η έκπληξή του

Δυο μήνες μετά


Η μυρωδιά απο τα νυχτολούλουδα γλιστράει απο το παράθυρο και με ξυπνά.

Αναδεύομαι στο κρεβάτι και απλώνω το χέρι μου να αγγίξω τον Δημήτρη.

Περίεργο λείπει.


 Δέκα μέρες τώρα που είμαστε στο χωριό δεν αφήσαμε ο ένας τον άλλον λεπτό.

Σήμερα  ιδίως..δεν ξέρω τι τον έπιασε. .σκέφτομαι και μυρίζω το μαξιλάρι του. Αφού με ξεθέωσε..αποκοιμήθηκα στην αγκαλιά του.

Και τώρα εξαφανίστηκε.

Που να έχει πάει?


Φωνάζω το όνομα του αλλά δεν παίρνω απάντηση. Τον ψάχνω στη βιβλιοθήκη, στο γραφείο, στην τραπεζαρία, στην πισίνα αλλά πουθενά. Ούτε στο αίθριο είναι, ούτε στην αυλή.

Να δεις που δεν θα είναι ούτε στο σπιτάκι του κήπου λέω και καθώς ανοίγω την πόρτα , φέρνω αυτόματα το χέρι στο στόμα για να μην φωνάξω.


Κλαίω συνέχεια και γελάω.


Κλείνω με τα δυο μου χέρια το πρόσωπο και σε λίγο ανοίγω τα μάτια για να το ξανακοιτάξω. 

Είναι σαν να έχει βγει απο τα παραμύθια. 

Το άσπρο χρώμα του σχεδόν λαμπυρίζει στο ημίφως.

Κρατώ στα χέρια μου το φόρεμα . Για μια στιγμή μόνο μένω ακίνητη και προσπαθώ να σταματήσω το κλάμα.

Αλλά αλήθεια είμαι τόσο συγκινημένη. Είμαι τόσο ευτυχισμένη.

Δίπλα στο φόρεμα έχει αφήσει ένα σημείωμα.

"Σε περιμένουμε νεράιδα"


Δεν χρειάζομαι πολύ ώρα να ετοιμαστώ.

Το φόρεμα είναι υπέροχο πάνω μου, τα μαλλιά λυτά  , το μακιγιάζ απέριττο και απο παπούτσια προτιμώ να μείνω ξυπόλητη. Και ένα νυχτολούλουδο στο στήθος βάζω και είμαι έτοιμη.


Σχεδόν τρέχω στην κατηφόρα , αλλά σαν βλέπω το χωματένιο μονοπάτι, κόβω ταχύτητα.


"Αυτό είναι Μαριτίνα το όνειρο σου ..ήρθε η ώρα να το ζήσεις "

μου ψιθυρίζω και προσπαθώ να μην βάλω πάλι τα κλάματα απο συγκίνηση.


Ένα μέτρο ακόμη θέλω να διασχίσω και η θάλασσα θα εμφανισθεί μπροστά μου.


Η θάλασσα ξεπροβάλλει . Η πανσέληνος στέκει απο πάνω της  σαν εραστής . Το χάδι του γραμμένο στην επιφάνεια της. Ένα ατέλειωτο ασημένιο μονοπάτι.


Ένα μέτρο ακόμα και θα δω το κύμα να χαιδεύει την άμμο. Θα δω τον..

Η καρδιά μου χάνει ένα χτύπο.


Ο Δημήτρης φορά λευκό πουκάμισο. Το παντελόνι του είναι διπλωμένο και έχει τα πόδια βουτηγμένα στο νερό. Κοιτά αφοσιωμένος την πανσέληνο. Νομίζω πως ξέρω τι σκέφτεται.

Σαν να ένιωσε την παρουσία μου γυρνά και με κοιτά. Αν και είμαι μακριά τον βλέπω πως με διέκρινε, γιατί μου χαμογελά. Και είναι όμορφος όσο ποτέ άλλοτε. 

Κατεβαίνω τρέχοντας το μονοπάτι αλλά πια δεν μπορώ να κρατήσω τα δάκρυα μου. 


Πριν τελειώσει το μονοπάτι βλέπω το ασύλληπτο: 

Ξαφνικά εκατοντάδες φαναράκια με φωτιά αφήνονται στον ουρανό ελεύθερα. Ανάβουν φώτα και φωτίζεται η παραλία.  Και είναι γεμάτη απο κόσμο που αγαπώ. Βλέπω τον Αλί να μου χαμογελά και να μου σηκώνει το ποτήρι της σαμπάνιας , βλέπω την Άννι να μου κουνά το χέρι και να χοροπηδά, τον Νάσο να τρώει πατατακια και να χειροκροτάει, βλέπω ακόμη στο πλήθος την μέγαιρα να κάνει νόημα στην συμφωνική ορχήστρα να ξεκινήσει να παίζει. Κανείς δεν κουνιέται απο την θέση του ξαφνικά. Όλοι κοιτάμε τα βιολιά και το πιάνο σαν να είναι αυτά , που θα δώσουν το εναρκτήριο σάλπισμα στο παραμύθι.

Στο παραμύθι της Μαριτίνας και του Δημήτρη.

https://youtu.be/mmCnQDUSO4I




Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top