2. Διακόπτης κάτω

Τη νύχτα της Τετάρτης που η Σκάι βρήκε τα κορίτσια μπροστά από την ενεργοποιημένη τηλεόραση αναίσθητα, μαζεύοντας το υπερελάχιστο κουράγιο που τις είχε μείνει για να μην λιποθυμήσει, κάλεσε το νοσοκομείο κλαίγοντας.

Πρώτη η Μέλανι, μετά η Μιράντα, αλλά την ίδια μέρα, το μεθεπόμενο πρωί ξύπνησαν σε διπλανά κρεβάτια νοσοκομείου. Και οι δύο είχαν μάτια παγωμένα, σαν γυάλινα, κάπως αδιάφορα και ήταν εξαιρετικά χλωμές. Οι γιατροί που εισήλθαν να τις εξετάσουν, στην αρχή υπέθεσαν ότι ήταν απλώς το σοκ που τις επηρέαζε ακόμα.

Ούτε ένα λεπτό αργότερα όμως άρχισαν να καταλαβαίνουν πως στ' αλήθεια κάτι δεν πήγαινε καλά, επειδή αρχικά, δεν μιλούσαν. Και δεν ήταν ότι αρνούνταν να μιλήσουν, φαινόταν πως ήθελαν να πουν κάτι, όμως μόνο τα μάτια τους "έλεγαν". Δυσκολεύονταν να αρθρώσουν λέξη.

Όταν επιτράπηκε στη μαμά της Μέλανι να τις δει, μπόρεσαν να χαμογελάσουν. Φαινόταν ιδιαίτερα χαρούμενες που την έβλεπαν, όμως ακόμη δεν μιλούσαν, προκαλώντας μονάχα περισσότερη ταραχή και ανησυχία στην Σκάι.

Στα κορίτσια δόθηκε χαρτί και μολύβι με την ελπίδα ότι τουλάχιστον έτσι θα μπορούσαν να επικοινωνήσουν. Αν και αρχικά δίστασαν, σύντομα οι δυο τους έγραψαν στο χαρτί τα πρώτα τους λόγια μετά από τον "μακρύ ύπνο" τους.

Θα έρθει ο μπαμπάς με το αυτοκίνητο να μας πάρει από το νοσοκομείο?

Πού είναι η μαμά και ο μπαμπάς?

Η Σκάι είχε κάνει μεταβολή για να μην βάλει ξανά τα κλάματα, αυτή τη φορά μπροστά τους. Τα βλέμματα των κοριτσιών έδειχναν απορία για την αντίδραση της, λες και δεν ήξεραν ότι οι γονείς τους πέθαναν, τα μάτια όμως στιγμιαία πρόδωσαν άλλες σκέψεις. Όπως το είχε εξηγήσει ο ψυχίατρος Μάρλεϊ ότι συνέβαινε.

Δευτερογενής ή ψυχολογική αλεξιθυμία.

Ο θάνατος του γονιών της Μιράντας και του μπαμπά της Μέλανι είχε προκαλέσει ισχυρό ψυχολογικό σοκ στα κορίτσια, φέρνοντας τες σε μια μόνιμη κατάσταση συναισθηματικής απάθειας. Η έλλειψη συναισθήματος και αντιδράσεων σε πράγματα και καταστάσεις, ακόμη και όταν αναμενόταν συγκεκριμένη αντίδραση επαλήθευαν τη διάγνωση.

"Οι ασθενείς ψυχολογικής αλεξιθυμίας τείνουν να καταπιέζουν οδυνηρά συναισθήματα σαν μια πρόσκαιρη άμυνα εναντίον του τραύματος. Στην περίπτωση των κοριτσιών, μετά το αποτέλεσμα του ψυχολογικού τραύματος που αισθάνθηκαν, μαθαίνοντας τόσο απότομα και αναπάντεχα για τους θανάτους, φαίνεται να προσποιούνται ότι οι γονείς τους δεν πέθαναν ποτέ." Θα εξηγούσε ο ψυχίατρος στην Σκάι μετά την πρώτη τους συνεδρίαση για την θεραπεία των κοριτσιών.

Είχε φανεί από τη πρώτη κιόλας μέρα που ξύπνησαν στο νοσοκομείο μετά τους θανάτους εξάλλου. Επέμεναν ότι οι γονείς τους ήταν καλά. Ήξεραν τι στ' αλήθεια είχε συμβεί, αλλά προσποιούνταν. Λίγες μέρες αργότερα τους επιτράπηκε να φύγουν από το νοσοκομείο. Τα χαρτιά και η συνταγογράφηση φαρμάκων για τα κορίτσια επακολούθησε.

Αν και δεν μπορούσαν να αρθρώσουν λέξη, αυτό δεν ήταν κάτι που θα ήταν μόνιμο. Η ομιλία θα ερχόταν πίσω. Καιρός ήταν. Γιατί υπήρχαν τόσα άλλα πράγματα να γίνουν. Πρώτα η κηδεία. Ήταν εξαιρετικά οδυνηρό για την Σκάι να πρέπει να αποχαιρετήσει τον σύζυγο της και τους οικογενειακούς τους φίλους.

Όσο για την Μέλανι και την Μιράντα, αυτές σε όλη την κηδεία ήταν απολύτως σιωπηλές και σκεπτικές. Ακόμη και μετά την κηδεία ήταν έτσι. Μετά όμως, προς έκπληξη της Σκάι, οι δυο τους μια βδομάδα μετά ξαφνικά σπάσανε τη σιωπή που κρατούσαν.

Άρχισαν να μιλούν σαν να μην συνέβη ποτέ τίποτα, λες και δεν πέθαναν οι γονείς τους. Παγωμένες ωστόσο. Ένα πρόβλημα λιγότερο, αν και άμα αναφερόταν το οτιδήποτε σχετικό με θανάτους ή ακόμη και τους γονείς, ξαφνικά σταματούσαν να μιλούν.

Πέραν της κηδείας, ήταν αργότερα και το θέμα του τι θα γινόταν με την Μιράντα. Η Σκάι ήθελε να την υιοθετήσει. Παρά το κύμα θλίψης και της απώλειας, δεν μπορούσε να φανταστεί τη Μιράντα σε ορφανοτροφείο, ή ίσως αργότερα σε ξένο σπίτι και άλλη οικογένεια. Σχεδόν την αισθανόταν σαν δεύτερη κόρη.

Στην αρχή ήταν δύσκολο, φαινόταν σχεδόν αδύνατον να κερδίσει την επιμέλεια της. Δεν ήταν εργαζόμενη, ήταν απλώς νοικοκυρά και το επίδομα από τη δουλειά του άντρα της δεν ήταν αρκετό. Συν του ότι, φυσικά, ήταν μόνη της. Της δόθηκε προθεσμία να βρει δουλειά και να τακτοποιηθεί κάπως.

Δεν είχε σημασία, σε έναν μήνα έπρεπε να δείχνει ότι ήταν σε θέση να θρέψει 2 παιδιά. Για 2 βδομάδες ήταν παντελώς άτυχη. Πουθενά δεν την προσλάμβαναν, ούτε για καθαρίστρια, ούτε καν για πορτιέρισσα. Πάλευε να κρατήσει τη ψυχραιμία της μπροστά στα κορίτσια όταν έμπαινε στο σπίτι μετά από άλλη μια αποτυχημένη μέρα αναζήτησης εργασίας.

Τη στιγμή όμως που ήταν έτοιμη να χάσει κάθε ελπίδα, ένα αναπάντεχο τηλεφώνημα την κάλεσε να έρθει σε μια συγκεκριμένη διεύθυνση. Ήταν σχετικά-... λοιπόν, πολύ μακριά από το σπίτι της, όμως, με κάπως αναπτερωμένες ελπίδες και εξαιρετικά μεγάλη περιέργεια και απορία, η Σκάι πήγε μέχρι εκεί.

Προς μεγάλη της έκπληξη θα συνειδητοποιούσε ότι η διεύθυνση βρισκόταν στο μεγαλύτερο ψυχιατρείο της χώρας, αν όχι όλης της Αμερικής. Και με ακόμα μεγαλύτερη έκπληξη ο προϊστάμενος του ψυχιατρείου της εξήγησε πως η φόρμα που υπέβαλε για αίτηση εργασίας ως καθαρίστρια είχε γίνει αποδεκτή.

Η χαρά της δεν περιγραφόταν. Επιτέλους, είχε βρει δουλειά. Αν και θα ορκιζόταν πως δεν θυμόταν να υπέβαλε αίτηση σε ψυχιατρείο... Παρότι την χρειαζόταν τη δουλειά, ρώτησε μήπως είχε γίνει κάποιο λάθος. Ανησύχησε μην και την κατηγορούσαν για απάτη ή κάτι τέτοιο.

Όμως ο προϊστάμενος καθησύχασε τις ανησυχίες της και της είπε πως δεν υπήρχε κανένα λάθος. Το μητρώο της ήταν μια χαρά, σωστό. Λοιπόν, ίσως να μην το είχε προσέξει, ίσως να έκανε τέτοια αίτηση κατά λάθος. Αυτό το "κατά λάθος" ήταν γούρικο για εκείνη πάντως.

Και μάλιστα, τόσο μεγάλο ψυχιατρείο σήμαινε και μεγαλύτερη ανάγκη σε εργατικά χέρια, προσωπικό και καθαριστές. Όπως αστειεύτηκε και ο προϊστάμενος, το ψυχιατρείο πάντα είχε κάποια ανάγκη από έναν ή δυο καθαριστές παραπάνω για να "την βγάλουν καθαρή".

(εντάξει παιδιά, τώρα μπορείτε να βάλετε το αστείο στον φούρνο μικροκυμάτων μπας και από κρύο γίνει ζεστό)

Έτσι η υιοθεσία της Μιράντας μπόρεσε να γίνει χωρίς άλλες ιδιαίτερα δύσκολες απαιτήσεις. Η Μέλανι ήταν πέρα για πέρα ικανοποιημένη που μοιραζόταν το δωμάτιο της με τη καλύτερη της φίλη και μπορούσαν να ζουν σαν αδερφές.

Ίσως και να ήταν το καλύτερο που είχαν η μία την άλλη και έγινε τόσος κόπος για να μπορέσει η Μιράντα να ζει μαζί με τις Γκρέι. Γιατί πάρα την αλεξιθυμία τους, δεν αποτελούσαν με άλλο τρόπο σοβαρό πρόβλημα στην μαμά της Μέλανι. Μετά από 'Την ατυχία' όπως αποκαλούσαν σκέτα τον θάνατο των γονιών τους, ήταν λες και ξαφνικά είχαν ωριμάσει.

Παρά τα 10 χρόνια τους σε ηλικία, είχαν αρχίσει να γίνονται πιο υπεύθυνες. Πήγαιναν από μόνες κανονικά στην ώρα τους στο σχολείο, βοηθούσαν με τις δουλειές του σπιτιού να το διατηρούν τακτοποιημένο και καθαρό, μελετούσαν με βαθιά προσήλωση τα μαθήματα τους.

Έτσι για το μόνο σχεδόν που είχε να φροντίζει η Σκάι ήταν να προετοιμάσει μεσημεριανό που θα έβρισκαν τα κορίτσια μετά το σχολείο, αφού έπρεπε να φύγει νωρίς για τη δουλειά και επέστρεφε αργά, καθώς και επειδή είχαν αρνηθεί την πρόταση της όταν τις ρώτησε άμα θέλουν καμιά κυρία, καμιά νταντά να έρχεται να τις φροντίζει.

Οι δυο φίλες δεν παραπονιόντουσαν καθόλου που δεν μπορούσαν να βλέπουν συχνά "τη μαμά τους", όπως και η Μιράντα άρχισε να αποκαλεί τη μαμά της Μέλανι μετά από λίγα χρόνια. Δεν τις πείραζε που δεν μπορούσαν να έρχονται σπίτι, να τις καλωσορίζει η κυρία Γκρέι και να έχουν ζεστό φαγητό να τις περιμένει, όπως πριν από 'Την ατυχία'.

Καταλάβαιναν πως ήταν απαραίτητα όλα αυτά να γίνονται, για το καλό τους και την ευημερία τους πάνω απ' όλα. Για αυτό λοιπόν και διευκόλυναν όσο μπορούσαν την κυρία Γκρέι και φρόντιζαν να την κάνουν περήφανη, συν του ότι με το να είναι αυτές ανεξάρτητες, δεν χρειαζόταν να επιβαρυνθεί η οικογένεια με έξτρα έξοδα που θα είχαν άμα πλήρωναν μια νταντά.

Και τέλος πάντων, κάθε σχολική χρονιά, έριχναν εντατική δουλειά και ήταν πάντα οι καλύτερες μαθήτριες της τάξης τους. Εκεί που πριν "Την ατυχία" ήταν μέτριες προς καλές μαθήτριες, τώρα είχαν τους πιο υψηλούς, αψεγάδιαστους βαθμούς σε κάθε μάθημα.

Ό,τι αδυναμία είχε η μία, η άλλη την συμπλήρωνε και την κάλυπτε έτσι ώστε να επιτυγχάνουν στο μέγιστο. Όσο τέλειες μαθήτριες ήταν όμως, το εντελώς αντίθετο ήτανε με τις περισσότερες κοινωνικές τους σχέσεις. Με ποσοστό, κάπου στο 95% των μαθητών και δασκάλων μαζί, οι περισσότεροι μισούσαν, απεχθανόντουσαν, φοβόντουσαν και αντιπαθούσαν τη Μέλανι και τη Μιράντα.

Στο Δημοτικό, τα τελευταία 2 χρόνια τους εκεί, ο μεγαλύτερος εχθρός των κοριτσιών ήταν η αλεξιθυμία τους και το βάσανο του να βάλουν σε τάξη τα συναισθήματα τους, πράγμα στο οποίο βοήθησαν οι ψυχολογικές συσκέψεις, τα φάρμακα και τα όποια ενδιαφέροντα δεν είχαν χάσει στη ζωή τους.

Με το που μπήκαν στο Γυμνάσιο όμως είχαν κι άλλα σοβαρά προβλήματα να αντιμετωπίσουν. Νταήδες από το Δημοτικό ακόμα, που θυμόντουσαν και ήξεραν τις δυο φίλες, όταν συνειδητοποίησαν πως βρίσκονται σε κοινό έδαφος, προσπαθούσαν αρχικά να επιβληθούν ξανά.

Αυτό φυσικά δεν πετύχαινε και τότε επιστρατεύονταν τη λασπολογία, συκοφαντία και ψέματα, δίνοντας τους σε λιγότερο από μια βδομάδα φρικτή φήμη. Παραφουσκώνανε γεγονότα που ούτε καν σοβαρά ήτανε ή ούτε λίγο αληθινά και τα κάνανε δραματικά. Όλα αυτά πολλοί μαθητές τα έτρωγαν αμάσητα σαν ηλίθιοι.

Μα ίσως δεν πρέπει να τους κατηγορούμε. Δεν είναι πάντα τόσο εύκολο να απωθείς κάτι που επαναλαμβάνεται. Ειδικά άμα κάποιος σου λέει συνεχώς στο αυτί το ίδιο ακριβώς πράγμα, ξανά και ξανά, χωρίς σταματημό, θα καταλήξεις αργά ή γρήγορα να το πιστέψεις.

Αφού κάνεις τους δεν μπορούσε να τους κάνει κακό με τη βία, προσπαθούσαν να τις προκαλούν λεκτικά. Αν και πάλι, δεν δούλευε πάντα ούτε αυτό και κατέληγαν στο τέλος να δέχονται πιο ισχυρές μπηχτές και σπόντες από τις κοφτερές και σε εγρήγορση πάντα γλώσσες της Μέλανι και Μιράντα.

Μόνο ένα πράγμα υπήρχε που έκανε τα κορίτσια να αντιδρούν λίγο πιο έντονα και που τις πρόδιδε πως είχαν θιχτεί. Αυτό φυσικά ήταν ο θάνατος των γονιών τους. Ποιος ξέρει από που, ίσως- σίγουρα και τα νέα στην τηλεόραση 'βοήθησαν' κάποιους μαθητές να συνδέσουν τους γονείς της Μέλανι και Μιράντας ως τα θύματα του εργοστασίου.

Πες πες, στο τέλος όλο το σχολείο ήξερε για τους θανάτους. Κάθε φορά που προσπαθούσαν να θίξουν τις 2 φίλες έτσι, είτε ρίχνοντας υπονοούμενα, είτε λέγοντας το κατευθείαν, περισσότερο η Μιράντα πάλευε να καλύψει την ταραχή της, χλόμιαζε και η γλώσσα της προσωρινά κόμπιαζε.

Αλίμονο όμως σε όποιους μαθητές έκαναν κάτι τέτοιο. Την ίδια κιόλας ή την επόμενη σχολική μέρα, έτρωγαν κάρμα. Ξεφτιλίζονταν μπροστά σε όλο το σχολείο, τα μυστικά τους ή προσωπικά τους βγαίνανε στη φόρα, φιλίες δηλητηριάζονταν και πολλά άλλα δεινά.

Φυσικά οι υποψίες πέφτανε πάνω στη Μέλανι και τη Μιράντα, κυριολεκτικά όλοι ήταν έτοιμοι να πιστέψουν πως εκείνες είχαν την ανάμειξη τους σε αυτά τα 'ατυχηματάκια'. Το κίνητρο σίγουρα ήταν εμφανές, εκδίκηση! Μα δεν υπήρχε ουδεμία απόδειξη ότι εκείνες έκαναν κάτι.

Ό,τι πάθαιναν τα θύματα, οι δύο φίλες ήταν μακριά, όσο πιο μακριά ήταν ανθρωπίνως δυνατό, με αψεγάδιαστο άλλοθι που τις καθάριζε τόσο γρήγορα όσο οι υποψίες τις λέρωναν. Έτσι δεν μπορούσε ποτέ κανείς να τις συνδέσει με αυτά τα 'ατυχηματάκια'.

Ούτε οι περισσότεροι δάσκαλοι ήταν ασφαλείς από τη Μέλανι και τη Μιράντα.

Υπήρχαν αυτό που βασιζόταν στις φήμες που κυκλοφορούσαν για τις 2 και όχι στις καταπληκτικές επιδόσεις τους στα μαθήματα και επιχειρούσαν να τους κάνουν τη ζωή δύσκολη. Επιχειρούσαν να τις αδικούν στους βαθμούς, απειλούσαν να τις στείλουν στον διευθυντή, τους έκαναν παρατηρήσεις για το παραμικρό και έβαζαν τις πιο δύσκολες ερωτήσεις όταν γινόταν ανακεφαλαίωση του μαθήματος.

Άμα κάποιος μαθητής/τρια τις πείραζε, αυτοί οι δάσκαλοι, έκαναν τα στραβά τα μάτια. Όταν όμως τα κορίτσια έκαναν roast όποιον τις πείραζε, κατευθείαν αντιδρούσαν και τις απειλούσαν να μην μιλούν, ειδάλλως...

Οι δάσκαλοι αυτής της κατηγορίας τρώγανε χειρότερο 'bullying', κάρμα, μεγαλύτερο ακόμη και από τους μαθητές. Κάτι πάθαινε το αμάξι τους, κάποιες βάζανε πινέζες στην καρέκλα τους ή κόλλα, κάτι κάτι κάτι... ένα σωρό 'ατυχηματάκια'. Επίσης, μια πολύ αγαπητή τακτική καταστροφής αντιπάλων των κοριτσιών, ήταν η ηχογράφηση.

Άμα οι λεγάμενοι δάσκαλοι τις αδικούσαν, ή ακόμα χειρότερα κάνανε το φριχτό λάθος να πουν το οτιδήποτε για τους νεκρούς γονείς τους περιπαικτικά και κοροϊδευτικά, τα κορίτσια είχαν τα κινητά τους κρυμμένα και ενεργοποιημένα, πάντα έτοιμα να ηχογραφήσουν τα λόγια τους.

Άμα έπεφταν και βρισιές εις βάρος τους, τότε ήταν που πραγματικά το χαίρονταν οι δυο τους (όσο μπορούσαν εξαιτίας της αλεξιθυμίας), αφού το υλικό καταστροφής γινόταν πλουσιότερο. Η μεγαλύτερη δυσκολία ήταν το να προωθήσουν το ηχογραφημένο χωρίς να πιαστούν στα πράσα, αλλά ήταν προετοιμασμένες και για αυτό.

Με τη βοήθεια των ελάχιστων μαθητών στο σχολείο που τις συμπαθούσαν και γνώριζαν για τι ήταν ικανές μα δεν το λέγανε πουθενά, κυρίως φύτουλες, που αντιπαθούσαν τους νταήδες και χρωστούσαν χάρες, προωθούσαν το ηχογραφημένο είτε στα μεγάφωνα όλου του Γυμνασίου, είτε ανώνυμα στο mail του διευθυντή.

Χάκερς? Γατόνια? Τόσο νεαροί σε ηλικία? Ίσως όχι και έτσι άλλα θα μπορούσατε να εκπλαγείτε. Ο δε διευθυντής φυσικά δεν ήταν ποτέ χαρούμενος να καλεί τους δασκάλους στο γραφείο του για 'έναν σοβαρό διάλογο' όταν άκουγε την αδικία των λόγων και την άνιση αντιμετώπιση τους προς τα κορίτσια.

Άιντε μετά αυτοί οι δάσκαλοι να δικαιολογηθούν για τα λόγια τους μπροστά στον διευθυντή. Αυτό, ενώ η Μέλανι και Μιράντα στεκόντουσαν στην άκρη με κατεβασμένα κεφάλια, και 'δυστυχισμένα από την αδικία' βλέμματα, με τα φανταστικά φωτοστέφανα των αγγέλων πάνω από τα κεφάλια τους💫😔...

... κρυφά ικανοποιημένες σαν δαίμονες από μέσα τους😈.

Στο τέλος οι δάσκαλοι ήταν αναγκασμένοι να απολογηθούν και με προειδοποίηση του διευθυντή να αντιμετωπίζουν τις δυο φίλες ισάξια όπως τους άλλους μαθητές και να τις βαθμολογούν όπως τους άξιζε πραγματικά άμα δεν θέλανε να απολυθούν, πράγμα που συνήθως δεν κράταγε για παραπάνω από ένα μήνα.

Άιντε φτου ξανά από την αρχή οι δυο φίλες να τους ξαναβάλουν στη θέση τους μπας και επιτέλους μάθαιναν από τα λάθη τους. Όσες φορές και αν αυτοί οι δάσκαλοι παραπονέθηκαν στον διευθυντή για την Μέλανι και Μιράντα, πως δεν είναι αυτό που φαίνονται και πως τους σαμποτάρουν, πάντα εκείνες την έβγαζαν καθαρή.

Αφού φυσικά, δεν υπήρχαν αποδείξεις πως είχαν την ανάμειξη τους.

Άλλοι δάσκαλοι, για το μόνο που ενδιαφερόντουσαν ήταν το μάθημα και οι μαθητές να είναι διαβασμένοι. Ούτε τα ονόματα και φήμη τους ένοιαζαν, ούτε τι χαρακτήρα είχε ο καθένας. Ας πούμε από αυτούς τους δασκάλους χωρίς ψυχή και διάθεση για τίποτα.

Καλά-Καλά ούτε για μάθημα και ξινούτσικοι. Δεν έπαιρναν το μέρος κανενός, ούτε υπερασπίζονταν, ούτε επέπλητταν κανέναν για απρεπή συμπεριφορά. Ωστόσο δεν είχαν παράπονα από τα δυο κορίτσια και δεν τις αδικούσαν, μάλιστα λέγανε καλά λογάκια στην κυρία Γκρέι για τις επιδόσεις τους όταν ερχόταν να ακούσει πως πάνε στα μαθήματα.

Αν και όσο για τα ίδια τα κορίτσια, όταν τις βλέπανε για άλλη μια φορά διαβασμένες και έτοιμες στο μάθημα, καμιά φορά πετάγανε σχόλια του τύπου,

"Για νεαρές κυρίες με τόσο κακή φήμη, άψογες για άλλη μια φορά."

Με αυτόν τον τόνο που δεν ξέρεις άμα είναι ειλικρινείς ή ειρωνικοί. Ωστόσο οι δυο φίλες τους αφήνανε ήσυχους, όσο δεν τις προκαλούσαν ή αδικούσαν.

Μόνο ο διευθυντής, το προσωπικό του Γυμνασίου και ένας δάσκαλος τις είχαν συμπαθήσει πραγματικά. Ο διευθυντής ήταν απλώς χαρούμενος που είχε 2 μαθήτριες τόσο άριστες, ανέβαζαν ας πούμε τη φήμη του σχολείου. Αυτό ενίσχυε την πεποίθηση του πως ήταν δύο άγγελοι και δεν πίστευε τις φήμες και παράπονα.

Λίγο κουτός ίσως που δεν έψαχνε το θέμα πιο βαθιά ή δεν αναρωτιόταν μήπως υπήρχε κάποια αλήθεια στα παράπονα των δασκάλων έτσι όπως επέμεναν να κατηγορούν τη Μέλανι και τη Μιράντα, αλλά πάλι, όπως ειπώθηκε, οι δυο φίλες είχαν καταπληκτική ικανότητα να καλύπτουν τα ίχνη τους.

Ο Κασπάρ Ντίτριχ, Γερμανικής καταγωγής, κάτι λίγο παραπάνω από 30 ετών, ξανθός και πρασινομάτης, ήταν περίπου σαν μυστικό 'crush' για πολλά κορίτσια του σχολείου. Ήταν ο εικαστικός που είχαν στο Γυμνάσιο και στο μάθημα του όλοι (ιδιαίτερα ο θηλυκός πληθυσμός) κρεμόταν από τα χείλη του όταν δίδασκε το μάθημα του.

Είχε έναν πολύ ωραίο τρόπο να μιλά και Μέλανι τον είχε συμπαθήσει παράφορα από τη πρώτη μέρα. Όχι απλώς επειδή στ' αλήθεια έδειχνε ότι αγαπούσε τη τέχνη όσο και εκείνη, αλλά και απλώς για το λόγο ότι της θύμιζε το μπαμπά της στα περισσότερα εξωτερικά χαρακτηριστικά.

Εκτός από το μύτη. Επίσης ότι ο μπαμπάς της συνήθιζε να αφήνει γενειάδα, ενώ ο εικαστικός φαινόταν λες και ξυριζόταν κάθε μέρα χωρίς να φαίνεται ερεθισμένο το πρόσωπο του. Τέλος πάντων.

Και ο κύριος Ντίτριχ με τη σειρά του, όσο και να μην το έλεγε φωναχτά, ήταν σχεδόν ηλίου φαεινότερο πως εκτιμούσε πολύ τη νεαρή Μέλανι για το πάθος και ενδιαφέρον της στο μάθημα του, τις γνώσεις που καμιά φορά μοιραζόταν και ενίσχυαν τη διδασκαλία του.

Αυτός λοιπόν, ήταν ο μόνος από τους δασκάλους Γυμνασίου που είχε συμπαθήσει τις δύο φίλες και πάντα τις υποστήριζε. Μάλωνε όποιον νόμιζε πως μπορούσε να τις πειράξει με οποιοδήποτε τρόπο πίσω από την πλάτη του, λεκτικά ή μη.

Για αυτό και εξάλλου πολλοί μαθητές έλεγαν πως ο Γερμανός είχε μάτια εκτός από το πρόσωπο του και στον πισινό του και αυτιά ελέφαντα. Αν και η Μιράντα δεν ήταν τόσο καλλιτεχνικός τύπος όσο οποιοσδήποτε συμμαθητής της και δεν ήταν το αγαπημένο της μάθημα, εκτιμούσε που ο κύριος Ντίτριχ δεν φερόταν σαν στρίγγλος όπως οι περισσότεροι δάσκαλοι και παρακολουθούσε το μάθημα του προσεκτικά.

Όταν απολύθηκαν από το Γυμνάσιο, στο Λύκειο τα κορίτσια είχαν να αντιμετωπίσουν λίγο πολύ τα ίδια προβλήματα. Ορδές μαθητών που τις απεχθανόντουσαν μέχρι θανάτου εξαιτίας των φημών, δασκάλους που προσπαθούσαν να τις αδικούν με κάθε ευκαιρία, τα κλασσικά. Δεν ήταν όμως τόσο δύσκολα όπως στο Γυμνάσιο.

Πάλι είχαν κάπως την ίδια και λίγη παραπάνω υποστήριξη. Ξανά ο διευθυντής του Λυκείου ήταν χαλαρός μαζί τους, το προσωπικό τις συμπαθούσε και είχαν 2 δάσκαλους που να τις εκτιμούν πραγματικά. Με τον ένα να είναι παραδόξως ξανά ο εικαστικός τους από το Γυμνάσιο.

Είχε πάρει μετάθεση στο Λύκειο που πήγαιναν τα κορίτσια όταν ξεκίνησαν να πηγαίνουν Δευτέρα Λυκείου. Με το σύστημα που λειτουργούσε όμως, το μάθημα του ήταν επιλεκτικό, να, κάτι σαν κατεύθυνση.

Εννοείται και η Μέλανι διάλεξε να παρακολουθεί τα μαθήματα του, ακόμη και μέσα στην αλεξιθυμία της, το πάθος για ζωγραφική δεν την είχε αφήσει, ήταν και πολύ βοηθητικό μάλιστα. Αν και αυτή τη φορά η Μιράντα δεν ακολούθησε και προτίμησε τους υπολογιστές.

Η έκπληξη που είχαν αισθανθεί όταν εικαστικός και κορίτσια συνειδητοποίησαν πως ήταν ξανά σε κοινό έδαφος δεν λεγόταν. Βρε τι μικρή που είναι η Αμερική τελικά! Πάντως αυτό σίγουρα τις έκανε να αισθανθούν πως το Λύκειο θα γινόταν πιο υποφερτό.

Ο δεύτερος δάσκαλος που δεν τις αντιπαθούσε και αυτόν περισσότερο η Μιράντα συμπαθούσε από τη Μέλανι, ήταν ο γυμναστής, ονόματι Ρόμαν Ίνγκλ.

Αλλά για τον γυμναστή μπορούμε να δούμε ίσως στο επόμενο ή μεθεπόμενο κεφάλαιο γιατί έχω παραμιλήσει για το backstory των κοριτσιών πριν από τα κεντρικά γεγονότα, δεν έχω μπει σε πιο ζουμερά πράγματα και πιθανόν εδώ και 3 κεφάλαια σας πρήζω τα-.

Ολοκληρωτικά, σε όλη τους τη σχολική ζωή από 1η Γυμνασίου έως 3η Λυκείου, από τους ενηλίκους μόνο, οι διευθυντές, το προσωπικό του Γυμνασίου και Λυκείου που τα κορίτσια είχαν εγγραφεί και όλοι κι όλοι δύο δάσκαλοι συμπάθησαν τη Μέλανι και Μιράντα και ούτε που άφησαν τις φήμες να τους επηρεάσουν.

Πολλοί τις αποκάλεσαν διάφορα πράγματα. Μα ένας από τους πιο διάσημους τίτλους για τις δυο τους ήταν «Νταήδες νταήδων», εξαιτίας του ότι οι πιο βαριές σπόντες και το χειρότερο και πιο εξευτελιστικό κάρμα έπεφτε πάνω στους μαθητές που νόμιζαν ότι ο κόσμος περιστρέφεται γύρω τους και απαιτούσαν όλοι να υποκλίνονται μπροστά τους με επιβολή δύναμης και απειλής.

Οι «δημοφιλείς» και καλά. Αυτόν τον πρώτο 'προσβλητικό' τίτλο οι δύο φίλες τον είχαν ακόμη και αν κανείς ποτέ δεν μπορούσε να αποδείξει πως εκείνες είχαν την ανάμειξη τους στα 'ατυχηματάκια'. «Ασυναίσθητα φρικιά» ήταν ο δεύτερος διασημότερος τους τίτλος.

Όπως οι θάνατοι των γονιών τους δεν μπόρεσαν να μείνουν κρυμμένοι, έτσι και η κατάσταση τους. Στην πραγματικότητα ούτε που τις έθιγε το πως αποκαλούνταν, μάλιστα φαινόταν να απολαμβάνουν τέτοιους τίτλους.

Ο καιρός περνούσε γρήγορα. 8 χρόνια κόντευαν να κλείσουν από 'Την ατυχία' που καταπλάκωσε, τραυμάτισε τις ψυχές των κοριτσιών και σημάδεψε βαθιά. Άμα δεν ήταν οι ψυχίατροι και η μαμά της Μέλανι να τις υποστηρίζουν και βοηθούν, ποιος ξέρει πως θα κατέληγαν στ' αλήθεια αυτές οι δύο.

Ίσως ακόμη και βαριά καταθλιπτικές. Υπήρχε όμως και κάτι ακόμα. Ένας ακόμη λόγος του γιατί τα κορίτσια συνέχιζαν να ζουν, προχωρούν και μεγαλώνουν, να αναπτυχθούν από πληγωμένα κορίτσια που τόσο απότομα ο θάνατος χτύπησε τη πόρτα στις οικογένειες τους, σε σοβαρές, αλύγιστες και πανέξυπνες νεαρές γυναίκες.

Οι δυο τους μαζί έκαναν μυστική έρευνα, που ούτε η κυρία Γκρέι γνώριζε πως γινόταν.

Μονάχες τους, η Μέλανι και Μιράντα είχαν ανοίξει την υπόθεση των δολοφονιών του Μιχαήλ Γκρέι, Ερνέστο ΝτεΡόουζ και Ντόνα ΝτεΡόουζ, αναζητώντας με προσήλωση στοιχεία για το ποιος τους δολοφόνησε εκείνη την οδυνηρή Τετάρτη, οχτώ χρόνια πριν.

3460 λέξεις. ωραία άλλο ένα κεφάλαιο για τον σκουπιδοτενεκέ-

αν το εκτιμήσατε, ρίχτε του κανένα αστεράκι, έτσι για το καλό👍🏽. ευχαριστώ πολύ, ακόμη και αν απλώς καταδεχτήκατε να ρίξετε μία ματιά σε αυτή την ιστορία...

τα σχόλια σας δίνουν λίγη παραπάνω ζωή στα κεφάλαια, οπότε μην διστάζετε άμα έχετε κάποια αντίδραση ή σκέψη σε συγκεκριμένα μέρη, παραγράφους, διαλόγους κτλ. να τα εκφράζεστε. γειά σας τώρα. ειρήνη ημίν! *πηδάω μέσα στη θάλασσα και κάνω τρανταχτό μπλουμ*

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top