όταν έμειναν μαζί

Πριν έξι μήνες

Έχουν περάσει δυο μέρες απο τότε που κηδέψαμε την γιαγια. 

Δεν μου μίλησε. 

Ήθελα τόσο να του μιλήσω αλλά δεν μπορώ να ξεχάσω πόσο με πρόσβαλλε. Βέβαια αυτό είναι το τελευταίο που σκέφτομαι αυτή την στιγμή. Η μέγαιρα ξέρω πως περιμένει να της αδειάσω το χώρο. Έτσι κι αλλιώς απο τότε που πέρασα στη σχολή πηγαινοερχόμουν με το αμάξι της γιαγιάς. Μου είπε πολλές φορές να μου βρει ένα όμορφο σπίτι στην πόλη δίπλα στην σχολή, αλλά είχα αρνηθεί. Προτιμούσα δυο ώρες δρόμο κάθε μέρα , παρά να την αφήσω μόνη της. Ένιωθα οτι δεν είναι καλά και ήθελα να την φροντίζω. Και βέβαια και αυτό η μέγαιρα μου το καταλόγισε, οτι δηλαδή δεν αφήνω την πεθερά της μόνη γιατί έχω βλέψεις για την περιουσία της.

Θα πάω να μείνω στην Άννι και μετά δεν ξέρω.

 Μάλλον θα βρω μια δουλειά, είναι τόσα πολλά αυτά που πρέπει να σκεφτώ, ενώ νιώθω τόση θλίψη, τόση μοναξιά. Το σπίτι τώρα στέκει παράξενα ήσυχο. Έφυγαν όλοι. Θέλω να κλάψω μέρες τώρα αλλά αδυνατώ. Σαν να έγινε πέτρα η καρδιά μου, σαν να μην νιώθω τίποτα και τα πάντα μαζί. Όλοι με αφήνουν μόνη. Η μητέρα μου, ο πατέρας μου, τώρα και η γιαγιά. Ο Δημήτρης δεν με αποχαιρέτησε καν. Βέβαια κι εγώ δεν του μίλησα. Τι να του πώ άλλωστε?

Στο σπιτάκι του κήπου έχω τις ζωγραφιές μου. Τα περισσότερα είναι πορτραίτα του Δημήτρη. Αυτά μόνο να μαζέψω και δυο ρούχα. Και τέλος το χωριό για μένα. Μόνη προς το άγνωστο.


Έξω ο κήπος είναι ερημικός, η πισίνα άδεια απο νερό. Περπατάω μηχανικά είναι βράδυ. Αυτή την ώρα η γιαγιά θα καθόταν στην πολυθρόνα της. Θα μιλούσε για τα λουλούδια της, για τα χρώματα, για την ζωή.

 Στο βάθος οι τριανταφυλλιες της γιαγιας. Τις πλησιάζω. Τα φρόντιζε σαν παιδιά της. Ακουμπάω το αγκάθι του τριαντάφυλλου και βλέπω να κυλά αίμα. Ξαφνικά νιώθω να καταρρέω. Σαν να έσπασε κάποιος με φόρα την πέτρινη καρδιά μου. Χιλιάδες θρύψαλλα μου παντού. Το κλάμα που δεν ερχόταν δυο μέρες,  τώρα με σαρώνει. Πέφτω στα γονατα και κλέινω το προσωπό μου στα δυο μου χέρια. 

Κλαίω με λυγμούς. Ο κήπος σιωπηλός. Τόσο μόνη.

Ξαφνικά νιώθω δυο χέρια να με πιάνουν και να με σηκώνουν. Βλέπω τον Δημήτρη να με κοιτά θλιμμένος.Το κορμί μου τρέμει απο τους λυγμούς. Συνεχίζει να με κοιτά. Νιώθω μπερδεμένη και μια τεράστια θλίψη. Προσπαθώ να φύγω απο το κρατημά του αλλά δεν με αφήνει.  Κατεβάζω τα μάτια και μου σηκώνει με το δάχτυλο το πηγούνι. 

-Κοίτα με , μου λέει ήρεμα. Τον κοιτάω και τα μάτια μας δυο θάλασσες έγιναν που ανταμώσαν. Ορμητικά τα νερά του, ήρεμα τα δικά μου.

"Μάζεψε τα πράγματα σου "

Νιώθω το αίμα να βράζει στις φλέβες μου. Με διώχνει την στιγμή που με βλέπει οτι είμαι διαλυμένη? Τι άνθρωπος είναι αυτός?

"Φεύγουμε" μου λέει και μου χαιδεύει τα μαλλιά.

Κοιταζόμαστε δυο ατελείωτα δευτερόλεπτα και σκύβω το κεφάλι. 

Τι εννοεί φεύγουμε? Μαζί? 

 Δεν ρώτησα τίποτα. Έβαλε τα πράγματα μου στην κόκκινη φεράρι και ξεκίνησε να οδηγάει. Στη διαδρομή επικρατούσε ησυχία. Κρατούσε σφιχτά το τιμόνι και δεν μου μιλούσε. Πίστευα οτι θα με πάει στην Άννι, όταν αφήσαμε το χωριό, πίστεψα οτι με πάει στην πόλη , δεν ξέρω σε κάποιο ξενοδοχείο, αλλά όταν φθάσαμε σπίτι του , νομίζω πως η καρδιά μου πήγε να σπάσει. Δεν καταλάβαινα τίποτα, αλλά μου έφτανε μόνο που ήμασταν μαζί.

-Θα μείνεις εδώ μέχρι να δεις τι θα κάνεις. Για λίγο καιρό θα ήθελα να σε φροντίσω εγώ, μου είπε και χαμογέλασε . Τόσο όμορφος. Είναι σαν όνειρο. Αλλά σε καμία περίπτωση δεν θέλω να με λυπάται. Αλλά είναι τόσο ευγενικό εκ μέρους του που το κάνει αυτό. Ξέρω οτι το κάνει γιατί η γιαγιά του θα το ήθελε αλλά δεν σκοπεύω να το εκμεταλλευτώ. 

-Με την προυπόθεση οτι θα εργάζομαι για σένα, όσο μένω εδώ, ας πούμε ..οικιακή βοηθός?

Με κοιτάει και σκοτεινιάζει.

-Με προσβάλλεις μου λέει με κοφτό υφός. Αυτό δεν πρόκειται να γίνει. Θα είσαι φιλοξενούμενη μου για όσο καιρό χρειαστεί να σταθείς στα πόδια σου. Άλλωστε θα το φροντίσω και αυτό να γίνει. Εσύ προσπάθησε μόνο να νιώσεις καλύτερα. Τα πρωινα θα πηγαίνεις στην σχολή σου , με το αυτοκινητό σου , μου λέει και αυτόματα σηκώνω το βλέμμα μου

-ε δεν είμαι και κτήνος να σε αφήνω να γυρνάς με τα αστικά, μου λέει αυστηρά και συνεχίζει στο ίδιο ύφος

-και θα διαπιστώσεις οτι στο δωματιό σου έχεις καταπληκτικό φώς για ζωγραφική

 αποφεύγει να με κοιτάξει. Του χαμογελάω και θέλω να τον αγκαλιάσω. Σκέφτηκε πιο δωμάτιο να μου δώσει , για να μπορώ να ζωγραφίζω. Εντάξει είναι γλύκας, θα λιώσω. Αχ τυχερές γυναίκες που σε χαίρονται. Είναι τόσο περιποιητικός.

-Να σου θυμίσω τι θα πεί η μητέρα σου?τι πιστεύει? τι πιστεύεις εσύ? του λέω το τελευταίο ψελλίζοντας.

με κοιτάει και χαμογελάει. Χαμογελάει και φωτίζεται το προσωπό του.

-Ήταν μια κακιά στιγμή αυτό που θυμάσαι. Όσον αφορά την μητέρα μου είναι δική μου υπόθεση τι θα της πως και μήν ξεχνάς οτι είμαι ολόκληρος άντρας , άρα.. μου λέει και καταλαβαίνω οτι τον κουράζω.

-Δημήτρη σ' ευχαριστώ για την πρόταση. Η αλήθεια είναι πως δεν έχω κάπου να πάω, νιώθω πολύ μπερδεμένη. Θα δεχτώ την πρόταση φιλοξενίας, αλλά θα σε παρακαλέσω ανεξάρτητα απο την μητέρα σου,  να υπάρχει μεταξύ μας σχέση εργοδότη υπαλλήλου. Θα είναι όλα πιο ξεκάθαρα μεταξύ μας και δεν θα ντρέπομαι πως ..μένω μαζί με έναν άντρα.. και καταχράζομαι την καλοσύνη του.Δηλαδή..κατάλαβες? του λέω και κοκκινίζω.

 Ε ναι ντρέπομαι να μείνουμε κάτω απο την ίδια στέγη, αλλά το θέλω σαν τρελή , σκύβω το κεφάλι μου και δαγκώνω το χείλος μου.

-ότι θέλεις ..

δεν με κοιτά. Γιατί νιώθω πως κάτι μου διαφεύγει?

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top