Μια φορά σε ξύπνησα για να μου σώσεις την ζωή

Η μοναξιά δεν παρεξηγούσε ποτέ. Ακόμα και στα χειρότερά της, διατηρούσε το ίδιο ύφος απογοήτευσης. Οπότε ο Μαρίνος ήξερε να μην περιμένει πολλά, ειδικά τέτοιες ώρες. Έτσι, είχε μόλις αρχίσει να προθερμαινει τον φούρνο όταν χτύπησε το κουδούνι. Ο ήχος ήρθε απότομα και το ρολόι έγραφε περασμένες δώδεκα.

Πρώτος από τους δύο, ο γάτος σηκώθηκε από τον καναπέ έτοιμος να δει τι γίνεται. Δεν περίμεναν κάποιον, μέχρι και το γατί το ήξερε. Μέχρι να αφήσει την κουζίνα και να διασχίσει το μικρό σαλόνι που χωριζόταν από τον πάγκο τής κουζίνας, το κουδούνι ξαναχτύπησε. Δυνατά.

Ξανά. Ξανά.

Ο Μαρίνος μονάχα που δεν έβρισε το άτομο πίσω από την πόρτα.

Δεν του άρεσε να μιλάει με κόσμο όταν έβαζε ποδιά και βρισκόταν στην κουζίνα. Και τώρα έσπαγε τον κανόνα του και έπρεπε να βιαστεί να ξεφορτωθεί το άτομο πίσω από την πόρτα γιατί δεν μπορούσε να αφήσει τον φούρνο αναμένο για πολύ ώρα.

Αρκετή κατάθλιψη είχε και χωρίς να βλέπει τον λογαριασμό της ΔΕΗ.

Ο Σπίρτος γυρνάει στο στρωματάκι του δίπλα στον καναπέ, νιαουρίζοντας τον αφήνει διστακτικά να συνεχίσει.

«Ευχαριστώ για το τίποτα.» Γιατί σηκώθηκε, έκανε μια σβούρα και γύρισε πίσω. Άμα ήθελε προστάτη βέβαια, ας έπαιρνε σκύλο. Τι να του κάνει το γατί...

Το γατί ήταν λιγάκι αντικοινωνικό και το κλίμα τής Αθήνας δεν βοηθούσε και πολύ. Ο Μαρίνος βέβαια του ταίριαζε γάντι γιατί ούτε αυτός συμπαθούσε αρκετά τον κόσμο, και φυσικά όχι αρκετά για να τον φέρει σπίτι και να φέρει λίγο το ζωντανό σε επαφή με τον έξω κόσμο. Ο γάτος ήταν λίγο εκτός οριών για τους γύρω. Η ψυχολόγος του είχε πολλά να πει για το συγκεκριμένο θέμα.

Ο Σπίρτος δεν τα πήγαινε καλα με τους αγνώστους. Αλλά τούτη την στιγμή ήταν πίσω στην θέση του, αδιάφορος εντελώς ξαφνικά για τις κινήσεις του Μαρίνου.

Πίσω από την πόρτα, κρυβόταν η προσωποποίηση τού πανικού. Μπερδεμένη και με τα μάτια της κόκκινα, φοράει πυτζάμες και με χέρια που τρέμουν τού μιλάει η σκιά της. «Εχει πάρει φωτιά ο φούρνος μου. Βοήθησέ με.» σχεδόν παρακαλάει. Βασικά, σίγουρα παρακαλάει γιατί η φωνή της σπάει και τα μάτια της λάμπουν είτε από τα δάκρυα ή από τον καπνό πού βγαίνει δραματικά από το τον διάδρομο. Τώρα προσέχει το καπνό και μαζί έρχεται και η άσχημη μυρωδιά του. Δεν υπάρχει πιο ξεκάθαρη κραυγή βοήθειας από αυτήν εδώ. Το βλέμμα της τρέχει, και ζητάει βοήθεια.

Τι σκατά;

Το μονοπάτι καπνού, αυτό που ακολουθεί η κοπέλα και πίσω από αυτήν ο Μαρίνος, οδηγεί στο δεύτερο διαμέρισμα του τρίτου ορόφου. Αυτό δίπλα του. Μπαίνοντας στο χώρο παρατηρεί πως από θέμα αρχιτεκτονικής, δεν διαφέρουν πολύ οι χώροι τους. Το σαλόνι είναι ενωμένο με την κουζίνα, και ο φούρνος, χωμένος σε μια γωνιά, τον κοιτούσε πίσω.

Η γειτόνισσα τού δείχνει τον φούρνο ο οποίος πράγματι αν και κλειστός, βγάζει μια μαυρίλα. Η αλήθεια είναι πως τον είχε εντοπίσει και χωρίς την βοήθεια της. Οι φλόγες μέσα από το τζάμι τής μεγάλης συσκευής τρέμουν διακριτικά, στο επίκεντρο του δωματίου. Πρώτα, ψάχνει να βρει κάποιο παράθυρο και χαίρεται που το βρίσκει κλειστό. Με μια πρώτη κίνηση κάνει να πλησιάσει τον φούρνο αλλά το ξανασκέφτεται. Η κοπέλα απλά έχει παγώσει πίσω του.

Η φωτιά δεν έχει βγεί έξω από τον φούρνο αλλά ο Μαρίνος ξέρει πως άμα ανοίξει την πόρτα τής συσκευής, οι φλόγες θα εξαπλωθούν γρήγορα.

«Υπάρχει πυροσβεστήρας στον διάδρομο, ναι;» Τουλάχιστον έτσι θυμάται από άλλες πολυκατοικίες τής Αθήνας.

«Όχι, τον χρησιμοποιήσαμε την τελευταία φορά. Ξέχασα να τον αντικαταστήσω. Ορκίζομαι πως θα το έκανα αλλά ποτέ δεν έφταναν τα λεφτά του μισθού και-»

«Κάλεσες την πυροσβεστική;»

«Όχι, είναι 2 το πρωί.»

«Τι σε κάνει να πιστεύεις ότι εγώ μπορώ να σβήσω την φωτιά καλύτερα στις δύο το πρωί;» τώρα της φωνάζει.

«Ο Σταύρος συνήθως με βοηθάει. Δεν ξέρω ποιος είσαι εσύ!» τώρα του φωνάζει και αυτή.

Ο Σταύρος είναι ο παππούς του, της απαντάει. Και μετά, επειδή ξέρει τον παππού του, κάνει στροφή και τρέχει σπίτι για να βρει τον πυροσβεστήρα ρεζέρβα που σίγουρα θα είχε ο παππούς άμα η γειτόνισσά του ήταν πυρομανής

Και πράγματι, ο πυροσβεστήρας βρισκόταν δίπλα σε μια στίβα ρούχα στο μίνι αποθηκακι, δίπλα στην τουαλέτα.

Οι κινήσεις του ήταν κόφτες, σήκωσε την μπλούζα του και την έβαλε μπροστά από το στόμα και την μύτη του για να μην αναπνεύσει κατευθείαν το αέριο όταν αναπόφευκτα θα ξαναέμπαινε στο διπλανό διαμέρισμα.

Όσο χρησιμοποιούσε τον πυροσβεστήρα και έβλεπε τις φλόγες να σβήνουν μια-μια απλά άρχισε να αναρωτιέται πόσο συχνά η κοπέλα αυτή άνοιγε φωτιές στη μέση τής νύχτας και πόσο συχνά ο παππούς του ήταν ο σωτήρας της.

Γιατί ο πυροσβεστήρας στον διάδρομο έλειπε, ο παππούς του είχε πυροσβεστήρα ήδη στο σπίτι και η κοπέλα φαινόταν άνετη μέσα στο χάος της. Έφταιγαν οι ικανότητες μαγειρικής της ή ο φούρνος έπιασε φωτιά μόνος του; Θα πόνταρε στο πρώτο.

«Συγγνώμη, συγγνώμη. Δύο λεπτά έκλεισα τα μάτια μου και πρόλαβα να τα διαλύσω όλα. Χίλια συγγνώμη. Ελπίζω να μην σε ξύπνησα.»

Ο Μαρίνος γυρνάει προς το μέρος της και πρώτη φορά με ενδιαφέρον κλέβει ματιές. Είναι καστανομάλλα, το μαλλί της γεμάτο όγκο, τα χέρια της βυθισμένα μέσα στις μπούκλες της. Οπότε της απαντάει χαλαρά, λες και την γνώρισε στο ασανσέρ και θέλει να ζητήσει το νούμερό της, όχι λες και μόλις είδε τον φούρνο της να φτύνει φλόγες αντί για βραδινό.

«Όλα καλά. Μην φοβάσαι, στην κουζίνα ήμουν και 'γω.»

Όταν σώζεις κάποια, με τον πολύ γενικό ορισμό της λέξης, μπορείς να ρωτήσεις και το όνομα της χωρίς να είναι πολύ περίεργο. Ο Μαρίνος ελπίζει να μην ήταν περίεργο αλλά τώρα το έκανε.
Πολύ αργά.

Άιλα.
Εκείνος ήταν ο Μαρίνος.
Του άρεσε το όνομά της. Δεν το είχε ξανακούσει.
Μπροστά του βρισκόταν η Άιλα και φαίνεται τόσο, να τόσο κουρασμένη. κουρασμένη.

«Αυτό γενικά είναι συχνό φαινόμενο;»

«Ποιο;» Η φωτιά μέσα στα μαύρα μεσάνυχτα και το κουδούνισμα σε ξένο σπίτι. Μάλλον;

«Όλο αυτό στην κουζίνα σου. Να περιμένω πολλές τέτοιες επισκέψεις;»

Ξάφνου το χαλαρό βλέμμα της, παγώνει μονάχα για μια στιγμή πριν ενεργοποιηθεί το χρώμα στα μάγουλά της. Ένα γρήγορο κόκκινο την χτυπάει ντροπιαστικά και ο Μαρίνος σχεδόν χαζογελάει.

«Χιλια συγγνώμη. Εσύ όχι μόνο με βοήθησες τέτοια ώρα, χωρίς να με ξέρεις αλλά θα νομίζεις τα χειρότερα για μένα. Χίλια συγγνώμη και χίλια ευχαριστώ, μου έσωσες τον φούρνο, το σπίτι, τα πάντα.»

«Δεν βγάζω τόσο γρήγορα συμπεράσματα για τους ανθρώπους. Μην φοβάσαι.»

«Αλήθεια; Γιατί;»

«Γιατί εγώ ποτέ δεν κάνω πρώτη καλή εντύπωση, ας πούμε. Ούτε δεύτερη, ούτε τρίτη.»

«Πώς τολμάς να το λες αυτό;» Γελάει. Κάνει σινιάλο το διαμέρισμα πίσω της. «Δεν υπάρχει καλύτερη εντύπωση από αυτήν εδώ. Νεαρός σώζει αβοήθητη κοπέλα που δεν ξέρει να χρησιμοποιεί τον φούρνο της! Έχω πέσει στα πόδια σου.»

Ο Μαρίνος της χαμογελάει πίσω. Αλλά σιγά την βοήθεια, ήταν το λιγότερο που θα μπορούσε να κάνει. Σχεδόν της το λέει αλλά δεν θέλει να φανεί κακός. «Ήσουν τυχερή που σε άκουσα να χτυπάς την πόρτα. Συνήθως τέτοιες ώρες φοράω ακουστικά.»

Εκείνη την στιγμή ο Σπίρτος αποφασίζει να βγει να δει τι γίνεται. Ούτε φωνή τόση ώρα, αλλά μόλις άκουγε συζήτηση, αμέσως να έρθει προς αυτήν. Ο Μαρίνος πίστευε πως το γατί είχε γεννηθεί να ζει στο κέντρο τής προσοχής, κι ας την μισούσε.

Και να 'τος μπροστά στην γειτόνισσα. Τρέχει προς τα πόδια της και εκείνη σκίβει να τον χαϊδεψει.

Τα δύο διαμερίσματά τους τέμνονταν κάθετα, σε μια τέλεια γωνία 90 μοιρών. Ο ένας στέκεται πάνω στο αντίστοιχο χαλί του. Το δικό της μπεζ, σχεδόν μαύρο από τις σκόνες, το δικό του ήταν ένα κακογουστο τετράγωνο που έγραφε 'welcome home'. Δίπλα στην δικιά της σκιά που χτυπάει το κενό ανάμεσά τους, βρίσκεται το γατί και τα δικά του χρώματα.

Συντροφιά για τον Μαρίνο ο μισό-ξεχασμένος ανοιχτός φούρνος πίσω του, που ζεσταίνει προσεκτικά την πλάτη του, και για την Άιλα το ζεστό πρόσωπο του Μαρίνου που συνεχίζει να την ρωτάει πράγματα αντί να την αφήσει να γυρίσει πίσω.

«Γίνεται πιο συχνά από όσο θέλω να ομολογήσω. Έχω θέμα με τον ύπνο.»

«Κοιμάσαι πολύ;»

«Πολυ και παντού. Μετά κιόλας δεν ξυπνάω εύκολα. Φταίει η κούραση.»

Την κούραση την γνώριζε πάντα από μακριά. Η μάνα του πάντα ήταν η πρώτη που θα θυσιαζόταν και αυτός ποτέ δεν την είχε ανάγκη. Ήταν 23, μόλις είχε τελειώσει με το πτυχίο του και η τελευταία μεγάλη κούραση ήταν πριν τις πανελλαδικές. Μην μιλήσω για δουλειά, ούτε για αστείο.
Η κοπέλα μπροστά του, ήξερε να δίνει λέξεις στην κούρασή της, τόσες που ο Μαρίνος αδυνατούσε να καταλάβει.

Αυτό είναι το αίσθημα ενοχής. Όταν αναγνωρίζεις πόσο πιο εύκολη έχει υπάρξει η ζωή σου όταν την συγκρίνεις με κάποιου άλλου.

«Θέλεις να μου κάνεις παρέα όσο φτιάχνω ένα κέικ που ήθελα; Καλύτερα να σε πάρει ο ύπνος στον καναπέ μου παρά στο δικό σου διαμέρισμα.»

Το χαμόγελο της πέφτει ελάχιστα, μονάχα για να τον κοιτάξει ντροπαλά.

«Σε ευχαριστώ.»

Μπαίνουν στο διαμέρισμα του ήσυχα και αυτό που δεν ξέρει ο Μαρίνος είναι ότι το πιο ανακουφιστικό πράγμα πάνω του δεν ήταν ότι η Άιλα γνώριζε τους παππούδες του, ούτε ότι την είχε βοηθήσει πριν λίγο, αλλά επειδή φορούσε ποδιά.
Δεν είχε ξαναδεί άνδρα να φοράει ποδιά. Ευτυχώς για αυτήν, ο Μαρίνος είχε δεκάδες, αρκετές για να τις αλλάζει αναλόγως την όρεξη του.

Κίτρινο με ηλιοτρόπια για τις μέρες που ήταν ήρεμος αλλά δεν είχε κουράγιο να κάνει πολλά. Μια μοβ με βατόμουρα φορούσε όταν έφτιαχνε γλυκό με φρούτα. Τις φράουλες φορούσε όταν είχε όρεξη για σοκολάτα. Είχε μια πόδια που του είχε πάρει η μητέρα του και φορούσε μόνο τις Τρίτες επειδή έγραφε πάνω 'χαρούμενη Τρίτη' στα αγγλικά. Η αγαπημένη του ήταν αυτή που είχε τον Schmidt από το New Girl.

Εκείνο το βράδυ φορούσε μαύρη ριγέ. Και ήταν καινούρια,για αυτό δεν είχε επιλέξει ακόμα πως ένιωθε για αυτήν.

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top