Κεφάλαιο 7.
Ο Τριστάν άνοιξε το ψυγείο κι άρχισε να βγάζει υλικά έξω για να ετοιμάσει πρωινό. Ανησύχησε που η Αμέλια δεν έκανε ακόμα την εμφάνισή της, αλλά πριν πάει να τη βρει, χτύπησε το κινητό του που του έκοψε την πορεία. Όταν είδε το όνομα του πατέρα του στην οθόνη, αναστέναξε βαριά, μα αν δεν απαντούσε η γκρίνια που θα άκουγε θα ήταν ατέλειωτη. Κράτησε τη φωνή του χαμηλή για να μην ταράξει την Αμέλια και τον καλημέρισε τυπικά. Έτσι κι αλλιώς, τυπικές ήταν οι σχέσεις τους πάντα, δε θα μπορούσε να αλλάξει κάτι ξαφνικά.
«Μου είπε η αδερφή σου τα νέα σου», ήταν τα πρώτα του λόγια. Θα τη σκότωνε τη Βιβιέν που ανακατεύτηκε ξανά στις υποθέσεις του, υποτίθεται πως ό,τι της είπε ήταν εμπιστευτικά.
«Μην ανησυχείς, είναι όλα καλά», αρκέστηκε να απαντήσει.
«Που μένεις;»
«Σε μια φίλη μου». Καθάρισε το λαιμό του και κάγχασε ελαφρά. «Δεν με πήρες γι' αυτό, όμως, έλα πες το. Μην καταπιέζεσαι», αστειεύτηκε με μια μεγάλη δόση πικρίας γιατί ήξερε πως τον κάλεσε για να τον κατσαδιάσει που ήταν απρόσεκτος και τον έκλεψαν.
«Απλά αναρωτιέμαι αν θα ωριμάσεις ποτέ», απάντησε με αδιάφορο τόνο, ο πατέρας του.
«Ποτέ!» απάντησε με τη σειρά του, παθιασμένα. «Αυτός είμαι, δε θα αλλάξω για σένα, δε θα αλλάξω για κανέναν».
«Ναι, ναι, εγώ στο έμαθα αυτό», αναστέναξε ο άντρας. «Λοιπόν, σου στέλνω στο μέιλ σου τρεις προτάσεις για δουλειά, επειδή ξέρω πως ζορίζεσαι αυτόν τον καιρό. Δεν είναι απαραίτητο να πεις ναι σε κάποια, αλλά θα ήθελα μέχρι τα Χριστούγεννα να έχω μια απάντηση κι ελπίζω πραγματικά να είναι θετική».
Άφησε την ανάσα του να βγει αργά. Δεν ήθελε να του δώσει μεμιάς αρνητική απάντηση γιατί, παρότι δεν τον άντεχε, ο πατέρας του είχε καλές προθέσεις. Θα τις κοιτούσε τις προτάσεις του αλλά γνωρίζοντας την εμμονή του να δουλέψουν μαζί, σίγουρα θα αναγκαζόταν να τις απορρίψει.
«Εντάξει, σ' ευχαριστώ πολύ».
«Να σου στείλω λεφτά μέχρι να τακτοποιήσεις το θέμα με την τράπεζα;»
«Μην ανησυχείς, έχω, σύντομα θα τακτοποιηθούν τα πάντα. Να δώσεις φιλιά στη μαμά».
Είπαν αντίο και, εκνευρισμένος, έστειλε ένα μήνυμα στην αδερφή του ότι θα την σκοτώσει που ανακατεύτηκε με τον πατέρα τους. Η απάντησή της ήταν πως δεν μπορούσε να ζήσει χωρίς αυτή. Γέλασε και κοίταξε προς το δωμάτιο της Αμέλια. Την είδε καθισμένη στο κρεβάτι με το κινητό στο χέρι κι ανησύχησε γιατί δε φαινόταν καλά. Δε δίστασε να πάει κοντά της. Κάθισε δίπλα της και παρατήρησε τα μάτια της που ήταν λίγο κόκκινα.
«Ε, τι έγινε;» ρώτησε και την έσπρωξε ελαφρά με τον ώμο του.
Τον κοίταξε με παράπονο και του έδειξε το κινητό της. Υπό άλλες συνθήκες δε θα έδειχνε σε έναν ξένο τα μηνύματά της, αλλά ο Τριστάν δεν ήταν και τόσο ξένος πια. Κανονικά δε θα τον έβαζε και μέσα στο σπίτι της, αλλά η κανονικότητά της έπαιρνε πια άλλες διαστάσεις.
«Χθες έκλεισε ένας χρόνος από τότε που με παράτησε ο πρώην μου και σήμερα θυμήθηκε να μου στείλει μήνυμα πως θέλει να με δει».
«Και; Του απάντησες;»
«Όχι βέβαια!»
«Δε θες να μάθεις τι θέλει να σου πει;»
Τα μάτια της άστραψαν από θυμό. «Τι μπορεί να μου πει που να με κάνει να νιώσω καλύτερα; Ήμασταν μαζί κι εκείνος δήλωσε ερωτευμένος με άλλη, ένας Θεός ξέρει πόσο καιρό μπορεί να με κεράτωνε κιόλας μαζί της. Όχι, όχι, δε θέλω να τον ξέρω καν, πόσο μάλλον να του μιλήσω».
«Και τότε για ποιον λόγο μαραζώνεις εδώ μέσα;»
Δεν είχε άδικο. Την πήρε από κάτω γιατί θυμήθηκε πως ένιωσε εκείνο το βραδάκι στο εστιατόριο. Πως η χαρά μετατράπηκε μέσα σε δευτερόλεπτα σε λύπη, πως ένιωσε ότι έγινε ρεζίλι γιατί άλλα περίμενε κι άλλα της ήρθαν. Πάτησε πάνω στην αξιοπρέπειά της κι εκείνη τον άφησε και αντί να αντισταθεί- γιατί εκείνος έχανε, στην τελική- παραιτήθηκε. Χαμογέλασε στον Τριστάν που την παρακολουθούσε με ενδιαφέρον και τον ακολούθησε ως την κουζίνα.
«Ξέρω την καλύτερη συνταγή για τηγανίτες. Ετοιμάσου ενθουσιαστείς».
Κάθισε πάνω στον πάγκο όσο ο Τριστάν πηγαινοερχόταν μέσα στην μικρή κουζίνα, βάζοντας τα υλικά του σε ένα μπολ. Πού και πού της έριχνε πεταχτές ματιές σα να ήθελε να βεβαιωθεί πως τον παρακολουθούσε κι η Αμέλια του χαμογελούσε γλυκά γιατί ακόμα κι αν το ήθελε, δεν μπορούσε να τραβήξει τα μάτια της από πάνω του. Ήταν παράξενο. Ονειρευόταν μια σχέση όπου θα ξυπνούσε τα πρωινά με τον έρωτα της ζωής και μαζί θα έφτιαχναν πρωινό για να ξεκινήσουν τη μέρα. Με τον Πιέρ δεν θυμόταν να ζήσανε μαζί μια τέτοια στιγμή. Και να που τη ζούσε με έναν άγνωστο που δεν ήταν καν αληθινός της σύντροφος. Τουλάχιστον το έζησε, έστω κι έτσι.
«Θα στρώσεις τραπέζι ή θα φας εκεί ψηλά, να με θαυμάζεις;» την πείραξε.
Κατέβηκε με έναν σάλτο κι έκρυψε το γεγονός πως κοκκίνισε ελάχιστα, πίσω από ένα χαμόγελο. Έβαλε ένα τραπεζομάντιλο στο τραπέζι και έφτιαξε τα μαχαιροπίρουνα μέσα σε χαρτοπετσέτες που δίπλωσε έτσι ώστε να μοιάζουν σαν φάκελοι. Έστυψε φρέσκο χυμό πορτοκάλι και σε κάθε κίνηση που έκανε, η χαρά της μεγάλωνε. Ήταν όμορφο να μοιράζεσαι το πρωινό με κάποιον, εκεί κατέληξε. Κοίταξε προς τον Τριστάν που έβγαζε και τις τελευταίες τηγανίτες κι αναρωτήθηκε τι μπορεί να σκεφτόταν εκείνη τη στιγμή. Θα ήθελε να μπορούσε να μπει στο μυαλό του για λίγο.
«Με τι θες να τις φάμε;» τη ρώτησε, και η Αμέλια τινάχτηκε σα να πιάστηκε να κάνει ζαβολιά. «Έκοψα δύο μπανάνες σε κομματάκια. Μπορούμε να ρίξουμε μέλι ή σαντιγί από πάνω». Άνοιξε το ντουλάπι και του έδειξε ένα μπουκάλι σιρόπι σφενδάμου. «Θα σε παντρευόμουν εδώ και τώρα», αναφώνησε, ενώ έκλεβε το μπουκάλι από τα χέρια της. Έγειρε πίσω το κεφάλι του και άφησε λίγο από το σιρόπι να πέσει μέσα στο στόμα του. Η Αμέλια γέλασε κι έγλειψε τα χείλη της όταν είδε λίγο από το σιρόπι να πέφτε δίπλα στο στόμα του. Άραγε πόσο γλυκό θα ήταν το φιλί του; Δε θα μάθαινε ποτέ γιατί ο Τριστάν πέρασε τη γλώσσα του πάνω από τα χείλη του, κοιτώντας τη κατάματα, και μάζεψε το σιρόπι. Χαμογέλασε πονηρά και κάθισε στη θέση του. «Να σερβίρω;»
Κάθισε απέναντί του, γέμισε τα ποτήρια τους με χυμό και τις κούπες τους με καφέ, ενώ εκείνος σέρβιρε στα πιάτα τους. Οι ματιές τους συναντήθηκαν φευγαλέα και αυτόματα χαμογέλασαν κι οι δύο με το ίδιο ντροπαλό, αλλά ταυτόχρονα προκλητικά πονηρό, χαμόγελο που μόνο μπελάδες σήμαινε.
«Λοιπόν, πρέπει να συζητήσουμε και μερικά θέματα, μιας κι αύριο έρχονται οι γονείς σου», της είπε, μπουκωμένος.
«Θέματα;»
«Ναι». Έγλειψε τα δάχτυλά του που γέμισαν με σιρόπι και η Αμέλια με το ζόρι συγκράτησε έναν απαλό λυγμό που παραλίγο να ξεφύγει από τα χείλη της. Τι στο διάβολο έπαθε από την ώρα που τον είδε στο μπάνιο... «Καταρχάς, υποτίθεται πως είμαστε ζευγάρι άρα θα κοιμόμαστε μαζί στο ίδιο δωμάτιο». Δάγκωσε μια τηγανίτα ενώ τον κοιτούσε τρομαγμένη. Είχε δίκιο... πως θα γινόταν αυτό... «Μπορούμε να κλειδώνουμε την πόρτα και να κοιμάμαι στο πάτωμα, δεν έχω πρόβλημα».
«Θα το έκανες αυτό για μένα;» ρώτησε, έκπληκτη, που δεν τον ένοιαζε η άνεσή του.
«Εννοείται, Αμέλια, δε φτάνει που με έβαλες στο σπίτι σου», γέλασε κοφτά.
«Για να σε εκμεταλλευτώ σε έφερα», του υπενθύμισε.
«Κι εγώ μπορώ να σε αφήσω να με εκμεταλλευτείς όσο θες», αποκρίθηκε με μισό χαμόγελο.
«Μη με προκαλείς!»
«Γιατί όχι;» ρώτησε κι έβαλε τα γέλια όταν την είδε να ξαφνιάζεται. «Επίσης... πόσο μπορώ να σε αγγίζω;»
Κατάπιε την μπουκιά της και ξέπλυνε το στόμα της με λίγο χυμό περισσότερο για να μπορέσει να κερδίσει λίγο χρόνο μέχρι να του απαντήσει.
«Είμαι...πως να το πω... δεν έχω συνηθίσει στην επαφή». Την κοίταξε με τα μάτια μισόκλειστα προσπαθώντας να καταλάβει τι εννοούσε. Η Αμέλια έδειχνε να αισθάνεται άβολα και λυπήθηκε γι' αυτό, αλλά ήθελε πολύ να μάθει την αλήθεια της. «Πέρα από το σεξ, δεν έχω συνηθίσει άλλου είδους επαφή. Οι γονείς μου δε με κρατούσαν αγκαλιά σαν παιδί και μεγάλωσα χωρίς να ξέρω πως να δείξω τρυφερότητα. Οι σχέσεις μου ήταν σαν εμένα περίπου- αδέξιες συναισθηματικά, με αποκορύφωμα τον Πιέρ που κρατούσε πάντα αποστάσεις. Όταν μου κρατούσε το χέρι ήταν κάτι το εξωπραγματικό», γέλασε μελαγχολικά, και χαμήλωσε το βλέμμα της, ανήμπορη να κατανοήσει γιατί της ήταν τόσο εύκολο να του λέει τα πάντα.
«Δεν έχεις περπατήσει στο δρόμο αγκαλιά με κάποιον ή να σου κρατάει το χέρι;» έγνεψε αρνητικά και ο Τριστάν μουρμούρισε κάτι τόσο χαμηλόφωνα που η Αμέλια δεν το άκουσε καν. «Εγώ είμαι το αντίθετο», δήλωσε, προειδοποιητικά. «Η μητέρα μου ήταν πάντα εκδηλωτική κι έτσι μεγάλωσα κι εγώ. Αλλά αν δε θες να σε αγγίζω, δε θα το κάνω». Δε φοβήθηκε να αναζητήσει το βλέμμα του. Το δικό της ήταν γεμάτο πόνο και είδε κι ένα ίχνος ντροπής που τον έφερε σε δύσκολη θέση γιατί ήταν εμφανές πως η Αμέλια δεν ήξερε τι ήθελε εκείνη τη στιγμή. «Μπορούμε να το δούμε στην πορεία...»
«Θέλω», τον διέκοψε με σθένος. «Μπορείς να με αγγίζεις. Χθες που με κρατούσες αγκαζέ ήταν υπέρβαση για μένα και μου άρεσε. Όπως κι όταν βγάλαμε φωτογραφία αγκαλιά. Ένιωσα όμορφα».
Της χάρισε ένα τρυφερό χαμόγελο και υπάκουσε ακουμπώντας απαλά την παλάμη του στο μάγουλό της. Έκλεισε τα μάτια της για να απολαύσει το άγγιγμα μα όταν τα άνοιξε πάλι ο Τριστάν την κοιτούσε παράξενα.
«Δε θα σε πονέσω, ποτέ, θα είμαι πολύ προσεκτικός μαζί σου», είπε, προκαλώντας της μια γλυκιά ανατριχίλα. Τράβηξε μακριά το χέρι του και συνέχισε να τρώει, κοιτώντας τη φευγαλέα σα να ήθελε να βεβαιωθεί πως ήταν εντάξει. «Όταν σε φίλησα στο μάγουλο...»
«Ήταν κι αυτό μεγάλη υπέρβαση για μένα», γέλασε δυνατά.
«Μιλώντας για φιλιά». Η Αμέλια τον κοίταξε ξαφνιασμένη αλλά ο Τριστάν ήταν σοβαρός όσο σκούπιζε το στόμα του με μια χαρτοπετσέτα. «Υποτίθεται πως είμαστε ζευγάρι, θα περιμένουν να μας δουν να φιλιόμαστε. Θα το αποφύγω, στο ορκίζομαι, αλλά αν χρειαστεί;»
Θα ήταν το χειρότερο που θα της συνέβαινε αν τον φιλούσε όταν χρειαζόταν; Σίγουρα όχι. Δεν ήταν κάτι που θα έκανε με ελαφρά την καρδία γιατί ένα φιλί μπορούσε να της ξυπνήσει πολλά συναισθήματα, το ήξερε καλά αυτό, αλλά αν έπρεπε να γίνουν πειστικοί ίσως θα έπρεπε να ρίξει τις άμυνές της και να προετοιμαστεί για τα πάντα. Άρχισε να φρικάρει λιγάκι. Ίσως να ήταν καλύτερα αν σταματούσε το παιχνίδι εκεί, μα ήθελε να δείξει στην οικογένειά της πως δεν ήταν ένα μίζερο πλάσμα που κλαιγόταν επειδή την άφησε ο άντρας που αγαπούσε ή που μπορεί να ζήλευε την ευτυχία της αδερφής της. Γιατί της προκαλούσε τόσο άγχος η ίδια της η οικογένεια; Γιατί την ανάγκαζαν να γίνει κάποια που δεν ήταν; Τους μισούσε τόσο πολύ εκείνη τη στιγμή.
Τινάχτηκε όρθια και βρέθηκε μπροστά από τον Τριστάν σε κλάσματα του δευτερολέπτου. Κράτησε το πρόσωπό του στα χέρια της και κόλλησε τα χείλη της στα δικά του για λίγες στιγμές αλλά, ήταν στο χέρι της, δεν θα αποτραβιόταν γιατί ήθελε πολύ αυτό το απλό, αναγνωριστικό φιλί, να πάει παραπέρα. Ένιωσε το ξάφνιασμά του. Ήδη τον έφερε σε δύσκολη θέση.
«Συγγνώμη», ψιθύρισε κι επέστρεψε στην καρέκλα της.
Ο ηλεκτρισμός που δημιουργήθηκε μεταξύ τους ήταν τόσο έντονος που η Αμέλια ένιωθε λες και τη χτυπούσε ρεύμα ό,τι κι αν ακουμπούσε. Την προβλημάτισε η σιωπή του Τριστάν. Πέρασε κάποια αόρατη γραμμή; Γι' αυτό φοβόταν τον αυθορμητισμό, γιατί τις λίγες φορές που άφησε τον εαυτό της ελεύθερο, μπήκε σε μπελάδες και το χειρότερο, έβαλε και κάποιον άλλο σε μπελάδες.
«Έκανα βλακεία, έτσι;» ρώτησε, με τη φωνή να τρέμει.
«Γιατί το λες αυτό;»
«Γιατί είσαι σιωπηλός και μου προκαλείς νευρικότητα».
Γέλασε δυνατά και αμέσως διαλύθηκε κάθε ίχνος πάγου ανάμεσά τους. «Σκέφτομαι», αποκρίθηκε προβληματίζοντάς τη με το ύφος του. «Δεν ήταν σκοπός μου να βρίσκομαι στο ποτάμι την Παρασκευή το απόγευμα, μα βρέθηκα κοντά σου όταν χρειάστηκες κάποιον. Με πέτυχες κατά τύχη χθες στην πλατεία, ξανά. Δεν έπρεπε να είμαι εκεί αλλά κάθισα λίγο για να πάρω μια ανάσα μετά από όσα έγιναν με τη Σοφί και ξάφνου έκανες την εμφάνισή σου και ζω, ίσως, την πιο ενδιαφέρουσα στιγμή της χρονιάς. Ομολογώ πως με ιντριγκάρεις πολύ, Αμέλια από την Ελλάδα, είσαι γεμάτη εκπλήξεις».
Προσπάθησε να καταπιέσει το χαμόγελό της αλλά απότυχε εντελώς. «Κι ακόμα δεν έχεις δει τίποτα. Που να γνωρίσεις την οικογένειά μου».
«Πες μου μερικά πράγματα γι' αυτούς», την προκάλεσε με πονηρό ύφος. «Ξεκίνα με τα πεθερικά μου!»
Έβαλε τα γέλια αλλά ήταν έτοιμη να παίξει το παιχνίδι του. «Ο πεθερός σου λέγεται, Ντίνος, και είναι πρώην ναυτικός. Δούλευε ως καπετάνιος σε πλοία εντός Ελλάδας γιατί η μητέρα μου δεν τον άφησε να πάει στο εξωτερικό κι αυτό, αν το πιστεύεις, είναι το πρώτο του ταξίδι εκτός της χώρας».
«Δεν ήρθε ποτέ από τη στιγμή που μετακόμισες εδώ;»
Κούνησε το κεφάλι απογοητευμένη. «Δεν ήταν η Αγάπη εδώ, οπότε δε χρειάστηκε», αρκέστηκε να πει. «Η πεθερά σου, η Σία- από το Τασία-, είναι καθηγήτρια αγγλικών και έχει ψύχωση με τον καιρό. Το πρώτο πράγμα που με ρωτάει όταν μου τηλεφωνεί είναι τι καιρό κάνει».
Ο Τριστάν έκανε μια γκριμάτσα και γέλασε κοφτά. «Μα γιατί;»
«Δεν έχω ιδέα», παραδέχτηκε η Αμέλια. «Ανάθεμα κι αν κατάλαβα ποτέ τη μητέρα μου. Προσπάθησα, μα στο τέλος απλά κουράστηκα και σταμάτησα να ασχολούμαι». Έκανε μια παύση γιατί την ενοχλούσε η σχέση της με τη μητέρα της, δεν ήθελε να είναι έτσι, ζήλευε όσους θεωρούσαν τους γονείς τους φίλους τους μα εκείνη πάντα είχε την αίσθηση πως τους ήταν ένα βάρος που είχαν υποχρέωση να κουβαλούν. Εν αντιθέσει με το άλλο τους παιδί. «Και τέλος, η Αγάπη, η αδερφή μου. Το αγγελούδι της οικογενείας, το καμάρι των γονιών μου. Από τότε που γεννήθηκε, εστίασαν πάνω της. Είναι κακομαθημένη και παίρνει αυτά που δεν της ανήκουν. Και πάντα της συγχωρούν τα πάντα, ειδικά όταν κάνει κάτι που μπορεί να πληγώνει εμένα, γιατί δεν έχω σημασία για την οικογένειά μου. Κι ύστερα λένε πως η ομορφιά δεν έχει σημασία», σχολίασε πικραμένη.
«Μιλάς λες κι εσύ δεν είσαι όμορφη».
Τα μάγουλά της πήραν φωτιά γιατί την κοίταξε τόσο έντονα που την έκανε να πιστέψει ότι την έγδυνε με το βλέμμα του. Ακόμα κι αν είχε αμφιβολίες για την ομορφιά της, το βλέμμα του Τριστάν έλεγε ξεκάθαρα πως διαφωνούσε γιατί αυτό που αντίκριζε ήταν μια πανέμορφη γυναίκα.
«Μου έμαθαν να πιστεύω πως δεν είμαι τόσο όμορφη όσο είναι η αδερφή μου», αρκέστηκε να πει και ήπιε μια γερή γουλιά από τον καφέ της.
«Κακώς», αρκέστηκε να της πει, χωρίς να πάρει τα μάτια του μακριά από τα δικά της και τα μέσα της Αμέλια ζεστάθηκαν ξανά μετά από πολύ καιρό.
Bạn đang đọc truyện trên: AzTruyen.Top