Κεφάλαιο 38ο
Περπατούσα εδω και 3ο λεπτά μέσα σε σκοτεινά σοκάκια το μόνο που είχε ήταν κάδους και μερικές αδέσποτες γάτες, σε κάποια στιγμή βγαίνω σε έναν ερημομενο δρόμο, βλέπω ενα μικρό club και διάφορα κορίτσια να μπαινοβγαίνουν, αλλά μόνα τους και άλλα με τα υποτιθέμενα αγόρια τους, τίποτα το ενδιαφέρον και εδω, αρχίζω να περπατάω για να δω που θα με έβγαζε, καθως περπατάω ακούω φωνές, τρέχω για να δω τι συμβαίνει, βλέπω δύο άντρες να τραβάνε την τσάντα από μια γριά, την παρατηρώ καλύτερα και βλέπω ότι είναι η ίδια με αυτήν που μαλωσαμε στις τουαλέτες, για κάποια στιγμή σκέφτηκα να την αφήσω αλλα ήταν το μόνο συγκλονιστικό που μου συνεβει εδώ, τρέχω προς το μέρος τους και κλωτσαω τον έναν στο κεφάλι, εκείνος βγάζει ένα επιφώνημα πόνου και αφήνει την τσάντα της κάτω, ο άλλος πάει να με αρπάξει αλλά του ρίχνω μια γερή μπουνιά στο μάτι του, και οι δύο πέφτουν στο έδαφος, ο ένα σηκώνετε και βγάζει ενα σουγιά, γελάω ειρωνικά και τρέχω καταπάνω του, παει να μου επιτεθεί αλλά πιάνω το χέρι του και με ένα άλμα τον κλωτσαω και με τα 2 πόδια μου στο κεφάλι του, πέφτει κάτω αναίσθητος και ο φίλος του που με κοιτάζει εντρομα τον αφήνει και αρχίζει να τρέχει, η κυρία κρατάει σφικτά την τσάντα της και με κοιτάζει τρομαγμένη εγω απλά την κοιτώ αδιάφορα
Α: μην ανησυχείτε κάτι τσαρλατάνοι ήταν!
<<Ίσως είσαι κι εσυ μια από αυτούς πες πόσα θες; 500; 1000; 2000; απλά πες το ποσό>>
Α: απο σας δε θέλω τίποτα το έκανα επειδή βαριόμουν και ούτε εχω σκοπό να σας κλέψω αλλά ένα ευχαριστώ θα το εκτιμούσα
Σκύβει το κεφάλι της
<<Έχεις δίκιο συγγνώμη και ευχαριστώ>>
Παει να φύγει αλλά της πιάνω το χέρι
Α: θέλετε να σας πάω μέχρι σπίτι σας; Πιστεύω πως υπάρχουν και άλλοι τέτοιοι
Με κοιτάζει με λίγη δυσπιστία αλλά στο τέλος μου χαμογελάει και κουνάει θετικά το κεφάλι της, αρχίζουμε να περπατάμε και για μερικά λεπτά επικράτει μια σιωπή μέχρι που την σπάει
<<Ποιό είναι το όνομα σου;>>
Α: Αριάννα εσάς;
<<Μπορείς να με φωνάζεις Κάθριν σκέτο μη βάλεις το κυρία πάντα με κάνει να αισθάνομαι μεγαλύτερη>>
Α: έτσι θα κάνω και εγω όταν φτάσω στην ηλικία σας μάλλον
Κ: σιωπή μην είσαι αγενής
Α: γιατί τι έκανα;
Κ: μη με αντιμετωπίζεις λες και είμαι καμία γριά
Α: καλά Κάθριν αν το θέτεις έτσι
Κ: Αριάννα είπαμε οτι σε λένε έτσι;
Α: ναι
Απαντώ αδιάφορα και βαζω τα χέρια μου στις τσέπες απο το τζιν μου για να ζεσταθούν
Κ: από δω είσαι;
Α: μου ειπαν ότι η μητέρα μου ήταν από εδώ και ήρθα για να βρώ τους γονείς της αλλά τζάμπα κόπος
Κ: η μητέρα σου που είναι;
Α: α η μητέρα μου έχει πεθάνει πρίν από 9 μήνες σχεδόν
Με κοιτάζει λίγο παραξενεμενη και έπειτα κοιτάζει ξανα κάτω
Κ: λοιπαμε δεν ηξερα οτι....
Α: το εχω ξεπεράσει πλέον, η ζωή συνεχίζετε
Κ: ακριβός! Θυμάμαι και εγω όταν έχασα τους γονείς μου βέβαια ήμουν πιο μεγάλη και με την βοήθεια του άντρα μου το ξεπέρασα, αλήθεια πως την λέγανε την μητέρα σου;
Α: την μητέρα μου; χα και να σας έλεγα δε θα με πιστεύατε
Κ: γιατί όχι;
Α: την μητέρα μου την λέγανε Κάτια Ρογουίλος δεν νομίζω να την ξέρετε
Με κοιτάζει με γουρλωμένα μάτια εγω την κοιτάζω παραξενεμενη
Α: έγινε κάτι;
Κ: ει...είσαι η Αριάννα Ρογουίλος;
Α: ναι αλλά έμαθα πως εδώ υπάρχει άλλη μια με το ίδιο όνομα που μάλλον το έκανε για να φάει τα λεφτά από τους παππούδες μου, βασικά και να τους ελεγα ποια είμαι δε θα με πίστευαν οπότε ας τους τα φάει τα λεφτά η άλλη έτσι κι αλλιώς δεν θέλω τίποτα από αυτούς τους γελοίους
Από τον τρόπο που μιλάω θα μπορούσε να διακρίνει την απέχθεια που δείχνω για αυτά τα πρόσωπα, από την άλλη αναρωτιέμαι ακόμα γιατί της τα λεω όλα αυτά, αλλα ποιος νοιάζεται ετσι κι αλλιώς δεν πρόκειται να την ξαναδώ
Κ: δεν τους θέλεις καθόλου αυτούς;
Α: γιατί να τους θελω; Αν ήταν πραγματικοί γονείς θα βοηθούσαν την μητέρα μου και δε θα την παρατουσαν
Την βλέπω να σκύβει το κεφάλι της, η αναπνοή της γίνετε όλο και πιο κοφτή
Α: είστε καλά;
Συνεχίζει να εχει το κεφάλι κάτω
Κ: μια χαρά, φτάσαμε
Σταματάει εξω από μια μονοκατοικία που φαίνετε αρκετά παλιά
Α: καληνύχτα Κάθριν
Κ: καληνύχτα Αριάννα, ποτέ θα σε ξαναδώ;
Α: με την τύχη που μας δέρνει μπορεί να σε ξαναριξω αύριο πάλι σε καμία τουαλέτα
Γελάμε και οι δύο ήρεμα
Κ: θέλεις αύριο να πάμε για έναν καφέ το πρωί; Να σε ευχαριστήσω κιόλας που με βοήθησες
Α: ναι δεν εχω πρόβλημα, κατα τις 12 είναι εντάξει;
Κ: μια χαρα θα σε περιμένω στην πλατεία
Φεύγω και παίρνω τον δρόμο για το σπίτι, μπαίνω μεσα και βλέπω την γιαγιά του Όντιν να έχει αποκοιμηθεί στον καναπέ, βλέπω μια κουβέρτα που είναι πάνω στο τραπέζι και την σκεπαζω, μπορεί να είναι σπαστικά αλλα ποιος αντέχει τους γέρους όταν κρυωλογησουν; Ανεβαίνω πανω πανω και αφου ξεντυνομαι πέφτω να κοιμηθώ.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top