8. Η καθημερινότητα τους σήμερα

Να τα.

Εκεί.

Κείτονταν ξαπλωμένα σε λίμνες αίματος.

Τρεις σωροί ενηλίκων.

Μάτια κλειστά, δέρματα που αισθανόσουν από απόσταση πόσο παγωμένα ήταν.

Και τότε σήκωσαν αργά αργά κεφάλι. Κοίταζαν όλα στην ίδια κατεύθυνση κάποιον αόρατο.

Αυτός ο κάποιος αόρατος τα κοίταζε.

"Δεν θα γυρίσουμε σπίτι. Λυπούμαστεεε~" Είπαν ταυτόχρονα με μια μακάβρια και λυπητερή φωνή.

~

Η Μιράντα πετάχτηκε απότομα από τον ύπνο της και ανακάθισε στο κρεβάτι της. Έτριψε τα μάτια της και χασμουρήθηκε χαλαρά λες και δεν την ξύπνησε ο εφιάλτης για δεύτερη φορά από τον ύπνο της. Αυτή τη φορά την ξύπνησε στις 6:30 το πρωί τουλάχιστον. Συνήθιζε να ξύπνα και στις 4:00. Γύρισε το κεφάλι της στα δεξιά.

Στο διπλανό κρεβάτι η Μέλανι εξακολουθούσε να κοιμάται του καλού καιρού με γαλήνια έκφραση, χωρίς ούτε μια ανησυχία στον κόσμο και το ξανθό μαλλί της στην τζίβα να καλύπτει τα μούτρα της. Κοιμόταν με τα πόδια στο μαξιλάρι της και το κεφάλι σχεδόν κρεμόταν έξω από το κρεβάτι. Ένα ρολάρισμα και μπορούσε να καταλήξει στο πάτωμα.

Η Μιράντα σηκώθηκε από το κρεβάτι της και στάθηκε για λίγο ακίνητη να αισθανθεί το κρύο πάτωμα στα πέλματα των γυμνών ποδιών της. Ύστερα βγήκε από το δωμάτιο και κατευθύνθηκε στο μπάνιο, μόλις μερικά βήματα μακριά. Έπλυνε το πρόσωπο της και έλυσε τα μαλλιά της.

Καταρράκτης κυματιστού οψιδιανού έπεσε και αγκάλιασε τους ώμους και την πλάτη της, σταματώντας λίγο πιο πάνω από τους γοφούς. Ίσως θα χρειαζόταν σύντομα κούρεμα. Έπιασε την βούρτσα της και άρχισε να χτενίζει τα μαλλιά της ενώ κοιταζόταν στον καθρέπτη. Συνήθιζε να πιάνει τα μαλλιά της για να μην τα έχει το πρωί τόσο μπερδεμένα.

Η Μέλανι δεν το έκανε, γκρίνιαζε πως δεν μπορούσε να βρει βολική θέση για το κεφάλι της στο ξάπλωμα. Η Μιράντα τελείωσε να χτενίζεται και πέταξε τις τρίχες που κόλλησαν στη βούρτσα της, στον κάδο. Το βλέμμα της έμεινε κολλημένο στον καθρέπτη και άγγιξε ελαφρά το πρόσωπο της.

"Φτυστή η Ντόνα!"

Της λέγανε συχνά. Πράγματι ήταν ένα πιστό αντίγραφο της μαμάς της. Μαμά... Ο μπαμπάς της συνήθιζε να αστειεύεται για αυτό.

"Α, μα εσένα θα έπρεπε να σε λέμε κανονικά Ντόνα Τζούνιορ!"

Συνήθιζε...

Η Μιράντα αρνήθηκε να συνεχίσει να κοιτάζει τον καθρέπτη και έκλεισε μάτια γυρνώντας το κεφάλι της αλλού. Όχι, δεν θα άρχιζε τη μέρα της με κρίση πανικού. Δεν έπρεπε.

Μην κοιτάς τον καθρέπτη, θα σου εμφανιστεί...

Η ματωμένη Μαίρη; Θα ρώταγε κάνεις στα αστεία.

Παραισθήσεις

Μια από τις ελάχιστες καταστάσεις στις οποίες θυμόταν πως να αισθάνεται. Ποτέ θετικά όμως. Φόβο. Πανικό. Λύπη. Απελπισία. Οργή. Με κλειστά μάτια πλησίασε αργά αργά την πόρτα. Εάν τα κράταγε ανοιχτά, έστω και ένα κατά λάθος κοίταγμα προς τον καθρέπτη ήταν αρκετό για να την μαρμαρώσει.

"Μιράντα, αγαπημένη μου, γιατί δεν με κοιτάς;"

"Δεν είσαι εδώ πια." Απάντησε κοφτά η Μιράντα- σε ποιον ακριβώς; Άνοιξε την πόρτα και την έκλεισε πίσω της. Έκλεισε μάτια και αυτιά. Μπορούσε να αισθανθεί τους χτύπους της καρδιάς της να βαράνε ελαφρώς πιο γρήγορα στο στήθος της, να τραντάζουν όλο της το σώμα όπως περπατάγε στα τύφλα.

Έβγαλε τα χέρια από τα αυτιά της και έκλεισε την πόρτα του μπάνιου πίσω της, λίγο πιο δυνατά απ'ότι θα ήθελε. Αμέσως μετά το χτύπημα της πόρτας, άκουσε μέσα από το υπνοδωμάτιο έναν γδούπο σαν κάτι βαρύ να πέφτει στο πάτωμα.

Ρόλαρε τα μάτια της και μπήκε στο υπνοδωμάτιο. Κοίταξε προς την κατεύθυνση της Μέλανι. Η ξανθομάλλα ήταν τώρα ξαπλωμένη μπρούμυτα στο πάτωμα, γκρινιάζοντας ελαφρά από το πέσιμο, αλλά αρνούμενη να σηκωθεί. Κάπως έτσι ξύπναγε σχεδόν κάθε πρωί.

"Πρέπει να είμαστε στο σχολείο σε 2 ώρες υπναρού." Είπε ψυχρά η Μιράντα.

"Δεν θέλω φρουτόκρεμα μαμάάά." Είπε η Μέλανι, ζαυλακωμένη ακόμα από τη νύστα.

"Σήκω πάνω, ντύσου, φτιάξου και σε 10 λεπτά θα έχει τηγανητά αυγά με μπέικον."

Μαγικές οι λέξεις αυτές. Η Μέλανι σήκωσε αργά αργά κεφάλι και κοίταξε την Μιράντα με γαλίφικα μάτια.

"Με μουστάρδααα;"

"Αφού δεν σου αρέσει η μουστάρδα όταν δεν είναι ενσωματωμένη στο φαγητό."

"Πόσο καλά με ξέρεις~." Είπε η Μέλανι καθώς στήριζε το σαγόνι της στα χέρια της που αυτά στηρίζονταν στους αγκώνες της έτσι όπως ήταν ξαπλωμένη μπρούμυτα. Εάν κάποιος αναρωτηθεί ποιο στο καλό ήταν το νόημα αυτού του μικρού παράλογου διαλόγου, κανένας. Ήταν απλώς μια μικρή 'δραστηριότητα' για τα κορίτσια να λένε μεταξύ τους ασυναρτησίες, κάτι 'σχεδόν αδερφικό'. Η Μέλανι κούνησε τα πόδια της χαριτωμένα με ένα μεγάλο κουρασμένο χαμόγελο. "Καλημέρα Μιράντα."

"... 'Μέρα. Πηγαίνω να προετοιμάσω πρωινό και δεκατιανό." Είπε η Μιράντα και γύρισε πλάτη για να πάει κάτω στην κουζίνα. Η κυρία Σκάι απουσίαζε ήδη από το σπίτι, για να πάει στη δουλειά. Δεν είχε φτιάξει πρωινό και μεσημεριανό.

Εδώ και δύο χρόνια δεν έφτιαχνε, μετά από παράκληση των κοριτσιών ότι είχαν μάθει να μαγειρεύουν και μπορούσαν να φροντίσουν για το φαγητό τώρα που ήταν μεγαλύτερες. Η μαμά της Μέλανι τις εμπιστεύτηκε. Της γίνοταν χάρη εξάλλου με το να έχει μεγαλύτερη άνεση για να φτάσει στη δουλειά.

Το πρωινό το φτιάχνανε τα κορίτσια με το που ξυπνούσαν. Ή μάλλον συνήθως η Μιράντα το έφτιαχνε καθώς και το τι θα τρώγανε στο σχολείο και για εξισορρόπηση η Μέλανι έκανε μικρή λάντζα. Συνήθως έβαζαν ξυπνητήρι, όμως πάντα ξυπνούσαν πιο νωρίς από αυτό. Κυρίως η Μιράντα. Εκείνη την ξυπνούσε ο εφιάλτης της.

Ή μάλλον η ανάμνηση που είχε όταν έμαθε για τους νεκρούς γονείς της. Η Μέλανι ξυπνούσε τις περισσότερες φορές όταν έπεφτε από το κρεβάτι της. Ευτυχώς δεν έπεφτε με το κεφάλι. Συνήθως. Αυτό ωστόσο δεν ήταν τόσο ανησυχητική συμπεριφορά. Δεν φαινόταν να βασανίζεται από εφιάλτες καθόλου.

Τα πρώτα τρία χρόνια μετά 'Το ατύχημα' ναι, άλλα μετά σταμάτησε να έχει προβλήματα με τον ύπνο. Τον τελευταίο χρόνο μάλιστα η ψυχική υγεία της Μέλανι πήγαινε πολύ καλά. Φαινόταν να ευθυμεί πιο συχνά, να φαίνεται λιγότερο υποτονική και να αναγνωρίζει συναισθήματα πάνω σε άλλους.

Ακόμη μπορούσε να ανταποκρίνεται σε καταστάσεις που απαιτούσαν συναίσθημα. Όχι μόνο αρνητικά! Αυτά ήταν ελπιδοφόρα σημάδια, ότι η Μέλανι σιγά σιγά ξέφευγε από την αλεξιθυμία της και θα μπορούσε να ζήσει κανονικά στο κοντινό μέλλον.

Δεν μπορούσε να ειπωθεί το ίδιο και για τη Μιράντα όμως. Ήταν και θέμα χαρακτήρα, όμως άλλο το να χάνεις έναν γονέα όπως η Μέλανι και άλλο το να χάνεις και τους δύο όπως η Μιράντα. Το τραύμα ήταν διπλό για εκείνη.

Τουλάχιστον δεν είχε επηρεάσει στο ελάχιστο τις αποδόσεις της στα μαθήματα και είχε μάθει αν όχι να δείχνει γνήσια συναισθήματα, να τα μιμείται τόσο καλά που εύκολα μπορούσε να σε ξεγελάσει ότι δεν είναι αλεξιθυμική. Έδειχνε πως είχε την ικανότητα να ξέρει και αναγνωρίζει τι 'συναίσθημα' να δείξει και πότε, απλά... δεν ήταν παρά ψεύτικα.

Η μαυρομάλλα παρέμενε σε μια ψυχρή και αμυντική προς τα αληθινά συναισθήματα κατάσταση, με ελάχιστες βελτιώσεις που ίσα που φαίνοταν. Οι ψυχίατροι ανησυχούσαν για την σχεδόν μηδαμινή πρόοδο της. Να ήξεραν όμως τι άλλες επικίνδυνες συμπεριφορές είχε η Μιράντα, εκεί θα ανησυχούσαν ΤΡΟΜΕΡΆ...

"Ραπουνζέλ Ραπουνζέλ, κατέβα να φας πρωινό!" Κάλεσε η Μιράντα καθώς έβαζε τα τηγανισμένα αυγά σε δύο πιάτα, δίπλα από το ήδη έτοιμο μπέικον. Τα σβέλτα ενθουσιασμένα βήματα της Μέλανι από πάνω ακούστηκαν να πλησιάζουν τις σκάλες που συνέδεαν τους δύο ορόφους του σπιτιού.

Την επόμενη στιγμή κάτι σαν να άρχισε να γλιστράει πάνω στο κιγκλίδωμα και πράγματι, από την κουζίνα η Μιράντα παρακολούθησε καθώς η Μέλανι έκανε εμφάνιση γλιστρώντας πάνω στο κιγκλίδωμα, προς τα κάτω ταχύτατα, έχοντας αλλάξει από τη νυχτικιά της σε πολύχρωμα ρούχα.

Λίγο πριν το τέλος, ώθησε τον εαυτό της, πήδηξε και προσγειώθηκε στο πάτωμα. Επιτυχώς στα πόδια της. Μπήκε στην κουζίνα και άρχισε να σκανάρει το μέρος σαν αρπακτικό που δεν έχει φάει για τρεις-τέσσερις μέρες. Τα μάτια της καρφώθηκαν στα πιάτα με το πρωινό.

"Η φοβερή τίγρης πλησιάζει το ανύποπτο της θήραμα έτοιμη να του δώσει το τελειωτικό πλήγμα!" Αστειεύτηκε με μια σοβαροφανή φωνή καθώς μίλαγε. Η Μιράντα ρόλαρε τα μάτια της καθώς άφηνε τα πιάτα με το πρωινό τους στο τραπέζι.

"Μάλλον εννοείς το μικρό γατάκι που πάει να κάνει μαμ μαμ ντυμένη σαν τον δίσκο του Νεύτωνα." Είπε, φανερά προσπαθώντας να αστειευτεί, αλλά με μια ψυχρή φωνή, που σχεδόν την έκανε να ακούγεται ειρωνική.

"Χέι!" Παραπονέθηκε η Μέλανι και φούσκωσε τα μάγουλα της τάχα προσβεβλημμένη, τα μάτια της όμως ήταν γελαστά. Έκατσε στο τραπέζι και περίμενε καθώς η Μιράντα έπλενε δύο μήλα για να τα φάνε και αυτά. Όταν επιτέλους έκατσε και εκείνη κάτω, τότε μόνο τα πιρούνια σηκώθηκαν στον αέρα.

Τα κορίτσια άρχισαν να τρώνε, η καθεμία το αυγό της και το μπέικον που με μαεστρία η Μιράντα το έφτιαχνε έτσι που να σχηματίζει το γράμμα Μ. Συνήθως οι δυο τους τρώγανε σε μια παγερή σιωπή, χωρίς να ανταλλάσσουν κουβέντες. Δεν ήταν ότι δεν είχαν κάτι να πουν. Ή δεν ήταν εξαιτίας του κανόνα "Όταν τρώμε δεν μιλάμε."

Η Μέλανι απλώς προσπαθούσε να σεβαστεί το ότι η Μιράντα δεν ήταν πρωινός τύπος σαν εκείνη. Μπορούσε να την ζαλίζει με την ενεργητικότητα της πριν το πρωινό, αλλά στη διάρκεια αυτού σώπαινε. Υπήρχαν φορές που η Μέλανι προσπαθούσε να αρχίσει κουβέντα. Ποτέ η Μιράντα.

Πάντως αυτή τη μέρα, η Μέλανι παρέμεινε σιωπηλή. Παρά την όλο αυξανόμενη ευθυμία της με τα χρόνια, αποθαρρύνοταν όταν η Μιράντα αρνιόταν να πει παραπάνω από 2 λέξεις και δεν προσπαθούσε να συνεχίσει. Ενίοτε ήταν από πάντα κάπως λακωνική, μα όσο πήγαινε, ο λακωνισμός κόντευε να μετατραπεί σε απόλυτη μούγκα.

Αυτή η συμπεριφορά δεν ανησυχούσε κάποτε τη Μέλανι, όμως όσο πιο πολύ έβρισκε ξανά τον εαυτό της, τόσο πιο πολύ συνειδητοποίουσε τη σοβαρότητα της κατάστασης με τη Μιράντα. Εάν ήταν μονάχα συμπεριφορά πρωινάτικη θα ήταν δικαιολογημένο.

Μα η Μέλανι είχε την αίσθηση πως στο 'παγόβουνο' που είχαν παγιδευτεί και οι δυο τους μέσα όταν συνέβη 'Η ατυχία', η Μιράντα παρέμενε κολλημένη στο ίδιο βάθος. Ο συναισθηματισμός μέσα της φαινόταν σχεδόν νεκρός και οι εφιάλτες που η Μέλανι ήξερε πως η φίλη της έβλεπε, γίνοταν χειρότεροι και πιο έντονοι.

Και η Σκάι απελπίζοταν και λυπόταν. Το έβλεπε η Μέλανι στα μάτια της μαμάς της όταν κοίταζε τη Μιράντα, την άκουγε που καμιά φορά όταν νόμιζε πως δεν την άκουγε κάνεις, έκλαιγε και μιλούσε, παρακαλώντας τον Θεό για ένα θαύμα να μπορέσει η Μιράντα να ζήσει ευτυχισμένη και εκείνη.

"Γη καλεί Μέλανι, δεν υπάρχει άλλο φαγητό στο πιάτο σου, σταμάτα να το κοιτάς λες και θα εμφανιστεί ως δια μαγείας κι άλλο." Η Μέλανι τινάχτηκε και κοίταξε την Μιράντα. Προσπάθησε και χαμογέλασε κεφάτα, πήρε τα πιάτα στο νεροχύτη και άρχισε να τα πλένει ενώ η Μιράντα πήρε το μήλο της, πήγε στο σαλόνι και άναψε την τηλεόραση.

Άλλη μια συνήθεια πρωινάτικη για τα δύο κορίτσια, το να βλέπουν μερικά νέα ενώ συνέχιζαν να προετοιμάζονται για το σχολείο. Έτσι, για να σπάσει η σιωπή στο σπίτι, να μην αισθάνονται μόνες και να σκοτώσουν λίγο χρόνο μέχρι να τις πάρει το λεωφορείο για το σχολείο τους.

Η Μιράντα έκανε ζάπινγκ και άρχισε να ψάχνει το κανάλι που μετάδιδε μόνο νέα, πολύ πρωινάτικα. Σταμάταγε μόνο για λίγα δευτερόλεπτα να δει τι προβαλλόταν και μετά το άλλαζε. Καθώς όμως ετοιμαζόταν να πάει στο επόμενο, ξαφνικά γύρισε αλλού το πρόσωπο της και άλλαξε το κανάλι πιο γρήγορα από οποιοδήποτε άλλο.

Ναι, νομίζω καταλάβατε, το κανάλι που παρότι είχε συνήθως τις πιο ενδιαφέρουσες ταινίες, ήταν και αυτό που στιγμάτισε τα κορίτσια και από τότε το απέφευγαν όπως ο διάβολος το λιβάνι. Η Μιράντα επιτέλους βρήκε το κανάλι που έψαχνε και ψήλωσε τον ήχο. Ύστερα έφυγε να προετοιμάσει το κολατσιό για το σχολείο.

Η Μέλανι εντωμεταξύ είχε τελειώσει τη μικρή λάντζα, πήρε το μήλο της και χώνοντας το στο στόμα της σαν εκείνα τα καταπληκτικά γουρουνόπουλα έτοιμα για φάγωμα που συνήθως δείχνουν ταινίες σε 'κυριλάτα σημεία', πήγε να πάρει την τσάντα της και όλα τα συμπράγκαλα της για το σχολείο.

Όταν κατέβηκε ξανά κάτω, άφησε την τσάντα κοντά στην είσοδο του σπιτιού και γύρισε να κοιτάξει στην τηλεόραση, περισσότερο βαριεστημένη. Σπάνια τα νέα ήταν συνταρακτικά ή ενδιαφέροντα, ο ήχος όμως την απέσπαγε από το να ανησυχεί για τη Μιράντα.

"Σταμάτα να ανησυχείς για την κατάσταση μου. Και εσύ και η μαμά. Είναι άσκοπο."

Ακόμη κι αν η Μιράντα δεν είχε τη Μέλανι ή την Σκάι στο οπτικό της πεδίο, σχεδόν πάντα καταλάβαινε, λες και το μύριζε, πότε ανησυχούσαν 'για το μέλλον της' και 'τη ζωή της'. Ειλικρινά, ήξερε πως το μισούσε αυτό. Που οι άλλοι ανησυχούσαν για εκείνη, που έλεγαν και έδειχναν πως την αγαπούσαν, μα απλώς δεν μπορούσε να το εκτιμήσει.

Τίποτα δεν φαινόταν να μπορεί να εκτιμήσει πια. Ακόμη χειρότερα, δεν νοιαζόταν για τον εαυτό της σχεδόν καθόλου. Άμα της συνέβαινε κάτι, η οικογένεια της μόνο ανησυχούσε για εκείνη. Εκείνη το αντιμετώπιζε σαν να ήταν τίποτα.

Αναγνώριζε μέσα της και ήξερε πως ζήλευε τη Μέλανι που κατάφερνε να ξεπεράσει τον πόνο της απώλειας του μπαμπά της. Υποτίθεται πως ήταν μαζί στα πάντα, μεγαλώνανε μαζί, ζούσαν κάτω από την ίδια στέγη τα τελευταία σχεδόν 8 χρόνια και ήξεραν η μια την άλλη καλύτερα και από τους ίδιους τους εαυτούς τους.

Όσο όμως η Μέλανι μάθαινε να αισθάνεται ξανά και η Μιράντα έμενε στον πάτο της απάθειας, κάτι σαν μια νοερή διαχωριστική γραμμή φαινόταν να δημιουργείται μεταξύ τους. Τουλάχιστον έτσι φαινόταν στην Μιράντα κρυφά. Πως η Μέλανι θα συνέχιζε να ζει φυσιολογικά ενώ εκείνη θα παρέμενε άψυχη και μετά θα την βαριόταν ή τη θεωρούσε χαμένη υπόθεση και θα την παράταγε.

Η μαυρομάλλα γέμιζε με πίκρα όταν έφερνε αυτές τις σκέψεις στο μυαλό της. Όμως τις απόδιωχνε γρήγορα. Εξάλλου η Μέλανι δεν είχε δείξει στο ελάχιστο, ούτε μια φορά πως δεν ήθελε τη Μιράντα στη ζωή της. Ούτε η Σκάι. Η μόνη οικογένεια που είχε και εξακολουθούσε να αποδεικνύει πόσο νοιαζόταν για εκείνη ακόμα.

Η Μιράντα ανέβηκε ξανά στο μπάνιο και αποφεύγοντας να δει το είδωλο της στον καθρέπτη έπιασε την οδοντόβουρτσα και οδοντόκρεμα και άρχισε να βουρτσίζει τα δόντια της. Όταν τελείωσε πήγε να ντυθεί. Σε αντίθεση με τη Μέλανι, εκείνη προτιμούσε πιο μονότονα χρώματα και λιγότερα πάνω της.

Η περίπου κοινή γνώμη στον κώδικα ντυσίματος λέει πως είτε θα φοράς ένα ή δύο, άντε τρία το πολύ χρώματα, ή θα είσαι το δίποδο ουράνιο τόξο εάν ξέρεις πόσο καλά πάνε τα χρώματα μεταξύ τους. Η Μιράντα δεν απασχολούνταν με το τι χρώματα να φορέσει, αφού το 97% της γκαρνταρόμπας της αποτελούνταν από μαύρα, άσπρα και γκρι.

Διάλεξε ένα λευκό πουκάμισο, ένα μαύρο παντελόνι και τις ασπρόμαυρες μπότες στις οποίες είχε τη μεγαλύτερη προτίμηση. Πήρε και άφησε να κρέμεται από το χέρι της μια επίσης ασπρόμαυρη ζακέτα, πήρε την τσάντα της και κατευθύνθηκε προς τη πόρτα του δωματίου για να βγει έξω.

"ΜΊΡΑ, Ω ΘΕΈ! ΈΛΑ ΚΆΤΩ ΤΏΡΑ!" Άκουσε την Μέλανι να την καλεί από κάτω.

Ψύχραιμα η Μιράντα έτρεξε έξω από το δωμάτιο και άρχισε να κατεβαίνει τις σκάλες. 6 σκαλοπάτια πριν το πάτωμα του σαλονιού όμως πήδηξε με ευλυγισία αίλουρου πάνω από το κιγκλίδωμα και έφτασε στο σαλόνι 4 δευτερόλεπτα νωρίτερα από ότι θα της χρειαζόταν άμα κατέβαινε απλώς τις σκάλες.

"Έφτασα." Είπε βάζοντας χέρια στις τσέπες. Η Μέλανι έδειχνε την τηλεόραση χοροπηδώντας ελαφρά, κοιτάζοντας μια εκείνη και μια τη Μιράντα. Η μαυρομάλλα κοίταξε την οθόνη.

Ο επονομαζόμενος Εφιάλτης, αρχηγός των Σκιών, άγνωστη ταυτότητα και ο χάκερ του, ο Error 808, ταυτοποιημένος στο παρελθόν με το όνομα Ενρίκε Τζούλιαν Βάρα Πίντο Ρότσα Κάστρο βρίσκονται υπό τις ελάχιστες μαρτυρίες και πληροφορίες που οι υπεύθυνοι της ADX μοιράστηκαν, στην μονάδα H, μια από τις πιο ασφαλισμένες μονάδες της φυλακής. Ο Χένρι Γκάλοου γνωστός ως ο Κανίβαλος έχει μεταφερθεί στην μονάδα Kilo. Εικάζεται πως στο μέλλον θα σταλεί για αναμόρφωση. Αναμένουμε περαιτέρω πληροφορίες.

Η τηλεόραση έδειχνε εντωμεταξύ τις φάτσες των τριών αντρών που είχαμε γνωρίσει και πιο πριν και εκεί η Μέλανι έβαλε τα χέρια στα μαγουλάκια της.

"Ααα! Διάολε οι πρώτοι δύο είναι παίδαροι!" Σχολίασε στο άκυρο και χαχάνισε σαν παιδάκι, αγνοώντας το προβληματισμένο κάπως βλέμμα που της έριξε η Μιράντα. Οι δυο τους συγκεντρώθηκαν ξανά στην τηλεόραση καθώς από την πρώτη παρουσιάστρια που μετάδωσε τα νέα, ένας παρουσιαστής άρχισε να παίρνει το λόγο.

Η σύλληψη των Σκιών εκτελέστηκε επιτυχώς από το αστυνομικό τμήμα του Ντένβερ που μετά από τηλεφωνικό μήνυμα του ταμία που έκανε τη βάρδια του στο Safeway της λεωφόρου Royal Gorge έσπευσε να ελέγξει και αναγνωρίσει αν πράγματι ήταν οι Σκιές. Ακολούθησε μικρή καταδίωξη, που τελείωσε σύντομα με την αστυνομία να περικυκλώνει τους τρεις άντρες και να τους περνά χειροπέδες, ενώ στον Γκάλοου χορηγήθηκε και αναισθητική αίσθηση.

"Έλεος. Σαν ζώο." Σχολίασε η Μιράντα ρολάροντας τα μάτια της.

Ο αρχηγός της αστυνομίας του Ντένβερ, Άλμπερτ Νιξ, μας παρέδωσε μερικά λόγια στη συνέντευξη που ακολουθεί.

Το πλάνο άλλαξε δείχνοντας τωόντι τον αρχηγό Νιξ με ένα μικρόφωνο που το χέρι ενός δημοσιογράφου κράταγε εκτός οθόνης κοντά στο στόμα του. Βρισκόταν σε εξωτερικό χώρο καθώς τριγύρω έδειχνε ότι ήταν νύχτα.

"Έλεος. Οι δημοσιογράφοι καταφέρνουν να μαθαίνουν για ζουμερά πράγματα πάντα και παντού." Σκέφτηκε η Μιράντα.

Έχω σκοτώσει κατσαρίδες και πιάσει ποντίκια πολύ πιο εύκολα απ'ότι θα ήταν να συλληφθούν οι Σκιές. Με τον σκοπό αυτό ολοκληρωμένο, μια και καλή θέλω να θεωρώ, έχω λόγο να νιώσω περήφανος και ικανοποιημένος με τους άντρες της αστυνομίας του Ντένβερ για την ετοιμότητα και ταχύτητα τους να ανταποκριθούν στην ακατόρθωτη μέχρι τώρα σύλληψη αυτών των εγκληματιών. Είθε οι πολίτες του Ντένβερ, αλλά και του κόσμου όλου να μπορέσουν να αισθανθούν λίγο πιο ασφαλείς και να συνειδητοποιήσουν πως οι Σκιές στο κάτω κάτω, δεν είναι παρά άνθρωποι, όχι ανέγγιχτοι Θεοί.

"Χαρές που θα κάνει ο Νιξ Τζούνιορ για την επιτυχία του μπαμπά του, ε;" Ρώτησε η Μέλανι γυρνώντας προς τη Μιράντα, η οποία την κοίταξε με σηκωμένο φρύδι. Η τηλεόραση άλλαξε πλάνο και ξανάδειξε την πρώτη παρουσιάστρια.

Ύστερα από 5 χρόνια τρόμου και απειλής, η ADX Florence επιτέλους δέχεται και κλείνει πίσω από μπάρες την εγκληματική συμμορία των Σκιών. Θα εκτελέσουν την ποινή φυλάκισης τους και θα καταθέσουν για τις πράξεις τους, ενώ η αναζήτηση της αληθινής ταυτότητας και του ονόματος του Εφιάλτη συνεχίζεται. Περαιτέρω πληροφορίες στο βραδινό ρεπορτάζ.

Η τηλεόραση άλλαξε εικόνα, μα τα κορίτσια δεν έδωσαν καμία σημασία παραπέρα. Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους, η Μέλανι φανερά έκπληκτη.

"Ουαααου! Επιτέλους τους πιάσανε!" Σχολίασε ενθουσιασμένα.

"Όπως το είπε ο Νιξ. Οι Σκιές είναι άνθρωποι. Ήταν θέμα χρόνου να συλληφθούν, αν και μου ακούγεται ηλίθιο το πως πιάστηκαν. Υποθέτω πως θα μου λείψουν κάπως ωστόσο «Οι λόγοι των Σκιών» και πως έκαναν το κυνηγητό τους με τους μπάτσους να φαίνεται σαν τσίρκο." Απάντησε η Μιράντα ψυχρά.

Κάποιος ανώνυμος στο YouTube ανέβαζε βίντεο αποκλειστικά βασισμένα στους προφορικούς δημόσιους λόγους που έβγαζε καμία φορά τα τελευταία πέντε χρόνια ο Εφιάλτης, όπως τους είπε η Μιράντα, «Οι λόγοι των Σκιών».

Υπήρχαν γύρω στα 100 βίντεο μόνο, όμως είχαν πάμπολλες προβολές και μάλιστα πολλά likes. Τα σχόλια ήταν απενεργοποιημένα. Η Μέλανι είχε πιάσει μια φορά την Μιράντα να ακούει έναν τέτοιο λόγο. Μάλιστα συνειδητοποίησε πως έβαζε να τους ακούει συχνά.

"Ακόμη και από εγκληματίες σαν τον Εφιάλτη ακούς αλήθειες που ο περισσότερος κόσμος παλεύει να αγνοήσει. Ίσως εσένα σου φανεί προβληματικό το ότι βρίσκω αρκετά από τα λόγια του ενδιαφέροντα και λογικά."

Όχι, δεν είχε πρόβλημα η Μέλανι. Πράγματι ακόμη και από έναν διεστραμμένο μπορούσες να ακούσεις λόγια και ιδεολογίες που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο έβγαζαν νόημα.

Γινόντουσαν προβληματικά όμως όταν αυτοί που τα έλεγαν, έπαιρναν τις ιδέες στα άκρα. Επίσης η Μιράντα έλεγε πως από αυτούς τους λόγους μπορούσε να αναλύει και βρίσκει λεπτομέρειες για αυτόν τον μυστηριώδη Εφιάλτη, ή τουλάχιστον να υποθέτει.

Λόγου χάρη, μπορούσε να υποθέσει πως ο Εφιάλτης ήταν μορφωμένος. Δεν διάβασε απλώς από το Διαδίκτυο ή διάβασε βιβλία σαν αυτοδίδακτος. Σε κάποιους λόγους πρόδιδε γνώσεις που περισσότερο θα μάθαινες από κοινωνικές επιστήμες και με τη βοήθεια ειδικών δασκάλων.

Είχε μια εξαιρετική και προσεγμένη ευφράδεια λόγου που μόνο με εκπαίδευση, πολλή μελέτη και πολλά διαφορετικά βιβλία με διάφορους τρόπους γραφής και χρήσης λέξεων μπορούσες να την χρησιμοποιήσεις.

Οπότε το πιθανότερο, πριν γίνει ο Εφιάλτης «Εφιάλτης», πρέπει να ήταν κάποιος που είχε λάβει ειδική εκπαίδευση, ίσως να ήταν κιόλας πλουσιόπαιδο. Εάν αλήθευε, τότε γιατί να παράταγε τέτοια ζωή; Την σιχάθηκε και τον τρόπο που οι πλούσιοι γενικά καταπιέζουν τον κόσμο, για αυτό ίσως να κρατάει πολλές κακίες στην εξουσία και τους ανώτερους;

Ποιος ξέρει.

Η Μέλανι έκλεισε την τηλεόραση. Μαζί με τη Μιράντα πήγαν στην κουζίνα να πάρουν το κολατσιό τους, επέστρεψαν στο σαλόνι και πλησίασαν την εξώπορτα όπου είχαν αφήσει τις τσάντες τους. Έβαλαν το φαΐ μέσα σε αυτές, τις έβαλαν στην πλάτη τους και κοίταξαν την πόρτα.

Ύστερα στράφηκαν η μια στην άλλη σοβαρά σοβαρά. Για μερικά δευτερόλεπτα κοιτάζονταν έτσι και τότε χωρίς προειδοποίηση ή συνεννόηση τα κορίτσια άνοιξαν χέρια, πλησίασαν και αγκάλιασαν η μια την άλλη απαλά.

Άλλη μια μικρή ιδιαίτερη ρουτίνα που είχαν πριν βγουν από το σπίτι για να πάνε σχολείο. Ιδέα της Μέλανι. Αν και η Μιράντα δεν αισθανόταν ή καταλάβαινε τον ιδιαίτερο λόγο της αγκαλιάς αυτής, δεν έλεγε κάτι ή δεν έσπαγε την ρουτίνα. Εδώ και 4 χρόνια.

10 δευτερόλεπτα αργότερα οι δύο φίλες έσπασαν την αγκαλιά και η Μέλανι χαμογέλασε πλατιά. Το πρόσωπο της Μιράντας παρέμεινε ανέκφραστο, αν και τα μαύρα μάτια της φάνηκαν για μια φευγαλέα στιγμή να λάμπουν παραπάνω. Αφού έγνεψαν, επιτέλους άνοιξαν την εξώπορτα.

"Είμαι κλειδοκράτορας σήμερα." Είπε η ξανθιά καθώς έπαιρνε το κλειδί, κλείδωνε την πόρτα και το έβαζε σε ένα ασφαλισμένο τσεπάκι της τσάντας της.

Ένα βραχνό κορνάρισμα ακούστηκε να πλησιάζει το οίκο Γκρέι και το κίτρινο σχολικό λεωφορείο που περνούσε από τη γειτονιά τους, φάνηκε να πλησιάζει. Τα κορίτσια προχώρησαν, σταμάτησαν στο πεζοδρόμιο έξω από το σπίτι τους και περίμεναν να πλησιάσει αρκετά. Το όχημα σταμάτησε και άνοιξε τις πόρτες του.

"Εμπρός κυρίες. Μπείτε στο πολυτελές εξπρές!" Ακούστηκε η βραχνή γέρικη φωνή του οδηγού να τις καλεί πρόσχαρα και η Μέλανι χαχάνισε. Αυτό το αστειάκι το άκουγε εδώ και χρόνια, μα δεν έπαυε να την κάνει να σκάει ένα χαμόγελο.

"Σας ευχαριστούμε Κύριε Στιούαρτ." Είπε εκ μέρους και της Μιράντας και μπήκαν μέσα. Φασαρία επικρατούσε και φωνές μαθητών, που κόπηκαν μεμιάς όταν είδαν τα κορίτσια να μπαίνουν. Ξαφνικά ο αέρας μύριζε έχθρα και μίσος.

"Κυρίες μου, οι θέσεις ντελούξ σας περιμένουν. Καλύτερα να καθίσετε γρήγορα, Ιησού Χριστέ, τόση εχθρότητα στον αέρα ούτε όταν ήμουν στα νιάτα μου στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο!" Ξαναείπε αλλά εύθυμα και χαλαρά, αρκετά δυνατά έτσι ώστε να ακούσει και η γαλαρία στο βάθος ό,τι είπε.

"Μάλιστα Κύριε!" Τα κορίτσια κάθισαν στις διπλές θέσεις στα δεξιά του λεωφορείου, αλλά μια σειρά πίσω από τον οδηγό. Το κίτρινο όχημα ξεκίνησε να οδηγεί προς τα μπρος.

Ο οδηγός του ονόματι Στιούαρτ συνήθιζε στα νιάτα του να βρίσκεται στο στρατό, στη κατάταξη οδηγών πολεμικών οχημάτων. Μετά το τέλος του πολέμου είχε να περάσει από ψυχοθεραπεία για PTSD. Το ξεπέρασε και ακόμη κι όταν βγήκε στη σύνταξη εξακολουθούσε να δουλεύει σαν οδηγός σχολικού λεωφορείου εδώ και 28 χρόνια.

Είχε πολλές ιστορίες και εμπειρίες να πει από τον πόλεμο και παρότι αρκετές δεν ήταν ευχάριστες παρέμενε εύθυμος και καλοσυνάτος. Η Μέλανι και η Μιράντα τον συμπαθούσαν. Ήταν ένας γλυκύτατος παππούλης που δεν τις έκρινε και δεν τις αντιπαθούσε καθόλου για το πως ήταν.

Όπως εκείνος είχε μοιραστεί πολλές ιστορίες μαζί τους, έτσι και εκείνες του έλεγαν που και που πράγματα για τους εαυτούς τους. Αν και περισσότερο άλλοι προσπάθησαν να 'προειδοποιήσουν' τον Στιούαρτ και να ρίξουν λάσπη στη φήμη των κοριτσιών. Ο γεράκος πάντως δεν επηρεαζόταν στο ελάχιστο από αυτές τις φήμες.

"Πρώτον, δεν επιλέξατε να γίνετε έτσι. Δεύτερον, καλά κάνετε και δεν σας ενδιαφέρει η γνώμη του κόσμου. Και τρίτον νεαρές μου, να ξέρετε αυτό, όταν κάποιοι δεν σταματάνε να σχολιάζουν τα πάντα για τη ζωή σας, σημαίνει πως δεν είναι ικανοποιημένοι με τις δικές τους, είναι μίζεροι και ψάχνουν μόνο τα αρνητικά πάνω σας για να αγνοήσουν τα δικά τους. Μάλιστα, τέτοιοι άνθρωποι στην πραγματικότητα είναι το πιο πιθανό να σας ζηλεύουν επειδή οι ζωές τους δεν έχουν ενδιαφέρον."

Αυτά τα λόγια τα είχε πει πιο παλιά στα κορίτσια όταν σιχάθηκε να ακούει για πολλές βδομάδες σερί το πως οι μαθητές στα καθίσματα πίσω τις σχολίαζαν αρνητικά. Ειδικά τις τελευταίες δύο προτάσεις τις είπε δυνατότερα εξεπίτηδες😂.

Από εκείνη τη μέρα κι ύστερα, έκανε τους πάντες να το βουλώνουν από το να κουτσομπολεύουν το δίδυμο Μ, τουλάχιστον σε όλη τη διάρκεια που το λεωφορείο οδηγούσε. Έξω από αυτό και στο σχολείο, ήταν άλλη ιστορία. Ειρωνικό.

Έτσι ο Στιούαρτ ήταν για τη Μέλανι και Μιράντα ένας από τους λίγους φίλους που είχαν και συμπαθούσαν. Όπως και σήμερα, οι τρεις τους συζητούσαν περί ανέμων και υδάτων, μια εύθυμη και ήρεμη παρέα ενόσω ο Στιούαρτ είχε τα μάτια του στο δρόμο.

"Κύριε Στιούαρτ, προλάβατε να δείτε καθόλου τα πρωινάτικα νέα; Πιάσανε τις Σκιές!" Πέταξε σε κάποια φάση η Μέλανι.

"Δεν είδα. Μα με πληροφόρησε ένας φίλος που δουλεύει στην ADX."

"Τι θεωρείτε για αυτό;" Ρώτησε η Μιράντα.

"Εγώ; Τι έχω να πω; Μπορώ να πω πάντως πως το Ντένβερ ίσως φαίνεται σαν ένα λίγο πιο ασφαλές μέρος να ζει κανείς." Ο Στιούαρτ σώπασε, μα φαινόταν πως ήθελε να πει και κάτι άλλο. Τα κορίτσια περίμεναν. Εντέλει ο οδηγός αναστέναξε. "Κάνεις δεν γεννιέται κακός ή επειδή το επέλεξε. Οι Σκιές μπορεί να είναι οι κακοί στα μάτια των πάντων, μα ποιος ξέρει από τι βάσανα μπορεί να πέρασαν οι ίδιοι."

"Αυτό δεν δικαιολογεί τα εγκλήματα που έχουν κάνει." Επενέβη πάλι η Μέλανι.

"Δεν τα δικαιολογεί. Μα είναι άνθρωποι που πήραν το δρόμο που πήραν επειδή δεν τους δόθηκε άλλη επιλογή, ή δεν είχαν για να επιβιώσουν." Εδώ ο Στιούαρτ έσφιξε το τιμόνι με τα χέρια του, ξαφνικά νευριασμένος. "Οι άνθρωποι που έχω γνωρίσει στον πόλεμο ήταν πολύ χειρότεροι από δαύτες τις Σκιές."

"Ωχ όχι, θα αρχίσει πάλι με αυτό." Ψιθύρισε η Μιράντα.

"Ειδικά δεν θα ξεπεράσω ποτέ αυτό που συνέβη όταν αυτό το-... απαίσιο φάντασμα σκότωσε όλους τους συνεργάτες μου, τον καθένα με μια μόνο σφαίρα! Ήταν μέσα σε τανκς. Σε τανκς!" Μα τότε ηρέμησε. "Α, φτάσαμε. Δεν θα σας ζαλίσω για σήμερα με αυτή την ιστορία πάλι." Άνοιξε τις πόρτες του λεωφορείου και ενώ οι άλλοι μαθητές ξεχύθηκαν έξω, η Μέλανι και η Μιράντα περίμεναν. Ο οδηγός τους χαμογέλασε. "Καλή δύναμη και καλή μέρα στο σχολείο κυρίες."

"Καλή μέρα και σε εσάς Κύριε Στιούαρτ!" Είπε κεφάτα η Μέλανι και τον χαιρέτησε ενθουσιασμένα καθώς μαζί με τη Μιράντα βγαίνανε από το λεωφορείο. Το όχημα έκλεισε πόρτες και πήρε δρόμο. Τα δύο κορίτσια περπάτησαν στην κατεύθυνση που οι άλλοι μαθητές πήγαιναν.

Σύντομα βρίσκονταν μπροστά από τις πύλες ενός ψηλού κτιρίου. Ένας ψηλός άντρας με κάστανα μαλλιά, φορώντας μαύρη φόρμα, γυαλιά ηλίου και σφυρίχτρα γύρω από το λαιμό του περίμενε με χέρια σταυρωμένα παρατηρώντας τους μαθητές που έμπαιναν μέσα.

Δεν είπε τίποτα στα κορίτσια καθώς έμπαιναν μέσα, μα κούνησε το κεφάλι του ελαφρά και εκείνες έκαναν το ίδιο. Ένας μικρός χαιρετισμός που είχαν μεταξύ τους. Και καθώς βλέπουμε τις πρωταγωνίστριες να μπαίνουν μέσα, σταματήστε και εσείς που διαβάζετε απλώς να κοιτάτε.

Καλωσορίσατε

Στο Ανατολικό Γενικό Σχολείο του Ντένβερ.

4400 λέξεις. τα λέμε στο επόμενο κεφάλαιο🫡

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top