«Στην υγειά τους!»

·Δεν υπάρχει μέση οδός στον πόλεμο·

Την ίδια ημέρα..

Η Γερμανία εισβάλλει στα εδάφη της Ανατολικής Πρωσίας και οι νεοσύλλεκτοι στρατιώτες μεταφέρονται στο Κέντρο Εκπαίδευσης Πεζικού.

⏯ Τ'ανείπωτα

07:45 μ.μ

Αν αναρωτιέσαι βροχούλα, το τρένο δεν φρέναρε ακόμη.

Σαν αγρίμι βαδίζει αθόρυβα στα πευκοδάση και θηρεύει τον κακότυχο ανάσκελα απλωμένο στην όαση γαλήνης.

Απ' τα βαγόνια δεκάδες μικρά κεφάλια ξεπροβάλλουν στην απέραντη απελπισία και βρέχουν με αθώα δάκρυα τους αγκαθωτούς ασπαλάθους.

Αν αναρωτιέσαι βροχούλα, δεν παραδόθηκα στα δεινά ακόμη.

Σαν ανδρείος πολεμιστής κρατώ σφιχτά το χαλύβδινο κράνος και φτύνω με σάχλα το άλγος στη σκαμμένη γη.

Μην ανησυχείς βροχούλα, η φρουρά δεν μας είδε ακόμη.

Οι θλιβερές σταγόνες γλιστρούν προσεκτικά στα φουσκωμένα μάγουλα και στάζουν τετηγμένες στο ζαρωμένο πουκάμισο, μήπως ξεφύγουν από τα δεσμά της βαριάς οδύνης.

Οι ραγισμένες καρδιές βγάζουν κρυφά τα χρυσά βιολιά τους και με το ένα χέρι τραβούν τις λεπτές χορδές, ενώ με το άλλο κινούν το δοξάρι επάνω τους, μήπως καθησυχάσουν τα δάκρυα με την γλυκιά μελωδία τους.

Μην ανησυχείς βροχούλα,ο Σαμουήλ δεν κατέρρευσε ακόμη.

Με χαλαρό το σώμα και ήρεμο το μυαλό, μαγκώνει στο λεκιασμένο παράθυρο και αναπολεί τα ξεχασμένα παιχνίδια της αυλής.

Αν θυμάσαι βροχούλα, κάποτε ,οι αυλές της γειτονιάς ήταν πνιγμένες στις γλάστρες με ζωντανές τριανταφυλλιές και μουριές, με παιδικές ψυχές να κρύβονται πίσω από τα δέντρα και να κλοτσούν μπάλες στις αλάνες, με μανάδες να τα κυνηγούν από πίσω για να τα ταΐσουν ψωμί και ζάχαρη.

Κάποτε, ο κόσμος κοιμόταν έξω τα καλοκαίρια, οι νοικοκυρές δρόσιζαν τα τσιμέντα με λάστιχα, τα πιτσιρίκια ξεπετάγονταν με κόκκινα ποδήλατα και ο γαλατάς γύριζε πόρτα πόρτα με ένα φιλικό χαμόγελο στα χείλη.

Τώρα οι εποχές άλλαξαν, βροχούλα.

Η ζωή μας έγινε πόλεμος.

Τώρα θα επιστρέψουμε στα ασπρόμαυρα όνειρα και θα αντικρίσουμε μία ξένη γειτονιά, που δεν την θέλει κανείς.

Μια δύστυχη γειτονιά με αυλές που χάνουν την συντροφιά τους, με στέγες που λυγίζουν στην καρτερική μελαγχολία και νεκρά πέταλα που κυλούν επάνω στη λαίμαργη λάσπη.

Τώρα φανερώνονται οι ανατροπές, βροχούλα.

Η ζωή μας έγινε ο θάνατος μας.

Τώρα θα επιστρέψουμε σε ένα ανήμπορο λαό και θα γκρεμίσουμε τον λόφο των αναμνήσεων τους.

Θα σημαδέψουμε την καρδιά του με βέλη.

Θα σακατέψουμε τα αδύναμα κόκκαλα του με μαστίγια.

Θα στερήσουμε την ελάχιστη ανθρωπιά και το χαμόγελο του, μονάχα για να δούμε λίγο αίμα να ξεσπά στις πλάκες.

Θα, θα, θα.

Το συνειδητοποιείς, βροχούλα;

Είμαστε ένα βήμα πριν καταστρέψουμε όλα όσα χτίσαμε τα τελευταία χρόνια.

Η ζωή, η δική σας ζωή, έγινε κρυφτό!

Εκείνος που θα επιβιώσει ανάμεσα σας.. Εκείνος θα επιστρέψει για να κρυφτεί πίσω απ' την ταφόπλακα των αγαπημένων του.

Οι υπόλοιποι θα τον κυνηγούν λυσσασμένοι στην αραιή ομίχλη, ώσπου να μυρίσουν το φόβο που ξεχύνεται από την ψυχή του και να τον ξυλιάσουν μπροστά στα μάτια της φύσης.

Ποιος θα φανταζόταν, ότι θα φτάναμε μέχρι εδώ;

Δεν έχεις πολύ χρόνο βροχούλα.

Μ'ακούς;

Βρες ένα κρησφύγετο μες στη σκοτοδίνη και κράτα σφιχτά το στιλέτο πάνω από τα στήθη σου.

Σκότωσε μας, αν χρειαστεί!

Στον πόλεμο δεν υπάρχει μέση οδός.

Μην μας λυπηθείς!

Εγώ και ο Σαμουήλ , είμαστε στρατιώτες, όχι παιδιά.

Γιατί να το βάλουμε στα πόδια;

Γιατί να κρυφτούμε;

Τι έχουμε να φοβηθούμε;

Τώρα οι εποχές άλλαξαν και μαζί τους αλλάξαμε κι εμείς.

Όχι, βροχούλα.

Με παρεξήγησες.

Ποτέ δεν θα γίνω σαν αυτούς.

Δεν θα μεταμορφωθώ σε διψασμένο για εκδίκηση κτήνος.

Αλλά αν με ξεγελάσουν, έχουμε δώσει μία υπόσχεση.

Μη με απογοητεύσεις.

Σαν γενναίος στρατιώτης θα σταθώ μπροστά από τις νάρκες και θα ελευθερώσω τα σημερινά παιδιά από άμορφους εφιάλτες.

Δε νομίζεις πως τους αξίζεις;

Μην τον αγνοείς βροχούλα..

Κοίτα τον!

Ο Σαμουήλ είναι έτοιμος να λερώσει τα γόνατα του και να ματώσει τα άκρα του, μονάχα για να ξανά δει το μονάκριβο κοριτσάκι του.

Η ύπουλη οργή φλέγεται στα σκούρα μάτια του και το άγριο μίσος κυλά στις πράσινες φλέβες του.

Την θυμάσαι βροχούλα;

Γεννήθηκε την περασμένη Κυριακή και προσέφερε μεγάλη χαρά στους γονείς της.

Ποιος θα το φανταζόταν, ότι θα φτάναμε μέχρι εδώ;

Ο Σαμουήλ έγινε ένας ευτυχισμένος πατέρας και συνάμα δυστυχισμένος πολεμιστής.

Αχ, να ήξερες τώρα πόσο τον πονά!

Κοιτά βουρκωμένος την τσαλακωμένη φωτογραφία και με τα ιδρωμένα δάχτυλα του χαϊδεύει τα χρυσαφένια μαλλάκια της.

Σαν να μην έφυγε ποτέ από κοντά της.

" Συγνώμη, αγάπη μου.."
ψιθυρίζει σιγανά και με την δεξιά του παλάμη σκουπίζει τα βρεγμένα μάτια του.

Φιλά στοργικά το μέτωπο της για τελευταία φορά και την κρύβει στη τσέπη του παντελονιού του, σαν ένα πολύτιμο φυλαχτό.

Τι άλλο να κάνουμε, βροχούλα;

Είμαστε γενναίοι στρατιώτες, αλλά ευαίσθητοι άνθρωποι!

Αν αναρωτιέσαι βροχούλα, δεν το θέλουμε αυτό.

Μας ανάγκασαν να το κάνουμε.

Άκουσε με προσεκτικά ,βροχούλα.

Δεν πρέπει να βρω την κρυψώνα σου, ποτέ.

Μ' ακούς;

Κρύψου και μη φανερωθείς!

Πες το και στη Ρόουζ.

Για όνομα του Θεού.

Σωθείτε από εμάς τα καθάρματα!

Το αγρίμι μόλις φρέναρε μπροστά στο στρατόπεδο.

Οι ήρωες σας μόλις στρώθηκαν στο λασπωμένο έδαφος.

Τελευταία φορά.

Εδώ είμαστε ,βροχούλα.

Στον τάφο της ψυχής μας!

Η πίστη μας, κάτω από αυτές τις πέτρες, θα θαφτεί μαζί με τον Χίτλερ.

Το έθνος θα κατακτηθεί.

Οι δρόμοι θα αδειάσουν.

Ο θάνατος θα σκορπιστεί.

Τι ειρωνεία!

Είμαστε γενναίοι στρατιώτες, διότι πρέπει να σώσουμε τους έρωτες μας από τους αδίστακτους δολοφόνους.

Αλλά , στο τέλος, εμείς είμαστε οι δολοφόνοι.

Τι άλλο να κάνουμε, βροχούλα;

Υπακούμε.

Αυτό ακριβώς κάνουμε!

Ο ταγματάρχης μόλις μας κλείδωσε στους κοιτώνες σαν τα κακόμοιρα σκυλιά.

Η μούχλα έχει συγκολλήσει στα πνευμόνια μου και δεν μου επιτρέπει να αναπνεύσω.

Η σαπίλα λιώνει τα οστά μου.

Ξανά και ξανά..

Έτσι είναι ο πόλεμος;

Σάπιος;

Απόψε , δεν θα κοιμηθούμε στα κρεβάτια μας.

Οι γυναίκες δεν θα ζεσταίνουν τα σωθικά μας.

Τα παιδιά δεν θα γαργαλούν τις καρδιές μας.

Απόψε, οι νύχτες πυρετού θα ξυπνήσουν, οι εφιάλτες θα μας στοιχειώσουν και οι παλιές αγάπες θα πλάσουν ιστούς επάνω στα γυμνά κορμιά μας για να μας ζεστάνουν από το έντονο τρέμουλο.

Ο τάφος δεν είναι ευχάριστο μέρος για έναν άνθρωπο που θέλει να ζήσει.

Αναγυρεύω το τριαντάφυλλο στα συντρίμμια.

Μα ξέχασα, ότι το λουλούδι δεν φυτρώνει πλάι σ' ένα νεκρό.

Δεν αναπνέει.

Δεν έχει από που να στηριχθεί.

Τα οστά είναι καμμένα.

Οι ρίζες είναι κομμένες.

Σ' ακούω, βροχούλα.

Πάντα θα σε ακούω.

Πάντα.

Τα απελπισμένα δάκρυα δεν ξέφυγαν από την παρατηρητική ματιά του Σαμουέλ.

Εκείνος απομακρύνθηκε από την ξύλινη πόρτα, απλώθηκε στο βρώμικο πάτωμα πλάι μου και ακούμπησε μία παγωμένη μπύρα επάνω στα πρησμένα γόνατα μου.

Σήκωσε διστακτικά το πιγούνι του στο αμυδρό φως, που προσέφεραν τα λαμπερά αστέρια και άφησε το στόμα του να με παρηγορήσει με ένα τραγούδι.

Αν το ακούς αυτό όμορφη Ρόουζ, είναι αφιερωμένο..

Μας χωρίζει ο πόλεμος,
μα αν το νιώθει η ψυχή σου,
φέρνε με στην προσευχή σου να γυρίσω νικητής.

Μας χωρίζει ο πόλεμος,
μα θεριεύει η ελπίδα,
πώς για τη γλυκιά πατρίδα φεύγω τώρα εκδικητής...

Γύρισα το κεφάλι μου προς το μέρος του καλύτερου μου φίλου.

Του χαμογέλασα θλιμμένα και εκείνος ανταπέδωσε με μία φιλική μπατσιά.

Ίσως και να ήμασταν μικρά παιδιά, που φορούσαν στολές μεγάλων αντρών.

Η πολιτική, μάλλον, μπερδεύτηκε.

Άρπαξε μικρά παιδιά κρυφά και τα σκληραγώγησε, για να ανατινάξουν τα κεφάλια τους στον αέρα.

Για να ακούσουν την σφαίρα να σκίζει στα δύο το κρανίο.

Για να μην νιώθουν οίκτο μπροστά στην λίμνη αίματος, αλλά να καθαρίζουν τις βρομιές άλλων ανθρώπων.

Τέτοια είναι η πολιτική!

Αν αναρωτιέσαι βροχούλα, έτσι κι εγώ, μπερδεμένος με το δικτατορικό καθεστώς που μας υποτάσσουν, σήκωσα το ποτήρι μου ψηλά και φώναξα δυνατά:

" Στην υγειά τους!"

Να ζήσει ο Χίτλερ και οι οπαδοί του!

Να τους χαιρόμαστε!

Γιατί εγώ, ο Πίτερ, ακόμα κι αν βρεθώ κρεμασμένος πάνω στο συρματόπλεγμα, να είσαι σίγουρη ότι το κεφάλι μου δεν θα σκύψει ποτέ!

Τώρα τρέξε βροχούλα.

Μ'ακούς;

Μ΄ακούς;

Μ' ακούς;


Πίτερ Χένρι Στιούαρτ

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top