Πειραχτήκαμε για κάτι?
Είμαι ανόητη . Είναι το μόνο που σκέφτομαι καθώς περπατάω με σταθερό βήμα προς το σπίτι. Πριν λίγο ο Μάξιμος ανέλαβε την επιστροφή της Άννης, ενώ εγώ αποφάσισα να περπατήσω. Ο κρύος αέρας βοηθά να καθαρίσει το μυαλό μου. Μα τι σκεφτόμουν? Οτι θα τρέξει απο πίσω μου ο Δημήτρης να ρωτήσει γιατί έκλαιγα?
Είμαι μια χαζή ονειροπόλα που τόσα χρόνια δεν λέω να βάλω μυαλό. Απλά πρέπει να καταλάβω την θέση μου. Και η θέση μου δεν είναι στο πλευρό του Δημήτρη.
Με πιάνει το παράπονο και αρχίζω να κλαίω. Δεν ξέρω τι με πείραξε περισσότερο, οτι δέχθηκα την πιο αηδιαστική επίθεση, οτι θα αναγκαστώ να παρατήσω την σχολή γιατί δεν θέλω να ξαναδώ τα μούτρα του καθηγητή μου ή οτι ο Δημήτρης δεν κουνήθηκε απο την θέση του?
Το κινητό μου χτυπά και το όνομα του Δημήτρη εμφανίζεται στην οθόνη.
Είναι η τρίτη φορά που παίρνει. Αλοίμονο να σηκώσει το κινητό να με πάρει το κάνει, ευκολάκι, να σηκωθεί να με ρωτήσει αν είμαι καλά και γιατί φεύγω τίποτα. Αλλά ξέρω καλά ποιο είναι το πρόβλημα του. Είναι εκείνη η μέγαιρα που με θεωρεί μια καιροσκόπο που έχω πλευρίσει την οικογένεια της για να βγάλω κέρδος. Έχω βαρεθεί να ακούω την μητέρα του πως πλησίασα την γιαγιά για το κέρδος.
Αν και κέρδισα. Κέρδισα την αγάπη της κυρίας Αλεξάνδρας όχι λόγω δόλου, αλλά γιατί ήταν η μόνη που κατάλαβε πως είναι στα 17 σου να βρίσκεσαι μόνη απο γονείς.
Με ήξερε χρόνια, έμενε στο δίπλα σπίτι, με είχε δει να ζωγραφίζω, μου έλεγε τόσα υπέροχα πράγματα για την τέχνη, εκείνη ήταν που με έκανε να πιστέψω στην τέχνη μου, εκείνη ήταν όταν ήμουν μόνη στην αυλή του σπιτιού μου, είπε πως θα ήταν χαρά της να με φιλοξενήσει για όσο ήθελα.
Ζήσαμε δυο χρόνια στο ίδιο σπίτι. Ήταν η οικογένεια μου και η μέγαιρα ποτέ δεν μου το συγχώρεσε αυτό. Μέχρι πόδι πάτησε να ενταχθώ σε μισθοδοσία ως βοηθητικό προσωπικό για να μην μπερδευτούν τα όρια. Φοβόταν πως η κυρία Αλεξάνδρα θα ήθελε να με υιοθετήσει.
Όλα βέβαια ήταν μέσα στο μυαλό της.
Το οτι ο Δημήτρης με την σειρά του με μάζεψε σπίτι του αφού πέθανε η γιαγιά ,αυτό ήταν που την εξόργισε τελείως. Αλλά αυτή την φορά , ήμουν εγώ που ζήτησα να παραμείνω σπίτι του ως βοηθητικό προσωπικό επί πληρωμή. Δεν ήθελα να με φιλοξενήσει και ας το πρότεινε. Κι εγώ τα θέλω τα όρια. Έχω κι εγώ αξιοπρέπεια κι ας μην φαίνεται .
Το μυαλό μου ξεφεύγει σε χίλιες δυο σκέψεις. Θα έπρεπε να το χωνέψω εδώ και καιρό, όσο ερωτευμένη και να είμαι μαζί του, οτι εκείνος ο Δημήτρης Μερεμής, απλά αγνοεί την ύπαρξη μου. Τουλάχιστον ερωτικά.
Επιστρέφοντας στο σπίτι καθυστερώ να ανοίξω την εξώπορτα. Είμαι πολύ στεναχωρημένη και θυμωμένη με όλα για να θυμηθώ τον κωδικό του συναγερμού.
Πριν κάνω δεύτερη απόπειρα να πληκτρολογήσω τον κωδικό , η πόρτα ανοίγει και μπροστά μου εμφανίζεται ο Δημήτρης.
Πότε επέστρεψε απο την δεξίωση?
Έχει βγάλει το σακάκι του και έχει ξεκουμπώσει τα πρώτα κουμπιά του πουκαμίσου του. Φαίνεται αναστατωμένος.
''Τι νομίζεις οτι κάνεις?" τα μάτια του πετάνε φλόγες και ασυναίσθητα πισωπατώ. Δεν τον έχω ξαναδεί θυμωμένο. Δηλαδή τον έχω δει αλλά όχι στ'αλήθεια εκνευρισμένο.
"Φεύγεις ενώ μιλάμε, αρνείσαι να γυρίσεις με τον Μάξιμο, που δεν ξέρω τι σκεφτόταν κι επέτρεψε να φύγεις βραδιάτικα μόνη σου, δεν σηκώνεις το τηλέφωνο και είσαι πρησμένη απο το κλάμα. Τι έχεις να πείς?" μου λέει και με πλησιάζει επικίνδυνα.
Κάνω ένα βηματάκι πίσω.
Μυρίζω το άρωμα του , αν λίγο ακόμη με πλησιάζει θα ακουμπούσα το στήθος μου στο στέρνο του, θα ένιωθα την καρδιά του. Χαμηλώνω αυτόματα τα μάτια μου , φοβάμαι πως προδίδω την σκέψη μου , αν τον κοιτάξω για ώρα. Δεν μπορώ να του κρυφτώ. Παίρνω μια μεγάλη ανάσα ,ίσα για να ηρεμήσω και να του απαντήσω.
Σιγά μην του πω την αλήθεια. Είμαι σίγουρη πως αν η μάνα του μάθει πως μου τα έριξε ο καθηγητής θα λέει πως εγώ του κουνήθηκα για να πάρω βαθμό.
" Συγνώμη που δεν ζήτησα άδεια για να αποχωρήσω απο το τραπέζι σας μεγαλειότατε, συγνώμη που δεν γνώριζα πως μου απαγορεύονται οι νυχτερινοί περίπατοι , επίσης οι κλήσεις σας ήταν εκτός εργασιακού ωραρίου και ως εκ τούτου μπορώ και να μην απαντώ στον εργοδότη μου. Όσο για το κλάμα.." διστάζω για μια στιγμή, καταλαβαίνω οτι εκνευρίζεται με το ειρωνικό μου ύφος αλλά δεν κάνω πίσω.
Και δεν ξέρω γιατί αλλά ..
Δεν θα μπορούσα να χωρίσω με το αγόρι μου και να κλαίω γι αυτό το λόγο?
" χώρισα με το αγόρι μου" συμπληρώνω με ύφος και τον βλέπω να μισανοίγει το στόμα απο έκπληξη.
"Ε?" τον ακούω να προφέρει σαστισμένος καθώς τον προσπερνάω με γρήγορα βήματα.
Γιατί εκπλήσσεται?
Μπαίνω στο δωμάτιο μου και σωριάζομαι στο κρεβάτι . Το μόνο που θέλω είναι να κουκουλωθώ και να κοιμηθώ δυο μέρες. Να ξυπνούσα και να μην είχε συμβεί τίποτα. Είναι αδιανόητο να επιστρέψω στη σχολή , είναι αδιανόητο να συνεχίσω να τον έχω καθηγητή. Το όνειρο μου για την ζωγραφική γκρεμίζεται. Είχα τόσα πολλά ακόμη να μάθω. Πώς μπορεί να μου τα στερεί έτσι ο γελοίος?
Και ο Δημήτρης αντί να με πάρει αγκαλιά , το μόνο που έκανε είναι να μου βάλει τις φωνές σαν μικρό παιδί. Αδυνατεί να καταλάβει οτι είμαι 20 χρονών , οτι δεν είμαι το 13χρονο που βρήκε κρυμμένο μέσα στα νυχτολούλουδα.
Ούτε καν η έφηβη που προσπάθησε να..αυτό καλύτερα να μην το σκέφτομαι. Ας μην σκέφτομαι την μεγαλύτερη απογοήτευση που πήρα.
Όλα απο τότε άλλαξαν.
Η σταθερή αδιάφορη στάση του κάθε φορά που ερχόταν για επίσκεψη στην γιαγιά του, μετά απο εκείνη την ημέρα, έγινε μια σχέση έντονη, με νεύρα και καυγάδες. Δεν ξέρω γιατί, αν και εγώ ξέρω γιατί είμαι θυμωμένη. Δεν μπορώ να του το συγχωρέσω. Άλλωστε ούτε συγνώμη μου ζήτησε ποτέ.
Ακούω την πόρτα . Χτυπάει δυνατά.
" Κοιμάσαι?" μου λέει με βραχνή φωνή.
" Ναι!"
" Με τρελαίνεις Μαριτίνα!" ακούγεται θυμωμένος. Ποιό είναι το πρόβλημα του τέλοσπάντων?
Εμένα με τρελαίνει αλλά ξέρω το λόγο. Είμαι παράφορα και απίστευτα και απέραντα ερωτευμένη μαζί του απο μικρό παιδί. Και μου ρίχνει το φτύσιμο του αιώνα.
Αυτός τι ζόρι τραβάει?
Τον ακούω να απομακρύνεται. Σιγά μην προσπαθούσε περισσότερο.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top