Κεφάλαιο 44
Μέχρι να φτάσει η Πέμπτη, είμαι αρκετά αγχωμένη. Το να είμαι με τον Ντέμιαν και τους φίλους του με κάνει αρκετά νευρική και για ένα λεπτό μπαίνω στον πειρασμό να ζητήσω από τον Μπρατ να έρθει μαζί μου, αλλά...
Ωρίμασε, που να πάρει.
«Τι θα φορέσεις;» Ο Μπρατ ακουμπάει στο πλαίσιο της πόρτας της κρεβατοκάμαράς μου, κοιτάζοντας το χάος των ρούχων επάνω στο στρώμα, όπου ο Σκίνερ είναι επίσης ξαπλωμένος.
«Είπε να φορέσω μαγιό», μουρμουρίζω.
«Μπορείς να φορέσεις ένα φόρεμα πάνω από αυτό», λέει, πλησιάζοντας πιο κοντά.
Η σκηνή φέρνει πίσω το ντεζαβού από την πρώτη φορά που είδα τον Ντέμιαν στο διαμέρισμά του.
«Υποθέτω πως ναι».
«Θα έρθει να σε πάρει;»
Κουνάω το κεφάλι μου.
«Του είπα ότι θα μπορούσα να πάω μόνη μου και να τον συναντήσω εκεί, αλλά επέμενε».
«Κυρίαρχος, ε;» Ο Μπρατ μου κλείνει το μάτι και ξεφυσάω γιατί δεν έχει σταματήσει να κάνει ηλίθια αστεία από τότε που του το είπα αυτό. «Ίσως σε δέσει με χειροπέδες στο αμάξι».
«Το έχει ήδη κάνει», του χαμογελάω πριν καν σκεφτώ τι είπα μόλις τώρα.
«Μάλιστα... αυτό είναι ενδιαφέρον, πες μου κι άλλα». Ο Μπρατ κάθεται στην άκρη του κρεβατιού και σηκώνει τον Σκίνερ στην αγκαλιά του.
«Θα σου πω όταν θα έχω βρει τα ρούχα που θα φορέσω. Αυτό πως σου φαίνεται;» Υψώνω ένα σκούρο μπλε φόρεμα, με μικροσκοπικά λευκά λουλούδια, το οποίο εγκρίνει.
«Μην κάνεις την ανίδεη, και πες τα σε συντομία. Πώς και σε έδεσε με χειροπέδες σε ένα αυτοκίνητο, φροΐδιτα;»
«Αλήθεια θα μιλήσουμε γι' αυτό;»
«Είναι αστείο», ανασηκώνει τους ώμους του. «Πες το κουτσομπολιό».
»Επιστρέφαμε από το κλαμπ και... συνέβησαν διάφορα».
«Πηδηχτήκατε μέσα στο αυτοκίνητο;»
«Ίσως».
«Γαμώτο, Λιάνα». Ο Μπρατ αναστενάζει. «Σε ένα... μήνα ταίριαξες με ολόκληρη τη σεξουαλική μου ζωή», δεν μπορώ να μην γελάσω. «Μπορούμε να αλλάξουμε ζωές για ένα Σαββατοκύριακο;»
«Δεν νομίζω».
Μου χαμογελάει.
«Ο Ντέμιαν είναι δικός σου;»
Εγώ είμαι δική του.
Η σκέψη με κατακλύζει και κουνάω το κεφάλι μου.
«Απλά θέλω να ξεπεράσω εσένα». Ψεύδομαι. «Τώρα, αυτό το φόρεμα είναι εντάξει ή όχι;»
«Ναι, αυτό είναι μια χαρά. Τι ώρα θα φτάσει ο Ντέμιαν;»
«Γύρω στις τέσσερις», αναστενάζω. «Δεν ξέρω καν πόσο αργά σκοπεύει να μείνουμε εκεί». Μουρμουρίζω. «Οι περισσότεροι από αυτούς δεν πρέπει καν να τηρούν το πρόγραμμά τους, απ' ό,τι φαίνεται».
«Είναι παράξενο πώς, κατά κάποιο τρόπο, επιστρέφεις στη ζωή που άφησες πίσω σου, με ανθρώπους που είναι γεμάτοι χρήματα», επισημαίνει ο Μπρατ.
«Τουλάχιστον αυτή τη φορά δεν τους διαλέγει ο μπαμπάς μου», αναστενάζω. «Εξάλλου... εκτός από τον Ντέμιαν, κανείς δεν ξέρει από πού ή ποιανού κόρη είμαι».
«Νομίζεις ότι αυτό θα άλλαζε τον τρόπο που σε βλέπουν;» ρωτάει, καθώς βγάζω τη ρόμπα μου, μένοντας με το εσώρουχό μου. Καλύπτω το σώμα μου με το φόρεμα. «Λιάνα, το μαγιό».
«Σωστά», ξεφυσάω. «Μπορείς να βγεις έξω;»
Εκείνος μένει στο διάδρομο και κρατάει κλειστή την πόρτα, καθώς αντικαθιστώ το εσώρουχό μου με το μαύρο μπικίνι μου. Είναι απλό συνολάκι, αλλά δεν έχω άλλο και είναι αρκετά άνετο, στην πραγματικότητα. Κρατάει στο σωστό ύψος τα στήθη μου και είναι λίγο σκαφτό στο κάτω μέρος, αλλά δεν έχω την πολυτέλεια να ντρέπομαι όταν όλοι οι άνθρωποι εκεί με έχουν δει στο κλαμπ.
Το τηλέφωνό μου χτυπάει και βλέπω το όνομα του Ντέμιαν στην οθόνη.
«Μωρό μου, θα αργήσω...» τον ακούω να αναστενάζει.
«Αυτό είναι υπέροχο, γιατί κι εγώ θα αργήσω». Γελάω.
«Ο πατέρας μου και ο αδελφός μου αποφάσισαν ότι ήταν καλή στιγμή να κάνουν μια βιντεοκλήση και χρειάστηκε λίγο από τον χρόνο μου», εξηγεί. «Σε είκοσι λεπτά;»
Ω, δώσε μου περισσότερο χρόνο.
«Ναι, σε είκοσι λεπτά είναι μια χαρά».
Τελειώνω την εμφάνιση μου με ένα ζευγάρι λευκά σανδάλια και φτιάχνω λίγο τα μαλλιά μου, γνωρίζοντας ότι πθανότατα δεν θα κρατήσουν πολύ έτσι και τα δένω. Βάζω τον φορτιστή του τηλεφώνου μου, το πορτοφόλι μου, τα κλειδιά και τα έγγραφα σε μια όχι πολύ μεγάλη τσάντα και κάνω μια καταμέτρηση των πάντων. Βάζω ένα εσώρουχο και ένα σουτιέν στην τσάντα, για κάθε ενδεχόμενο.
Αν επιστρέψω γύρω στα μεσάνυχτα, θα μπορέσω να κοιμηθώ μερικές ώρες και να είμαι ξεκούραστη για τη δουλειά αύριο.
«Είσαι έτοιμη;» μου μιλάει ο Μπρατ από τον διάδρομο και όταν απαντάω καταφατικά, αυτός εισέρχεται. «Αν δεν ήμουν γκέι, θα σε κατακτούσα, γλυκιά μου», γελάω. «Με κάνεις να αμφιβάλλω για τη σεξουαλικότητά μου, φροΐδιτα».
«Ο Σάιμον το ξέρει αυτό;»
«Δεν νομίζω ότι θα είχε πρόβλημα να με μοιραστεί μαζί σου», συνεχίζει να πειράζει, «αλλά σοβαρά... είσαι πανέμορφη».
«Το ξέρεις ότι είσαι ο καλύτερος φίλος στον κόσμο, έτσι δεν είναι;»
«Μην το πεις δύο φορές, γυναίκα, γιατί θα το πιστέψω», γελάει, «αλλά... αν είμαι ο καλύτερός σου φίλος εξαιτίας αυτού, δεν ξέρω τι θα πεις γι' αυτό», βγάζει ένα χαρτί από την τσέπη του.
«Τι είναι αυτό;» Προσπαθώ να διακρίνω τον γραφικό χαρακτήρα, αλλά είναι σχεδόν δυσανάγνωστος.
«Το να το πω συνιστά ομολογία εγκλήματος, αλλά... υπάρχει περίπτωση... σε μια μακρινή χώρα, ένα από τα μοντέλα της καμπάνιας να έχει πατέρα γιατρό και... ίσως να μου χρωστάει μια χάρη που έκανα μερικές έξτρα φωτογραφίες για το χαρτοφυλάκιό της». Ο Μπρατ καθαρίζει το λαιμό του.
«Πλαστογράφησες πιστοποιητικό γιατρού;»
«Δεν είπα ποτέ κάτι τέτοιο», χαμογελάει εκείνος. «Θα έχεις μια ίωση στο στομάχι μέχρι το Σάββατο, θα το πάρω αύριο στη δουλειά σου, θα πάρεις έχεις δικαιολογητικό για τις μέρες που θα λείπεις, δεν θα χάσεις τον παρουσιάσει σου και... τώρα μπορείς να με αποκαλείς καλύτερό σου φίλο», δεν μπορώ παρά να ορμήσω πάνω του και να τον αγκαλιάσω. «Αν αρχίσεις να κλαις, θα πω στον κυρίαρχο σου να σε τιμωρήσει που κατέστρεψες το μακιγιάζ σου».
Καγχάζω.
«Δεν έχω καθόλου μακιγιάζ, ηλίθιε», απομακρύνομαι λίγο από κοντά του. »Αλήθεια το έκανες αυτό;»
«Όπως είπα, μου χρωστούσαν μια χάρη, οπότε την εξαργύρωσα», μου χαμογελάει ο Μπρατ. «Εξάλλου... ήσουν πολύ φρόνιμη, πολύ τέλεια και ελεγχόμενη σε όλη σου τη ζωή, φροΐδιτα, ήρθε η ώρα να επαναστατήσεις λίγο», μου τσιμπάει το χέρι. «Είναι ένα από τα καθήκοντά μου ως εχθρός να σε υποκινώ να κάνεις αυτές τις βλακείες».
«Τον ρόλο σου τον παίρνεις πολύ σοβαρά, δεν νομίζεις;»
Πρέπει να ανοιγοκλείσω τα μάτια μου αρκετές φορές για να μην κλάψω, ...γιατί φαίνεται ανόητο, αλλά ο Μπρατ βρήκε τρόπο να είμαι ελεύθερη μέχρι το Σάββατο -που θα σήμαινε ότι δεν θα επέστρεφα στη δουλειά μέχρι τη Δευτέρα.
«Είπες ότι ο Ντέμιαν σου πρότεινε διακριτικά να γίνεις εσύ το δώρο για τα γενέθλιά του και είμαι σίγουρος ότι η πώληση ή το δώρο σε ανθρώπους είναι παράνομο σε τουλάχιστον εκατό χώρες», γελάσαμε και οι δύο, «αλλά είναι νόμιμο να δώσεις χρόνο σου». Ο Μπρατ δεν με αφήνει να πω τίποτα άλλο. «Τώρα, πάρε τα πράγματά σου και φύγε».
«Αλήθεια το έκανες αυτό για μένα;»
«Θέλω να σκέφτομαι τον εαυτό μου σαν ένα είδος Νεραϊδονονάς», ένα μισό χαμόγελο χαράσσεται στα χείλη του, «αλλά με καλύτερο γούστο στα ρούχα και χωρίς απαγόρευση κυκλοφορίας».
«Δηλαδή δεν πρέπει να γυρίσω στις δώδεκα;»
«Αν σε δω εδώ στις δώδεκα, θα σε πλακώσω στο ξύλο, Λιάνα».
Το τηλέφωνό μου χτυπάει ξανά και βλέπω το όνομα του Ντέμιαν. Πέρασαν ήδη είκοσι λεπτά;
«Πρέπει να φύγω».
«Μάλιστα», ο Μπρατ με χτυπάει ελαφριά στην πλάτη. «Πήγαινε, μικρή πριγκίπισσα».
«Σ' αγαπώ, Μπρατ».
«Είμαι σίγουρος ότι το λες αυτό σε όλους», με σπρώχνει προς την κατεύθυνση της πόρτας, με οδηγεί στο ασανσέρ και πριν το καταλάβω, βρίσκομαι μέσα στο μεταλλικό κουτί. «Κι εγώ σ' αγαπώ, Φροΐδιτα», μου χαμογελάει και μόλις κλείνει η πόρτα, λέει, αρκετά δυνατά ώστε να τον ακούσουν όλοι στο κτίριο. «Μην ξεχάσεις να χρησιμοποιήσεις προφυλακτικό!»
Ηλίθιε!
Όταν ο ανελκυστήρας φτάνει στο ισόγειο, βγάζω τα κλειδιά από την τσάντα μου για να ανοίξω την πόρτα και βλέπω τον Ντέμιαν να ακουμπάει στο αυτοκίνητο. Περπατάω γρήγορα προς το μέρος του, ίσως λίγο πιο γρήγορα απ' ό,τι θα έπρεπε, και τα απομεινάρια του ενθουσιασμού της συζήτησης με τον Μπρατ με ωθούν να τυλίξω τα χέρια μου γύρω από το λαιμό του και να τον αγκαλιάσω.
«Χρόνια πολλά, Ντέμιαν».
«Λοιπόν, από εδώ και στο εξής, αν δεν με χαιρετάς έτσι κάθε φορά που συναντιόμαστε, θα υπάρξουν συνέπειες». Ο Ντέμιαν πιέζει τα χείλη του στα δικά μου, σηκώνοντάς με λίγο από το έδαφος και τσιρίζω καθώς συνειδητοποιώ ότι μάλλον αυτή η κίνηση αφήνει τους γλουτούς μου εκτεθειμένους. «Φεύγουμε, Λιάνα», προφέρει, χαλαρώνει τη λαβή του στο σώμα μου και μου ανοίγει την πόρτα του συνοδηγού για να εισέλθω.
«Πώς ήταν το τηλεφώνημα με τον πατέρα σου και τον αδελφό σου;» Ρωτάω καθώς είμαστε ήδη στο δρόμο. Το να μιλάω με αποσπά από το μυρμήγκιασμα στο δέρμα μου και το αυξανόμενο άγχος της γνώσης ότι θα είμαι με αρκετούς ανθρώπους.
Το έχεις ήδη κάνει αυτό, Λιάνα. Τίποτα καινούργιο, τίποτα τρομακτικό.
«Καλά πήγε», μου χαμογελάει.
«Υπάρχει ρωσική εκδοχή του "Χρόνια πολλά";» Ο Ντέμιαν γελάει.
«Υποθέτω πως ναι, δεν θυμάμαι», ξύνει το πηγούνι του. «Νομίζω ότι πέρασα τα περισσότερα γενέθλιά μου εδώ», συνεχίζει να οδηγεί για τουλάχιστον είκοσι λεπτά, ενώ εμείς κάνουμε μια χαλαρή συζήτηση. «Πόσο αργά θα μείνουμε;»
«Είναι τα γενέθλιά σου, εσύ πρέπει να αποφασίσεις». Ξεροβήχω.
«Αύριο δουλεύεις», λέει με ύφος προφανές. «Οπότε, πόσο αργά θα μείνουμε, ώστε να έχεις χρόνο να...;»
«Μέχρι την Κυριακή», μουρμουρίζω. Ανασηκώνει ένα φρύδι και πριν ρωτήσει, διευκρινίζω: «Μην ρωτάς, γιατί θα γίνεις συνένοχος σε ένα έγκλημα».
«Ο ξάδερφός μου είναι δικηγόρος και ο Νικολάι είναι αστυνομικός».
Και ο Μπρατ είναι μια Νεραϊδονονά.
«Αυτό είναι καλό, αλλά δεν θα είναι απαραίτητο».
«Θα έπρεπε να ανησυχώ;» ρωτάει.
«Όχι, υπόσχομαι ότι δεν είναι τίποτα κακό». Έτσι νομίζω δηλαδή.
Ο Ντέμιαν σταματάει το αυτοκίνητο μπροστά από μία έπαυλη που μου θυμίζει ελαφρώς το σπίτι του πατέρα μου, εκτός από το χρώμα και τη διάταξη των παραθύρων.
«Ο γέρος είναι εδώ!» Ο Αντρέι είναι ο πρώτος που πλησιάζει.
«Μαλάκα», γρυλίζει ο Ντέμιαν καθώς ο ξάδερφός του τον αγκαλιάζει, χτυπώντας τον στην πλάτη.
«Οι άλλοι είναι στην πίσω αυλή», λέει και μετά μου χαμογελά χαλαρά. «Γεια σου, Λιάνα», ανοιγοκλείνω τα μάτια. Εκπλήσσομαι που δεν με αποκαλεί κατοικίδιο. «Υποθέτω ότι άφησα εντύπωση στο κλαμπ, είμαι απλά ο Αντρέι εδώ».
«Αντρέι, ο μπάσταρδος», σχολιάζει ο Ντέμιαν.
«Συγγνώμη για τον ξάδερφό μου», ο Αντρέι μου χαρίζει ένα στραβό χαμόγελο. «Έπεσε απ' την κούνια όταν ήταν μωρό».
«Αυτό εξηγεί πολλά», του χαμογελάω, ανακτώντας τη φωνή μου.
Ο άντρας γελάει.
«Σε συμπάθησα, Λιάνα», βάζει το χέρι του στον ώμο μου και ευτυχώς, δεν τρομάζω. Ένα γρύλισμα με κάνει να ρίξω μια γρήγορη ματιά στον Ντέμιαν και να κατσουφιάσω. «Δεν είναι μόνο ηλίθιος, είναι και κτητικός μπάσταρδος», κάνει ένα μορφασμό. «Σταμάτα να γρυλίζεις σαν σκύλος, Ντέμιαν, και μπες στο σπίτι». Εκείνος τοποθετείτε δίπλα στον Ντέμιαν και τον σπρώχνει προς την κατεύθυνση του σπιτιού, σέρνοντάς με στην πορεία, αφού ο κυρίαρχος μου δεν έχει αφήσει το χέρι μου λεπτό ελεύθερο. «Νομίζει ότι μπορεί να με εκφοβίσει, αλλά ξεχνάει ότι μέσα μας ρέει το ίδιο αίμα», ο άντρας μου χαμογελάει φευγαλέα, καθώς μπαίνουμε μέσα στο σπίτι.
Αφήνω την τσάντα μου σε έναν μονό καναπέ και οι τρεις μας περνάμε μέσα από ένα μεγάλο σαλόνι, το οποίο οδηγεί σε μια εξίσου μεγάλη κουζίνα με γυάλινες πόρτες που ανοίγουν σε μια αυλή, στην οποία βγαίνουμε. Μπορώ να δω τουλάχιστον τέσσερις ανθρώπους, τους οποίους γνώρισα στο κλαμπ.
Τον Μάρκους, την Κάρολ, τον Νικολάι, την Χάρμονι και τη Μαριάνα.
«Κοίτα ποιος είναι εδώ».
Όλοι τους επιτίθενται στον Ντέμιαν και ορκίζομαι ότι προσπαθώ να απομακρύνω το χέρι μου από το δικό του, αλλά δεν μπορώ και παραιτούμαι από το να με συντρίψουν κι εμένα οι υπόλοιποι.
Η Χάρμονι και η Κάρολ μου χαμογελούν αμυδρά καθώς όλοι κάνουν επιτέλους μερικά βήματα μακριά και γελάω όταν βλέπω πως ο Ντέμιαν πρέπει να φτιάξει το πουκάμισό του.
«Πώς είσαι, Λιάνα;» Η ξανθιά κοπέλα έρχεται προς το μέρος μου και μου χαρίζει ένα χαμόγελο.
«Γεια», λέω προσπαθώντας να ακουστώ ενθουσιασμένη και όχι νευρική.
Η συζήτηση με τον Μπρατ στο πάρκο έρχεται στο μυαλό μου και σκέφτομαι ότι η Χάρμονι και εγώ θα μπορούσαμε να τα πάμε καλά, αν δεν είχα τόσο μεγάλο πρόβλημα να κοινωνικοποιηθώ, αλλά, μόνο αυτή τη φορά, θα καταβάλω μεγαλύτερη προσπάθεια από ό,τι συνήθως να μιλήσω σε κάποιον άλλο εκτός από... Ντέμιαν.
Ο Μάρκους και ο Νικολάι είναι απασχολημένοι με το να βάζουν φαγητό στη σχάρα και να το ψήνουν, ενώ οι άλλοι βρίσκονται στην πισίνα. Ακούω τη Μαριάνα να σπρώχνει τον Ντέμιαν, ενώ η Χάρμονι και εγώ καθόμαστε στην άκρη και συζητάμε.
«Ώστε ψυχολογία, ε;»
«Ναι». Μου λέει ότι εκείνη σπούδασε ιστορία της τέχνης και αποφοίτησε πέρυσι. «Ξεκίνησα τη διατριβή μου με θέμα τον σεξισμό στη μουσική και πώς αυτός επηρεάζει την κατασκευή της συλλογικής ταυτότητας, αλλά ο καθηγητής μου δεν το θεώρησε καλή ιδέα, οπότε άλλαξα θέμα».
«Ασχολήθηκα επίσης με τον σεξισμό στη διατριβή μου. Ειδικά για το πώς μεγάλες γυναίκες ζωγράφοι διαγράφηκαν από την ιστορία της τέχνης, της λογοτεχνίας και από ό,τι χτίζει ένα παρελθόν και έναν πολιτισμό. Η τέχνη αναφέρεται κυρίως από τους άνδρες, σε όλους τους κλάδους της και ήθελα να δείξω ότι υπήρχαν επίσης πολλές γυναίκες που έμειναν στη σκιά... λόγω του φύλου τους».
«Αυτό ακούγεται ενδιαφέρον».
«Είναι, τουλάχιστον εμένα μου αρέσει σαν θέμα», κουνάει τα πόδια της στο νερό. Ο Ντέμιαν είναι μέσα, μαζί με τον Αντρέι, την Κάρολ και τη Μαριάνα, σπρώχνοντας ο ένας τον άλλον και πετώντας νερό σαν παιδιά.
Το να βλέπω τον Ντέμιαν χωρίς μπλούζα είναι μια απόλαυση, και η Χάρμονι με επαναφέρει στην πραγματικότητα όταν μου μιλάει: «Λοιπόν, εσύ και ο Ντέμιαν...» ακολουθεί το βλέμμα μου και απομακρύνω τα μάτια μου από τον άντρα, «Είσαι πολύ καλή επιλογή γι' αυτόν».
«Σε ευχαριστώ, υποθέτω».
«Θέλω να πω... Ήξερα την πρώην του και ήταν μια εγωκεντρική σκύλα, εσύ δεν φαίνεσαι τέτοιο κορίτσι».
«Είσαι άμεση, έτσι δεν είναι;» γελάω.
Δείχνει λίγο αμήχανη.
«Έχω λίγη ιδιοσυγκρασία», γελάει, αλλά τα μάγουλά της είναι κόκκινα. «Συγγνώμη, δεν ήθελα να ακουστώ αγενής».
«Μην ανησυχείς γι' αυτό», προσπαθώ να το υποβαθμίσω. «Οι ικανότητές μου στην αλληλεπίδραση με τους άλλους ανθρώπους είναι χάλια».
«Αλλά τα πας καλά με τον Ντέμιαν».
«Κάναμε ένα ταχύρρυθμο μάθημα» αστειεύομαι. «Δυσκολεύομαι... να χειριστώ πολλούς ανθρώπους ταυτόχρονα».
«Φαντάζομαι ότι το κλαμπ πρέπει να ήταν αγχωτικό για σένα».
«Μαθαίνω να το χειρίζομαι. Είναι αλήθεια ότι είμαι λίγο καταβεβλημένη, αλλά ο Ντέμιαν με βοηθάει», παραδέχομαι. «Τέλος πάντων...»
Ωχ!
Ένα τράβηγμα στον αστράγαλό μου με κάνει να τιναχθώ και ο Ντέμιαν βγαίνει από κάτω από το νερό, κουνώντας το κεφάλι του, πιτσιλώντας τους μηρούς μου με κρύες σταγόνες.
«Γεια σου, μωρό μου».
«Με τρόμαξες», μουρμουρίζω.
«Συγγνώμη γι' αυτό», χαμογελάει πονηρά, κάνοντας σαφές ότι δεν μετανιώνει για τίποτα. «Σκέφτηκα ότι ήταν πολύ αγενές εκ μέρους μου να μην πλησιάσω και να σου πω ότι είσαι λίγο κόκκινη από τον ήλιο», καθώς μιλάει, νιώθω το σώμα της Χάρμονι να να εξαφανίζεται από δίπλα μου. «Νομίζω ότι πρέπει να ενυδατωθείς και να βάλεις... αντηλιακό».
«Ω πόσο με σκέφτεσαι», προσπαθώ να απελευθερώσω τον αστράγαλό μου από το χέρι του, αλλά εκείνος σφίγγει τη λαβή του. «Πάω να φέρω λίγο νερό. Θέλεις να σου φέρω κάτι;»
«Θα ήταν κρίμα να σπαταλήσουμε όλο το νερό που έχουμε γύρω μας». Στενεύει τα μάτια του και καταλαβαίνω τις προθέσεις του πριν μου τραβήξει τον αστράγαλο και με κάνει να πέσω στην πισίνα.
Τουλάχιστον είχα βγάλει το φόρεμά μου.
«Ντέμιαν!» βγαίνω στην επιφάνεια, σπρώχνω το νερό προς το μέρος του και ρουθουνίζω. «Θα σε σκοτώσω!» ένα γέλιο του ξεφεύγει και με τραβάει προς τα πάνω για να πιέσει την πλάτη μου στο πλαϊνό τοίχωμα της πισίνας. Τα πόδια μου δεν φτάνουν καν τα πλακάκια, οπότε είμαι πραγματικά ευγνώμων όταν το σώμα του πιέζεται πάνω στο δικό μου, ώστε να μην χρειαστεί να κουνήσω τα πόδια κάτω από το νερό. «Είχα μια ενδιαφέρουσα συζήτηση», παραπονιέμαι.
«Με αγνοούσες».
«Ήσουν με άλλα άτομα!» Φωνάζω. Δεν με αφήνει να ξεσπάσω για περισσότερο από ένα δευτερόλεπτο, καλύπτοντας το στόμα μου με το δικό του, κάνοντάς με δική του, τραβώντας με από τα μαλλιά και υποτάσσοντάς με, όπως κάνει κάθε γαμημένη φορά. Λιώνω πάνω του, η καρδιά μου βροντοχτυπάει.
Ένα από τα χέρια του με κόλλανε πάνω στο σώμα του και νιώθω τη στύση του να πιέζει το ύφασμα του σορτς του.
«Τώρα είναι καλύτερα», απομακρύνεται λίγο από κοντά μου, δίνοντάς μου αρκετό χώρο για να αναπνεύσω. «Για ποιο πράγμα μιλούσες με την Χάρμονι, μωρό μου;»
«Λέγαμε ότι είσαι ηλίθιος», γελάει, γνωρίζοντας ότι είναι ψέμα, αλλά το σοβαρό βλέμμα που μου ρίχνει μετά, με κάνει να πω: «Της έλεγα τα σχέδιά μου να σε πνίξω και να αφήσω το σώμα σου κάπου ανάμεσα στα δέντρα».
«Πιστεύεις πως μπορείς να με σύρεις μέχρι εκεί;»
«Μπορώ να τα καταφέρω. Έχω αρκετούς μυς». Σήκωσα το πηγούνι μου περήφανα και εκείνος χαμογέλασε.
«Όμορφη και πεισματάρα».
«Πραγματικά δεν ήθελα να καταστρέψω τα μαλλιά μου τόσο νωρίς». Ξεγλιστράω από τα χέρια του, κολυμπώντας μέχρι να μπορέσω να πατήσω στο πάτο, καθώς ο Ντέμιαν με παρακολουθεί. Στύβω το νερό από τα μαλλιά μου και αναστενάζω: «Είχα φτιάξει τα μαλλιά μου και τα κατέστρεψες!»
Η σιωπή γύρω μας με κάνει να κοιτάξω προς την κατεύθυνση της ψησταριάς για να συνειδητοποιήσω ότι όλοι μας κοιτάζουν επίμονα. Τα μάγουλά μου κοκκινίζουν και ελπίζω ότι το κρύο νερό θα το καλύψει.
«Κρυώνεις;» Ο Ντέμιαν πλησιάζει και εγώ εκμεταλλεύομαι την ευκαιρία να του ρίξω νερό. Γελάει. «Συμπεριφέρεσαι σαν μικρό παιδί».
«Λέει ο άνθρωπος που με έκανε να πέσω στο νερό για να τραβήξει την προσοχή. Τι άλλο θα κάνεις; Θα μου τραβήξεις τα μαλλιά;» Πλησιάζω όλο και πιο κοντά στη σκάλα, οπισθοχωρώντας. «Μείνε εκεί».
«Μου δίνεις μία εντολή;» Τεντώνει ένα φρύδι.
«Ντέμιαν, το φαγητό είναι έτοιμο», η φωνή του Νικολάι διαπερνά τη σιωπή. «Σταμάτα να παρενοχλείς την υποτακτική σου και ελάτε να φάτε».
Ένα κοκκίνισμα καλύπτει ολόκληρο το πρόσωπό μου και μέρος του στήθους μου καθώς σκέφτομαι την ιδέα να γίνω αμφίβιο ή ψάρι και να μην αφήσω το νερό.
«Ας βγούμε απ' το νερό». Ο Ντέμιαν αρπάζει το χέρι μου και βγαίνουμε από την πισίνα, με τον αέρα να χτυπάει το υγρό μου δέρμα. Μου δίνει μια πετσέτα, την οποία τυλίγω γύρω από τους ώμους μου για να με ζεστάνει λίγο και πλησιάζουμε την ομάδα των ανθρώπων κοντά στη φωτιά και το φαγητό. Ο Νικολάι έχει την Χάρμονι να κάθεται πολύ κοντά του, με τον Αντρέι να ακουμπάει στον τοίχο πίσω τους. Ο Μάρκους και η Κάρολ μοιράζονται μία από τις μεταλλικές ξαπλώστρες και η Μαριάνα είναι σε μια καρέκλα. Δεν μπορώ καν να τους κοιτάξω κατάματα, αν και παρατηρώ τις διασκεδαστικές εκφράσεις τους, ειδικά του ξαδέρφου του.
«Λοιπόν, Λιάνα...» Η Μαριάνα μου χαμογελάει καθώς τραβάω μια καρέκλα και πέφτω σε αυτήν, με τον Ντεμιάν να κάθεται ακριβώς δίπλα μου. «Ο Ντέμιαν μας είπε ότι σπουδάζεις ψυχολογία».
Τουλάχιστον δεν μιλάνε για τη σκηνή στην πισίνα και η κουβέντα παραμένει ευχάριστη καθώς χαλαρώνω και επιτρέπω στον εαυτό μου να τους γνωρίσει. Ο Ντέμιαν είχε δίκιο την πρώτη φορά που μιλήσαμε, ότι, μέσα στο κλαμπ, μπορεί να υπάρχουν κυρίαρχοι και υποτακτικοί, αλλά προς τα έξω, είναι κανονικοί άνθρωποι.
Η Χάρμονι εργάζεται σε ένα μουσείο, κάνοντας ξεναγήσεις και δούλευε επίσης σε ένα σχέδιο αποκατάστασης ενός πίνακα ζωγραφικής από αρκετούς αιώνες πριν, αλλά το εγκατέλειψε πριν από μερικούς μήνες για να αφοσιωθεί πλήρως στην έρευνα και στη δουλειά της ως ξεναγός.
Ο τρόπος που μιλάει και η μεταδοτική της ενέργεια μου θυμίζουν πάρα πολύ τον Μπρατ.
Ο Αντρέι είναι δικηγόρος, εργάζεται στην εισαγγελία και έχει και ιδιωτικές υποθέσεις. Ζει μαζί με τον Νικολάι σε αυτό το σπίτι, ο οποίος είναι αστυνομικός. Γνωρίστηκαν στη Ρωσία, πριν από πολλά χρόνια και, μαζί με τον Ντέμιαν, άρχισαν να σπουδάζουν νομικά, αλλά μόνο ένας από τους Κόσλοβ συνέχισε.
Η Μαριάνα είναι καθηγήτρια μαθηματικών και έχει έναν έφηβο γιο. Χώρισε τον σύζυγό της μετά από περισσότερα από δεκαοκτώ χρόνια γάμου και συνειδητοποίησε το ενδιαφέρον της για τις γυναίκες. Αυτό εξηγεί γιατί αναζητά μόνο υποτακτικές στο Lust.
Η Κάρολ και ο Μάρκους είναι παντρεμένοι εδώ και δέκα χρόνια. Γνωρίστηκαν στο κλαμπ και είχαν ήδη αυτό τον τρόπο ζωής πριν γνωριστούν, αν και δεν το είχαν εξασκήσει ποτέ σε σχέση. Έχουν επίσης μια εξάχρονη κόρη.
«Χρειάστηκε να προσαρμόσουμε το σπίτι μας όταν γεννήθηκε η Άννα», λέει ο Μάρκους. «Κρύψαμε τις χειροπέδες και όλα τα παιχνίδια που θα μπορούσαν να προκαλέσουν την περιέργεια ενός παιδιού».
Η αλήθεια είναι ότι όλη η νευρικότητα εξαφανίζεται σιγά σιγά, επειδή με κάνουν να νιώθω άνετα και μέλος της ομάδας, παρά το γεγονός ότι είναι η πρώτη συζήτηση έξω από το κλαμπ και είναι πολύ καλά άτομα.
«Νόμιζα ότι θα ερχόταν ο Ντόριαν», σχολιάζει λίγο αργότερα ο δικηγόρος.
«Μου τηλεφώνησε και μου είπε ότι είχε κάποιες δουλειές με την Αμέλια», απαντά ο Ντέμιαν.
Κάποια στιγμή, και οι δύο εξαφανίζονται μέσα στο σπίτι και επιστρέφουν λίγο αργότερα με μερικά κιβώτια γεμάτα μπύρες.
«Δεν είμαστε στο κλάμπ, οπότε δεν υπάρχουν όρια». Η Κάρολ χαμογελάει και μου δίνει ένα μπουκάλι που δεν έχει φελλό, την ώρα που ο Ντέμιαν αποφασίζει ότι ήρθε η ώρα να με τοποθετήσει πάνω του. Τον κοιτάζω για λίγα δευτερόλεπτα, χωρίς να λέω τίποτα, αλλά ντρέπομαι που το κάνει μπροστά στους φίλους του και αυτός απλά χαμογελάει, πιέζει τα χείλη του στον κρόταφό μου και συνεχίζει να μιλάει σαν να μην έγινε τίποτα. Είναι σαν να αισθάνεται άνετα που με βρίσκομαι πάνω του.
Όταν αυτός, ο Μάρκους, ο Αντρέι και ο Νικολάι αρχίζουν να μιλάνε για αθλητικά, η Χάρμονι, η Κάρολ και η Μαριάνα επιμένουν να απομακρυνθούν από κοντά μας για να μιλήσουν για κάτι άλλο, οπότε τους ακολουθώ.
«Για όνομα του Θεού, δεν μπορούν να μη μιλάνε για ποδόσφαιρο έστω και για μια μέρα;» ξεφυσάει η Μαριάνα.
«Πώς πάει η διατριβή σου, Λιάνα;» ρωτάει η Κάρολ.
Η συζήτηση μαζί της είναι ακόμα πιο διασκεδαστική απ' ό,τι νόμιζα ότι θα ήταν και μάλιστα προσφέρονται να με βοηθήσουν με την έρευνα.
«Έχεις την άποψη του Ντέμιαν ως άντρα και ως κυρίαρχο, ίσως θα μπορούσες να προσθέσεις κάτι από εμάς».
«Ναι, θα το ήθελα πολύ. Θα μπορούσα να σου κάνω μερικές ερωτήσεις, αν δεν έχεις αντίρρηση».
Η Χάρμονι μου δίνει ακόμη και τον αριθμό της και νομίζω ότιείναι αυτή με την οποία συνδέθηκα περισσότερο, όχι μόνο λόγω της εγγύτητας στην ηλικία, αλλά επειδή έχει μια εξωστρεφή προσωπικότητα παρόμοια με του Μπρατ.
•••
Όταν φτάνει το βράδυ, έχουμε πιει και φάει και ο Μάρκους και η Κάρολ αποφασίζουν να φύγουν.
Η Μαριάνα φεύγει μαζί τους. Η Χάρμονι δείχνει ελαφρώς αμήχανη όταν της μιλούν οι άλλοι δύο άντρες, αλλά καταλήγει να χαμογελάει και υποθέτω ότι θα περάσει τη νύχτα εδώ.
Δεν ξέρω τι συμβαίνει μεταξύ τους, αλλά ξέρω ότι και οι δύο ενδιαφέρονται για την Χάρμονι και, από τα λίγα που μου έχει πει, έχουν κάνει κάποιες σκηνές, αλλά δεν ξέρω αν είναι κάτι σοβαρό ή απλά γνωρίζονται μεταξύ τους.
Ο Ντέμιαν και εγώ περπατάμε προς το αυτοκίνητο, και οι δύο μας εξαντλημένοι από το αλκοόλ και αρκετά νηφάλιοι για να οδηγήσει εκείνος και όταν τους αποχαιρετούμε, η Χάρμονι με βάζει να της υποσχεθώ ότι θα της τηλεφωνήσω.
Ο Ντέμιαν δεν λέει τίποτα γι' αυτό, αλλά όταν βάζει μπροστά το αυτοκίνητο, μου χαμογελάει φευγαλέα:
«Λοιπόν, μέχρι την Κυριακή;» Όταν γνέφω, ένας ελαφρύς ήχο ξεφεύγει απ' το βάθος του λαιμού του και προσθέτει: «Νομίζω ότι έχουμε μπελάδες, μωρό μου».
«Μπελάδες;» Καταπίνω δυνατά. «Γιατί;»
«Εσύ έχεις μπελάδες».
Χαμογελάω όταν βλέπω τη διασκέδαση να διασταυρώνεται στα μάτια του.
«Τι υποτίθεται ότι έκανα τώρα, αφέντη;»
«Τίποτα, αλλά θα το κάνεις», σταματάει το αυτοκίνητο στην άκρη του δρόμου, σχεδόν στις δύο το πρωί. «Έλα εδώ».
Ένα χαμόγελο εμφανίζεται στα χείλη μου, ξεκουμπώνω τη ζώνη μου και μετακινούμαι για να καθίσω πάνω του, με τον κώλο μου πιεσμένο στο τιμόνι.
Ωραίος τρόπος για να τελειώσουν τα γενέθλια, έτσι δεν είναι;
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top