Αυτό όμως ήταν πραγματικά, τολμώ να πω...
«Το πιο εντυπωσιακό παιχνιδάδικο που έχω δει» είπα δυνατά, δίχως να το καταλάβω.
«Χαίρομαι που σου αρέσει» άκουσα να μου λέει μια αντρική φωνή πίσω από την πλάτη μου.
Γύρισα μεμιάς στο άκουσμα της απαλής χροιάς του και είδα έναν καλοσυνάτο, λαμπερό άνδρα με ένα αγιοβασιλιάτικο σκούφο στο κεφάλι, να μου χαμογελά.
"Κι όταν λέω λαμπερός, δεν το λέω προς εντυπωσιασμό. Έμοιαζε λες και χρειάστηκαν όλα τα φωτάκια και όλο το φως του κόσμου για τον φωτίσουν. Τέτοια λάμψη εξέπεμπε!"
«Θεία; Θεία!» μου τράβηξε το μανίκι της μακριάς μου ζακέτας, η Αγγελική. «Τι έπαθες; Μήπως σου άρεσε ο Πέτρος;»
"Έχασα το χρώμα μου. Χλόμιασα και όλα τα συναφή. Μόλις είχα γίνει ρεζίλι στον κούκλο, ξένο. Είπα κούκλο; Διαγράψτε το. Το Χριστουγεννιάτικο πνεύμα φταίει".
«Ο Πέ-τρος;» κατάφερα να αρθρώσω. «Τον γνωρίζεις;»
«Φυσικά. Είναι καλός φίλος του μπαμπά και είμαστε φίλοι. Είναι δικό του το παιχνιδάδικο» είπε με νόημα προς εμένα. Ήρθε πιο κοντά μου. «Δεν έχει κοπέλα» είπε μην κάνοντας τον κόπο να χαμηλώσει τη φωνή της.
"Να χαρώ και να πανηγυρίσω ή να σκάψω ένα λάκκο για να σκεπάσω την ντροπή που νιώθω απέναντί του; Μέχρι και η μικρή κατάλαβε την «πολύωρη» περιπλάνηση των ματιών μου γύρω από το παρουσιαστικό του".
«Αφήστε με να σας ξεναγήσω. Τι λες, Δάφνη;» είπε ο Πέτρος με ένα αστραφτερό χαμόγελο.
" Ξέρει το όνομά μου!"
Γύρισα στην ανιψιά μου και μου έκλεισε το μάτι σαν να ήξερε κάτι, που εγώ δεν ήξερα. Δεν αναρωτιέμαι πια, είμαι σίγουρη ότι εκείνη κρύβεται πίσω από το «μυστήριο» του ονόματος.
«Ναι... Γιατί, όχι;» με δυσκολία είπα τις λέξεις.
«Λέγε με Πέτρο. Θα χαιρόμουν αν το έκανες» μου χάρισε ακόμη ένα χαμόγελο.
Και το αναμενόμενο, μας ξενάγησε στον κόσμο του: έναν κόσμο από πολύβουα τρενάκια, χιλιάδες χαρωπούς αρκούδους, κρεμαστά αερόστατα, κάστρα και ιππότες, άλογα με έξοχους καβαλάρηδες, στρατιωτάκια σε προσοχή κι ό,τι άλλο μπορεί να θα θαμπώσει τα μάτια όχι μόνο ενός παιδιού αλλά και ενηλίκου ακόμη. Στα μάτια μου όμως, το πιο φανταχτερό στολίδι βρισκόταν δίπλα μου και άκουγε στο όνομα Πέτρος. Και, προς απογοήτευσή μου αφού ολοκληρώθηκε η περιήγηση και η μικρή διάλεξε ένα δωράκι (που θέλησα να της κάνω), εκείνος μας χαιρέτησε ευγενικά και είπε με ένα τόνο, υπόσχεσης;
«Ελπίζω να περάσατε όμορφα απόψε. Θα τα ξαναπούμε, Δάφνη».
***
«Το μεσημεριανό είναι έτοιμο» φωνάζω από τη βάση της σκάλας, την Αγγελικούλα.
«Έρχομαι» ακούω την γνώριμη, παιδική φωνούλα της κι αμέσως μετά επιστρέφω στην προετοιμασία του τραπεζιού. Τοποθετώ τις χαρτοπετσέτες, τα μαχαιροπήρουνα. Άλλα πέντε λεπτά για να βγει το κοτόπουλο από το φούρνο, και κάτι ακόμα, άλλα τί;
"Το μυαλό μου, ίσως;"
Το παραδέχομαι από χθες σκέφτομαι συνέχεια τον Πέτρο αλλά θέλω να διώξω τη σκέψη.
"Μοιάζει τόσο... γιορτινός..
Κι εγώ, απλά... μίζερη"
Το χτύπημα της πόρτας – ευτυχώς – μου διαλύει στο λεπτό όσα με βασάνιζαν. Ανοίγοντάς την όμως ξαναήρθαν στο νου μου με την εικόνα του Πέτρου στο κατώφλι μου. Προσέχοντας μόνο τα μάτια του δεν πρόσεξα τις δύο κατακόκκινες φαντεζί σακούλες που κρατούσε στο ένα του χέρι κι ένα μπουκέτο με πολύχρωμη σύνθεση λουλουδιών στο άλλο.
«Γειά σου Δάφνη. Καλά είσαι; Μπορώ να περάσω;»
«Ε... ναι. Όμως...» έχασα τα λόγια μου.
Ο «Άη Βασίλης» μπήκε φορτωμένος με τα δώρα του στο σπίτι, ενώ η Αγγελική έτρεξε αμέσως και τον αγκάλιασε με τσιριχτές φωνές.
«Πέτρο, ήρθες» του είπε.
«Αγγελική.. δεν μου είχες πει πως, θα είχαμε επισκέψεις» θέλησα με κόπο να επικεντρώσω την ματιά μου πιο πολύ σ' εκείνη κι όχι σ' αυτόν.
" Με μεγάλο κόπο".
«Αγγελική, μου είπες στο τηλέφωνο ότι η Δάφνη ήξερε πως θα ερχόμουν» την ψευτομάλωσε ο Πέτρος.
"Αν αυτό είναι μάλωμα, τότε εγώ είμαι ο Καρυοθραύστης".
«Ένα μικρό και αθώο ψεματάκι» σταύρωσε τα χεράκια της και κατέβασε ντροπαλά το κεφάλι.
«Δε.. Δεν πειράζει»
"Μα, τι έχω πάθει με το ψέλλισμα;"
«Αυτό είναι για σένα» έδωσε στη μικρή τη σακούλα που είχε ένα καρτελάκι με τα' όνομά της. «Κι αυτά, για σένα Δάφνη» μου έδωσε την άλλη σακούλα και την ανθοδέσμη.
«Για μένα; Δώρο;» ένιωσα έκπληξη.
«Είναι Χριστούγεννα. Τι πιο φυσικό από τα δώρα;» είπε με βεβαιότητα.
«Πεινάω, θεία» παραπονέθηκε η μικρή.
«Πάω να δω για το φαγητό. Παρακαλώ Πέτρο, σαν στο σπίτι σου» μισοχαμογέλασα από αμηχανία κι έφυγα προς το μέρος της κουζίνας.
Αν ήμουν το πνεύμα των Χριστουγέννων όμως, θα έβλεπα πολλά περισσότερα. Ό,τι και όσα αγνοούσα, δηλαδή. Γιατί μόλις η Αγγελική βεβαιώθηκε πως είχα απομακρυνθεί, στράφηκε και πάλι στον «απρόσμενο» επισκέπτη μας αλλά αυτή τη φορά, πιο συνωμοτικά.
«Έχουμε μόνο μια εβδομάδα μέχρι την Παραμονή» του σιγοψιθύρισε.
«Να είσαι σίγουρη πως αυτές τις γιορτές, η θεία σου θα τις θυμάται με αγάπη και νοσταλγία. Θα είναι οι καλύτερες της ζωής της...»
***
Εδώ και μια εβδομάδα ο Πέτρος ερχόταν στο σπίτι σε καθημερινή βάση. Βγαίναμε έξω όλοι μαζί, στο λούνα παρκ, στο σινεμά – βλέποντας κατά προτίμηση δική του και της Αγγελικής, ταινίες με ταράνδους, πασπαλισμένες με χιόνι και ολόκληρο το εργαστήρι του Άγιου Βασίλη.
Μέχρι που το πρωινό της Παραμονής των Χριστουγέννων, δέχτηκα ένα πολύ περίεργο τηλεφώνημα από το κεντρικό ταχυδρομείο της πόλης, που έλεγε ότι είχε σταλεί στ' όνομά μου ένα δέμα κι έπρεπε να το παραλάβω σήμερα κιόλας. Ένα ταχυδρομείο που απείχε αρκετά χιλιόμετρα από εδώ και με το χιόνι που είχε στρώσει έξω, αν δεν συντόμευα, δύσκολα θα κινούσα το αμάξι μου.
«Όχι, σήμερα δεν έχω διάθεση να βγω, Δάφνη» είπε αποφασισμένη η Αγγελική.
«Πρώτη φορά δεν με λες θεία» παρατήρησα. «Τέλος πάντων. Πήρα τηλέφωνο τον Πέτρο και σε λίγο θα είναι εδώ. Θα σε προσέχει εκείνος, όσο θα λείπω».
«Άλλο που δεν ήθελες, να έρθει» γέλασε με νόημα.
«Ούτε λέξη γι' αυτό. Τι εννοείς;» τη ρώτησα.
Εκείνη ανασήκωσε τους ώμους δήθεν ανήξερη.
«Καλά. Αυτές οι σπόντες σου, όμως..» δεν μπόρεσα να μην γελάσω κι εγώ.
Ο Πέτρος συνεπής όπως πάντα, ήρθε σε λίγα λεπτά και αφού καλημεριστήκαμε, τους αποχωρίστηκα προσωρινά (με πόνο ψυχής, λες και έφευγα στα ξένα) και ξεκίνησα για το παγωμένο μου ταξίδι στον Βόρειο Πόλο.. ε, συγνώμη, για το ταχυδρομείο ήθελα να πω.
Φτάνοντας όμως εκεί, με περίμενε μια έκπληξη. Κανένα δέμα δεν με περίμενε και κανείς δεν γνώριζε για το τηλεφώνημα, πόσο μάλλον να γνώριζαν το όνομά μου. Έτσι, κίνησα για το δρόμο της επιστροφής με λιγότερα νεύρα έως ελάχιστα – απ' όσα φανταζόμουν. Άνοιξα με το κλειδί την πόρτα από συνήθεια, δίχως να χτυπήσω και αυτό που είδα στο σαλόνι μου, μου άλλαξε πλήρως τη διάθεση.
Ένα φορτωμένο δέντρο, δύο φωτιστικά δαπέδου με τις μορφές χιονάνθρωπου το ένα και του Άη Βασίλη το άλλο, κρεμαστές μπαμπακένιες – ψεύτικες – χιονονιφάδες που έπεφταν από το ταβάνι, κι ένα τραπέζι με άπειρες σοκολατένιες και μη λιχουδιές συμπλήρωναν το γιορτινό σκηνικό.
«Είναι Παραμονή σήμερα. Εύχομαι αυτά τα Χριστούγεννα να είναι ξεχωριστά τόσο για σένα, όσο είναι και για μένα» με πλησίασε ο Πέτρος και με φίλησε γλυκά στα χείλη.
«Όλα αυτά... τα κάνατε εσείς;» είπα μόλις κατάφερα να συνέλθω από το υπέροχο φιλί του.
«Σου αρέσουν αγάπη μου;»
«Με είπες;»
«Σε είπε αγάπη του, μέχρι κι εγώ το άκουσα» πετάχτηκε η Αγγελική.
«Ω, είναι...»
Είδα την αγωνία και την προσμονή ζωγραφισμένη στα πρόσωπά τους για την απάντησή μου.
«Είναι όλα υπέροχα! Ευχαριστώ!» αγκάλιασα τον Πέτρο και μετά την Αγγελική.
«Από 'δω και πέρα, θα γιορτάζουμε μαζί, κάθε Χριστούγεννα» μου έδωσε άλλο ένα φιλί, γεμάτο αληθινή υπόσχεση.
Και για τα παραλειπόμενα, όπως έμαθα αργότερα, ο Πέτρος είχε δει μια φωτογραφία μου στο σπίτι της αδερφής και του γαμπρού μου και όπως μου εκμυστηρεύτηκε η μικρή, του έκανα μεγάλη εντύπωση. Τότε, με τις πληροφορίες που του έδωσε εκείνη – με πρώτη και καλύτερη ότι δεν γιόρταζα ποτέ την ημέρα των Χριστουγέννων, λόγω του ότι, οι γονείς μου που ήταν καλλιτέχνες ταξίδευαν συνεχώς σε περιοδείες και μαζί τους δεν είχα γιορτάσει ποτέ, τις άγιες αυτές μέρες – έκανε τον Πέτρο και την Αγγελική να σχεδιάσουν την πιο γλυκιά συνωμοσία που μπορούσε να υπάρξει ποτέ. Την επιχείρηση Χριστούγεννα.
Έτσι, ο ιερός, φωτεινός και ελπιδοφόρος λόγος – στόχος είχε επιτευχθεί! Γνώρισα, αγάπησα τα Χριστούγεννα και από τότε τα γιορτάζω κάθε χρόνο με αυτόν που μου έμαθε να τα αγαπώ: Τον Πέτρο.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top