Έλα και μη μ' αφήνεις


https://youtu.be/QebrVJxVj1E


Στάθηκε στη μέση του δρόμου και περίμενε. Δεν την ένοιαζε που περνούσαν ξυστά της αυτοκίνητα. Δεν την ενδιέφερε που την έβριζαν οι οδηγοί. Δεν την ένοιαζε καν, που η ζωή της, διέτρεχε θανάσιμο κίνδυνο. Της ήταν όλα, αδιάφορα .Δική της η ζωή, δικός της κι ο θάνατος. Εξάλλου, όλα είχαν ένα τίμημα. Και για το δικό της κρίμα, είχε έρθει η ώρα να πληρώσει. Δεν έκλεισε τα μάτια. Δεν έβαλε τις φωνές. Κοίταξε ίσια μπροστά της και είδε με πόσο μεγάλη ταχύτητα ερχόταν το διαπεραστικό φως εμπρός της. Υπερβολική. Αστραπιαία. Ένα φως που αντιστοιχούσε σε ένα πολύ γρήγορο αμάξι. Ένα αμάξι που αντιστοιχούσε σε έναν οδηγό που δεν έκοβε διόλου, ταχύτητα. Μόνο έτρεχε σε έναν, ιλιγγιώδη ρυθμό. Ξαφνικά όμως έγινε το απρόσμενο, και σταμάτησε. Έκοψε την κατάλληλη στιγμή ταχύτητα. Και μαζί του σταμάτησαν και οι υπόλοιποι οδηγοί, δίπλα και πίσω από αυτόν. Η Χλόη όμως για πρώτη φορά είχε κλείσει τα μάτια. Νόμισε πως όλα είχαν τελειώσει για 'κείνη, και πως είχε περάσει την πύλη του Παραδείσου. Όλα είχαν σβήσει.

«Είσαι τρελή, κορίτσι μου;» της φώναξε μια φωνή αγριεμένη, απέναντί της.

Η Χλόη ξανάνοιξε τα βλέφαρά της.

«Ζω;» έβαλε το ένα της χέρι ως αντήλιο για να κοιτάξει καλύτερα μέσα από την εκτυφλωτική λάμψη των φώτων που την τύφλωναν. Είχε ζαλιστεί και έβλεπε μονάχα σκιές.

«Δυστυχώς για εμάς, ναι» συνέχισε ο άγνωστος με θυμό. «Αν θέλεις να πεθάνεις, πήγαινε κάπου αλλού. Όχι στη μέση του δρόμου. Θες να με κλείσεις μέσα;»

Η θολούρα άρχισε να ξεδιαλύνει σιγά σιγά και η κοπέλα μπόρεσε να παρατηρήσει καλύτερα τον άκρως εκνευρισμένο άνδρα που της μιλούσε τόση ώρα. Οι άλλοι τριγύρω της, άρχισαν να παραπονιούνται, μα εκείνη, σαν να είχε σταματήσει ο χρόνος, τον έβλεπε δίχως να πει μια λέξη για να υποστηρίξει τον κουρασμένο της εαυτό, δίχως να του πει «σταμάτα». Ώσπου στο τέλος τα γόνατά της λύγησαν, έπεσε κάτω στο οδόστρωμα και δεν σκεφτόταν πια, τίποτα. Τότε ήταν, που απλώθηκε παντού, σιωπή.

***

Όταν ξύπνησε βρισκόταν στο αμάξι του. Εκείνος ήταν έξω από αυτό, και απ' ό,τι μπορούσε να δει, κάπνιζε. Άνοιξε την πόρτα και πήγε προς το μέρος του. Τον πλησίασε. Βρίσκονταν και οι δύο στο άκρο της πόλης. Στο ψηλότερο και λιγότερο θεαματικότερο μέρος της. Από εκεί, μπορούσε να δει κανείς την Αθήνα πιάτο, νυχτερινή, να τη λούζουν χιλιάδες φωτισμοί, εκατομμύρια λαμπεροί συνδυασμοί.

«Θα 'πρεπε να σε έχω αφήσει εκεί χάμω. Αλλά είμαι πάνω απ' όλα κύριος» γύρισε σ' αυτήν μόλις αντιλήφθηκε την παρουσία της.

«Ευ... χαριστώ» κατάφερε να πει η Χλόη.

«Μόνο αυτό έχεις να πεις;» απόρησε ο κομψά ντυμένος άνδρας. «Θα σε σκότωνα κορίτσι μου, το καταλαβαίνεις;» "Έχει θράσος αυτή η κοπέλα" σκέφτηκε ο Ντέρεκ.

«Γιατί δεν το έκανες;» επανέλαβε η Χλόη εξασθενημένα.

«Κάνεις πνεύμα; Άκουσέ με, καλά. Θα σου κάνω μήνυση, το ακούς;» της είπε σοβαρά.

Το κορίτσι άρχισε να αναλύεται σε κλάματα. Ξέσπασε λες και δεν την έβλεπε κανείς. Αυτό, μαλάκωσε για λίγο τη σκληρή – έως τώρα – καρδιά του Ντέρεκ.

«Έλα, εντάξει. Δεν είπαμε να κλάψεις κιόλας» της χάιδεψε απαλά τον ώμο. «Έτσι είμαι εγώ. Φωνάζω για λίγο αλλά μετά μου περνάει. Μπορείς αν θες, να μου πεις τι συμβαίνει» κάθησε στην πέτρινη επιφάνεια ενός χαμηλού υψώματος.

Και τότε εκείνη του εξήγησε. Για το πάθος της τη χαρτοπαιξία, για τα λεφτά που της εμπιστεύτηκε ο πατέρας της – τα οποία έπρεπε να πληρωθούν στην ώρα τους ειδάλλως, θα χρεοκοπούσε η μικρή τους επιχείρηση- και τα οποία λεφτά, είχε παίξει και είχε χάσει, βάζοντας επιπλέον κι ένα αμύθητο ποσό ως χρέος σε κάποια χαρτοπαιχτική λέσχη. Και ο Ντέρεκ, εκείνος ο γοητευτικός νεαρός που ήταν δεν ήταν εικοσιένα χρόνων, της υποσχέθηκε να βοηθήσει. Άμεσα. Στο άκουσμα της λέσχης όμως σταμάτησε. Κι αυτό γιατί, συνειδητοποίησε ότι του ανήκε. Κράτησε όμως αυτή την πληροφορία μυστική, χωρίς να της αποκαλύψει την διπλή του ταυτότητα: Επιχειρηματίας και μάλιστα πολύ ισχυρός από τη μια, έχοντας στην κατοχή του ένα υπερπολυτελές καζίνο και παράνομος από την άλλη, με δεκαπέντε – μέχρι τώρα – μυστικές χαρτοπαιχτικές λέσχες, ζωσμένος για τα καλά ως τα βάθη του υπόκοσμου.

Για να της κρυφτεί λοιπόν, της έδωσε δουλειά στο καζίνο του. Έτσι, από αύριο εκείνο θα ήταν ένα από τα «τυχερά κορίτσια» της δουλειάς του. Κοντά σ' αυτόν. Δίπλα του.

***

Στο πλάι του η Χλόη γνώρισε μεγάλες δόξες αλλά το ίδιο κι εκείνος. Γιατί εκείνη, είχε μια εξαιρετικά σπάνια τύχη. Όταν καθόταν δίπλα του σε κάποιο τυχερό τραπέζι, εκείνος κέρδιζε πάντα. Υπέρογκα ποσά. Κι ένα βράδυ μετά από μια ακόμα νίκη, την κάλεσε σε δείπνο για να το γιορτάσουν.

Στο πανάκριβο εστιατόριο αφού γευμάτισαν, βάλθηκαν και οι δύο να πίνουν το ένα ποτήρι σαμπάνιας μετά το άλλο σαν να κόντραρε ο ένας τον άλλο σε αγώνα μέχρι τελικής πτώσεως. Ώσπου τα ποτά τους οδήγησαν τρεκλίζοντας στο δωμάτιο μιας χρυσής σουίτας. Ο Ντέρεκ άρχισε να τη φιλά με πάθος κι εκείνη αφέθηκε στην αγκαλιά του. Τον αγκάλιασε και ξέχασε που βρισκόταν. Τον φίλησε και ένιωσε ότι δεν είχε ξαναφιλήσει. Σαν να ήταν η πρώτη φορά. Και παραδόθηκε.

***

Το επόμενο πρωινό τους βρήκε μαζί. Η Χλόη ξύπνησε πρώτη και τον κοίταξε που κοιμόταν δίπλα της. Τον έλουζε το φως που έμπαινε από τις φαρδιές μπαλκονόπορτες του δωματίου και αυτό, τον έκανε ακόμη πιο όμορφο. Χαμογέλασε και αφού του έδωσε ένα φιλί στο στόμα, σηκώθηκε από το κρεβάτι. Άρχισε να ντύνεται με το δικό της χρόνο, χωρίς να βιάζεται όταν, με την άκρη του ματιού της παρατήρησε ότι το κινητό του χθεσινού συντρόφου της βρισκόταν στο πάτωμα. Η οθόνη του τώρα, ήταν φωτισμένη σαν να είχε ληφθεί – αθόρυβα – μόλις, ένα νέο μήνυμα. Έριξε μια ακόμη ματιά στον Ντέρεκ που κοιμόταν πίσω της, το πήρε στα χέρια της. Έπειτα, το διάβασε:

"Αφεντικό, όταν διαβάσεις το μήνυμα, πέρασε από την οδό Χ ώστε να παραλάβεις τη νέα λεία. Το μαγαζάκι σας απέδωσε γι' άλλη μια φορά καρπούς".

Και τότε της έπεσε η συσκευή από τα χέρια. Γιατί, ήξερε πολύ καλά και την οδό και το «διάσημο μαγαζάκι» της οδού Χ. Βρήκε ένα πρόχειρο χαρτί, ένα στυλό κι αφού έγραψε μερικές γραμμές το άφησε στο κομοδίνο δίπλα του, και μετά έφυγε από εκείνο το δωμάτιο που την έπνιγε.

***

"Όταν θα διαβάζεις αυτές τις γραμμές, θα ξέρεις πως δεν θέλω να σε ξαναδώ ποτέ στη ζωή μου" διάβαζε ο Ντέρεκ. "Ελπίζω να γέλασες, να χάρηκες το παιχνιδάκι σου. Όμως εγώ, έχω αξιοπρέπεια. Κι αν εσύ μου την πάτησες μια φορά, ξανασηκώθηκα, στυλώθηκα και πάλι. Ζήσε με το ψέμα σου ή καλύτερα μάλλον, με τα ψέματά σου γιατί υποθέτω ότι αυτό δεν είναι το μόνο που ανακάλυψα. Εγώ, προτιμώ την αλήθεια.

Χλόη".

Αυτός, ντύθηκε βιαστικά και βγήκε από το δωμάτιο, κοιτάζοντας πάνω κάτω στους μακρόστενους διαδρόμους του ξενοδοχείου. Έτρεξε και πρόλαβε το ασανσέρ. Κοίταξε ανυπόμονα τις φωτεινές ενδείξεις των αριθμών.

Ήθελε να τη βρει...

Ήθελε να την ψάξει και να της εξηγήσει.

Θα τα κατάφερνε;


Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top