τώρα αρχίζουν τα δύσκολαααα..
Το πρώτο πράγμα που βλέπω είναι η κερασιά του σπιτιού μου. Είναι γεμάτη κεράσια. Το πατρικό μου δείχνει έρημο. Μου σφίγγεται το στομάχι. Η απώλεια του πατέρα μου ήταν απίστευτη οδυνηρή . Αν δεν ήταν η γιαγιά δεν ξέρω πως θα κατέληγα.
Κατεβαίνω απο το αυτοκίνητο και περπατώ προς το σπίτι μου. Όλα ίδια και όλα τόσο διαφορετικά. Σαν εμένα. Δεν τολμάω να ανοίξω την εξώπορτα. Κάνω ένα βήμα πίσω . Κοιτάω τα νυχτολούλουδα. Σε λίγο , καθώς πέφτει ο ήλιος , θα ανοίξουν τα λουλούδια και θα μυρίσει όλος ο δρόμος. Τα χαιδεύω απαλά. Εδώ πρωτοαντίκρυσα τον Δημήτρη.
Νιώθω την ανάσα του απο πίσω μου. Τον κοιτάω και μου χαμογελά. Σκεφτόμαστε το ίδιο.
-Πάμε ?μου λέει ανυπόμονα.
Του γνέφω καταφατικά και πηγαίνουμε προς το σπίτι του. Διασχίζουμε την αυλή και ξέρω πως και οι δυο σκεφτόμαστε την γιαγιά. Έχουμε να έρθουμε εδώ εφτά μήνες. Απο την ημέρα που μάζεψα τα πράγματα μου και τον ακολούθησα. Τυφλά. Φοβάμαι να του παραδοθώ. Φοβάμαι πως δεν θα μπορώ να μαζέψω τα συντρίμμια μου μετά.
-Τι θα έλεγε η γιαγιά αν μας έβλεπε μαζί? μου λέει και μου χαιδεύει το μάγουλο.
-Πάντως δεν νομίζω να της έκανε εντύπωση..του λέω και κοκκινίζω.
Με κοιτά έκπληκτος και μου χαμογελά.
-Ήταν μια εκπληκτική γυναίκα με μεγάλη ενσυναίσθηση. Μου λέει και κάνει ακόμη ένα βήμα κοντά μου.Κάνω ένα βήμα πίσω. Με κοιτά και σφίγγει τα χείλη του και έπειτα χαλαρώνει και πάλι.
-Μαριτίνα , να με συγχωρείς, φύγαμε βιαστικά, δεν το είχα κανονισμένο, έχω κάποια σχέδια να μελετήσω ..μου λέει αδιάφορα
Τον ξενέρωσα?
- ναι καταλαβαίνω ψελλίζω και πραγματικά δεν καταλαβαίνω. Γιατί ήρθαμε? Για να μελετάει για την δουλειά του?
-θα πάω στη βιβλιοθήκη να βγάλω όση δουλειά μπορώ και το βράδυ αν θέλεις μπορούμε να πάμε σε κάποιο ταβερνάκι στην θάλασσα. Δείχνει οτι θα είναι μια ωραία βραδιά.
-Καλύτερα να μαγειρέψω κάτι πρόχειρο , όλο και κάτι θα βρω στην κουζίνα, του λέω και θέλω να τον χτυπήσω. Ε μην νομίζει οτι είναι και υποχρεωμένος να με βγάλει έξω.
-Όπως νομίζεις μου λέει με κοφτό ύφος και προχωράει προς το σπίτι.
Τι έγινε? Είπα κάτι?
Εγώ και η βαλίτσα μου μένουμε μόνοι στην αυλή. Ωραία.. αυτός κλεισμένος στη βιβλιοθήκη κι εγώ με την βαλίτσα στο χέρι. Και που να την πάω ? Δεν έχω κοιμηθεί ποτέ σε κάποια κρεβατοκάμαρα του σπιτιού. Δεν μπορούσε να την πάρει και να μου την αφήσει στο ξενώνα? Βλάκα. Θα την αφήσω στο σπιτάκι του κήπου. Και θα ζωγραφίσω μέχρι τελικής πτώσεως. Ίσως να μου φύγει λίγο η ένταση που νιώθω.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top