Τα χέρια μου δεν είχαν ποτέ όρεξη να σε κρατήσουν αλλά επέμενες
Για τον Μαρίνο τα πράγματα είχαν μια σειρά στο κεφάλι του. Ό,τι δεν συμφωνούσε με την αρχή του δικού του σύμπαντος ήταν καταδικαστέο. Η αρχή και το τέλος ράβονταν γύρω στα θέλω του Μαρίνου. Εγωισμός όχι, επιμονή όχι, απλά ακραία εμπιστοσύνη στην σταθερότητα τής ... σταθερότητας του.
Μακριά από τον Μαρίνο και πίσω στον πραγματικό πρωταγονιστή... άμα είχε λόγο το γατί για την κατάσταση, θα πέταγε ντομάτες. Και φυσικά το γατί έκρινε τα πάντα γιατί ο Σπίρτος ήταν απλά, ο διάολος.
Το 'τα παντα' που κρινοντουσαν εκείνο το βράδυ ήταν ένα κορίτσι που μύριζε καπνό και ήταν έτοιμο να κοιμηθεί στον καναπέ. Ο Σπίρτος την κοιτούσε με μισό μάτι, ο Μαρίνος βέβαια την κοιτούσε ασταμάτητα γιατί ήταν όμορφη και γλυκούλα και ήταν ξαπλωμένη στην γωνία του καναπέ που αγαπούσε ο Μαρίνος.
Φυσικά και διάλεξε αυτό το σημείο να καθίσει, σκέφτηκε ο σατανάς.
«Συγγνώμη για την ταλαιπωρία, αλήθεια.» του λέει κι ας το είχε ξαναπεί νωρίτερα.
Ο Μαρίνος δεν είχε ταλαιπωρηθεί, αυτή ήταν η αλήθεια. Ξύπνιος ήταν, δεν θα κοιμόταν σύντομα και τώρα γνώρισε και ένα άτομο. Οπότε την βοήθησε και απέκτησε και συντροφιά στην πορεία. Οπότε ναι, κερδισμένοι και οι δύο.
Στην Αθήνα δεν γνώριζε πολλά άτομα. Σίγουρα όχι άτομα που συμπαθούσε. Η Άιλα φαινόταν για άτομο που θα μπορούσε να συμπαθησει με τον καιρό, άμα σταματούσε να λέει συγγνώμη βέβαια, γιατί ο Μαρίνος σιχαίνεται τις ατάκες σε επανάληψη.
Άμα πεις δεύτερη και τρίτη φορά συγγνώμη δεν σημαίνει ότι λυπάσαι περισσότερο απλά ότι σ' αρέσει να ακούς τον εαυτό σου να μιλάει, προτίμηση να μένεις στα λόγια και να ξεχνάς τα λόγια στις πράξεις.
«Δεν χρειάζεται να ζητάς συγγνώμη.»
«Νιώθω άσχημα που απευθύνομαι τόσο συχνά στους παππούδες σου για βοήθεια. Τώρα έτυχε και ήσουν εσύ. Την επόμενη φορά, που μπορεί να είμαι μόνη μου, τι θα κάνω;»
Ο Μαρίνος το σκέφτεται. Δεν ξέρει τι να απαντήσει για να την κάνει να σταματήσει τον άσκοπο μονόλογο οπότε μένει σιωπηλός.
Αλλά γιατί να υπάρξει επόμενη φορά; Η αυτόματη αντίδραση στο λάθος να είναι η αναμονή της επανάληψης του είναι σχεδόν εγκληματική. Άμα είναι ηλίθια θα το ξανακάνει, το έχει ξανακάνει. Λέει τον εαυτό της ηλίθιο;
«Συγγνώμη, προκαλώ προβλήματα και καλώ τρίτους να τα λύσουν.» μουρμουράει.
Ο Μαρίνος την παρατηρεί. Η ποδιά του στέκεται κρύα και αχρησιμοποίητη πάνω του, ριγέ και δίχως σκοπό. Έτσι ένιωθε και τώρα, αλλά έτσι βέβαια ένιωθε συνέχεια οπότε δεν ήταν καινούργιο αίσθημα.
«Σκοπεύεις να κοιμηθείς στον καναπέ μου;» την ρωτάει, ίσως κάπως απότομα.
Για τον Μαρίνο η ερώτηση έχει το σκοπό της. Η Άιλα μένει στον τόνο και μέσα της αγχώνεται πως εκμεταλλεύεται την καλοσύνη και την υπομονή του.
«Δεν ξέρω.» του απαντάει. Γιατί ήδη νιώθει θλιβερή και λυπάται τα χάλια της και δεν μπορεί να κάνει χειρότερη εντύπωση. Οπότε δεν ξέρει αν θα κοιμηθεί στον καναπέ, εξαρτάται από το άμα την διώξει ο Μαρίνος για να πάει να κοιμηθεί δίπλα, μονάχα για να ψοφίσει από τους καπνούς του διαμερίσματός της.
Ο Μαρίνος όμως δεν σκέφτεται καθόλου έτσι. Αντίθετα, η παρέα της είναι δώρο, ελευθέρωση από την βαρεμάρα και την σιωπή του γατιού.
Τον είχε κουράσει η μοναξιά του και δεν την είχε συνηθίσει.
Ο γάτος είχε πολλές σκέψεις για τη συζήτηση και λόγω του χάσματος μεταξύ των ειδών, αδύνατον να σας δώσω μια γεύση από την ξινίλα του αλλά φανταστείτε τον ξαπλωμένο στο πάτωμα, μάτια καρφωμένα στους ανθρώπους, βλέμμα βαριεστημένο, που αν δεν γνώριζες τον Σπίρτο θα το νόμιζες νυσταγμένο. Ο σατανάς δεν κοιμάται ποτέ μπροστά σε κοινό.
«Άμα δεν σε παίρνει ύπνος, κάνε μου παρέα.»
Εκείνη δεν χάνει δευτερόλεπτο. Στο πρώτο ήταν δίπλα του. Της ζητάει να αρχίσει να κοσκινίζει το αλεύρι στο μπολ όσο αυτός μετράει το βούτυρο προκειμένου να το αφήσει να λιώσει πάνω στο ζεστό νερό. Έπειτα χτυπάει τα αυγά του. Κουνιούνται δίπλα δίπλα στην σιωπή.
«Δεν προτιμώ να έχω άτομα δίπλα μου όταν είμαι στην κουζίνα.» εξομολογείται αυτός. Εκείνη δεν ξέρει τι να υποθέσει.
«Γιατί με αφήνεις τότε; Πριν λίγο έκαψα την κουζίνα μου, εσύ ο ίδιος έσβησες τις φλόγες. Είναι καλή ιδέα;»
«Όπως το θέτεις τώρα, είναι η χειρότερη ιδέα αλλά σήμερα και από τότε που ξύπνησα έχω ένα βάρος στο στήθος μου. Και στην ιδέα της παρέας, νιώθω καλύτερα.»
«Προτιμάς να μαγειρεύεις μόνος λοιπόν; Το γατί βοηθάει;» χαμογελάει στον Σπίρτο, αυτός δεν ανταποκρίνεται.
Ο κόμπος στο λαιμό του νεαρού λύνεται αμέσως μακριά από τον κίνδυνο κάποιας εξομολόγησης.
Με απλά λόγια, ο Μαρίνος μισούσε τον θόρυβο στην κουζίνα όταν δεν τον έκανε αυτός. Μισούσε τις τσαπατσουλιές, μισούσε το νερό στους πάγκους, τα βρώμικα ποτήρια, τα ψίχουλα από το πρωινό που δεν έχουν καθαριστεί, το ξεραμένο ψωμί, τα Βίκος μπουκαλάκια, το σουσάμι στο ψυγείο, η άλμη σε σάκκουλα, το σαλάμι αέρος συσκευασμένο, το αλεύρι που ξεφεύγει όταν προσπαθείς να ανοίξεις το σακούλι του, η ζάχαρη που κάνει χρατς χρατς όταν την πατήσεις... επίσης την συντροφιά όταν έφτιαχνε κάποιο γλυκό.
Σημαντική παρατήρηση, ο Μαρίνος ήξερε να μαγειρεύει τα βασικά. Τα γλυκά ομως τον φοβόντουσαν επειδή δεν τα άφηνε ήσυχα.
Επομένως η Άιλα, μια κοπέλα που γνώρισε πριν λίγο αλλά αποφάσισε να την αφήσει να μπει στον ιερό του χώρο... ήταν λιγάκι τρομαχτικό.
Εκείνο το πρωινό είχε ξυπνήσει με ένα άγχος και μέχρι τώρα, σχεδόν 20 ώρες αργότερα, αυτό το αίσθημα νευρικότητας δεν είχε αποχωρήσει για ούτε μια στιγμή. Ούτε όταν κοιμήθηκε το μεσημέρι, γιατί τον ξύπνησαν εφιάλτες που δεν θυμόταν, ούτε όταν έκανε ένα μπάνιο, ούτε όταν χουζούρευε με τον Σπίρτο.
Γενικά κανείς θα έλεγε πως η μέρα του ξεκίνησε να είναι ενδιαφέρουσα προς το τέλος της, όταν χτύπησαν την πόρτα του.
«Δεν είσαι ιδιαίτερα ομιλητικός, ε;» Η ερώτηση ήταν λιγάκι προσβλητική. Γιατί οι προσδοκίες της για το τι εστί η φυσιολογική έκταση συζήτησης σίγουρα δεν ταίριαζαν με τις ανάγκες τού Μαρίνου.
Η αλήθεια είναι, μπορούσε να γίνει αρκετά ομιλητικός αλλά μόνο με άτομα που είχαν κερδίσει την προσοχή του και τον σεβασμό του.
Η Άιλα ήταν ένα όμορφο πρόσωπο αλλά τίποτα περισσότερο. Δεν την ήξερε.
«Μα εσύ μιλάς τόση ώρα, δεν έχω κάτι να προσθέσω.»
«Δεν χρειάζεται να προσθέσεις κάτι, μια επιβεβαίωση ότι με ακούς αρκεί.»
«Σε προσβάλει η σιωπή μου;» Η απάντηση του, την πιάνει απροετοίμαστη. Μέχρι τώρα είχε υιοθετήσει ένα θυμωμένο-ενοχλημένο προσωπείο αλλά τώρα απλά τον κοιτούσε προσεκτικά.
«Αναλόγως άμα η σιωπή σου θέλει να προσβάλει ή να με παρηγορήσει.»
«Πιστεύεις ότι μια κατάσταση ουδετερότητας όπως αυτή θέλει να προσβάλει;» την ρωτάει, πρώτη φορά περιμένοντας πραγματικά για την απάντησή της.
Ο Μαρίνος χτυπάει τα αυγά της συνταγής αλλά προσέχει παράλληλα την βαθιά ανάσα που παίρνει η Άιλα πριν απαντήσει. «Η σιωπή από μόνη της μπορεί να εκφράσει πολλά περισσότερα από τα ίδια τα λόγια μερικές φορές. Μπορώ να κρίνω τις πράξεις σου, τα λόγια σου, αλλά όχι τις σκέψεις που δεν εκφράζεις. Και επειδή μόλις σε γνώρισα και κάθομαι στο σπίτι σου μέσα στα μαύρα μεσάνυχτα, θέλω να σε γνωρίσω για να σε κρίνω.»
Η απάντηση δεν τον εντυπωσιάζει αλλά ούτε τον απογοητεύει. Αντίθετα, εκτιμά τον σοβαρό τόνο τής συζήτησης. Επομένως απαντά με τον ίδιο τρόπο, για να της αποδείξει ότι ενδιαφέρεται με έναν τρόπο που αυτή καταλαβαίνει.
«Για κάποιους είμαι ο πιο αγενής άνθρωπος που υπάρχει επειδή είμαι απότομος, πολλές φορές κυριολεκτικός. Για εμένα είναι φυσιολογικό, για σένα είναι μια αφορμή να με μισήσεις. Δεν συμφωνούμε σε πολλά.»
Το βλέμμα που του ρίχνει είναι σχεδόν θλιμμένο. Δεν καταλαβαίνει γιατί και μέσα του ελπίζει να το κάνει γιατί είναι περίεργος. Βλέπει κάτι πάνω του που την θλίβει; Ήταν τα λόγια του;
Πράγματι ήταν τα λόγια του, η απλή παραδοχή πως ο ίδιος αναμένει να τον μισήσει κάποιος απλά επειδή υπάρχει και μιλάει όπως μιλάει. Δεν φαίνεται να τον ενοχλεί ιδιαίτερα αλλά και πάλι, δεν θα έπρεπε να είναι τόσο φυσιολογικό στο κεφάλι του.
Θέλει να τον ρωτήσει, γιατί πιστεύει ότι πρέπει να ζει και να αναπνέει με συγκεκριμένο τρόπο για να είναι φυσιολογικός. Να του πει έστω ότι ο καθένας πλάθει την πραγματικότητά του όπως την έχει ανάγκη, όπως βλέπει ο ίδιος τον κόσμο του... αλλά δεν το κάνει.
Γιατί πολύ απλά τον γνώρισε πριν λίγο και ποια είναι αυτή για να τολμήσει να του πει πως να ζήσει την ζωή του;
Ίσως μπερδεύοταν και έπαιρνε την ειλικρίνεια του ως πρόσκληση.
«Δεν χρειάζεται να συμφωνείς σε πολλά με όλους. Μόνο στα σημαντικά πρέπει και μόνο με κάποιους ανθρώπους.»
«Το ξέρω.» της λέει μονάχα. Πράγματι, το ήξερε. Αλλά δεν ήθελε να το συζητήσει άλλο. Όσο προχωρούσε αυτή η συζήτηση, στη θέση μιας άλλης που προσπαθούσε να αποφύγει, καταλάβαινε πως η Άιλα είχε το χάρισμα να τον κάνει λίγο πιο τολμηρό στις λέξεις του από όσο ήθελε. Δεν του άρεσε. Και το χάρισμα δεν ήταν καν χάρισμα, απλά ένα έναυσμα στα μάτια της για να πει δυο κουβέντες παραπάνω.
Αυτό που ξεκίνησε σαν μια αφορμή για μια καινούργια παρέα, τώρα ήταν πλέον πολύ διαφορετικό.
Η Άιλα διακόπτει τις σκέψεις του. «Διαφέρεις πολύ από τους παππούδες σου.» τον ξαφνιάζει απλά δεν μπορεί να αποφασίσει αμέσως αν είναι θετικά ή αρνητικά.
Ο παππούς του ήταν ο πιο κοινωνικός άνθρωπος που είχε γνωρίσει ποτέ. Για τον Μαρίνο, ήταν σχεδόν βασανιστικό να τον βλέπει να λειτουργεί με αυτές τις απεριόριστες μπαταρίες ενέργειας ενώ ο ίδιος έσβηνε μετά από λίγα δευτερόλεπτα. Αλλά ήταν επίσης πολύ χαρούμενος, πάντα χαμογελαστός και αισιόδοξος. Ο Μαρίνος, όχι τόσο. Αστείος επίσης, ακόμα και ο ίδιος ήξερε ότι η γιαγιά του τον παντρεύτηκε επειδή ήξερε ότι πλάι του δεν θα βαριόταν ποτέ. Η γιαγιά του, ήταν σιωπηλή και πανέξυπνη. Δύο πράγματα που την καθόριζαν. Γιατί το πρώτο πράγμα που έβλεπες πάνω της ήταν αυτό: οι κατεβασμένοι ώμοι που έχουν αποφασίσει πως δεν θα προσθέσουν τίποτα στην συζήτηση και μονάχα ακούν. Το δεύτερο πράγμα ήταν πως τα μάτια της δεν ήταν ποτέ ακίνητα, ή θολά από βαρεμάρα. Τα μάτια της γερακισια, πάντα ακολουθούσαν κάτι και κάποιον. Λίγες λέξεις σε κάνουν να καταλάβεις πως η σιωπή της ήταν μια επιλογή και όχι μια προκαθορισμένη στάση που έχει αναλάβει απέναντι στην ζωή. Άμα ο παππούς ήταν η ασπίδα των δυο, η γιαγιά ήταν ο εγκέφαλος, το κεφάλι. Και μαζί έμαθαν να ζούνε. Και όταν ένας από τους δύο θα πέθαινε, ο άλλος δεν θα μπορούσε να ζήσει μακριά τού άλλου.
Ο Μαρίνος ήταν σαρκαστικός και αστείος, μερικές φορές στο κεφάλι του, σχεδόν ποτέ φωναχτά. Όχι έξυπνος απαραίτητα, αλλά παρατηρητικός. Σιωπηλός, επειδή ντρεπόταν και ένιωθε άβολα.
«Δεν με πειράζει να διαφέρω. Έχω συνηθίσει να ζω με τον εαυτό μου.»
«Το λέω με την έννοια πως συνήθως τα παιδιά μοιάζουν με τους παππούδες τους.» απάντησε η Άιλα, ο Μαρίνος ξερά θέλει να απαντήσει πως μόνο αυτούς τους παππούδες γνώρισε. Και μετά θυμήθηκε την αόρατη φιγούρα του πατέρα του και όλης της υπόλοιπης οικογένειάς του.
Ίσως όντως να έμοιαζε με κάποιον από τους δύο ανθρώπους που γέννησε τον πατέρα του... αλλά δεν θα το μάθαινε ποτέ. Και βέβαια αυτή η σκέψη να ήταν για κάποιο άλλο βράδυ, όχι αυτό.
«Αμα θες να με βοηθήσεις, θα κάνεις ακριβώς ότι σου πω.»
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top