Κεφάλαιο 9.

Η νευρικότητά της Αμέλια ολοένα και μεγάλωνε όσο περνούσε η μέρα και τίποτα δεν ήταν ικανό να την ηρεμήσει. Πηγαινοερχόταν στο διαμέρισμα και έφτιαχνε οτιδήποτε βρισκόταν μπροστά της για να είναι στην εντέλεια. Ο Τριστάν την ακολουθούσε ανήσυχος και προσπαθούσε να την σταματήσει γιατί τον ζάλιζε, αλλά η Αμέλια ήταν έτοιμη να ξεσπάσει. Έμοιαζε με ηφαίστειο που κάπνιζε. Την τράβηξε κοντά του, κατά τις εφτά το βραδάκι, και την ανάγκασε να καθίσει πάνω στον πάγκο της κουζίνας ώσπου να έφτιαχνε κάτι πρόχειρο να φάνε. Της άρεσε να τον παρακολουθεί να μετατρέπει την κουζίνα στο άντρο του. Αισθανόταν άνετα στο σπίτι της, ειδικά σε αυτόν τον χώρο, και της το έδειχνε με κάθε ευκαιρία που του δινόταν. Όσο έμενε με τη Σοφί φρόντιζε να του υπενθυμίζει συχνά πως το διαμέρισμα της ανήκε, αλλά η Αμέλια- που την ήξερε τόσο λίγο- του έλεγε συχνά να νιώθει σαν στο σπίτι του.

«Θα σου δώσω μια συμβουλή», της είπε, ενώ έβραζε τα σπαγγέτι για μια απλή μακαρονάδα με τυρί που σκάρωνε για τους δυο τους. «Μην τους δώσεις την ευχαρίστηση να σε δουν νευρική εξαιτίας του ερχομού τους. Θα πέσουν να σε φάνε».

«Πίστεψέ με, θα με φάνε έτσι κι αλλιώς», μουρμούρισε. «Εσύ πως αντιμετωπίζεις τον πατέρα σου που θέλει να έχει τον έλεγχο πάνω σου;»

«Συνήθως μετακομίζω όσο πιο μακριά του μπορώ», απάντησε γελώντας πικραμένος και η Αμέλια χαμογέλασε πονηρά γιατί ήξερε πολύ καλά τι εννοούσε. «Οι γονείς μου έχουν διαφορετικό τρόπο να δείχνουν την αγάπη τους και τις ανησυχίες τους. Ο πατέρας μου αρέσκεται στο να γίνεται επικριτικός και η μητέρα μου απλά, γκρινιάζει».

«Λες να γίνουμε κι εμείς σαν τους γονείς μας, μεγαλώνοντας; Αν κάνουμε παιδιά, θα θέλουν να μετακομίσουν όσο πιο μακριά μας γίνεται;»

Ο Τριστάν σταμάτησε να ανακατεύει τα μακαρόνια και στράφηκε προς το μέρος της τρομοκρατημένος στην ιδέα πως μπορεί να μετατρεπόταν στον πατέρα του.

«Ελπίζω όχι ή αν πάμε προς τα εκεί, εύχομαι να το πάρουμε είδηση γρήγορα και να αλλάξουμε πορεία».

Έφαγαν σιωπηλοί. Από την ώρα που γνωρίστηκαν ήταν η πρώτη φορά που προτίμησαν να μιλάνε με τα μάτια αντί για λέξεις και για την Αμέλια, αυτή η σιωπή, ήταν χαλαρωτική. Της άρεσε πολύ που δεν ένιωθε υποχρεωμένη να μιλάει. Με τον Πιέρ έπρεπε πάντα να λένε κάτι γιατί η σιωπή τους ήταν άβολη, δεν είχαν άλλον τρόπο επικοινωνίας, κι ενώ στην αρχή της φαινόταν γοητευτικό και γλυκό το γεγονός πως ήθελε να ακούσει τη φωνή της συνέχεια, συνειδητοποίησε ότι ήταν το μοναδικά πράγμα που δεν της έλειπε μακριά του ή τέλος πάντων, ένα από τα πράγματα που δεν της έλειπαν.

«Κάτι πρέπει να κάνουμε για το διαμέρισμα», της είπε ο Τριστάν, ενώ έπλενε τα πιάτα. Κοίταξε τριγύρω του προβληματισμένος ενώ η Αμέλια προσπαθούσε να καταλάβει τι εννοούσε και τι ήθελε, ακριβώς, να κάνει. «Είναι πανέμορφο αλλά είναι...μουντό», συμπλήρωσε.

«Δεν είναι, το διακόσμησα με προσοχή και αγάπη!»

Γέλασε και στάθηκε δίπλα της. «Δεν είναι στο πνεύμα της εποχής», ψιθύρισε συνωμοτικά. «Δεν έχει λίγο κόκκινο, πράσινο, χρυσό...»

«Δε θα στολίσουμε το σπίτι!»

«Είναι Χριστούγεννα, Αμέλια, γιατί να μη στολίσεις;»

«Γιατί δεν έχω όρεξη», πείσμωσε. «Γιατί θυμάμαι τα περσινά Χριστούγεννα και πως όλοι γιόρταζαν ενώ πονούσα, και...»

«...και αφήνεις μια κακή στιγμή να σου στερήσει την ομορφότερη γιορτή του χρόνου», κάγχασε, σταματώντας την πριν πει άλλη κουβέντα. «Αμέλια, πριν σε παρατήσει ο Πιέρ, σου άρεσαν τα Χριστούγεννα;» ρώτησε με αυστηρό ύφος κι εκείνη μούτρωσε.

«Πολύ», παραδέχτηκε.

«Τέλεια, οπότε θα στολίσουμε. Που κρατάς τα πράγματά σου;»

Του γύρισε την πλάτη για να μη δει την γκριμάτσα της. Πως να του έλεγε ότι μέσα στην απογοήτευσή της δώρισε ό,τι είχε και δεν είχε σε στολίδια, σε ένα ίδρυμα, ώστε να ευχαριστηθούν τα παιδιά που φιλοξενούνταν εκεί τα Χριστούγεννα αφού η ίδια δεν είχε σκοπό να το κάνει; Ο Τριστάν αναστέναξε δυνατά και προσπάθησε να κοιτάξει το πρόσωπό της, μα εκείνη έκανε κύκλους γύρω από τον εαυτό της, ώσπου δεν άντεξε, και τη σταμάτησε αρπάζοντάς τη από τους ώμους.

«Τα χάρισα», παραδέχτηκε, μουτρωμένη. «Εκείνο το βράδυ επέστρεψα σπίτι και μου φαινόταν λες και με κορόιδευαν τα στολίδια. Με έπιασε αμόκ, τα κατέβασα όλα κάτω, ξεστόλισα το δέντρο και το επόμενο πρωινό, τα χάρισα».

Δεν την κατέκρινε. Αντιθέτως το ύφος του φανέρωνε το πόσο καταλάβαινε την απογοήτευσή της. Φίλησε την κορυφή του κεφαλιού της και την τράβηξε ως τον καναπέ, όπου την έβαλε να καθίσει. Πήγε στην κουζίνα όπου έφτιαξε δύο ζεστές σοκολάτες, έφτιαξε ένα μπολ με πατατάκια κι ένα με σοκολάτες και πήγε να τη βρει ξανά. Δεν της είπε το παραμικρό, κάτι που εκτίμησε πολύ. Τον κοίταξε παραξενεμένη γιατί δεν περίμενε να υπάρχει τέτοιος άντρας εκτός βιβλίων και τον τσίμπησε στο μπράτσο.

«Γιατί το έκανες αυτό;» ρώτησε γελώντας νευρικά, ενώ έτριβε το πονεμένο μπράτσο του.

«Γιατί δεν μπορώ να πιστέψω πως είσαι αληθινός, είσαι πολύ καλός και δεν έχω συνηθίσει τύπους σαν εσένα».

«Πρέπει να γνώρισες πολύ σκάρτους άντρες στη ζωή σου για να με θεωρείς πολύ καλό, εμένα», σχολίασε λυπημένος.

«Ένας από αυτούς με παράτησε Χριστουγεννιάτικα», του υπενθύμισε και άνοιξε μια από τις σοκολάτες που της έφερε. «Έτσι είσαι πάντα, ή είναι κι αυτό μέρος του παιχνιδιού που παίζουμε; Γιατί θα απογοητευτώ αν δεν είσαι αυτός που δείχνεις».

Χαχάνισε μπουκωμένος. «Μεγάλωσα με δύο γυναίκες που φρόντιζαν να μου τονίζουν τα λάθη μου απέναντι τους ή απέναντι σε άλλες γυναίκες. Αν δεν μάθαινα από τις παρατηρήσεις τους, τότε θα ήμουν χαμένη υπόθεση. Οπότε, να ξέρεις, εκείνες να ευχαριστείς αν σου αρέσει ο χαρακτήρας μου», χαμογέλασε πονηρά κι η Αμέλια σκέφτηκε πως αν τις γνώριζε ποτέ της, θα τις ευχαριστούσε σίγουρα. «Αλλά να ξέρεις, δεν έχεις δει ακόμα την άσχημη πλευρά μου».

Δεν έκρυψε το ενδιαφέρον της. Ο άντρας απέναντί της είχε μια ηρεμία στο βλέμμα που δεν περίμενες να έχει άσχημη πλευρά, αλλά και ποιος δεν έχει; Δεν υπάρχει άνθρωπος που να μη φτάνει σε σημείο βρασμού και να σκάει σαν χύτρα. Γιατί να διέφερε ο Τριστάν;

«Δε θα φανταζόμουν ποτέ ότι έχεις άσχημη πλευρά», αποκρίθηκε με ειλικρίνεια.

Το χαμόγελο του έσβησε σιγά-σιγά. Τα χαρακτηριστικά του σκλήρυναν αρκετά και όση παιδικότητα κουβαλούσε το χαμόγελό του, εξαφανίστηκε στο δευτερόλεπτο. Για μια στιγμή φοβήθηκε αλλά κάτι της έλεγε ότι δεν είχε λόγο. Ήταν προβληματισμένος και χαμένος στις σκέψεις του, με το βλέμμα του καρφωμένο στα χέρια της Αμέλια που κρατούσαν το μπολ με τις σοκολάτες προστατευτικά. Δάγκωσε τα χείλη της αναρωτώμενη αν θα έπρεπε να διακόψει τη ροή των σκέψεών της γιατί ανησυχούσε με την ξαφνική αλλαγή της διάθεσής του, όμως την πρόλαβε αυτός, που απάντησε στο σχόλιό της.

«Έχω, μερικές φορές είναι άσχημη κιόλας, αλλά έμαθα με τα χρόνια να μην την αφήνω να με χειρίζεται και να τη χειρίζομαι εγώ».

Έγνεψε με κατανόηση και άφησε το μπολ της στην άκρη. Ήταν ήδη οχτώ το βράδυ αλλά ήξερε πως η νύχτα θα ήταν μεγάλη και δε θα κοιμόταν από το άγχος. Έπρεπε να το αποβάλλει κάπως και ήξερε έναν τρόπο που θα απασχολούσε το μυαλό του Τριστάν, αλλά και που θα τον χαροποιούσε ιδιαίτερα.

«Σήκω», διέταξε και τον τράβηξε από το χέρι. Αντιστάθηκε στο τράβηγμά της και η Αμέλια έχασε το βήμα της. Κατέληξε να κάθεται πάνω στα πόδια του, με το πρόσωπό της κοντά στο δικό του. Μέτρησε μερικές μικρές, αχνές ελιές που έμοιαζαν σαν φακίδες που ήταν κρυμμένες πίσω από τα γένια του, και λίγες ρυτίδες έκφρασης στα μάτια του. Μύρισε τη σοκολάτα στην ανάσα του και το γλυκό άρωμά του που της θύμιζε κανέλα. Ένιωσε τα χέρια του γύρω από τη μέση της και αυτομάτως τα δικά της τυλίχτηκαν γύρω από το λαιμό του. Έφερε το μέτωπό της πάνω στο δικό του και οι ανάσες τους έγιναν ένα. Τι στο καλό συνέβαινε... γιατί ήθελε να νιώθει συνέχεια το άγγιγμά του; Γιατί ήθελε τόσο πολύ να τον φιλήσει...

Η Αμέλια τραβήχτηκε απότομα μακριά του λες και τη χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα. Βγήκε από την αγκαλιά του κι έστρωσε κάποιες αόρατες ζάρες από τα ρούχα της, αποφεύγοντας να τον κοιτάξει στα μάτια.

«Πάμε μια βόλτα», είπε, με ένα ψεύτικο χαμόγελο, πίσω από το οποίο προσπάθησε να κρύψει το γεγονός πως ένιωθε παράξενα. Όμορφα, αλλά παράξενα. Φόρεσε το παλτό της και τινάχτηκε όταν τον ένιωσε να στέκεται πίσω της για να τη βοηθήσει να φορέσει το κασκόλ της. Ξάφνου ένιωσε σαν ηρωίδα μιας εκ των ρομαντικών ταινιών που κορόιδευε με πάθος γιατί ένιωθαν αμέσως να δένονται με τον ήρωα που έμπαινε στη ζωή της με το έτσι θέλω και την έκανε άνω-κάτω. Ζούσε μια υπερβολή κι έπρεπε να προσέξει γιατί μπορεί να κατέληγε με μια κομματιασμένη καρδιά. Όχι εξαιτίας του Τριστάν, αλλά εξαιτίας της δικής της απροσεξίας.

Της άρεσε πολύ να περπατάει στην πόλη το χειμώνα. Παρότι έκανε κρύο, οι εικόνες των ζευγαριών να περπατάνε αγκαλιά ντυμένοι ζεστά, της ζέσταιναν την καρδιά. Τα χριστουγεννιάτικα φώτα και οι στολισμοί στο δρόμο εξαφάνιζαν το σκοτάδι, όχι μόνο αυτό της πόλης, αλλά κι εκείνο στην καρδιά.

«Δε μου αρέσει που είσαι τόσο σκεπτική. Θες να μου πεις που πάμε;»

Η φωνή του Τριστάν ακούστηκε σα μουσική στα αυτιά της, πάνω από την οχλαγωγία. Του χαμογέλασε και του έδειξε προς την πλατεία όπου γνωρίστηκαν, αλλά δεν τον πήγε από αυτό το μονοπάτι, τον τράβηξε από το χέρι προς την άλλη πλευρά όπου ήταν στημένη μία από τις εποχιακές αγορές που η Αμέλια αγαπούσε ολόψυχα.

«Αμέλια!» αναφώνησε ενθουσιασμένος, ο Τριστάν, και την κοίταξε έκπληκτος.

«Σκέφτηκα να πάρουμε μερικά στολίδια για το σπίτι», αναστέναξε δυνατά. «Δεν τρελαίνομαι στην ιδέα, για μένα χάθηκε η μαγεία, μου την έκανε κομμάτια ο Πιέρ και ξέρω πως δε θα έπρεπε να νιώθω έτσι, αλλά δεν μπορώ. Παρόλ' αυτά, δε σου αξίζει να είσαι μέσα σε ένα μουντό σπίτι και γι' αυτό θα στολίσουμε».

«Είσαι σίγουρη;»

«Δεν είμαι για τίποτα σίγουρη, πια, πέρα του ότι δε μου αρέσει να βλέπω χρώμα και ανθρώπους ευτυχισμένους, και να ζηλεύω, επειδή δε με εκτίμησε ο Πιέρ».

Την τράβηξε στην αγκαλιά του και φίλησε τον κρόταφό της. «Είμαι περήφανος για σένα, μόλις έκανες ένα μεγάλο βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση».

«Η οποία είναι;»

Δεν της απάντησε. Μπήκαν στην αγορά με τους πάγκους και στις δύο πλευρές ενός μονοπατιού που απλωνόταν μπροστά τους για τουλάχιστον ένα χιλιόμετρο κι έπεσαν με τα μούτρα στα ψώνια. Αγόρασαν λαμπάκια, διακοσμητικά, στεφάνια, ακόμα και δέντρο βρήκαν που χωρούσε στο σημείο δίπλα στον πάγκο, στο παράθυρο του σαλονιού. Πήραν σακουλάκια με αποξηραμένες φέτες πορτοκαλιού και στικς κανέλας για να μυρίζει υπέροχα το σπίτι και φυσικά λιχουδιές γιατί δεν ζούσαν χωρίς αυτές. Όταν γύρισαν σπίτι κόντευε έντεκα και στα χέρια τους κρατούσαν από τέσσερις σακούλες ο καθένας, και το δέντρο που τους βασάνισε μέχρι να το ανεβάσουν ως το διαμέρισμά της. Έχαναν το βήμα τους, τους έπεφτε από τα χέρια, αλλά γελούσαν μέσα από την καρδιά τους κι αυτό από μόνο του άξιζε όλα όσα λεφτά ξόδεψαν.

Ο Τριστάν έφτιαξε ξανά ζεστή σοκολάτα, με το μίγμα που αγόρασαν που είχε άρωμα πορτοκαλιού, όσο η Αμέλια έβγαζε από τις τσάντες όσα αγόραζαν. Το δέντρο ήταν στημένο στο σημείο που το ήθελαν αλλά τα κλαδιά του ήταν ακόμα γυμνά. Έβαλε να παίζει μουσική στο κινητό της, χριστουγεννιάτικα τραγούδια φυσικά, και κάθισε στο χαλί μπροστά από τον καναπέ κοιτώντας γύρω της μελαγχολικά. Αγαπούσε το διαμέρισμά της. Ήταν η μόνη φορά που έμενε κάπου όπου αισθανόταν πως βρισκόταν πραγματικά σπίτι της. Πουθενά δεν ανήκε, μόνο εκεί. Ανατρίχιασε στην ιδέα πως μπορεί να το έχανε, πως θα έπρεπε να επιστρέψει πίσω σε μια ζωή που της προκαλούσε μόνο πόνο και θλίψη. Δεν ήθελε να γίνει ένα ξανά με αυτό το μόνιμο αίσθημα αγανάκτησης, όπως όταν ζούσε κοντά στην οικογένειά της. Βούρκωσε αλλά σκούπισε με το μανίκι της τα μάτια της προτού αφήσει τα δάκρυά της να κυλήσουν. Ήθελε να ευχαριστηθεί τη βραδιά που θα ήταν, σίγουρα, η τελευταία ήρεμη βραδιά της μέχρι τα Χριστούγεννα. Χαμογέλασε στον Τριστάν που κάθισε δίπλα της και έριξε μια ματιά στην οθόνη του κινητού της, εκεί όπου εμφανίστηκε ξανά το όνομα του Πιέρ που την καλούσε για πολλοστή φορά. Ό,τι κι αν ήθελε, δεν την αφορούσε πια... ήλπιζε πως θα το καταλάβαινε σύντομα και θα την άφηνε στην ηρεμία της.

Το μυαλό του Τριστάν δούλευε πυρετωδώς όλο το βράδυ. Δεν υπολόγιζε ποτέ του πως η ζωή του θα γινόταν ένα κουβάρι τόσο ξαφνικά. Όχι πως μπορούσε να προβλέψει το μέλλον. Όμως στην περίπτωση της Σοφί γνώριζε πολύ καλά πως σύντομα θα έφτανε το τέλος και αντί να προετοιμαστεί, άφησε την κατάσταση να εξελιχθεί χωρίς να προστατέψει τον εαυτό του. Δε φανταζόταν ποτέ πως θα κατέληγε στο σπίτι μιας άγνωστης και πως θα έπρεπε να προσποιηθεί ότι ήταν ερωτευμένος μαζί της. Υπό άλλες συνθήκες δε θα το σκεφτόταν να το κάνει, αλλά μαζί της όλα έμοιαζαν φυσιολογικά.

Στριφογύρισε λίγο στο κρεβάτι μέχρι που, ηττημένος πια, σηκώθηκε γιατί δεν υπήρχε περίπτωση να κοιμηθεί. Το σαλόνι ήταν σκοτεινό και η πόρτα της κλειστή. Άφησαν τις τσάντες με τα στολίδια δίπλα στο δέντρο και σκέφτηκε πως το καλύτερο που μπορούσε να κάνει, ήταν να αποτελειώσει το στόλισμα. Για εκείνη, ως ένα μικρό ευχαριστώ που δεν τον άφησε μόνο του στο δρόμο, μα κυρίως για μπορέσει να ζεστάνει την καρδιά της που κατάφερε να παγώσει ο άντρας που αγαπούσε. Μπορούσε να την καταλάβει, εν μέρει, αν και στη δική του περίπτωση ο χωρισμός ήταν κάτι που περίμενε- κι άργησε πολύ. Αλλά το να σε αφήνει το άλλο σου μισό να πιστεύεις πως είστε σε μια υγιή και όμορφη σχέση, μόνο και μόνο για να σε παρατήσει για ένα τρίτο πρόσωπο... αυτό ήταν σκληρό κι άκαρδο.

Ξεκίνησε από τα στολίδια που πήραν να αφήσουν σε διάφορα σημεία του σπιτιού. Μικρές γυάλινες μπάλες που αν τις κουνούσες έμοιαζε σα να χιόνιζε πάνω στο τοπίο που απεικόνιζαν, φιόγκοι για τις κουρτίνες, Χριστουγεννιάτικα σουβέρ, όλα μπήκαν στη θέση τους κι άφησε το δέντρο για το τέλος. Κινούνταν στο ίδιο μήκος κύματος οι δυο τους, τους άρεσαν τα ίδια πράγματα γι' αυτό δεν ήταν καθόλου δύσκολο να διαλέξουν στολίδια- όλα ξύλινα. Άρχισε να τα κρεμάει στα κλαδιά με προσοχή, αφού πρώτα έβαλε τα φωτάκια, αλλά στα μισά κουράστηκε. Η ώρα πήγε πέντε το πρωί και τα μάτια του έκλειναν. Έβαλε τα φωτάκια στην πρίζα και κάθισε στον καναπέ, τυλίχτηκε με την κουβέρτα κι έμεινε έτσι να κοιτάζει προς το παράθυρο μέχρι που τον πήρε ο ύπνος.

Τον ξύπνησε η μυρωδιά φρεσκοψημένου καφέ. Χαμογέλασε αθώα όταν είδε την Αμέλια να κάθεται στο τραπεζάκι του σαλονιού παρατηρώντας τον με τρυφερό ύφος. Το δέντρο ήταν στολισμένο αφού αποτέλειωσε τη δουλειά όσο κοιμόταν. Του έδωσε μία κούπα καφέ και ένα φιλί στο μάγουλο.

«Σ' ευχαριστώ, Τριστάν, δεν ξέρεις πόσο εκτιμώ αυτό που έκανες», του είπε συγκινημένη και κάθισε δίπλα του στον καναπέ. Κοίταξαν προς το χριστουγεννιάτικο δέντρο αμίλητοι ώσπου το κεφάλι της ξεκουράστηκε πάνω στον ώμο του. Ήταν οι τελευταίες στιγμές ηρεμίας και ήθελε πολύ να τις ευχαριστηθεί όσο περισσότερο γινόταν, μαζί με τον άγνωστο που νοιάστηκε γι' αυτή περισσότερο από την οικογένειά της. 

Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top